Στα νοσοκομεία, στον τομέα που τα τελευταία χρόνια η οικονομική κρίση και οι πολιτικές λιτότητας έχουν αφήσει σχεδόν αγιάτρευτες πληγές μαθαίνουμε καθημερινά ιστορίες που έχουν να κάνουν με την απόγνωση, τον ψυχικό πόνο και τον αποκλεισμό που πολλές φορές βίωσαν και βιώνουν ακόμη ασθενείς. Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά που επίσης εδώ και χρόνια μένει αθέατη σε αυτές τις συνθήκες της έντασης και αφορά την επαγγελματική εξουθένωση των υγειονομικών.
Πρόκειται για το γνωστό και ως “burnout” το οποίο περιγράφηκε για πρώτη φορά ως ιατρικό σύνδρομο το 1974 από τον H.Freudenberger και αφορούσε τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας ενώ το 1982 η Christina Maslach το εντόπισε γενικότερα στους γιατρούς ως απώλεια ενδιαφέροντος για την εργασία, ως σωματική και συναισθηματική εξάντληση που συνοδεύεται ακόμη και από επιθετικότητα ή απώλεια σεβασμού προς τους ασθενείς.
Το burn out προκαλεί εκτός από την ψυχική και σωματική κόπωση, απώλεια ενέργειας, την αποπροσωποίηση, την αποξένωση και τον κυνισμό απέναντι στους ασθενείς, όπως και μειωμένη αίσθηση επίτευξης των στόχων.
Στην Ελλάδα λίγοι άνθρωποι έχουν ασχοληθεί με το σύνδρομο αυτό το οποίο πέρα από τα συμπτώματα στον ίδιο τον γιατρό, προκαλεί, όπως είναι προφανές, συνολική δυσλειτουργία στο σύστημα υγείας και έχει επιπτώσεις και στους ασθενείς καθώς δημιουργεί μεταξύ άλλων τις ιδανικές συνθήκες πρόκλησης ιατρικού λάθους.
Προϋπήρχε της κρίσης, έντονο τα τελευταία χρόνια
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως το σύνδρομο αυτό προϋπήρχε της κρίσης αλλά στις συνθήκες αυτές και με την τραγική έλλειψη γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και αναλώσιμων υλικών στα νοσοκομεία επιτείνεται ακόμη περισσότερο η εμφάνισή του.
Τον Ιούνιο του 2014 στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο ολοκληρώθηκε από την Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) μια έρευνα με αντικείμενο την «Επαγγελματική εξουθένωση γιατρών, φροντίδα υγείας και ασφάλεια ασθενών» σύμφωνα με την οποία το 47% των ιατρών στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης υποφέρει από επαγγελματική εξουθένωση. Χονδρικά το 1/3 των γιατρών και το 1/2 των νοσηλευτών πάσχουν από αυτό ενώ μεγάλα ποσοστά εμφανίζουν οι ειδικευόμενοι γιατροί και οι εργαζόμενοι στο ΕΚΑΒ.
Σύμφωνα με την επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Ιδρύματος Εύχαρις Παναγοπούλου η επαγγελματική εξουθένωση δεν αφορά τον φόρτο εργασίας αλλά τις συνθήκες, υπάρχουν δηλαδή γιατροί που εργάζονται πολλές ώρες χωρίς να έχουν εκδηλώσει burnout.
Έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο που είναι οργανωμένα τα νοσοκομεία, με τις εντός νοσοκομείου εργασιακές σχέσεις, με την απαξίωση των δεξιοτήτων των γιατρών, την έλλειψη αναγνώρισης κ.α.
Όπως τόνισε μιλώντας στο Κόκκινο, το burnout έχει συνέπειες και στους ίδιους τους γιατρούς και έχει συνδεθεί με την κατανάλωση ουσιών, αλκόολ και γενικότερα με τις καταχρήσεις. Ταυτόχρονα όμως συνδέεται με ιατρικά λάθη και κακομεταχείριση των ασθενών.
Σύμφωνα με την έρευνα, περισσότερο επιβαρυμένοι εμφανίζονται οι παιδίατροι καθώς το 45,5% αυτών εμφανίζει συμπτώματα burnout. Ακολουθούν οι αναισθησιολόγοι (34,3%), οι χειρουργοί (32,5%) και οι παθολόγοι (23,1%).
