Εργατική Πρωτομαγιά. Προλαβαίνω το τελευταίο λεωφορείο για το σπίτι από το τέρμα. Δύο – τρεις στάσεις πιο κάτω ανεβαίνουν δύο κοπέλες, διαφορετικές, άλλες ηλικίες, κάπου γνωρίζονται, αλλά δεν ήταν πριν μαζί, μάλλον συναντήθηκαν τυχαία. Μιλάνε με λεπτομέρειες για το πώς τα περνάνε. Η μία, η μεγαλύτερη, λέει ότι δουλεύει σε ένα σουβλατζίδικο. Μέχρι το Δεκέμβριο δούλευε σε ένα άλλο, του ίδιου αφεντικού, που όμως έκλεισε. Ο αφεντικός της είπε ότι μπορεί να την πάει στο άλλο, όμως με λιγότερα λεφτά. Έπαιρνε 40 ευρώ μεροκάματο ανασφάλιστη. Τώρα παίρνει 25 ευρώ, πάλι ανασφάλιστη. Λέει ότι ο αφεντικός την κράτησε στη δουλειά γιατί είναι η μόνη υπάλληλος του που έχει παιδί. Έχει ένα παιδί δέκα χρονών. Λέει πως ο αφεντικός είναι εντάξει τύπος και πως θα έμενε στη δουλειά με ότι μεροκάματο και να της έδινε, γιατί θέλει/πρέπει να πηγαίνει κάποια λεφτά στο σπίτι, για τις ανάγκες του παιδιού της. Πέντε μέρες την εβδομάδα, οχτώ ώρες την ημέρα, 25 ευρώ μεροκάματο, 500 ευρώ το μήνα. Για τις ανάγκες του παιδιού και για να μένουν κάποια λεφτά στο πορτοφόλι για κανένα σούπερ μάρκετ, για κανέναν γιατρό. Λέει πως και με 10 ευρώ μεροκάματο θα έμενε στη δουλειά γιατί ο αφεντικός – το αρχίδι, λεω εγώ – είναι εντάξει τύπος και της είπε πως εξαιτίας του παιδιού της αν ήταν να φύγει κάποιος από τη δουλειά πρώτος θα έφευγε αυτός και μετά αυτή. Η άλλη, η μικρότερη, έχει τελειώσει κάποια καθηγητική σχολή και κάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά του δημοτικού. Με 5 ευρώ την ώρα. Έχει τρία κάθε μέρα και βγάζει περίπου 300 ευρώ το μήνα. Λέει πως δεν έχει παράπονο, με δέκα ευρώ στην τσέπη για κάθε μέρα… Ακούει ήρεμη τα παινέματα του αφεντικού από την άλλη και μόνο σε κάποια φάση λέει πως 25 ευρώ για οκτώ ώρες δουλειά στο σουβλατζίδικο είναι λίγα. Μετά το μαζεύει, δουλειά να υπάρχει και ας είναι ότι να ναι… Με πιάνει ένας δυνατός πονοκέφαλος, τσεκάρω τη μύτη μου – υπερτασικός τρίτης γενιάς μπορεί, αλλά και πριν από τα 40; – να δω αν τρέχει αίμα. Στην πρώτη στάση βουτάω έξω από το λεωφορείο και κατεβαίνω από την Αγίου Δημητρίου προς το κέντρο. Βολτάρω άσκοπα και προσπαθώ να μην ακούσω καμία άλλη συζήτηση. Καμία συζήτηση δεν είναι κούφια όσες μαλακίες και να ακούγονται, όσα “καλά είμαστε και δόξα το αφεντικό”. Από τα μάτια των ανθρώπων βγαίνουν βουβές κραυγές και η γεύση αυτή της ζωής έχει κάτι από σκατά. Και αυτό πρέπει να αλλάξει δικέ μου.
Η φωτόγραφία είναι από το http://thisisnthappiness.com