Το παρόν κείμενο γράφτηκε στη βάση ερωτηματικών που μας προκάλεσε το άρθρο «Μέτρα που σώζουν και μέτρα που σκοτώνουν;», του Γ. Νκολαΐδη [1].
Γράφουν ο Δημήτρης Αδαμόπουλος και ο Γιάννος Γιαννόπουλος
Εισαγωγικά να σημειώσουμε ότι το συγκεκριμένο άρθρο έχει μια πολιτική κατάληξη στην οποία διαφωνούμε. Ότι «μπορεί αυτό τον καιρό να χύνονται ειλικρινή και ανυπόκριτα ή και καμιά φορά επικοινωνιακά δάκρυα για τις εκατοντάδες των ηλικιωμένων, «τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας» που πρέπει να προστατευτούν από τον κορωνοϊο, ωστόσο από τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις μιας εσφαλμένης αντιμετώπισης κινδυνεύουν επίσης να θυσιαστούν μερικές χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Κι αυτοί θα είναι οι πατέρες και οι μητέρες μας, τα αδέλφια μας και τα παιδιά μας, θα είμαστε όλοι εμείς…». Δεν διαφωνούμε μόνο λόγω των πιθανών ερευνητικών αποτελεσμάτων[2] για το προσδόκιμο ζωής όσων χάνουν τη ζωή τους από τον ιό. Θεωρούμε ότι η προαναφερθείσα εκτίμηση προκύπτει από την παραδοχή, όπως συμβαίνει συχνά στις επιστήμες, κάποιων σταθερών. Εδώ, όμως, η σταθερά είναι ο τρόπος που δουλεύει η οικονομία. Μόνο που η εξέλιξη της οικονομίας δεν θα μπορούσε να είναι ίδια με πριν, από τη στιγμή του ξεσπάσματος της πανδημίας. Η εκτίμησή μας είναι, δηλαδή, ότι οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας στον παραγόμενο πλούτο θα ήταν παρούσες όποιες δέσμες μέτρων και αν παίρνονταν. Πέραν των άμεσων επιπτώσεων των μέτρων καθαυτών, «η ψυχολογία της αγοράς», και πολλές άλλες παράμετροι που δεν είναι εύκολο να αναλυθούν, παίζουν σημαντικό ρόλο, και σε μία πανδημία, αυτό είναι δεδομένο. Ειδικά δε, εάν μιλάμε για την Ελλάδα, της οποίας η οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη διεθνή κατάσταση, είναι αμφίβολο εάν το ένα ή το άλλο μίγμα μέτρων θα επηρέαζε τόσο σημαντικά τη συνολική οικονομική εξέλιξη. Το παράδειγμα της Σουηδίας, με την σαφώς διαφορετική υγειονομική αντιμετώπιση, για την οποία το ΔΝΤ προβλέπει ύφεση 6.8%, σε σχέση με το 7.5% για τις χώρες τις ανεπτυγμένης Ευρώπης και 6.6% για το σύνολο της ηπείρου[3], είναι κατά την άποψή μας ενδεικτικό. Από την άλλη, η ανισοκατανομή του πλούτου, που ορθώς σημειώνει ο συγγραφέας ότι αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την υγεία του πληθυσμού, δεν είναι κάτι δεδομένο, αλλά προϊόν κοινωνικών αγώνων. Οι μεγάλες ανακατατάξεις που συμβαίνουν σε όλο τον πλανήτη, από τις επιτάξεις στον ιδιωτικό τομέα σε όλο τον κόσμο, ως τις προτάσεις για έκτακτους φόρους στον πλούτο στην Αργεντινή, και τα απευθείας επιδόματα στις ΗΠΑ[4], δείχνουν ότι υπάρχουν δυνατότητες άλλης διαχείρισης, αν και ο συσχετισμός δύναμης που θα κρίνει την έκβαση, είναι εξαιρετικά δυσμενής. Θεωρούμε, πάντως, ότι υπάρχουν δέσμες πολιτικών μέτρων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην ταυτόχρονη προστασία του πληθυσμού από την πανδημία αλλά και από τις κοινωνικές επιπτώσεις που προκύπτουν από τα μέτρα φυσικής αποστασιοποίησης.
