Ένα πρόσωπο που σημάδεψε την ιστορία, σε μια επέτειο που σημάδεψε το ίδιο.
Κάθε εβδομάδα, με αφορμή μια επέτειο, στην στήλη «Οι καλοί και οι κακοί» παρουσιάζουμε μια προσωπογραφία ενός ανθρώπου που με την παρουσία του επέδρασε στην εποχή του και βοήθησε την ιστορία να κινηθεί προς τα εδώ ή προς τα εκεί.
Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
«Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ζώο και η ζωή δεν είναι εύκολη γι’ αυτόν όταν κόβονται οι κοινωνικοί δεσμοί. Τα ηθικά πρότυπα τηρούνται πιο εύκολα μέσα στη δομή της κοινωνίας. Πολύ λίγα άτομα έχουν τη δύναμη να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους αν η κοινωνική, πολιτική και νομική τους θέση είναι εντελώς συγκεχυμένη. Μη έχοντας το κουράγιο να παλέψουμε για κάποια αλλαγή της κοινωνικής και νομικής μας θέσης, αντ’ αυτού, πολλοί από εμάς, έχουμε αποφασίσει να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε ταυτότητα. Και τούτη η περίεργη συμπεριφορά κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Η σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε είναι εν μέρει δικό μας έργο».
Αυτά γράφει το 1943 η Χάνα Άρεντ, μια από τις πιο εμβληματικές πολιτικές στοχάστριες του 20ου αιώνα, στο άρθρο της Εμείς οι πρόσφυγες που δημοσιεύθηκε σε ένα εβραϊκό περιοδικό στην Αμερική, ούσα και η ίδια μία από τους χιλιάδες εξορισμένους από την Ευρώπη που μαύριζε από την άνοδο του ναζισμού. Ίσως κανένας άλλος πολιτικός φιλόσοφος –όρο που η ίδια για τον εαυτό της αρνούνταν, δεν συνέδεσε τόσο έντονα την σκέψη με τη ζωή, μετατρέποντας τα δικά της προσωπικά βιώματα σε ιδέες και ερμηνείες για τα πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της ανθρωπότητας του περασμένου αιώνα.
Η Χάνα Άρεντ, γεννήθηκε το 1906 στο Λίντεν, μια περιοχή δίπλα στο Ανόβερο και μεγάλωσε στο Κένιχσμπεργκ –αργότερα Κάλινγκραντ της Ρωσίας-από ένα ζευγάρι φιλελεύθερων Εβραίων. Χάνει τον πατέρα στα εφτά της από πάρεση και το 1920 η μητέρα της ξαναπαντρεύεται και η 14χρονη Χάνα αποκτά δύο ετεροθαλείς αδελφές, από τον προηγούμενο γάμο του πατριού της. Από την εφηβεία της μελετά τον Καντ και τον Γκαίτε και το 1924, πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ για να σπουδάσει θεολογία και φιλοσοφία. Καθηγητής της είναι ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερός της, που επηρεάζει καθοριστικά την σκέψη της και με τον οποίο έχει μια σύντομη αλλά έντονη ερωτική σχέση. Ο Χάιντεγκερ γίνεται οπαδός του εθνικοσοσιαλισμού, συντάσσεται με τους Ναζί, ο δεσμός τους διακόπτεται, αλλά μετά τον πόλεμο η Χάνα ξανασυναντιέται μαζί του και προσπαθεί να διαδώσει την σκέψη του στις ΗΠΑ, ενώ τον υπερασπίζεται στις διάφορες επιθέσεις υποστηρίζοντας ότι έδρασε αφελώς και με παρόρμηση. Αυτή η πνευματική της συγγένεια με τον Χάιντεγκερ την κατέταξε στους υπαρξιστές φιλοσόφους, παρόλο που το έργο και οι πολιτικές του ιδέες είχε αποκαθηλωθεί στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
Μετά από ένα χρόνο σπουδών περνά ένα εξάμηνο στο Φράιμπουργκ, παρακολουθώντας τις ομιλίες του Έντμουντ Χάσερλ. Την άνοιξη του 1926 συνεχίζει τις σπουδές της στη Χαϊδελβέργη κοντά στον φιλόσοφο Κάρλ Γιάσπερς, με τον οποίο χτίζει μια μακρόχρονη πνευματική και προσωπική φιλία. Ολοκληρώνει το 1928 υπό την εποπτεία του, τη διδακτορική της διατριβή, με τίτλο Η έννοια της αγάπης στον Άγιο Αυγουστίνο. Εκεί η Άρεντ προτάσσει τη φιλοσοφική διάσταση του Αυγουστίνου έναντι της θεολογικής και προσπαθεί να συστηματοποιήσει τις ιδέες του για την αγάπη. Την ίδια χρονιά παντρεύεται τον Γκύντερ Στερν, μαθητή επίσης του Χάιντεγκερ, ενώ παράλληλα επηρεάζεται από τους σιωνιστές φίλους της, συνειδητοποιεί την πολιτική κατάσταση στην Γερμανία και συντάσσεται με την αντίσταση. Ως μέλος του Γερμανικού Σιωνιστικού Οργανισμού, βοηθά να αποκαλυφθούν οι δοκιμασίες των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς, ενώ το 1933 συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο, στην προσπάθειά της να συλλέξει στοιχεία που αποδείκνυαν την αντισημιτική προπαγάνδα του γερμανικού κράτους. Τελικά καταφέρνει να δραπετεύσει και εγκαταλείπει τη Γερμανία.
