Σκηνοθεσία: Πάβελ Παβλικόφσκι
Παίζουν: Γιοάνα Κούλιγκ, Τόμας Κοτ, Αγκάτα Κουλέσα
Διάρκεια: 85′
Παρά το γεγονός ότι το 2018 δεν υπήρξε καθόλου φειδωλό σε υπέροχες ταινίες, το «Cold War» του Πάβελ Παβλικόφσκι είναι ίσως το πρώτο αυθεντικό αριστούργημα της χρονιάς. Σπουδαίο σινεμά όχι μόνο για τα δεδομένα της εποχής αλλά σε διαχρονικό επίπεδο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την πεμπτουσία της κινηματογραφικής τέχνης. Δηλαδή με τον τρόπο που δομείται μια μελωδία εικόνων με υλικό τον άναρχο πλουραλισμό του ορατού.
Γράφει ο Γιάννης Σμοΐλης για το cinedogs
Υπάρχει, σαφώς, μια πλοκή (κάπως προσχηματική, είναι η αλήθεια), μια αισθηματική ιστορία που αναπτύσσεται σε χώρο και χρόνο -εκτός και εντός, οριζοντίως και καθέτως, πάνω σε πρόσωπα και κορμιά, με φόντο κτήρια, συγκεντρώσεις, πλήθη-, ένα κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, μια συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη με τα μοραλιστικά συμπαρομαρτούντα της, αλλά αυτό που κατά κύριο λόγο γοητεύει στο «Cold War» δεν είναι το αφηγηματικό corpus αλλά η κάμερα του Παβλικόφσκι: η θέση της, η κίνηση και η ακινησία της.
Η μαγεία του σινεμά έγκειται σε μια αισθητική κατεργασία των (εν πολλοίς αδούλευτων) υλικών και πνευματικών όγκων που συνθέτουν αυτό που αποκαλούμε, «πραγματικότητα», έτσι ώστε όλη η ρευστή ενδεχομενικότητα των καταστάσεων και των γεγονότων να αναπαρασταθεί ως συμπαγής αναγκαιότητα: όπως η πέτρα, παραπανήσια και αδικαιολόγητη, δίνει κάτι αναντικατάστατο και απαραίτητο στη μοναδικότητά του όπως το άγαλμα.
Ό,τι είναι το γλυπτό για το μάρμαρο, είναι και το φιλμ για την πραγματικότητα: μια ανύψωση της φυσικής πρώτης ύλης στη σφαίρα του μεταφυσικού μέσω της ποίησης της μορφής, της αισθητικής σχηματοποίησης. Όσο πιο καθαρά μας παρουσιάζεται ο κόσμος ως μη δικαιολογήσιμος, φτωχός σε περιπέτεια, στερημένος σχήματος και ουσιαστικού περιεχομένου, τόσο περισσότερο αντιμετωπίζουμε την τέχνη ως γιατρειά. Γιατί καθετί φυσικό βαρύνεται πάντα από την υποψία της αναιτιότητας, ενώ το τεχνητό φέρει στο δέρμα του τα ίχνη ενός σκοπού.
Φτιάχνουμε κάτι επειδή το χρειαζόμαστε, ενώ ποτέ δεν χρειαστήκαμε τη ζωή: όπως τον κόσμο γύρω μας, έτσι κι αυτήν τη βρήκαμε έτοιμη, απλώς μας δόθηκε χωρίς να την επιλέξουμε. Έτσι, διαβάζουμε βιβλία, πηγαίνουμε στο θέατρο και στα μουσεία, ακούμε μουσική, βλέπουμε ταινίες, αναζητώντας το αναγκαίο, αυτό που γεννήθηκε μ’ έναν σκοπό, ως μορφή και βαθύτερο περιεχόμενο ενός κάποιου νοήματος, μιας ενεργούσας θέλησης, σε αντίθεση με τη φύση και τον κόσμο του οποίου αποτελούμε μέρος: έχουμε την τέχνη γιατί η αληθινή ζωή είναι τυχαία, ά-μορφη και α-νόητη. Αντίθετα, στη μεγάλη τέχνη, δεν λείπει τίποτα από πουθενά, όλα βρίσκονται στη σωστή θέση, η μορφή καθαγιάζει τα πάντα -ακόμα και την ασχήμια ή το Κακό- και το Νόημα μάς παρουσιάζεται αδιαμφισβήτητο, πανταχού παρόν.
Η κατάκτηση του σκηνοθετικού ύφους (γιατί το ύφος είναι κατάκτηση και αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς), έρχεται όταν ο σκηνοθέτης έχει βρει τρόπο να μορφοποιεί το ασχημάτιστο: να προσδίδει ρυθμό, ομορφιά και νόημα στην άρρυθμη διαδοχή οπτικοακουστικών ερεθισμάτων που συγκροτούν την αισθητηριακή αντίληψή μας –να καλουπώνει το βλέμμα μας μέσα στην καλίμπρα της δικής του θέασης και να μας προσφέρει ένα αναγκαίο σύμπαν προς πρόσληψη αντί για το συμπτωματικό και χαώδες των τυχαίων παραστάσεών μας.
