“Gallo negro, gallo negro,
gallo negro, te lo advierto:
no se rinde un gallo rojo
mas que cuando está ya muerto.”
(Gallo rojo, gallo negro: Αντάρτικο του ισπανικού εμφυλίου)
Γράφει η Μάνια Σωτηροπούλου*
Υπάρχει μία εκτέλεση του Manu Chao “Dia luna dia pena – Cuarto de tula” που ανάμεσα στους στίχους λέει “Barcelona presente, Catalunya presente, Argentina presente, Senegal presente, Terrassa presente, Cuba presente, Euskadi presente” βάζει δηλαδή περιοχές που βιώνουν καταπίεση να δηλώνουν ότι είναι παρών. Τα χαρακτηριστικά ενός αγώνα, εκτός από τα δεδομένα των κοινωνικοπολιτικών δρώντων και τις αντίστοιχες αφηγήσεις, δίδονται και από το συμβολικό πεδίο, όπως αυτό μπορεί να εκφράζεται εν προκειμένω από μία καλλιτεχνική εκτέλεση. Την ίδια στιγμή το συμβολικό πεδίο σαφώς επηρεάζεται από τις εκάστοτε αφηγήσεις. Με άλλα λόγια, το καταλανικό εν προκειμένω παρουσιάζεται, από έναν καλλιτέχνη που χαρακτήρισε την κινηματική ριζοσπαστική κουλτούρα των 00s, ως πηγή αντίστασης ενάντια στην καταπίεση, ή τέλος πάντων θα μπορούσε και υπό αυτό το πρίσμα να ερμηνευτεί.
Το καταλανικό μπορεί να αναλυθεί σε πολλά επίπεδα, κι ίσως αυτή η πολυεπίπεδη ανάλυση είναι αυτή που δημιουργεί και μία αμηχανία ως προς την κατανόησή του. Η συζήτηση για το αν είναι εθνικιστικό, και αν ναι: σε ποιο βαθμό, ο ρόλος της αριστεράς, τα αντιφασιστικά χαρακτηριστικά, η στάση ως προς την ΕΕ αλλά και η στάση της ΕΕ, είναι μερικοί από τους βασικούς υπότιτλους αυτής της συζήτησης. Θα πρέπει όμως να υπάρξει μία επιλογή του πρίσματος διερεύνησης, όχι για να παραμορφωθούν χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει, αλλά γιατί η επιλογή του πρίσματος καθιστά ευκρινές και το πλαίσιο ανάγνωσης, εντός του οποίου στοιχεία που πιθανώς εκ πρώτης όψεως να μοιάζουν αντιφατικά εν τέλει να μπορούν να ερμηνευθούν.
Είμαστε με τον αγώνα των καταλανών, όχι γιατί διεκδικούν την εθνοτική τους ιδιαιτερότητα, αλλά γιατί με αφορμή αυτή βίωσαν και βιώνουν τον αυταρχισμό τόσο του φραγκικού καθεστώτος όσο και μιας δημοκρατίας που βρίσκεται σε κρίση. Το καταλανικό, όπως και ο αγώνας των βάσκων (ασχέτως αν το ζήτημα των βάσκων ήταν πολύ πιο εύκολα προσεγγίσημο και πιθανά αποδεκτό για λόγους που σχετίζονται με την ευθεία αντιπαράθεση με το φραγκικό καθεστώς και μέσω της ETA), δεν μπορεί να εκλαμβάνεται κυρίως και εν αρχή ως εθνικιστικό, αλλά το πως με αφορμή την εθνοτική καταπίεση παράγονται αιτήματα. Εν προκειμένω δε, το εθνοτικό υπό το πρίσμα της ταυτότητας του “καταλανού” αναγιγνώσκεται από τους ίδιους/ες του καταλανούς/ες ως ταυτότητα που διεκδικεί το δικαίωμα στην εκφορά λόγου· το δικαίωμα του λόγου είναι για μία σημαντική μερίδα καταλανών βασικό στοιχείο της αστικοφιλελεύθερης αντίληψης του πολίτη. Για μία μεγάλη μερίδα αυτό που διεκδικούν είναι το δικαίωμά τους στο να μπορούν να έχουν άποψη και να δρουν γι’ αυτή, είναι το δικαίωμα του πολίτη εν αντιθέσει με την έννοια του υπηκόου. Κι ο υπήκοος σχετίζεται με το βασιλιά και την ισχύ της καθολικής εκκλησίας. Παρατηρείται δηλαδή μία ανάγνωση του έθνους όχι μόνο ως προς τα στοιχεία πολιτισμού και γλωσσικού, αλλά και ως προς τα στοιχεία της πολιτικής κουλτούρας. Προφανώς, το εθνοτικό δημιουργεί αμηχανία, αμηχανία έναντι των εθνικισμών, αμηχανία ως προς την ανάγνωση του πατριωτικού υπό το πρίσμα του εθνοαπελευθερωτικού κ.α.· αμηχανίες όμως που σχετίζονται συν τοις άλλοις με τη δική μας ιστορική πρόσληψη της έννοιας όπως αυτή δομήθηκε εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Και την ίδια στιγμή η αμηχανία σχετίζεται και με την έννοια της σπάνεως και αν αυτή υφίσταται και σε ποιο βαθμό.