Μετά από μια σύντομη παραμονή στην Πράγα και τη Γενεύη μετακομίζει στο Παρίσι, όπου για έξι χρόνια, από το 1933 έως το 1939 εργάζεται για μια σειρά εβραϊκών οργανώσεων προσφύγων. Το 1936 χωρίζει τον σύζυγό της και άρχισε να ζει με τον Χάινριχ Μπλύχερ, τον οποίο παντρεύεται το 1940. Ο Μπλύχερ, κομμουνιστής με ελεύθερο πνεύμα –θα γίνει καθηγητής φιλοσοφίας στις ΗΠΑ αργότερα- συμβάλει στην πολιτική παιδεία της Άρεντ ωθώντας την να διαβάσει Μαρξ και Λένιν, αλλά και να αφιερωθεί στην σκέψη και τον πολιτικό στοχασμό. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Παρίσι η Άρεντ γράφει τη βιογραφία της Ραχήλ Φαρνχάγκεν, μιας γυναίκας από την Πρωσία που έζησε τον 19ο αιώνα και αναζητούσε απεγνωσμένα να μπει στον πολιτισμό της Γερμανίας, μόνο για να απορριφθεί επειδή γεννήθηκε Εβραία. Το έργο αυτό εκδίδεται πολύ αργότερα, το 1957, ενώ η Άρεντ δηλώνει για τη Ραχήλ, «η κοντινότερη γυναίκα φίλη μου, δυστυχώς νεκρή εκατό χρόνια νωρίτερα». ‘Όταν εισβάλει η Βέρμαχτ στη Γαλλία βρίσκεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην πόλη Γκουρς, από όπου αποδρά, και το 1941, μαζί με τον σύζυγό της, καταφέρνουν να φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να ακολουθήσει μήνες μετά η μητέρα της.
Στη Νέα Υόρκη σύντομα έγινε μέρος ενός σημαντικού κύκλου συγγραφέων και διανοουμένων που συγκεντρώθηκαν γύρω από το περιοδικό Partisan Review. Με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να μαίνεται η Άρεντ αναλαμβάνει δράση σε αρκετούς εβραϊκούς οργανισμούς και παράλληλα αρθρογραφεί σε εβραϊκά έντυπα, όπου, μεταξύ άλλων, εκφράζεται υπέρ μιας ειρηνικής συμβίωσης Αράβων και Εβραίων σε ένα μεταπολεμικό παλαιστινιακό κράτος. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου διδάσκει σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων το Πρίνστον, το Μπέρκλεϊ και το Σικάγο, αλλά συνδέεται στενότερα με τη Νέα Σχολή Κοινωνικών Επιστημών της Νέας Υόρκης, όπου μέχρι το θάνατό της το 1975, από ανακοπή καρδιάς, ήταν καθηγήτρια πολιτικής φιλοσοφίας.
Στη Νέα Υόρκη, συγγράφει και δημοσιεύει το 1951, χρονιά που λαμβάνει την αμερικανική υπηκοότητα, το έργο της, Το ολοκληρωτικό σύστημα, την πρώτη μείζονα μελέτη για τις ρίζες του ναζισμού και του σταλινισμού στον αντισημιτισμό και τον ιμπεριαλισμό. Η Άρεντ υποστήριξε ότι ναζισμός και σταλινισμός είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, επειδή συγκλίνουν στην απάρνηση της ζωής. Γράφει για αυτό: «Το ριζικό κακό εμφανίστηκε σε ένα σύστημα στο οποίο όλοι οι άνθρωποι έγιναν εξίσου περιττοί. Οι διαχειριστές αυτού του συστήματος θεωρούν τους εαυτούς τους τόσο περιττούς όσο περιττούς θεωρούν και τους υπόλοιπους ανθρώπους, οι δε ολοκληρωτικοί δολοφόνοι είναι τόσο πιο επικίνδυνοι όσο περισσότερο αδιαφορούν για το αν είναι οι ίδιοι ζωντανοί ή νεκροί, για το αν έζησαν ποτέ ή αν δε γεννήθηκαν ποτέ.[…] Τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συμβάντα συνδέονται παντού σιωπηρώς με την ολοκληρωτική μηχανή που σχεδιάστηκε για να καταστήσει περιττούς τους ανθρώπους». Με το βιβλίο αυτό η Αρεντ τεκμηριώνει τη θεωρία του ολοκληρωτισμού, η οποία χρησιμοποιήθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο κυρίως από τους συντηρητικούς εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλοι στοχαστές της περιόδου, όπως ο Αλμπέρ Καμί και ο Τζορτζ Όργουελ, θα επιτεθούν επίσης με σφοδρότητα στην Σοβιετική Ένωση, χωρίς να υιοθετήσουν το σχήμα της εξίσωσής της με τη ναζιστική Γερμανία.
