Η νέα ταινία του 62χρονου Κένεθ Μπράνα συμπλήρωσε μία εβδομάδα προβολών στις ελληνικές αίθουσες. Στο μυαλό μου, καθώς την παρακολουθούσα σκεφτόμουν πως στα OSCAR μπορεί να μας απασχολήσει στο κομμάτι του σεναρίου. Μόλις βγήκα από την αίθουσα επιβεβαίωσα πως ήδη έχει τιμηθεί με τη Χρυσή Σφαίρα στη συγκεκριμένη κατηγορία. Με σαφή αυτοβιογραφικά στοιχεία επιλέγει να μας ταξιδέψει στο συμβολικό 1969 και το Μπέλφαστ. Τα έγχρωμα πλάνα του σήμερα “γκριζάρουν” και δίνουν τη θέση τους σε ένα ασπρόμαυρο φόντο με την εργατική τάξη στο επίκεντρο.
Ένας εμφύλιος σπαραγμός. Μία πόλη γεμάτη ένταση, μία οικογένεια χωρισμένη στα δύο. Η αγάπη την κρατάει ενωμένη. Ο σκηνοθέτης αποφασίζει να μας συστήσει το σκηνικό και να αναπτύξει τη δράση μέσα από τα μάτια του νεαρού Μπάντι. Αυτομάτως αποκλείεται με αυτόν τον τρόπο κάθε κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για μία κρίσιμη περίοδο. Υιοθετείται μία στάση ουδετερότητας. Μπορεί να δικαιολογηθεί ιστορικά; Παρουσιάζονται συγκρούσεις μεταξύ Προτεσταντών και Καθολικών. Αποτελεί μομφή για τη θρησκεία, ποιες είναι όμως οι βαθύτερες προεκτάσεις;
Ο λόγος του πατέρα υπερβαίνει κάθε τι που οδηγεί σε όξυνση και ακραία πόλωση. Αναγνωρίζει την μεγάλη προσφορά της συζύγου στο σπιτικό τους. “Εσύ τα μεγάλωσες, όχι εγώ, όχι εμείς, ΕΣΥ”. Καταλυτικός κι ο ρόλος του παππού που καλύπτει το κενό του πατρικού προτύπου, όσο αυτό απουσιάζει στην εργασία του για εβδομάδες. Συνομιλεί συχνά με τον εγγονό του, αφουγκράζεται τον σφυγμό του, τον συμβουλεύει πως θα προσεγγίσει την εκλεκτή της καρδιάς του. Η αλληλεπίδρασή τους συγκινητική.
Μπορεί να μην έχουμε σαφές κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, ωστόσο δίνεται η αφορμή σε έμενα προσωπικά να μιλήσω για την αθωότητα του μικρού μας πρωταγωνιστή που έρχεται να συναντήσει την πιο σκληρή μορφή βίας. Κι εδώ κολλάει η αναφορά στο αποτρόπαιο έγκλημα της Θεσσαλονίκης με νεκρό έναν 19χρονο. Το δεύτερο που επίσης είναι επίκαιρο είναι η ασφάλεια της κινηματογραφικής αίθουσας σε καιρό COVID-19. Mη φοβάστε φορέστε την μάσκα σας κι ελάτε να απολαύσετε την εμπειρία της σκοτεινής αίθουσας.
Από την ανάλυσή μας δεν θα μπορούσε να λείπει η αναφορά μας στην μουσική του Βάν Μόρισον. Είναι σήμα κατατεθέν της ταινίας. Δένει άψογα τις σκηνές σαν ένα κολάζ και ομαλοποιεί την μετάβαση στην εξέλιξη της πλοκής, στη φωτογραφία του Ελληνηνοκύπριου Χάρη Ζαμπαρλούκου και στις ερμηνείες των Τζουντ Χιλ, Τζέιμι Ντόρναν, Κιάρα Χιντς και Τζούντι Ντεντς. Μένει όμως η απορία: Θα μπορούσε το “Βelfast” να αγγίξει το “Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι” του Κεν Λόουτς;
Τελικά καταλήγει να είναι ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα για το Μπέλφαστ (“για όσους έμειναν, για όσους έφυγαν”, για όσους χάθηκαν”) και συγχρόνως ένα ερωτικό γράμμα στο σινεμά που φαίνεται πως παραδίδει τη σκυτάλη στις πλατφόρμες και υιοθετείται συνολικά μία νέα μορφή θέασης. Μπορεί να μας λυπεί, μπορεί εμείς οι φανατικοί να πονάμε, ωστόσο αυτή είναι μία νέα συνθήκη που έχει δρομολογηθεί, επιταχύνθηκε από την υγειονομική κρίση και φαίνεται πως η τάση θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια αν δούμε κυνικά τα πράγματα. Ως τότε όμως εμείς θα είμαστε στις θέσεις μας…