Δεν επιλέξαμε να απαντήσουμε όμως στο συγκεκριμένο άρθρο, για να αντιπαρατεθούμε ως προς την εκτίμησή μας για την έκβαση της ταξικής πάλης. Η υπόρρητη εκτίμηση για την έκβαση του οικονομικού σκέλους της κρίσης, στην οποία αναφερθήκαμε, είναι πολύ πιθανό να αποδειχτεί σωστή· αν και θα επαναλάβουμε ότι δεν φαίνεται να προκύπτει ότι μια άλλη υγειονομική διαχείριση θα είχε σίγουρα ριζικά διαφορετικά οικονομικά αποτελέσματα. Το κάνουμε γιατί θεωρούμε ότι ο συγγραφέας κρίνει «χρωματίζοντας» μέτρα που έχουν παρθεί ως τώρα, για να ενισχύσει το τελικό του συμπέρασμα, με τρόπο που δημιουργεί ερωτήματα σε πολλές περιπτώσεις, ερμηνεύοντας δεδομένα για να καταλήξει στο προαναφερθέν συμπέρασμα. Η μη επιστημονική ειδίκευσή μας στα ζητήματα που καταπιάνεται, σίγουρα δεν μας επιτρέπει να είμαστε σίγουροι, όμως την ίδια στιγμή, νομίζουμε ότι μας δίνει τη δυνατότητα να αξιολογούμε την γενική αίσθηση που δίνει στον αναγνώστη του tvxs, και όχι κάποιου ιατρικού επιστημονικού περιοδικού. Εκτός αυτού, στην ίδια προσπάθεια του, ο συγγραφέας κάνει και πολιτικές εκτιμήσεις, οι οποίες διαπλέκονται με τα συμπεράσματά του· κατανοητό, αφού η επιστήμη δεν είναι γενικώς ουδέτερη και εκτός ιδεολογικής και πολιτικής διαπάλης.
Να σημειώσουμε, επίσης εισαγωγικά, ότι αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα σημεία που μας γέννησαν ερωτηματικά και όχι στο σύνολο του κειμένου, καθώς υπάρχουν πλευρές όπως η ανάγκη οργάνωσης και ενίσχυσης του πρωτοβάθμιου συστήματος υγείας, η επιδεικτική αμέλεια που επιδείχθηκε για τους ευπαθείς πληθυσμούς σε δομές φιλοξενίας στην Ευρώπη (οίκοι ευγηρίας κλπ.) μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους, όπως και η συνολικότερη εκτίμηση ότι η «αυστηρότητα» των μέτρων δεν είναι επαρκής συνθήκη για την αποτελεσματικότητά τους, ειδικά όταν η αυστηρότητα εξαντλείται στις βόλτες στα πάρκα και όχι στους συνωστισμένους εργασιακούς χώρους, καθώς και ότι και ο χρόνος λήψης κάθε μέτρου έχει μεγάλη σημασία.
Όμως, όπως και για κάθε κείμενο, υπάρχει και το γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου το προσλαμβάνουμε. Η συμφωνία μας με ορισμένα συμπεράσματα του κειμένου, δεν αναιρεί το πώς το διαβάσαμε στη γενικότερη συγκυρία. Στις 16/4, ημερομηνία δημοσίευσης του κειμένου, η διεθνής συζήτηση για την άρση των μέτρων είχε ήδη ξεκινήσει[5], και σε κάποιες περιπτώσεις από πολύ νωρίτερα [6],[7], επομένως η αρχική διαπίστωση του συγγραφέα ότι «διαβάζει κανείς επιχειρήματα υπέρ ή κατά της λήψης μέτρων (και συνήθως ολοένα και «αυστηρότερων» μέτρων…)», μάλλον δεν προέκυπτε · στην Ελλάδα η τελευταία καθολική αυστηροποίηση των μέτρων ήρθε με την απαγόρευση κυκλοφορίας στις 23/3. Σήμερα, είναι προφανές, ότι το διεθνές κλίμα είναι εντελώς διαφορετικό.