Το 1958 δημοσιεύει το σημαντικότερο πολιτικό-φιλοσοφικό της έργο, Την ανθρώπινη κατάσταση, ασκώντας κριτική στην σύγχρονη κοινωνία, όπου η οικονομία εξουσιάζει όλο και περισσότερο την πολιτική. «Αν ο κόσμος πρόκειται να περιλαμβάνει έναν δημόσιο χώρο, αυτός δεν μπορεί να οικοδομείται μόνο για μια γενεά και να σχεδιάζεται μόνο για τους ζώντες· πρέπει να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα της ζωής των θνητών. Χωρίς αυτή την υπέρβαση σε μια δυνάμει επίγεια αθανασία, καμιά πολιτική, με την αυστηρή έννοια της λέξης, κανένας κοινός κόσμος και κανένας δημόσιος χώρος δεν είναι δυνατός.[…] ΟΙ άνθρωποι για πολλούς αιώνες πριν από μας -αλλά όχι τώρα πλέον- εισέρχονταν στο δημόσιο χώρο διότι επιθυμούσαν κάτι τι δικό τους ή κάτι τι που είχαν από κοινού με άλλους να διαρκέσει περισσότερο από τη γήινη ύπαρξή τους. Έτσι η κατάρα της δουλείας δεν ήταν μόνο ότι στερούσε από τους δούλους την ελευθερία και την ορατή ύπαρξη, αλλά και ο φόβος των ίδιων των αφανών εκείνων ανθρώπων «ότι περνώντας από την αφάνεια της ζωής τους στον θάνατο δεν θα άφηναν πίσω τους κανένα σημάδι να μαρτυράει πως κάποτε υπήρξαν». Η Άρεντ αντιλαμβάνεται την πολιτική ως ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των πολιτών σε σχέση με τις δημόσιες υποθέσεις. Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί της εποχής του Ψυχρού Πολέμου θεωρούν ότι με τη θέση της αυτή ανοίγει το δρόμο προς μια αριστερή θεώρηση της δημοκρατίας και την επικρίνουν σφόδρα.
Το 1961 παρακολουθεί τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ ως δημοσιογράφος για το περιοδικό The New Yorker και δύο χρόνια αργότερα δημοσιεύει το βιβλίο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: η κοινοτοπία του κακού», που προκαλεί βαθιά διαμάχη στους εβραϊκούς κύκλους. Γράφει η Άρεντ για τον Άιχμαν: «Όσο πιο πολύ τον άκουγες να μιλάει, τόσο πιο εμφανές γινόταν ότι η αδυναμία του να μιλήσει συνδεόταν στενά με την αδυναμία του να σκεφτεί, και πιο συγκεκριμένα να σκεφτεί από τη σκοπιά ενός άλλου». Δεν περιγράφει τον Άιχμαν ως σαδιστή και άνθρωπο με φονικά ένστικτα, αλλά ως σχολαστικό γραφειοκράτη και υπάκουο υποτελή του Γ΄ Ράιχ. Το ίδιο υπαινίσσεται για όλους τους συνοδοιπόρους του και τους συνεργάτες των ναζί – όχι μόνο στη Γερμανία. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι δεν ήταν αντισημίτης, άλλα έγινε Ναζί επειδή του άρεσε να πηγαίνει με το πλήθος. Τα εγκλήματά του ήταν η απόδειξη της «κοινοτοπίας του κακού». Επίσης ασκεί κριτική στον τρόπο που διεξάγεται η δίκη καθώς και στις συνεργασίες διαφόρων Εβραίων με τους Ναζί, στην προσπάθειά τους να σώσουν τη ζωή τους. Πολλοί Εβραίοι φίλοι της διακόπτουν τη σχέση τους μαζί της και ο Τύπος την επικρίνει σφόδρα.