Επιπλέον, το 31,8% συνολικά των ιατρών εμφανίζουν συναισθηματική εξάντληση.
Εντατικολόγοι -αναισθησιολόγοι πιο κοντά στο burnout
Επιρρεπείς στο burn out εμφανίζονται μεταξύ των ειδικοτήτων οι εντατικολόγοι και αναισθησιολόγοι που εργάζονται σε συνθήκες μεγάλη πίεσης και βιώνουν πολύ έντονα την ευθύνη για την άμεση τύχη της υγείας του ασθενή που βρίσκεται στο πιο ακραίο σημείο. Όπως εξηγεί, η Ι. Σουλτάτη, αναισθησιολόγος-εντατικολόγος στο ΑΧΕΠΑ , οι εντατικολόγοι και οι αναισθησιολόγοι είναι από τις κατεξοχήν ειδικότητες που πλήττονται από το σύνδρομο αυτό ενώ μεγάλα ποσοστά (28%) εμφανίζονται στους φοιτητές ιατρικής κυρίως στα έτη που αρχίζουν να αποκτούν μεγαλύτερη επαφή με τις κλινικές (και ουσιαστικά προετοιμάζονται για την ευθύνη των περιστατικών).
Το σύνδρομο αυτό έχει προοδευτική εξέλιξη και σχετίζεται και με το εργασιακό περιβάλλον. Επηρεάζει έτσι ακόμη και το αν πρόκειται για εργασία σε κλειστά τμήματα, όπως εντατικές και χειρουργεία όπου υπάρχει πολλές φορές έλλειψη προσωπικού χώρου αλλά και άμεση επαφή με τον ψυχικό πόνο των ασθενών και κυρίως πολύ συχνή επαφή με τον θάνατο.
Η κρίση έχει επιτείνει το πρόβλημα αυτό αν λάβει κανείς υπόψη του πως στην περίπτωση των εντατικολόγων και με δεδομένη την έλλειψη προσωπικού (έχουν να γίνουν προσλήψεις από το 2011) στα τμήματα ΜΕΘ ένας γιατρός αναγκάζεται να κάνει 7 εφημερίες των 24 ωρών το μήνα εκτός του υπόλοιπου εβδομαδιαίου ωραρίου του. Με δεδομένες επίσης τις μαζικές συνταξιοδοτήσεις στον τομέα αυτό δεν φαίνεται να υπάρχει φως στο τούνελ.
Εκτός από την έλλειψη προσωπικού χρόνου σημαντικό ρόλο παίζουν ζητήματα τα οποία υποτιμώνται ως προβλήματα όπως η έλλειψη αναλώσιμων. “Αυτό δημιουργεί φοβερές εντάσεις στη δουλειά, π.χ. Τα φτηνά υλικά που χρησιμοποιούνται και στη συνέχεια χαλούν, οι οροί που καταστρέφονται εύκολα έχουν ως αποτέλεσμα όποια δουλειά έχει γίνει να χάνεται πολύ γρήγορα. Η συνθήκη αυτή, δηλαδή να κάνει κανείς δύο και τρείς φορές την ίδια δουλειά οδηγεί πολλές φορές στην “τρέλα”” αναφέρει η Χριστίνα Κυδώνα, επίσης εντατικολόγος στο ΑΧΕΠΑ.
H εκδήλωση του burnout ως κυνισμός απέναντι στους ασθενείς, είναι σύμφωνα με την Χρ. Κυδώνα, μια αντίδραση που μέσα στην κρίση και αντίστροφα με αναμενόμενες υποθέσεις, έχει μειωθεί. “Πιστεύω πως στα χρόνια της κρίσης έχει συσπειρωθεί ο κόσμος στα νοσοκομεία, έχει αυξηθεί το συναίσθημα μεταξύ γιατρών και ασθενών και αυτό το εισπράττουμε από τους ασθενείς καθημερινά. Μεγάλο κομμάτι των γιατρών εκδηλώνει την επαγγελματική εξουθένωση κυρίως εσωτερικά, αρρωσταίνει πιο εύκολα, εκδηλώνει ψυχοσωματικές παθήσεις, καταφεύγει στο αλκοόλ κ.α.” συμπληρώνει.