*
Για το κλείσιμο των συνόρων: Το επιχείρημα του αρθρογράφου είναι ότι «Σε κάθε περίπτωση πάντως σήμερα, 100 μέρες μετά το πρώτο κρούσμα, η επιδημία έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρο λίγο-πολύ τον πλανήτη. Οπότε και η αποτελεσματικότητα του κλεισίματος των συνόρων προφανώς ελέγχεται ως μάλλον περιορισμένη».
Όμως, με δεδομένο το πως, όντως, το κλείσιμο των συνόρων είναι πολύ αποτελεσματικότερο αν συμβεί εγκαίρως, η εξάπλωση της πανδημίας δεν έχει συμβεί στον ίδιο βαθμό σε όλες τις χώρες του πλανήτη. Με βάση τις ως τώρα γνώσεις μας για την εξάπλωση του ιού, είναι λογικό να θεωρούμε ότι η διασυνοριακή διασπορά έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτές τις διαφοροποιήσεις. Εκτός αυτού, οι περιορισμοί στα σύνορα, επιτρέπουν σε κάθε κοινωνία να έχει και διαφορετική στρατηγική. Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει επιλέξει να έχει εξαρχής μια στρατηγική η οποία θα επιτρέπει μια διασπορά τέτοια, που δεν θα πιέζει το σύστημα υγείας της. Εάν όμως το σύστημα υγείας της Γερμανίας μπορεί να «σηκώσει» πολύ μεγάλο ποσοστό διασποράς του ιού στον πληθυσμό της, δεν ισχύει το ίδιο για χώρες που επιλέγουν (και λόγω αδυναμιών στα συστήματα υγείας τους αλλά και άλλης – ενδεχομένως – αντίληψης για τη σχέση της σημασίας άμεσης προστασίας ζωών – οικονομικού κόστους) να κρατάνε χαμηλότερα το ποσοστό διασποράς. Χώρες που θα ήταν προορισμός μετακινήσεων από τις καπιταλιστικές «μητροπόλεις», χωρίς το κλείσιμο των συνόρων. Η άρση των συνοριακών περιορισμών πιθανώς να «εξομοίωνε» τα ποσοστά διασποράς, μεταξύ χωρών που δεν έχουν όμως «εξομοιωμένους πόρους» για να αντιμετωπίσουν την πανδημία, και αυτό είναι εξόχως πολιτικό. Ειδικά στην Ελλάδα που η συζήτηση για το εάν και με τι όρους θα υπάρξει τουριστική σαιζόν, έχει ήδη ξεκινήσει.
*
Τα τεστ: Κατανοούμε προφανώς την ανάγκη ύπαρξης μαζικών, δωρεάν, τεστ για τον πληθυσμό, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η επιδημιολογική επιτήρηση, και καθίσταται πολύ δυσκολότερη η ιχνηλάτηση και απομόνωση των κρουσμάτων, καθώς και δειγματοληπτικών ελέγχων. Υπάρχουν, επίσης, διαρκώς νέες μελέτες που αναδεικνύουν ότι τα πραγματικά κρούσματα είναι σημαντικά περισσότερα από τα ανιχνευόμενα[8], και άρα τα ποσοστά θνησιμότητας είναι μάλλον μικρότερα. Όμως έχουμε μια σημαντική παρατήρηση στην κατάληξη του συγγραφέα πως «Αυτές οι πιο ρεαλιστικές και ψύχραιμες εκτιμήσεις οδήγησαν αρκετούς σήμερα να ξανασκέφτονται τη χρησιμότητα των ακραίων περιοριστικών μέτρων που λήφθηκαν κυρίως την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου υπό το βάρος του ιταλικού πανικού.» Όσοι ξανασκέφτονται τη χρησιμότητα των περιοριστικών μέτρων, μάλλον παραβλέπουν ότι ένας από τους βασικούς λόγους για τον οποίο πάρθηκαν τα μέτρα ήταν ότι «γονάτισαν» τα συστήματα υγείας, και όχι μόνο η θνησιμότητα. Όσο περισσότερα και να είναι τα πραγματικά κρούσματα, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ακόμα και ισχυρά συστήματα υγείας προηγμένων κρατών (με όλη την υποβάθμιση που έχουν υποστεί από τις πολιτικές λιτότητας), δεν μπορούσαν να αντέξουν χωρίς περιοριστικά μέτρα, τα «κύματα» των ασθενών που χρειάζονταν περίθαλψη, είτε από τον κορωνοϊο είτε από άλλα αίτια, που προφανώς δεν εξέλιπαν. Κάτι που συνέβη και σε χώρες με οργανωμένη πρωτοβάθμια υγεία, όπως η Γερμανία. Επιπροσθέτως, αξίζει να σημειώσουμε την παγκόσμια έλλειψη βασικών μέτρων ατομικής προστασίας τόσο προς χρήση από το γενικό και εργαζόμενο πληθυσμό, όσο και από τους ίδιους τους υγειονομικούς – ειδικά στην Ελλάδα- καθιστώντας ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας περισσότερο ευάλωτο στη διασπορά του ιού.
