in

Αν είχα μόνο μία μέρα να ταξιδέψω

Αν είχα μόνο μία μέρα να ταξιδέψω

Αν είχα μόνο μία μέρα να ταξιδέψω, μηδενίζοντας τις αποστάσεις και τα σύνορα, χωρίς ελέγχους, εισιτήρια και αποσκευές, αν είχα μόνο μία μέρα να διαλέξω πού θα μοίραζα τον χρόνο μου, χωρίς τα χιλιόμετρα να έχουν σημασία, δεν θα διάλεγα να δω κάτι καινούργιο. Mες τις αναμνήσεις μου θα αναζητούσα τις γνώριμες εκείνες εμπειρίες που ποτέ δεν άφησαν τα όνειρα να σταματήσουν.

Γράφει η Λουκία Αργυριάδου

Αν είχα μόνο μία μέρα να ταξιδέψω, χωρίς να στείλω μήνυμα και να κουβαλώ ταυτότητα, χωρίς μάσκα, αναπνευστήρα και φόβο, θα διάλεγα να ξαναδώ αυτά που με διαμόρφωσαν σαν άνθρωπο, εκείνα που «έσιαξαν το μέσα μου» και μου ‘δώσαν ζωή, αυτά που έχω για μόνα καταφύγια αυτές τις μέρες της λυσσαλέας αναγκαστικότητας.

Αν είχα μόνο μία μέρα να ταξιδέψω, αυτή θα ήταν Σάββατο.

Θα έβγαινα από το σπίτι μου νωρίς το πρωί και στη γωνία θα ήταν το αγαπημένο μου μπαρ στη Μπολόνια, το Barazzo στην Via del Pratello, όπου θα καλημέριζα τον πάντα ίδιο ευγενέστατο μπάρμαν – τόσες φορές και ποτέ δεν συγκράτησα το όνομά του, γκριζομάλης, δουλεύει πάντα πρωί, καλά αγγλικά με υπέροχη ιταλική προφορά, με θυμάται πάντα, «- Ciao Greca! – Ciao και σε σένα γλύκα» – θα έπινα εσπρεσσάκι με σαμπούκα, θα παρατηρούσα τους τύπους που διαβάζουν εφημερίδα στα όρθια, θα καθόμουν στο μπαλκονάκι, θα άναβα τσιγάρο, θα μου έκαναν τράκα μεθυσμένοι τύποι από το προηγούμενο βράδυ, που κατά τις 9 το πρωί έχουν πιάσει υπαρξιακές συζητήσεις για το νόημα της ελευθερίας και του έρωτα, θα προσπαθούσαν να μου εξηγήσουν μισά ιταλικά, μισά αγγλικά, πολλές χειρονομίες, ο ένας θα έγερνε λίγο παραπάνω από το μεθύσι, ο άλλος πιο νηφάλιος, σε ένδειξη σεβασμού θα του ζητούσε να κάνει πιο πίσω, ο ήλιος σιγά σιγά θα έλουζε τον δρόμο, θα έβαζα γυαλιά ηλίου, οι νέοι φίλοι μου θα αποσύρονταν στη θέα του φωτός και θα μου έκλειναν ραντεβού για το βράδυ. Στο ίδιο μπαλκονάκι του Barazzo στην κόκκινη Μπολόνια.

