Χωρίς υδροδότηση έχουν μείνει από χθες το μεσημέρι τα περισσότερα τμήματα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης με αποτέλεσμα να μην μπορούν να διασφαλιστούν κατάλληλες συνθήκες υγιεινής για υγειονομικούς και ασθενείς. Οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν ακόμη αδιαφορία από τη διοίκηση η οποία δεν έχει δώσει συγκεκριμένη απάντηση για το πότε θα αποκατασταθεί η βλάβη και εκφράζουν τη ανησυχία τους για την ασφάλεια των ασθενών.
Σε σημερινή ανακοίνωσή οι ειδικευόμενοι ψυχίατροι του ΨΝΘ Θεσσαλονίκης επιβεβαιώνουν τις καταγγελίες για τις άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνται να εργαστούν, αναφέροντας ότι εδώ και χρόνια γίνονται κρούσεις στη Διοίκηση του νοσοκομείου για βελτίωσή τους χωρίς να έχει επέλθει κάποια αλλαγή.
Σήμερα οι ειδικευόμενοι γιατροί πραγματοποίησαν παρέμβαση με τη συμμετοχή και της Νοσοκομειακής Επιτροπής στη διοίκηση του ΨΝΘ διαμαρτυρόμενοι-ες για την απουσία υδροδότησης στα περισσότερα τμήματα του νοσοκομείου, τόσο σε Κλινικές που νοσηλεύουν μεγάλο αριθμό ασθενών, όσο και στα εφημερεία που διανυκτερεύουν οι ιατροί.
Οι ειδικευόμενοι γιατροί τονίζουν πως αυτό αποτελεί το τελευταίο από μια σειρά προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στο νοσοκομείο, καθώς εδώ και καιρό είτε δεν υπάρχει καθόλου κλιματισμός ή δεν λειτουργεί σε τμήματα του νοσοκομείου με αποτέλεσμα οι ασθενείς και το προσωπικό να εκτίθενται σε ακραίες συνθήκες, οι οποίες, όπως επισημαίνουν οι γιατροί, μπορούν να αποβούν επικίνδυνες για τη κατάσταση της υγείας τους.
«Καλούμαστε να εργαστούμε σε άθλιες συνθήκες, όπως κτήρια που δεν μπορεί κανείς να μας διαβεβαιώσει για την κατασκευαστική ασφάλεια τους, σε δωμάτια που έχουν μούχλα και δεν καθαρίζονται επαρκώς, σε κτήρια που παρουσιάζουν ρωγμές, με παλιά κουφώματα, με αποτέλεσμα η θερμοκρασία εντός των κτηρίων να αγγίζει πολύ υψηλά επίπεδα, που το καλοκαίρι μπορεί να ξεπερνάει και τους 40 βαθμούς» σημειώνουν συγκεκριμένα στην καταγγελία τους. Και όλα αυτά, όπως αναφέρουν, τη στιγμή που το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο από την έναρξη της πανδημίας και έπειτα καλείται να καλύψει τις ανάγκες σε νοσηλεία σχεδόν όλης της Βόρειας Ελλάδας και όχι μόνο, με καθημερινές εισαγωγές ασθενών, με αποτέλεσμα οι κλινικές να είναι το μεγαλύτερο διάστημα υπερπλήρεις.
Όπως είναι προφανές το έργο τους γίνεται εξαιρετικά δύσκολο υπό αυτές τις συνθήκες καθώς «αντί να προσφέρουμε ανησυχούμε για την ασφάλεια των ασθενών, του προσωπικού και τη δικιά μας». Καθώς η κατάσταση έχει γίνει πολύ επικίνδυνη ζητούν τη στήριξη της κοινωνίας στη προσπάθειά τους για τη διασφάλιση ανθρώπινων συνθηκών νοσηλείας και εργασίας και την άμεση παρέμβαση από τους αρμόδιους φορείς προαναγγέλλοντας κλιμάκωση των κινητοποιήσεών τους αν δεν λυθούν τα προβλήματα.