“Είμαστε από τις ειδικότητες που βιώνουμε μεγάλο ψυχικό βάρος καθώς αντιμετωπίζουμε καθημερινά τον θάνατο και την οικογένεια κοντά στο πένθος. Ακόμη όμως και το να πάρει κανείς άδεια για να ξεκουραστεί σημαίνει ότι θα κάνει εφημερία μέρα παρά μέρα, κάτι που στην συνέχεια ακυρώνει και την ίδια την έννοια της άδειας αφού όλοι είναι εξουθενωμένοι” καταλήγει.
Όσον αφορά το πως θα έπρεπε το ΕΣΥ να αντιμετωπίσει το ιατρικό αυτό σύνδρομο η ενασχόληση με το οποίο φαίνεται δυστυχώς ως πολυτέλεια στους καιρούς της κρίσης, όλοι οι γιατροί συνομολογούν πως χρειάζεται παρέμβαση σε δομικό επίπεδο. Από την ψυχολογική υποστήριξη, την μείωση του χρόνου εργασίας μέχρι και την ανακατανομή του προσωπικού.
Ομάδες Balint
Πήραν το όνομά τους από τον Ούγγρο γιατρό και ψυχαναλυτή Michael Balint. Όταν ήρθε τη δεκαετία του `60 στην Αγγλία στο αντίστοιχο ΕΣΥ διαπίστωσε πως οι γενικοί γιατροί, η πρώτη ομάδα κρούσης που έχει μόνιμη σχέση με τους ασθενείς ενώ ακολουθούσαν σωστά τις οδηγίες τα περιστατικά δεν πήγαιναν τόσο καλά όσο θα ήθελαν. Ο ίδιος διαπίστωσε πως η σχέση μεταξύ ασθενούς και γιατρού (η μεταβίβαση του ασθενούς όσο και η αντιμεταβίβαση του γιατρού) παίζει σημαντικό ρόλο στην διάγνωση, την θεραπεία και στην εξέλιξή της. Έτσι δημιούργησε τις ομάδες συναντήσεων (Balint) όπου γιατροί διερευνούσαν συζητώντας μεταξύ τους την σχέση αυτή, μια συζήτηση που δεν είχε ούτε θεραπευτικό ούτε εκπαιδευτικό χαρακτήρα αλλά συνιστά μια προσπάθεια να παρακολουθείται συλλογικά η εξέλιξη των περιστατικών. Στην συζήτηση περιλαμβάνονταν η παρουσίαση μιας κλινικής περίπτωσης από έναν γενικό γιατρό και ακολουθούσε συζήτηση για την συναισθηματική σχέση που διαμορφώνεται καθώς και τα δυναμικά που αναπτύσσονται.
Οι ομάδες Balint ήταν και είναι μια μέθοδος, που σύμφωνα με την Ι. Ιεροδιακόνου, ψυχίατρο και ψυχαναλύτρια, καθηγήτρια στην Γ` ψυχιατρική του ΑΧΕΠΑ, προλαμβάνει το να μην εκδηλωθεί burn out στους γιατρούς, καθώς συζητούνται ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις συνθήκες εργασίας που εμπλέκονται στην θεραπευτική σχέση. Πρόκειται ταυτόχρονα για ομάδες εκφόρτησης και αποσυμπίεσης της έντασης.
Όσον αφορά burnout έχει ενδιαφέρον ότι σε ερωτηματολόγια που δόθηκαν το `93 σε νοσηλευτικό προσωπικό του νοσοκομείου Ιπποκρατείου μεγαλύτερα ποσοστά του συνδρόμου αυτού εμφανίζονταν στο παιδο-ογκολογικό τμήμα όπου οι νοσηλεύτριες έρχονταν σε επαφή με νεαρά άτομα με καρκίνο και η συναισθηματική εμπλοκή τους ως μητέρες ήταν ακόμη μεγαλύτερη.
“Η πρόληψη ως συνθήκη αποτροπής του burnout θα έπρεπε να είναι στη διάθεση των νοσοκομείων, ταυτόχρονα με την δημιουργία τμημάτων εντοπισμού και θεραπείας του συνδρόμου” καταλήγει.
Πηγή: stokokkino.gr