Η θέα από το μπαλκόνι του Barazzo στη Μπολόνια

Μετά θα κατευθυνόμουν δυτικά και θα βρισκόμουν στο Notting Hill Gate. Λίγο πιο πάνω έχει ήδη ξεκινήσει η οχλοβοή του Portobello Market, όπου παρά το ψιλόβροχο, οι πραγματευτές έχουν απλώσει κάθε είδους κειμήλια, από κιτρινισμένες οικογενειακές  φωτογραφίες, πλουμιστά φωτιστικά και νομίσματα μέχρι πιάτα, second hand τσάντες και κοσμήματα. Εκεί θα αγόραζα ένα μπρούντζινο ρολόι τσέπης, από αυτά που δεν λειτουργούν αλλά έχουν χαραγμένα από πίσω μία ανάμνηση, “From Andrea to Paul”, και εσύ σκαρώνεις αφηγήματα για καταραμένους εραστές. Θα έπιανα συζήτηση με τον βρετανό παλαιοπώλη, να τον ρωτήσω τις αναμνήσεις πίσω από τα αντικείμενα, θα μου απαντούσε ευγενικά κάτι αόριστο που αύριο δεν θα θυμάμαι, γιατί πάντα οι δικές μου ιστορίες, οι επίπλαστες, είναι πιο ικανοποιητικές. Καθώς θα περπατούσα τον δρόμο με τους πάγκους και τη φασαρία, λίγο πιο κάτω μια ηλικιωμένη κυρία θα φορτώνονταν ένα σερβίτσιο με δεκαοχτώ διαφορετικά φλυτζάνια και πιατάκια, όλα θα τα αγκάλιαζε με τα δυο της χέρια και θα ισορροπούσε ανάμεσα στο πλήθος, λίγο καλύτερη από κολομπίνα σε τσίρκο, «Πού μένει άραγε και τα πήρε όλα έτσι;», θα έστριβα τη γωνία και θα άφηνα το Λονδίνο πίσω μου.

Πάγκος με μπιχλιμπίδια, Portobello Market, Λονδίνο

Στο Παρίσι θα είχε κάποια σύννεφα, μία μουντάδα που ταιριάζει τέλεια στα νερά του Σηκουάνα όπως αυτά γλύφουν το Καρτιέ Λατέν. Θα περπατούσα λίγο παραποτάμια, πάντα με κατεύθυνση τη Νοτρ Νταμ, που στο δικό μου ταξίδι είναι απαράμιλλη, με τα βιτρό και τις γκαργκόιλ υδροροές της στη θέση τους, και μετά θα πεταγόμουν απέναντι, να χαζέψω βιβλία στο Shakespeare and Company. Εκεί θα αγόραζα μία αγγλόφωνη έκδοση για το Γαλλικό Μάη, ένα βιβλίο για την ιστορία του Saint Germain και δύο τετράδια από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου. Θα καθυστερούσα κάμποσο εκεί, προσπαθώντας να αποτυπώσω στο μυαλό μου κάθε γωνιά από το πιο όμορφο βιβλιοπωλείο του κόσμου και θα κοντοστεκόμουν στο πιάνο, όπου ένας μάλλον αδιάφορος Παριζιάνος προσπαθούσε μάταια να τραβήξει την προσοχή των συνδαιτημόνων του χαϊδεύοντας τα πλήκτρα. Μετά θα πήγαινα στο καφέ του βιβλιοπωλείου για κρουασάν και δεύτερο καφέ, αναρωτώμενη αν θα προλάβω να επιστρέψω μέσα στη μέρα για να δω το ηλιοβασίλεμα από τη Σάκρε Κερ, να περπατήσω στα μεγάλα βουλεβάρτα και να πεταχτώ μέχρι τη Μπελβίλ.

Σε κανονικές συνθήκες, τέτοια ώρα – και είναι σχετικά νωρίς ακόμα- θα διάλεγα να χωθώ σε ένα μουσείο. Πιθανά αφού είμαι στο Παρίσι να έτρεχα στο Pompidou. Αλλά υπάρχει πάντα και η Tate του Λονδίνου, το Judisches του Βερολίνου, το Uffizzi στη Φλωρεντία. Άλλη μέρα θα κάνω ένα ταξίδι μόνο για μουσεία. Αλλά τώρα, θέλουμε ένα σχετικά γρήγορο μουσείο για το φιλήδονο μάτι, κάτι απολαυστικό και όχι μακροσκελές.