*
Για τους περιορισμούς στην κυκλοφορία: Η επισήμανση του συγγραφέα πως δεν έχει υπάρξει πουθενά καθολικό lockdown, όπου όλοι και όλες κάθονται σπίτι τους, είναι προφανής. Ακόμα και το πόσο διευρυμένα θα είναι τα lockdown – και άρα και του τι ορίζεται ως απαραίτητη οικονομική δραστηριότητα – ήταν σε αρκετές περιπτώσεις αποτέλεσμα ταξικών αντιπαραθέσεων, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τα εργοστάσια του Ιταλικού Βορρά[9], ή τα κέντρα διανομής της Amazon στη Γαλλία[10]. Η διαπίστωση όμως πως «η μετάδοση του ιού συνεχίζεται (ενδοοικογενειακά και διά μέσου του μέρους της κοινωνίας που αναγκαστικά δεν μπορεί να «μένει σπίτι») και σ’ εκείνες τις χώρες που έλαβαν αυστηρά μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας απλώς συντελείται με αργότερους ρυθμούς.» [η υπογράμμιση δική μας], νομίζουμε ότι υποβαθμίζει τη σημασία των αργότερων ρυθμών μετάδοσης.
Έχουμε, δηλαδή, την αίσθηση ότι οι αργότεροι ρυθμοί μετάδοσης έχουν μεγάλη σημασία, με δεδομένη τη δυνατότητα απόκρισης των συστημάτων υγείας, και το γεγονός ότι αυτό παίζει αδιαμφισβήτητο ρόλο πλέον στην θνησιμότητα. Εκτός αυτού, οι σημαντικά χαμηλότεροι ρυθμοί μετάδοσης σημαίνουν ότι κερδίζεται χρόνος για την συνολικά καλύτερη κατανόηση του ιού, την ανεύρεση αποτελεσματικότερων θεραπευτικών πρακτικών, φαρμάκων, και ενδεχομένως και εμβολίων (παραδοσιακών ή μονοκλωνικών αντισωμάτων βραχείας διάρκειας), ώστε να αποφευχθεί η «φυσικά αποκτηθείσα» ανοσία αγέλης. Τα διαφορετικά μέτρα, και τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, μπορεί να οδηγούν σε πολύ διαφορετικούς ρυθμούς διασποράς του ιού, και συνολικής διασποράς του στον πληθυσμό, αν εμπιστευτούμε τις εκτιμήσεις του Imperial[11].
