Η Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3, στα πλαίσια του αφιερώματός της Ευρωπαϊκό Πολιτικό Σινεμά, παρουσιάζει τη Δευτέρα 9 Mαϊου στις 21:00 στην αίθουσα ΒΑΚΟΥΡΑ 2 (Ιωάννου Μιχαήλ 8, τηλ. 2310233665) την παραβολική πολιτική κωμωδία του Λουίτζι Κομεντσίνι Χαρτοπαίκτης με ταλέντο (Ιταλία, 1972, έγχρωμη, 113′). Παίζουν: Αλμπέρτο Σόρντι, Σιλβάνα Μανγκάνο, Μπέτι Ντέιβις, Τζόζεφ Κότεν, Μάριο Καροτενούτο.
Η συνδιοργάνωση και καλλιτεχνική επιμέλεια γίνονται από το ΚΕΜΕΣ. Θα προλογίσει ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου, ενώ στους θεατές θα διανεμηθεί έντυπη ανάλυση του Θόδωρου Σούμα από το βιβλίο του “Comedia all’ Italiana”. Στο τέλος της προβολής θα ακολουθήσει μακρά συζήτηση με το κοινό.
Το προς συζήτηση θέμα στο λαϊκό πανεπιστήμιο για τον κινηματογράφο θα είναι: Η ξένη εξάρτηση και ο λαθεμένος τρόπος αντιμετώπισής της στο σινεμά.
Μία πλούσια Αμερικάνα προσκαλεί μια φορά το χρόνο σε μια παρτίδα χαρτιά ένα ζευγάρι φτωχών Ιταλών, που με τη σειρά πιστεύουν ότι θα την εκμεταλλευτούν οικονομικά.
Η ανάλυση που θα διανεμηθεί είναι η ακόλουθη:
«Ο τρίτος μεγάλος της ιταλικής κωμωδίας είναι ο Λουίτζι Κομεντσίνι, που γύρισε πλήθος καλών ταινιών, διαφορετικών ειδών. Τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι ταινίες με ήρωες παιδιά, που τα παρουσιάζει να έχουν καθαρό, διαυγές βλέμμα. Βασικά ήταν ένας μοραλίστας με προοδευτική ματιά. Η αξία του έργου του αναγνωρίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, με τα φιλμ του Οι 4 φυγάδες (Tutti a casa, 1960), Καβάλα στον τίγρη (A cavallo della tigre, 1961), Το κορίτσι του Μπούμπε (La ragazza di Bube, 1963). Ο Κομεντσίνι υπήρξε ένας οξυδερκής παρατηρητής των ηθών της ιταλικής κοινωνίας.
Το 1972 γύρισε το Lo scopone scientifico (Χαρτοπαίχτης με ταλέντο), που είναι ένας κοινωνικός μύθος περί ταξικής διαμάχης, ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, τους καπιταλιστές και τους λούμπεν προλετάριους. Ο Κομεντσίνι φέρνει αντιμέτωπους μια εκατομμυριούχο Ιταλοαμερικανίδα γριά και τον ερωτευμένο συνοδό της, με ένα πάμπτωχο πολύτεκνο ζευγάρι που κατοικεί σε μια παραγκούπολη, στα περίχωρα της Ρώμης. Η μυθοπλασία στήνεται με βάση τη σύγκρουσή τους, υπό τη μορφή αλλεπάλληλων παιχνιδιών ξερής, που ικανοποιούν το χαρτοπαικτικό βίτσιο της γριάς, ενώ το ζευγάρι αγωνίζεται, οκτώ ολόκληρα χρόνια, για το μεγάλο κι απλησίαστο όνειρο μιας νίκης, που θα του επιτρέψει να κερδίσει κάποια χρήματα, για να βγει από τη φτώχεια και τη μιζέρια. Όλος ο μύθος στήνεται και κινείται με μαεστρία στο ευρύτερο πλαίσιο της ιταλικής κωμωδίας. Αυτό, όμως, που διαφοροποιεί τον Κομεντσίνι απ’ τους άλλους μετρ του είδους είναι ο λεπτός συναισθηματισμός του. Δεν είναι μοχθηρός ή επιθετικός, αντίθετα τον διακρίνει ευαισθησία και ευγένεια, κι αυτό φαίνεται, κυρίως, στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει, στο έργο του, τα παιδιά.