Η γωνία του πιάνου, βιβλιοπωλείο Shakespeare and Company, Παρίσι

Θα έφτανα, λοιπόν, με τελεφερίκ στον λόφο του Μονζουίκ στη Βαρκελώνη. Η θέα είναι συγκλονιστική, με τον ήλιο να λούζει όλη την πόλη μέχρι όσο βλέπει το μάτι. Ποτέ δεν με εντυπωσίαζαν τα κάστρα, πάντα φάνταζαν λίγο στοιχειωμένα, συχνά ματωμένα, αλλά αυτό έχει αποκτήσει μία ενδιαφέρουσα μετα-χρήση, αγκαλιασμένο από την κοινωνική ζωή της πόλης. Θα θαύμαζα λίγο τις αστικές εικόνες του εμπορικού λιμανιού, με τα κοντέινερ και τους γερανούς και θα ξεκινούσα να κατηφορίζω τον λόφο προς το Ίδρυμα Μιρό. Εκεί θα χανόμουν για κάνα δίωρο στο φανταστικό κόσμο του σουρεάλ Καταλανού ζωγράφου, όπου τα χρώματα και οι τελείες  συναντούν την πιο πρωτόγονη τους απεικόνιση, θα θαύμαζα την αυθόρμητη λυρικότητα των έργων του, θα διαφωνούσα στο κεφάλι μου με τους επιφανειακούς επικριτές του που τον κατηγορούν για παιδαριώδη τεχνική, θα έβγαινα νικήτρια και θα έπαιρνα το λεωφορείο προς την πόλη. Θα κατέβαινα ιδανικά στην πιάτσα Καταλούνια, θα κατηφόριζα τις Ράμπλας και θα έστριβα αριστερά για να χαθώ στο Μπάριο Γκότικο. Εκεί, μεσημέρι πια, θα περιπλανιόμουν στα στενά αναζητώντας υλικά αποτυπώματα του Ισπανικού εμφυλίου και της παλιάς Εβραϊκής Συνοικίας. Για εκείνον μόνο, θα έκανα ένα διάλειμμα, για να τον δω και να τον αγκαλιάσω, έναν από τους πιο αγαπημένους μου φίλους, ο Πάνος μου, που τόσα χρόνια μένει Βαρκελώνη. Θα ξεκινούσαμε να πίνουμε το δίχως άλλο, εγώ κόκκινο βερμούτ, εκείνος θερβέθα, θα τρώγαμε τάπας και θα χανόμασταν για λίγο σε αναμνήσεις, ενοχές και όνειρα. Θα τον άφηνα λίγο μεθυσμένη αλλά με επιμονή για το ταξίδι που δεν μπορεί να σταματήσει. Ούτως ή άλλως, όταν τελειώσουν όλα αυτά, θα είμαστε πάλι πιο μαζί από ποτέ.

Η θεά του εμπορικού λιμανιού από τον λόγο του Μονζουίκ, Βαρκελώνη

Συγκινημένη θα έπαιρνα το μετρό για Βερολίνο. Το σούρουπο στο Neukolln έχει ήδη πέσει κι εγώ θα αναζητούσα το αγαπημένο μου βιετναμέζικο «…from Hanoi with Love» για πράσινο κάρι. Δεν θα έχω πολύ χρόνο, θα χάσω το ηλιοβασίλεμα στη Σακρ Κερ – ε ντάξει δεν ήμουν και ποτέ καμιά ρομαντική ψυχή – αλλά δεν μπορώ ακόμα να αποχωριστώ τον βερολινέζικο αέρα. Ιδανικά θα έπαιρνα τη Karl Marx Strasse και θα κατευθυνόμουν προς Kreuzberg, κάπου θα έκοβα προς το κανάλι Λάντβερ και θα έβρισκα ένα μπαρ. Θα καθόμουν στον ξύλινο πάγκο που κοιτάει προς το κανάλι και θα άναβα τσιγάρο, ενοχλώντας πιθανά όλους τους χίπστερ βίγκαν θαμώνες του μαγαζιού. Θα έσφιγγα ένα εσπρεσσάκι ακόμα, θα μελαγχολούσα στη γεύση του σκεφτόμενη πώς ξεκίνησα τη μέρα, θα παρατηρούσα τους γερμανούς με τα ποδήλατα και τα παιδιά τους («Πόσο νωρίς κάνουν παιδιά, Θεέ μου»), θα τσέκαρα τη νέα τάση σε πίρσινγκ και φυσικούς χυμούς, θα επιβεβαίωνα τη σκέψη ότι ποτέ δεν θα ζούσα Βερολίνο και θα περνούσα την απέναντι γέφυρα.