Με άλλα λόγια, αμηχανία δεν υφίσταται όταν μιλάμε για τις φτωχές εθνότητες που παλεύουν για γη και ελευθερία, όπως οι Κούρδοι/ισσες και οι Παλαιστίνιοι/ες. Και προφανώς, δεν μπορεί να εξισωθούν επ’ ουδενί λόγω αυτά τα παραδείγματα με το καταλανικό, ωστόσο μπορούν να μας βοηθήσουν στην κατανόηση. Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τον αγώνα μίας περιοχής πλούσιας με αστική παράδοση, είναι την ίδια στιγμή και εύκολο να σταθείς δίπλα του, όταν αυτός δίδεται ενάντια στην κρατική βία που έχει ισχυρά κατάλοιπα του φραγκικού καθεστώτος, ενάντια στο κολοβό σύνταγμα του 1978 που ρύθμισε το ζήτημα των αυτονομιών με τρόπο που κατ’ ουσίαν η κεντρική ισπανική κυβέρνηση να έχει τον τελευταίο λόγο (βλ. άρθρο 151 Ισπανικού Συντάγματος), ενάντια στον συντηρητικό θεσμό της βασιλείας, ενάντια στο ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας, ενάντια στην απόφαση μία από τις μεγαλύτερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφασίζει να έχει (σε καιρό ειρήνης και μίας 40ετούς δημοκρατίας) πολιτικούς κρατούμενους.
Σε αυτό το σημείο έχει ένα ενδιαφέρον να παρουσιαστούν τα ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά των πολιτικών κρατουμένων. Οι πολιτικοί κρατούμενοι προέρχονται από το συνασπισμό κομμάτων που συστάθηκε το 2015 “Junts pel Si” (στα καταλανικά σημαίνει “Μαζί για το Ναι”) και από την οργάνωση διάδοσης της καταλανικής κουλτούρας, η οποία ιδρύθηκε το 1961 “Òmnium Cultural”. Από τους 22 εν αρχή πολιτικούς κρατούμενους οι 11 προέρχονται από το χώρο της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, οι δε 8 είναι συγκεκριμένα από το ERC (Esquerra Republicana de Catalunya) ένα αριστερό κόμμα με μακρά ιστορία, ιδρυθέν το 1931, και σημαντικό ρόλο κατά τη δεύτερη ισπανική δημοκρατία και τον εμφύλιο. Από τους 12 εν τέλει που θα εκτίσουν ποινή οι 7 προέρχονται από το χώρο της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς. Κι αν τα στοιχεία της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας των πολιτικών κρατουμένων δεν λένε κάτι από μόνα τους για το χαρακτήρα των διαδηλώσεων, θα πρέπει να επισημανθούν και τα ιδεολογικά στοιχεία εκείνων που στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας λίγες ώρες πριν την γενική απεργία (18/10) επιτίθενταν στους/ στις διαδηλωτές/τριες (διαδηλωτές που εκτός από τις καταλανικές σημαίες έχουν και τη σημαία της δεύτερης ισπανικής δημοκρατίας)· πρόκειται για νεοφασιστικές ομάδες με ισπανικές σημαίες που μαζί με τις κρατικές ομάδες καταστολής προσπάθησαν να τρομοκρατήσουν το κόσμο που διαδήλωνε.
*H Μάνια Σωτηροπούλου είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Πολιτικής Επιστήμης του Universitat Pompeu Fabra (Barcelona)