Στον Χαρτοπαίκτη με ταλέντο ακολουθεί μια αποτελεσματικότατη πορεία. Μέσα από τη σάτιρα (βλέμμα διεισδυτικό και συχνά χλευαστικό, χιούμορ που γίνεται μαύρο), το ρεαλισμό και την κοινωνική κριτική, περιγελά και υποσκάπτει μια κοινωνία χωρισμένη στα δύο: στους σκληρούς και καπριτσιόζους πλούσιους, και τους αφελείς, αιθεροβάμονες, πονηρούς, φουκαράδες φτωχούς. Οι πλούσιοι εκμεταλλεύονται τα φτωχά κορόιδα για να γίνουν πλουσιότεροι. Οι φτωχοί (ειδικότερα οι λούμπεν) χτίζουν πύργους στην άμμο και προσπαθούν να πιάσουν την καλή με διάφορα αναποτελεσματικά τεχνάσματα.
Στην κοινωνική ιεραρχία, ως οργανωτής και θεωρητικός της εκπόρθησης της αστικής τάξης, εμφανίζεται ο γραφικός αριστερός καθηγητής. Ένας αστείος μαρξιστής που έχει βαλθεί να καταλύσει την ισχύουσα τάξη πραγμάτων στην περιοχή και να οδηγήσει το ζευγάρι των χαρτοπαικτών στο να καταστρέψει οικονομικά τη γριά καπιταλίστρια.
Λίγο λίγο, η ταινία αρχίζει να λειτουργεί και σαν αλληγορία πάνω στην ισχύ του χρήματος και την απληστία. Ο νόμος του χρήματος καθορίζει πλούσιους και φτωχούς, καθεστωτικούς κι επαναστάτες (όπως τον καθηγητή που ρητορεύει περί υπεραξίας). Άπληστη δεν είναι μόνο η γριά (Μπέτι Ντέιβις), αλλά και η σύζυγος (Σιλβάνα Μανγκάνο) του παλιατζή (Αλμπέρτο Σόρντι), που τα θέλει όλα δικά της, μέσα από τον τζόγο. Οι γυναίκες στην ταινία, είναι λίγο-πολύ αρπαχτικά, θηλυκοί τύραννοι απέναντι στους αρσενικούς. Η γριά έχει μετατρέψει σε σκλάβο της τον πρώην ζωγράφο, υποτακτικό της (Τζόζεφ Κότεν) και η λαϊκή σύζυγος σε άθυρμα τον άβουλο παλιατζή. Είναι, όμως, αυτές που διαθέτουν τον ορθολογικό νου και την αποτελεσματική ευστροφία. Αυτές είναι οι πιο καπάτσες. Η πλεονεξία, όμως, του λαϊκού ζευγαριού που τροφοδοτείται κι από τον ευτράπελο και δογματικό τρόπο, από τους μαξιμαλιστικούς κι ουτοπιστικούς στόχους του μαρξιστή καθηγητή, δεν οδηγεί παρά στην παταγώδη αποτυχία, γιατί η γριά μπορεί να διπλασιάζει επ’ αόριστον τη μίζα, έως ότου ξαναφέρει πίσω τα χαμένα της εκατομμύρια.
Το ρεαλιστικό κοινωνικό πλαίσιο του Κομεντσίνι επιτρέπει να ζωγραφιστούν με αδρότητα και σαφήνεια οι τέσσερις κεντρικοί χαρακτήρες. Ο παλιατζής είναι ο δύσμοιρος οικογενειάρχης, στριμωγμένος τόσο μέσα στο άθλιο σπιτικό του, όσο και στο τραπέζι του τζόγου. Το ταπεινωμένο του αντρικό φιλότιμο τον οδηγεί σε ακραίες και μελοδραματικές λύσεις. Η λαϊκή σύζυγος είναι ποθητή ερωτικά και γεμάτη δυναμισμό, η απληστία της όμως λίγο-λίγο την καταβροχθίζει. Μεταξύ των δύο θηλυκών φιλόδοξων θηρίων της ταινίας, είναι εκείνη που μπορεί να προτάξει τη νεότητα, την ομορφιά και την υγεία της. Η γριά παίζει το ρόλο μιας ανελέητης θεότητας, μιας μάγισσας, που υποδαυλίζει εξαίσια όνειρα στους φτωχούς, για να τα συντρίψει στη συνέχεια, με σαδιστική κακία. Γίνεται, μεταφορικά, μια θανατερή δύναμη που σκοτώνει τις ελπίδες των άλλων. Συγκεντρώνει γύρω της φτωχοδιάβολους, υπηρέτες και όρνια-νεκροθάφτες. Το αξίωμα «ο θάνατός σου, η ζωή μου» φυσάει σαν άνεμος και σαρώνει τα πάντα, τόσο στη βίλα της, όσο και στις παράγκες. Το κουαρτέτο των παιχτών έρχεται να συμπληρώσει ο Τζορτζ, ορντινάτσα και συμπαίκτης της γριάς, πρόσωπο σημαδεμένο από τον έρωτα γι’ αυτήν, που αν και βρίσκεται εγγύτερα στον κόσμο της, είναι το πλέον εξαρτημένο και σκλαβωμένο από όλα.