Η είσοδος του μετρό της Karl Marx Strasse, Βερολίνο

Και διασχίζοντας τη γέφυρα, θα άφηνα πίσω το Campo del Fiori και θα έμπαινα στο Τραστέβερε. Η Ρώμη θα είναι γλυκιά σαν τη νύχτα της και στις όχθες του Τίβερη θα έχουν ανοίξει οι πάγκοι και τα υπαίθρια μαγαζιά. Φωτάκια κρέμονται από παντού, τα μπαρ σερβίρουν Aperol Spritz και Prosecco, πιτσιρίκια τρέχουν δεξιά και αριστερά με τα χέρια λερωμένα από γλυκά και η μαμά τους, μία μελαχρινή θεά με έντονο λουλουδάτο φόρεμα, θα τα αγνοεί επιδεικτικά σφίγγοντας το μπράτσο του συντρόφου της και χαμογελώντας ανέμελα.  Εγώ θα δοκίμαζα κάτι πολύχρωμες κορδέλες που ποτέ δεν θα φορούσα κι όμως θα τις αγόραζα, πιο εκεί δύο μουσικοί θα τραγουδούν το πιο ωραίο ιταλιάνικο τραγούδι που έχω ακούσει – δεν έχω ιδέα πιο είναι και ούτε θα θυμάμαι αύριο. Δίπλα ο πάγκος του Pompi θα πουλάει το καλύτερο τιραμισού και στα νερά του Τίβερη θα καθρεφτίζονται φιγούρες που φωτογραφίζονται στη γέφυρα.     

Ανεβαίνοντας τις σκάλες, θα έπαιρνα τον δρόμο αποφασισμένη να τελειώσω το ταξίδι μου στο Νότο. Θα περνούσα τη Piazza del Plebiscito και θα κατευθυνόμουν προς την Ισπανική Συνοικία. Η Νάπολη θα είχε κόσμο πολύ, είναι Σαββατόβραδο και από τα ανοιχτά μπαλκόνια θα ακούγονται μουσικές, φωνές και γέλια. Θα τριγυρνούσα για κάποια ώρα στα σοκάκια ώσπου θα σταματούσα στην Piazza San Domenico Maggiore. Εκεί θα καθόμουν στο Jamon – ναι έχει ισπανικό όνομα αλλά πολύ ιταλικό κρασί, θα παράγγελνα ένα μπουκάλι από την αγαπημένη μου Falanghina, ο σερβιτόρος θα με κοιτούσε με θαυμασμό, εγώ θα τον βεβαίωνα ότι το έχω – δεν έχω να οδηγήσω άλλωστε – και θα χανόμουν στους ρυθμούς της νύχτας στην πολύβουη πλατεία. Θα αναλογιζόμουν τη ναπολιτάνικη μαφία, τη θάλασσα, την αξία του καλού κρασιού, το χαμένο ραντεβού μου στην Μπολόνια, την ευκολία του να ταξιδεύεις με το νου, τις ομορφιές που κρύβουν οι αναμνήσεις και παράλληλα το Νούφαρο που έχω παραμελήσει τόση ώρα – μία μέρα μάλλον ε; – και παραπονιέται στα πόδια μου.   

Στα στενά της Ισπανικής Συνοικίας, Νάπολη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τί απαντούν Σαμαντζίδης – Αναγνωστίδου για την συνέντευξη Παπαγεωργόπουλου

Η Γραφή λέει την αλήθεια. Αλλά τι λέει η Γραφή; Του Χρήστου Λάσκου