Το 1962 εκδίδει το έργο της Για την Επανάσταση, μια συγκριτική ανάλυση των αμερικανικών και γαλλικών επαναστάσεων, όπου υποστηρίζει ότι μόνο η Αμερικανική επανάσταση πέτυχε τον σκοπό της, δημιουργώντας θεσμούς που διασφαλίζουν τη δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών. Για τη γαλλική και ρωσική επανάσταση υποστηρίζει ότι απέτυχαν στο κοινωνικό ζήτημα. Η Άρεντ υιοθετεί τη σκέψη του Μαλρώ για την επανάσταση ο οποίος έλεγε ότι η επανάσταση σώζει αυτούς που την πραγματοποιούν.
Η δύναμη και η πρωτοτυπία της σκέψης της Άρεντ ήταν εμφανής στα έργα, όπου ασχολείται με τα πιο κρίσιμα πολιτικά γεγονότα της εποχής της, προσπαθώντας να κατανοήσει το νόημά τους και την ιστορική εισαγωγή τους και δείχνοντας πώς επηρέασαν τους διάφορους τρόπους της διαμόρφωσης ηθικών και πολιτικών απόψεων.
Αν και μερικά από τα έργα της ανήκουν πλέον στα κλασικά της δυτικής παράδοσης της πολιτικής σκέψης, πάντοτε παρέμεινε δύσκολο να ταξινομηθούν. Η πολιτική της φιλοσοφία δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο ρεύμα ιδεών–συντηρητικό, φιλελεύθερο, σοσιαλιστικό. Το όνομά της έχουν επικαλεσθεί αρκετοί κριτικοί της φιλελεύθερης παράδοσης, στη βάση του ότι παρουσίασε ένα όραμα πολιτικής που αντιτάχθηκε σε βασικές φιλελεύθερες αρχές. Υπάρχουν πολλές πλευρές της σκέψης της Άρεντ που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν έναν τέτοιο ισχυρισμό, και συγκεκριμένα την κριτική της στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την έμφασή στην πολιτική εμπλοκή και την πολιτική συζήτηση, τον διαχωρισμό της ηθικής από την πολιτική και τον έπαινο της για την επαναστατική παράδοση. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την Άρεντ αντι-φιλελεύθερη. Η Άρεντ στην πραγματικότητα υπερασπιζόταν αυστηρά τον συνταγματισμό και το κράτος δικαίου, υποστήριζε τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα (μεταξύ των οποίων συμπεριλάμβανε όχι μόνο το δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ελευθερία έκφρασης, αλλά και το δικαίωμα δράσης και τη γνώμη) , και ασκούσε κριτική σε όλες εκείνες τις μορφές της πολιτικής κοινότητας που βασίζονται σε παραδοσιακούς δεσμούς και έθιμα, καθώς και εκείνους που βασίζονται στη θρησκευτική, εθνοτική ή φυλετική ταυτότητα.
Η πολιτική σκέψη της Άρεντ δεν μπορεί, με αυτή την έννοια, να ταυτιστεί είτε με τη φιλελεύθερη παράδοση είτε με τους ισχυρισμούς που προωθούνται από αρκετούς επικριτές της. Η Άρεντ δεν αντιλαμβανόταν την πολιτική ως μέσο ικανοποίησης των ατομικών προτιμήσεων ούτε ως τρόπο να εντάξει τα άτομα σε μια κοινή αντίληψη για το καλό. Η αντίληψή της για την πολιτική βασίζεται στην ιδέα της ενεργού συμμετοχής του πολίτη, δηλαδή στην αξία και τη σημασία της συμμετοχής του πολίτη και της συλλογικής συζήτησης για όλα τα θέματα που επηρεάζουν την πολιτική κοινότητα. Αν υπάρχει ένα ρεύμα σκέψης με την οποία μπορεί να συνδεθεί η Άρεντ, είναι η κλασσική παράδοση του πολιτικού ρεπουμπλικανισμού που προέρχεται από τον Αριστοτέλη και ενσωματώνεται στα γραπτά των Μακιαβέλι, Μοντεσκιέ, Τζέφερσον και Τόκβιλ. Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, η πολιτική βρίσκει την αυθεντική της έκφραση όταν οι πολίτες συναθροίζονται στον δημόσιο χώρο για να συζητήσουν και να αποφασίσουν για θέματα συλλογικού ενδιαφέροντος. Η πολιτική δραστηριότητα αποτιμάται όχι επειδή μπορεί να οδηγήσει σε συμφωνία ή σε μια κοινή αντίληψη για το συλλογικό καλό, αλλά επειδή επιτρέπει σε κάθε πολίτη να ασκεί τις εξουσίες του, να αναπτύσσει κριτικές ικανότητες και να επιτυγχάνει με συντονισμένη δράση μέτρα που να έχουν πολιτική αποτελεσματικότητα.
Όπως οι περισσότεροι πολιτικοί στοχαστές του 20ού αιώνα, είχε δίκιο σε λίγα πράγματα, λιγότερα από τα εργαλεία και τις ιδέες για επεξεργασία που προσφέρει ανάμεσα στα συμπεράσματά της.