Και ο Παβλικόφσκι διαθέτει συναρπαστικό ύφος, μεγαλοπρεπές και μελαγχολικά αισθησιακό. Αυτό που θαυμάζω κυρίως στο στυλ του, είναι ο τρόπος που στήνει το κάδρο: τόσο περφεξιονιστικά, με τέτοια αίσθηση της αρχιτεκτονικής του καρέ και των –σημειολογικών ή απλώς εικαστικών- συμμετριών που το διαπερνούν (ένα τμήμα πραγματικότητας που αποκόπτεται από το συγκείμενό του, τον κόσμο, διατηρεί πάντα εντός του τις δικές του, ανθρωποκεντρικές ή αρχιτεκτονικές, συμμετρίες), ώστε ο διανοητικός πυρήνας του φιλμ, να μεταγγίζεται αυτούσιος στη φόρμα.
Από τα πλάνα του σπουδαίου αυτού σκηνοθέτη, δεν λείπει ποτέ το περιβάλλον κι οι σάρκινες φυσαλίδες του, η κοινωνική χλαπαταγή, ο κολλώδης περίγυρος με τον ζωηρό, φασαριόζικο αναπαλμό του. Δείτε πόσο χώρο αφήνει, συνήθως, να μεσολαβεί ανάμεσα στα κεφάλια των ηρώων του και την πάνω πλευρά του κάδρου. Έτσι, ό,τι τους πλαισιώνει, ό,τι τους περιστοιχίζει, ό,τι τους εμποδίζει από το να μείνουν οι δυο τους, αποκτά μια αυτόνομη υπόσταση, γίνεται μια αδιάκριτη παρουσία απροσδιόριστης κακότητας. Για τον Παβλικόφσκι, όπως και για τον Χάιντεγγερ, η υποκειμενικότητα καθορίζεται από τη θέση της στον χώρο. Η κινηματογραφική γλώσσα του σκηνοθέτη είναι, ταυτόχρονα, η φιλοσοφία και η ποιητική του.
Ο Χώρος -χώρος κοινωνικός, πολιτικός, ιστορικός, ιδεολογικός, ακόμα και υπαρξιακός- είναι το εμπόδιο για τους ερωτευμένους χαρακτήρες της ταινίας, αν όχι για τους ερωτευμένους γενικά (κάνουμε έρωτα για να υπερβούμε τη διάσταση του Χώρου που –προφανώς- διαχωρίζει και απομακρύνει, για να καταργήσουμε την απόσταση, το ασφυκτικά γεμάτο κενό που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο σώμα μας και το σώμα με το οποίο ποθούμε να ενωθούμε).
Το καταστασιακό συμπίλημα που ονομάζουμε Ιστορία, γίνεται στο φιλμ του Παβλικόφσκι μια γεωγραφική, πολιτική και χρονολογική νέμεση που διασκορπίζει και διασπά αυτό που πρέπει να είναι αμετακίνητο και ενιαίο, απαγορεύοντας στην αγάπη την ολοκλήρωση. Γι’ αυτό και ο έρωτας, η αρχέγονη αυτή δύναμη άρνησης του πραγματικού, θα επιχειρήσει να αποκαταστήσει την -θεϊκή και όχι πια κοινωνική- τάξη και να νικήσει την Ιστορία καταργώντας τον χρόνο που την τρέφει. Ο θάνατος είναι η μοίρα των εραστών, όταν η Ιστορία, με τη συνεχόμενη κίνησή της, δεν επιτρέπει το μόνο πράγμα που στ’ αλήθεια ποθούν δύο ερωτευμένοι άνθρωποι: το σταμάτημα του χρόνου, την ακινησία μιας παραδείσιας στιγμής.
Αποσπασματικά, τρεμάμενα στη μνήμη, ως σύντομες εκρήξεις φωτός, σκιών, κινήσεων, βλεμμάτων και παθών, τα μεγάλα γεγονότα που συνθέτουν μια ζωή προσδίδοντάς της κάτι σαν μεταφυσική απόχρωση κι ένα υπαρξιακό λάιτ μοτίβ, γίνονται στο σπουδαίο φιλμ του Παβλικόφσκι, σταθμοί για τον μοναδικό προορισμό που δεν μπόρεσε ποτέ κανείς να αποφύγει. Μόνο που όταν φτάνεις εκεί από έρωτα, αυτός ο προορισμός μοιάζει λιγότερο ανούσιος, αρχίζει να φαίνεται δικαιολογημένος, και ίσως αναγκαίος. Ίσως στην άλλη πλευρά, να είναι, πράγματι, ομορφότερη η θέα. Tουλάχιστον για εκείνους που ξέρουν να αγαπούν.
Πηγή: cinedogs.gr
Διαβάστε σχετικά: Τι θα δούμε αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης