«Τα σχολικά γεύματα αποτελούν μία σημαντική ανακούφιση για τις οικογένειες, συμπεριλαμβανομένων και των προσφύγων και μεταναστών, που είτε αδυνατούν να προσφέρουν ένα πλήρες γεύμα στα παιδιά τους, είτε η προετοιμασία των γευμάτων επιφορτίζει ακόμη περισσότερο το ήδη βεβαρημένο τους πρόγραμμα. Και διασφαλίζουν την ίση πρόσβαση σε όλους τους μαθητές στην κάλυψη μίας από τις βασικότερες ανάγκες τους», αναφέρει συγκεκριμένα σε ανακοίνωσή της η Ομοσπονδία Γονέων Κεντρικής Μακεδονίας.
Να θυμίσουμε πως κατόπιν Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ Β’ 1299/12-04-2018) η υλοποίηση όλων των σταδίων σχεδιασμού του προγράμματος (προκηρύξη, διαγωνισμοί επιλογής αναδόχων) έχει ανατεθεί στον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) που συνεργάζεται με τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας.
Στη Θεσσαλονίκη στο πρόγραμμα των σχολικών γευμάτων έχουν ενταχθεί πάνω από 156 σχολεία (23 σχολεία του Δήμου Θεσσαλονίκης, 8 του Δήμου Θέρμης, 10 του Δήμου Αμπελοκήπων-Μενεμένης, 18 του Δήμου Δέλτα, 36 του Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου, 23 του Δήμου Νεαπόλεως-Συκεών,, 27 του Δήμου Παύλου Μελά και 8 στο Ωραιόκαστρο). Εντός του προγράμματος βρίσκονται και σχολεία του Λαγκαδά, του Δήμου Βόλβης και της Χαλκηδόνας. Πανελλαδικά και σύμφωνα με τις περσινές αιτήσεις αφορά 185.000 μαθητές της πρωτοβάθμιας που αντιστοιχούν σε 1.353 σχολικές μονάδες.
Στη Θεσσαλονίκη αίτηση έχει κάνει η συντριπτική πλειοψηφία των γονέων και κηδεμόνων μαθητών-τριών σχολείων της πρωτοβάθμιας που εντάσσονται στο πρόγραμμα, κάτι που αποδεικνύει και την τεράστια ανάγκη για τη στήριξη του προγράμματος.
Ενώ έχει ξεκινήσει η σχολική χρονιά τα αρμόδια Υπουργεία δεν έδιναν καμία απάντηση γιατί το πρόγραμμα δεν έχει ξεκινήσει. Μόλις σήμερα η υφυπουργός Εργασίας, αρμόδια για θέματα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δόμνα Μιχαηλίδου ανέφερε πως η διανομή θα ξεκινήσει την δεύτερη εβδομάδα του Οκτωβρίου ενώ έκανε λόγο για 210.000 σχολικά γεύματα σε όλη τα σχολεία της χώρας.
Απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση της βουλευτή του ΚΚΕ Μαρίας Κομνηνάκα, η Δόμνα Μιχαηλίδου απέρριψε τη κατηγορία για καθυστερήσεις και φέτος στη διανομή σχολικών γευμάτων, καθώς και τον ισχυρισμό ότι το πρόγραμμα καλύπτει μόλις το 10% των μαθητών. Σύμφωνα με την ίδια θα δοθούν σε 15% παραπάνω σχολεία φέτος.
Παρά το γεγονός ότι το Υπουργείο γνωρίζει πότε ξεκινά κάθε χρόνο η σχολική χρονιά, το Υπουργείο παραπέμπει στον Οκτώβριο την έναρξή τους χωρίς όμως κανείς να γνωρίζει σε ποιο στάδιο βρίσκονται οι σχετικοί διαγωνισμοί για τους προμηθευτές.
«Σε μια περίοδο που κάθε οικογένεια έχει να αντιμετωπίσει λόγω της ακρίβειας δεκάδες προβλήματα, έρχεται το Υπουργείο για να μας εκπλήξει για άλλη μια φορά αρνητικά» επισημαίνει η Ομοσπονδία ζητώντας άμεσα και χωρίς επιπλέον καθυστέρηση, να ξεκινήσει το πρόγραμμα των σχολικών γευμάτων. Ζητά επίσης το πρόγραμμα να επεκταθεί στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού, όλων των βαθμίδων, στις σχολικές μονάδες που θέλουν να συμμετάσχουν.
Υπενθυμίζεται πως και πέρυσι το πρόγραμμα «Σχολικά Γεύματα» είχε ξεκινήσει με πολύμηνη καθυστέρηση, και όπως αναφέρει σε υπόμνημά της η Ανώτατη Συνομοσπονδία Γονέων Μαθητών Ελλάδας (ΑΣΓΜΕ) προς τα Υπουργεία Παιδείας, Οικονομικών και Εργασίας, υπήρξε και αιφνιδιαστική διακοπή της διανομής τους στα μέσα της σχολικής χρονιάς σε διάφορες περιοχές της χώρας, ανάμεσα σε αυτές της Αττικής, της Θεσσαλονίκης, της Καρδίτσας, της Λέσβου κ.α., λόγω λήξης των σχετικών συμβάσεων με τους προμηθευτές.
Η ΑΣΓΜΕ ρωτά μεταξύ άλλων το Υπουργείο σε ποια φάση βρίσκεται ο διαγωνισμός επιλογής αναδόχων, αν έχουν υπογραφεί συμβάσεις για το έτος 2022-2023 και αν γνωρίζουμε τους οριστικούς αναδόχους σε συμμετέχοντες δήμους.
«Το ζήτημα της σίτισης δεν είναι ευκαιριακό και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με όρους καθολικότητας και μόνιμης παροχής προς όλους τους μαθητές. Ειδικότερα, έχοντας πλήρη συναίσθηση της αξίας της σωστής και πλήρους διατροφής για την υγιή ανάπτυξη των παιδιών μας, πιστεύουμε ότι το δημόσιο σχολείο μπορεί και πρέπει να χρηματοδοτηθεί επαρκώς ώστε να αναπτυχθούν κατάλληλες κτιριακές υποδομές (αίθουσες σίτισης, μαγειρεία), καθώς και να στελεχωθεί με το απαιτούμενο μόνιμο βοηθητικό προσωπικό (μάγειροι, τραπεζοκόμοι), προκειμένου να υποστηρίζεται καθολικά, απρόσκοπτα και με επιστημονικούς όρους η σίτιση όλων των μαθητών μέσα στο σχολείο» σημειώνει η Ομοσπονδία.
Η ΑΣΓΜΕ αναφέρει ακόμη πως η εμπειρία του συστήματος προμηθειών του Δημοσίου από ιδιώτες ενέχει έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας, ενστάσεων που έχει οδηγήσει επανειλημμένα στην διακοπή του προγράμματος και στην αργοπορημένη υλοποίηση. Επιπλέον, η εκχώρηση του προγράμματος σε ιδιωτικά συμφέροντα έχει επίπτωση και στην ποιότητα των παρεχόμενων γευμάτων. Ως εκ τούτου ζητά να δοθεί μόνιμη λύση σε ένα μόνιμο ζήτημα καθώς «είναι ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη να στηριχτεί η σίτιση των παιδιών μας από το κράτος».