Η – γνωστότερη ίσως- μελέτη του Ιmperial[12] (παραπομπή [5] στο άρθρο), που επικαλείται ο ίδιος ο συγγραφέας στο προηγούμενο σημείο του, για να υποστηρίξει ότι το κλείσιμο των σχολείων δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην μετάδοση του ιού, δείχνει μάλλον πως το “Social Distancing of the entire population” (SD) είναι τμήμα όλων των «αποτελεσματικών μεθόδων» όπως προκύπτουν από τις προβολές . Επίσης ορισμένα, από όσα πολύ σωστά αναφέρει ως παρενέργειες του περιορισμού της κυκλοφορίας, είναι εξαιρετικά πιθανό να συνέβαιναν (και ακόμα χειρότερα) σε υψηλά ποσοστά διασποράς του ιού, εφόσον δεν υπάρχει δυνατότητα ασφαλούς πρόσβασης σε πρωτοβάθμιες δομές υγείας. Πότε φοβάται αλήθεια περισσότερο κανείς να πάει στο σύστημα υγείας, και παραμελεί τα χρόνια ιατρικά προβλήματα; Όταν υπάρχει μαζική διασπορά του ιού στην κοινότητά του ή όταν δεν υπάρχει;
*
Οι πολιτικές της «επιπέδωσης της καμπύλης»:
Το συγκεκριμένο τμήμα του άρθρου μας δημιούργησε τα περισσότερα ερωτηματικά, ως προς τα δεδομένα που λαμβάνονται υπόψη, αλλά και τον τρόπο που ερμηνεύονται, για να εξαχθεί το συμπέρασμα.
Ο συγγραφέας αναφέρει ως δεδομένα τα εξής:
-
«Ενώ στις νεότερες ηλικίες οι πιθανότητες θανάτου είναι κάτω έως πολύ πιο κάτω από την κοινή εποχιακή γρίπη». Για να το κάνει αυτό, επικαλείται την στατιστική μελέτη του Ιωαννίδη[13](παραπομπή [14] στο αρχικό άρθρο). Θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε την ευκολία να απαντήσουμε σχολιάζοντας άλλες προβλέψεις του Ιωαννίδη ή την κριτική που έχουν ήδη υποστεί ακόμα και μεταγενέστερες έρευνες του. Θα πούμε όμως ότι η προσέγγισή του είναι εξαιρετικά πολιτική. Όπως πολιτικό ήταν και το θεωρητικό παράδειγμά του (γιατί πρόβλεψη δεν μπορεί να το πει κανείς) για 10.000 νεκρούς στις ΗΠΑ «εάν νοσήσει το 1% του πληθυσμού»[14]. O Ιωαννίδης, για να συνάγει το συμπέρασμά του, κάνει αναγωγές σε τροχαία ατυχήματα, και συγκρίνει την «απόλυτη πιθανότητα» να κινδυνεύσει η ζωή κάποιου, από τον κορωνοϊο ή από τροχαίο ατύχημα. Μόνο που η «απόλυτη» πιθανότητα, αποκρύπτει το γεγονός πως οι ιοί συνδυάζονται και με τη σχετική πιθανότητα του να κολλήσει κανείς, πιθανότητα που έχει ήδη επηρεαστεί από τα μέτρα. Δεν συγκρίνει δηλαδή την πιθανότητα να πεθάνει κανείς εφόσον κολλήσει τον κορωνοϊο ή την εποχιακή γρίπη, αλλά «απόλυτους κινδύνους» τη στιγμή που η μετάδοση του κορωνοϊού και δεν έχει ολοκληρωθεί, και εμποδίζεται από τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Εκτός του ότι οι αριθμοί που έχει λάβει υπόψη του, δυστυχώς ήδη ξεπεράστηκαν από την πραγματικότητα, υπήρξαν δηλαδή ήδη μέρες με περισσότερους θανάτους από ό,τι όταν δημοσιεύτηκε η μελέτη του. Χαρακτηριστικά σημειώνουμε πως στο Βέλγιο οι περισσότεροι καταγεγραμμένοι θάνατοι, όταν εξέδωσε τη μελέτη του ήταν στις 31 Μάρτη. Δυστυχώς μέχρι σήμερα, έχουν υπάρξει ημέρες με υπερδιπλάσιο αριθμό θανάτων.
-
«το ότι στις ηλικίες αυτές οι ιογενείς πνευμονίες δεν θεωρούνται «αποτρεπτή θνησιμότητα» ακόμα κι όταν υφίστανται διαθέσιμα κρεβάτια ΜΕΘ». Έχει μια σημασία εδώ να καταλάβουμε τι εννοεί ο αρθρογράφος με τον όρο «αποτρεπτή θνησιμότητα» σε ένα κείμενο που απευθύνεται σε μη ειδικούς (όπως και εμείς άλλωστε). Γιατί, για το δεδομένο αυτό επικαλείται τα στατιστικά της Eurostat του 2019[15]([15] στο αρχικό άρθρο), στο οποίο οι πνευμονίες από άλλα αίτια (το 2019 δεν υπήρχαν στοιχεία για τον κορωνοϊο προφανώς), δεν κατατάσσονται στην “preventable mortality”, αλλά στην “treatable mortality”. Επίσης, γνωρίζουμε ήδη, ότι η ύπαρξη ΜΕΘ σώζει πολλούς ασθενείς αυτών των ηλικιών από κορωνοϊο. Θεωρούμε επομένως δεδομένο ότι η ύπαρξη διαθέσιμων κλινών ΜΕΘ σώζει ζωές και επομένως δεν καταλαβαίνουμε τι θέλει να πει ο συγγραφέας.
-
Την «εμπειρία» που λέει πως «οι ανάγκες θα ξεπερνούν ούτως ή άλλως κατά πάρα πολύ τις δυνατότητες ακόμα και των πιο σύγχρονων συστημάτων περίθαλψης στον κόσμο (σε μια από τις πλέον πολύπλοκες τέτοιες εκτιμήσεις προβλέπεται ότι ακόμα και αν εφαρμοζόντουσαν στην Βρετανία όλα τα μέτρα περιορισμού της επιδημίας, στην περίοδο της κορύφωσης θα απαιτούνταν πενταπλάσιες κλίνες ΜΕΘ από τις υφιστάμενες[16]( [16] στο αρχικό κείμενο)». Σύμφωνα όμως με την ίδια μελέτη:
A. Στα peak της πανδημίας, εάν δεν παίρνονταν καθόλου μέτρα, θα χρειάζονταν 25-80πλάσιες ΜΕΘ από τις απαιτούμενες. “This is roughly 25–80 times ICU capacity in the UK, which we tallied at 4,562 beds [14–17] in the absence of any efforts to further expand capacity.” Αυτό σημαίνει ότι πολύ περισσότερες δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι θα έμεναν εκτός ΜΕΘ, εάν ισχύουν οι υπολογισμοί της μελέτης που επικαλείται, χωρίς την επιβολή μέτρων. Μπορεί ο καθένας και η καθεμία να κατανοήσει το κόστος σε ανθρώπινες ζωές που θα είχε μια τέτοια επιλογή, όπως και την σημαντική προοπτική που προκύπτει, λόγω των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, σε ένα σύστημα υγείας με τις δυνατότητες του Βρετανικού, να διαχειριστεί μια κρισιακή κατάσταση με το μικρότερο δυνατό υγειονομικό κόστος.
B. Υπάρχουν σενάρια lockdown με συγκεκριμένο triggering (πυροδότηση), με βάση τα οποία μπορεί να ανταπεξέλθει το σύστημα υγείας της Βρετανίας, με τις υφιστάμενες ΜΕΘ.
“We found that moderate interventions lasting for 12 weeks, such as school closures, self-isolation or shielding of elderly groups, would likely not have been sufficient to control the epidemic and to avoid far exceeding available ICU capacity, even when these measures were used in combination. However, we estimated that a scenario in which more intense lockdown measures were implemented for shorter periods may be able to keep projected case numbers at a level that would not overwhelm the health system.”
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, βασιζόμενος σε 3 μάλλον έωλες προκείμενες, ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «καθίσταται σαφές πως η αναμενόμενη μείωση των θανάτων με την πολιτική της «επιπέδωσης της καμπύλης» είναι πολύ αμφίβολο αν τελικώς επιτυγχάνεται». Καθόλου σαφές, αν μας ρωτούσε κανείς.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας επιχειρεί τη σύγκριση του τι έχει συμβεί σε χώρες που πήραν μέτρα, σε σχέση με τις υπόλοιπες. «Στην πραγματικότητα τα μέχρι σήμερα εμπειρικά δεδομένα συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου: συγκρίνοντας ομοειδείς ως προς τον πληθυσμό, την ηλικιακή σύνθεση, τις συνήθειες ζωής κ.λπ. χώρες που είτε πήραν είτε δεν πήραν (ή δεν πήραν έγκαιρα) μέτρα απαγορεύσεων της κυκλοφορίας, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει πως τα θύματα από την επιδημία είναι πολλαπλάσια στις χώρες εκείνες όπου λήφθηκαν αυστηρά μέτρα περιορισμού (Ισπανία, Βόρεια Ιταλία, Βέλγιο, Γαλλία…». Δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι χώρες που εννοεί ο συγγραφέας ότι έχουν σημαντικά λιγότερα θύματα, μη έχοντας λάβει αυστηρά μέτρα περιορισμού, καθώς δεν τις αναφέρει. Όμως, οι συγκεκριμένες χώρες με τα πολλά θύματα, αποτελούν παγκόσμιες μητροπόλεις, με εξαιρετικά αυξημένη τουριστική, επαγγελματική και άλλη διεθνή κίνηση, κάτι που συνέβαλλε στη διασπορά του ιού. Εκτός αυτού τα μέτρα πάρθηκαν πολύ αργά σε αυτές ·πέραν του γνωστού ζητήματος με την Ιταλία, η Γαλλία, για παράδειγμα, έκανε και δημοτικές εκλογές στις 15/3[17], έχοντας ήδη 5000+ κρούσματα και 127 νεκρούς και η «φόρμα για κυκλοφορία» εφαρμόστηκε στις 23/3. Αν θεωρήσουμε ως χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Σουηδίας (που έχει περίπου 15πλάσιους νεκρούς από την Ελλάδα), για τις χώρες που δεν επέβαλαν τόσα μέτρα περιορισμού, θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε και τις υπόλοιπες παραμέτρους. Για παράδειγμα σε παρόμοιους πληθυσμούς, το Βέλγιο έχει πληθυσμιακή πυκνότητα πάνω από 15 φορές μεγαλύτερη από αυτή της Σουηδίας.
*
Με βάση όλα τα παραπάνω, σίγουρα δεν θα συμφωνήσουμε με τον συγγραφέα πως ««με τις πιθανότητες να βρεθεί θεραπεία ή εμβόλιο για τον ιό να τοποθετούνται αρκετούς μήνες από σήμερα το να αποσκοπεί κανείς σε κάποιου είδους ανοσοποίηση μετά από νόσηση των πληθυσμών μοιάζει μάλλον η μόνη ρεαλιστική επιλογή[18]»([22] στο αρχικό). Η «επιλεκτική» δημιουργία ανοσίας αγέλης στους νεότερους δεν είναι καθόλου εύκολο να διασφαλιστεί, σε κοινωνίες όπου ο πληθυσμός ζει όλος μαζί, πολλές γενιές στα ίδια σπίτια κλπ. Το ερωτηματικό μας επιτείνεται από εκτιμήσεις επιστημόνων ότι η ανοσία αγέλης σημαίνει ανοσοποίηση σε όλη την κοινότητα[19], και όχι μόνο σε κάποιες ηλικιακές ομάδες.
*
Όπως εξηγήσαμε και αρχικώς, είναι πιθανό η διαφωνία μας με τον συγγραφέα να ξεκινάει από το γεγονός ότι θεωρούμε πως το «κέρδος που δεν πρέπει να μπαίνει πάνω από τις ανθρώπινες ζωές», δεν είναι «μάλλον εφηβικός ρομαντισμός», αλλά πραγματική πολιτική γραμμή μάχης για όσους ανήκουν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα σε όλον τον πλανήτη. Και αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο τα μέτρα για την υγεία, αλλά εισοδηματικές πολιτικές αναδιανομής πλούτου, και συνολικών πολιτικών κοινωνικής μέριμνας, που θα επιτρέψουν την ανάσχεση των συνεπειών των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Ο τρόπος όμως, με τον οποίο ο συγγραφέας στηρίζει το δικό του «ρεαλισμό», στα σημεία που αναφέραμε, δημιουργεί εύλογα – νομίζουμε – ερωτηματικά.
Δημήτρης Αδαμόπουλος
Γιάννος Γιαννόπουλος