Η αφήγηση της ταινίας λειτουργεί σαν τέλεια καλοκουρδισμένη μηχανή, και αποκτά ακόμη και σασπένς… Ο Κομεντσίνι την τελειώνει με σκληρό τρόπο, κόβοντας το γόρδιο δεσμό της υποταγής κι αποκλείοντας εισόδους και εξόδους προς τη διαιωνιζόμενη φενάκη. Την αλυσίδα της εξάρτησης σπάει ένα παιδί, μάλιστα ανάπηρο, σημαδεμένο από κακιά στιγμή της μοίρας και της φύσης. Ακόμη αδιάφθορο ηθικά, μυαλωμένο και προσγειωμένο, αντιμετωπίζει τον πανζουρλισμό των ενηλίκων με ένα αδιόρατο χαμόγελο σκεπτικισμού και νηφαλιότητας, που παραπέμπει σε ώριμο άνθρωπο. Στοιχεία που το τοποθετούν, ως πρόσωπο, στο χώρο του συμβολικού. Είναι το μόνο πρόσωπο που δεν τρέφει φρούδες ελπίδες, που τολμά να αντιδράσει αποφασιστικά στην ισοπεδωτική δύναμη του χρήματος και να δώσει ένα τέλος στο αδυσώπητο παιχνίδι που παίζουν οι μεγάλοι (άλλοτε από βίτσιο και σαδισμό, και άλλοτε από έσχατη ανάγκη), βάζοντας δηλητήριο στο γλυκό που φτιάχνει για την άσπλαχνη εκατομμυριούχο. Πρόκειται για μια ακόμη απότιση τιμής του Κομεντσίνι προς την «ανθρώπινη τάξη» των παιδιών, θέμα που τον απασχόλησε πολλές φορές στα φιλμ του…»
ΔΕΚΑ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΕΤΕ ΤΟΝ «ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΗ ΜΕ ΤΑΛΕΝΤΟ»
Εξάλλου, 10 λόγοι για να μην χάσετε τον Χαρτοπαίκτη με ταλέντο είναι:
-
Γιατί ο Κομεντσίνι αποδεικνύει ότι είναι ένας σκηνοθέτης που μετουσιώνει την ιδεολογία σε άψογη σκηνοθετική άποψη.
-
Γιατί είναι μια εξαιρετική ταινία που «διαβάζεται» με δύο τρόπους: τον επιφανειακό και ψυχαγωγικό, και ιδίως τον μετωνυμικό, που είναι μια ξεκάθαρη αντιπαράθεση δύο διαφορετικών κόσμων.
-
Γιατί τελικά η ταινία είναι η σύγκρουση Γολιάθ και Δαβίδ, καπιταλισμού και ασυνείδητου ξεπεσμένου εργάτη, και ένα αντάρτικο μεταξύ μιας μεγάλης δύναμης (ΗΠΑ) και μιας υποδεέστερης (Ιταλία).
-
Γιατί η μετωνυμία είναι ευρύτερη και δεν αφορά μόνο την Ιταλία, αλλά κάθε μεσογειακή χώρα, και ευρύτερα κάθε που οι πολίτες της δε βρίσκουν το σωστό δρόμο για τον αγώνα.
-
Γιατί η ταινία αυτή θυμίζει ξεκάθαρα Ελλάδα σε επίπεδο συμπεριφορών και τεχνικών.
-
Για τους εκπληκτικούς σημαντικούς ηθοποιούς, τόσο τους δύο Ιταλούς, όσο και τους δύο παλαίμαχους Αμερικάνους.
-
Για την εξαιρετική «ζεστή» καφεκίτρινη φωτογραφία που υποδηλώνει τη μεσογειακή ασφάλεια.
-
Γιατί η ελπίδα έρχεται από ένα αδύναμο, χωλό πλάσμα που όπως, παρά την ανεπάρκειά του, είναι επαρκώς συνειδητοποιημένο ώστε να αντιπαρατεθεί στα ίσια με τον μεγάλο αντίπαλο.
-
Για το εκπληκτικό, τολμηρότατο, αθυρόστομο τέλος, που οι ρίζες του απλώνονται πολύ βαθιά.
-
Γιατί πέρα από τις ιδεολογικές αναφορές ο Κομεντσίνι μας κλείνει το μάτι κάνοντας και σινεφίλ υπαινιγμούς.
Υ.Γ. Την επόμενη Δευτέρα 16 Μαϊου η Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3 παρουσιάζει στα πλαίσια του ίδιου αφιερώματος το αντιρατσιστικό θρίλερ του Μπάζιλ Ντίρντεν Οι 10 ύποπτοι (1959).