in ,

54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Ένα νησί, ένας κόσμος και άλλες ιστορίες

54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Ένα νησί, ένας κόσμος και άλλες ιστορίες

Του Στράτου Κερσανίδη

«Τα παιδιά του ιερέα» (Sveceniko va djeca), του Βίνκο Μπρέσαν: Ο Ντον Φαμπιάν είναι ιερέας της καθολικής εκκλησίας σε ένα νησί κοντά στις Δαλματικές ακτές. Η εξομολόγηση ενός άνδρα, ο οποίος διατηρεί περίπτερο και νιώθει τύψεις επειδή πουλά προφυλακτικά με αποτέλεσμα να έχουν σταματήσει οι γεννήσεις στο χωριό, οδηγεί τον ιερέα στη σύλληψη ενός σχεδίου. Πιστεύοντας πως πράττει το σωστό, σύμφωνα με τοις επιταγές του Πάπα, και μαζί με τον περιπτερά και το φαρμακοποιό, αρχίζουν να τρυπούν τις συσκευασίες των προφυλακτικών με αποτέλεσμα να αρχίσουν να αποκτούν παιδιά ακόμη κι αυτοί που παίρνουν προφυλάξεις.

Μια εξαιρετική ταινία, γυρισμένη με κέφι και βαλκανική «τρέλα» που μεταδίδεται στο θεατή ως αίσθημα ευφορίας. Ο κροάτης σκηνοθέτης μέσα από κωμικές καταστάσεις δίνει μια μικρογραφίας της κοινωνίας της πατρίδας του. Μιλάει για πολύ σοβαρά θέματα με τρόπο αστείο. Ο καθολικισμός και η διαφθορά του κλήρου –βλέπε παιδεραστία-, αλλά και εθνικισμός, καθώς και η πολιτική διαπλοκή δίνονται με έναν πολύ έξυπνο τρόπο. Εάν αντιστρέψει κανείς τη χιουμοριστική διάσταση που δίνει ο Μπρέσαν στις καταστάσεις, τότε επί της ουσίας έχουμε ένα δράμα. Γιατί η ταινία πραγματεύεται πολύ σοβαρά θέματα αλλά και πολύ σοβαρές ανθρώπινες ιστορίες. Μια ταινία που ενθουσίασε και αγαπήθηκε από το κοινό. (ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ)

«Ο χειμώνας»,  του Κωνσταντίνου Κουτσολιώτα: Ο Νίκος, φιλόδοξος συγγραφέας ο οποίος ζει στο Λονδίνο, εγκαταλείπει τη βρετανική πρωτεύουσα και καταφεύγει στο παλιό, ερειπωμένο αρχοντικό του πατέρα του, στη Σιάτιστα. Ο Νίκος κατακλύζεται από φαντάσματα του παρελθόντος, προσπαθώντας να λύσει το μυστήριο που οδήγησε τον πατέρα του στην τρέλα και το θάνατο.

Η ταινία ξεκινά πολύ καλά, δημιουργώνυας πολλές προσδοκίες. Μετά όμως από το πρώτο τέταρτο αρχίζει να λοξοδρομεί και να χάνεται μέσα σε ένα λαβύρινθο σκηνοθετικών υπερβολών και σεναριακών αδιεξόδων. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία υψηλών προσδοκιών η οποία δε δικαιώνει τους σκοπούς της και σκορπά απογοήτευση. (ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΣΙΝΙΕΣ)

«Το ποτό του διαβόλου» (La chupilca del diablo), του Ιγκνάσιο Ροντρίγκες: Ο Ελάδιο, ένας ηλικιωμένος άνδρας, είναι ιδιοκτήτης ενός παρηκμασμένου εργοστασίου και παράγει ένα ποτό, βασισμένο σε μια παλιά συνταγή, που το ονομάζει Ποτό του Διαβόλου. Ενώ έρχεται αντιμέτωπος με μια εταιρία που θέλει να αγοράσει το εργοστάσιό του για να χτίσει κατοικίες, παίρνει στη δουλειά τον εγγονό του για να τον βοηθήσει.

Μια χαμηλών τόνων ταινία που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε «βαριά». Ο χιλιανός σκηνοθέτης κινηματογραφεί την καθημερινότητα του Ελάδιο, επί της ουσίας κάνει μια ταινία για το χαρακτήρα του και την ανάγκη που έχει για επικοινωνία. Μια επικοινωνία που θα τη βρει στο πρόσωπο του εγγονού του, ενός νέου ο οποίος δε συμφωνεί με τους χειρισμούς του παππού του. Η σκηνοθεσία γραμμική με μικρές εξάρσεις, επικεντρώνεται στη μοναχικότητα ανθρώπων της τρίτης ηλικίας, τις εμμονές και τα πείσματά τους, τη σύγκρουση του παλιού με το νέο. Ταινία ρεαλιστική και τρυφερή, δείγμα ενός κινηματογράφου που προσεγγίζει τις εσωτερικές συγκρούσεις των ανθρώπων. (ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ)

«Ο ιαπωνικός σκύλος» (Cainele japonez), του Τούντορ Κριστιάν Ζουρτζίου: Ο Κοστάκε, ένας ηλικιωμένος άνδρας που ζει μόνος σε ένα χωριό, έχασε τη γυναίκα του και το σπίτι του σε μια μεγάλη πλημμύρα. Ενώ προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του φθάνει στο χωριό ο γιος του Τίκου με τον οποίο οι σχέσεις τους είχαν ψυχρανθεί επειδή ο τελευταίος έφυγε ξαφνικά για δουλειά στην Ιαπωνία. Μαζί του φέρνει τη γιαπωνέζα γυναίκα του και το μικρός γιο του. Οι σχέσεις πατέρα γιου θα αποκατασταθούν ενώ ο Κοστάκε ξαναβρεί τη χαρά στο πρόσωπο του εγγονού του.
Ο ρουμάνος σκηνοθέτης αφηγείται με αμεσότητα και ρεαλισμό μια απλή ανθρώπινη ιστορία. Δίνει μεγάλη σημασία στους χαρακτήρες του, άλλωστε σε αυτούς βασίζεται ολόκληρη η ταινία, χωρίς να εκβιάζει τη συγκίνηση η οποία έρχεται με τρόπο φυσικό. Ο Ζουρτζίου αξιοποιεί στο έπακρο το φυσικό χώρο, δίνοντας μια ανάγλυφη εικόνα της καθημερινότητας και των ανθρώπινων σχέσεων στη ρουμάνικη επαρχία. Ταυτόχρονα αξιοποιεί τις ερμηνευτικές δυνατότητες των ηθοποιών του με τον Βίκτορ Ρεμπεντζούκ να είναι απολύτως πειστικός στο ρόλο του Κοστάκε. (ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ)

«Η αποδόμηση» (Le demantelement), του Σεμπαστιέν Πιλότ: Ο Γκαμπί έχει μια φάρμα εκτροφής προβάτων. Έχει και δυο κόρες, τη Μαρί και τη Φρεντερίκ που ζουν στο Μόντρεαλ. Μια μέρα η Μαρί τον επισκέπτεται και του λέει πως πρόκειται να πάρει διαζύγιο και πως είναι χρεωμένη. Ζητά από τον πατέρα της να τη βοηθήσει οικονομικά. Ο Γκαμπί αποφασίζει να πουλήσει τη φάρμα

Μια ιστορία οικογενειακών σχέσεων στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται ο πατέρας ο οποίος θυσιάζει ό,τι αγαπά για τις κόρες του. Με μια στρωτή σκηνοθεσία ο Πιλότ εισχωρεί στη σχέση του πατέρα με τις κόρες του, κρατώντας όμως την αφήγησή του καθηλωμένη. Μια καλή ταινία που δεν καταφέρνει όμως να απογειωθεί και ξεχνιέται γρήγορα. (ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ναόμι Κλάιν: Η επιστήμη μάς λέει να επαναστατήσουμε

Eκδήλωση: «Πεζοπορία Διαμαρτυρίας των Σχολικών Φυλάκων από την Θεσ/νίκη στην Αθήνα»