Όταν κυκλοφόρησε το πάνελ της εκδήλωσης του ΣΥΡΙΖΑ για την «επανεκκίνηση της οικονομίας», πολλοί εγέλασαν και κοροϊδεψαν, καθώς οι καλεσμένοι ήταν αποκλειστικά εκπρόσωποι των «παραγωγικών τάξεων» -aka του κεφαλαίου- χωρίς ένα εργαζόμενο ή έναν Τσακαλώτο για ξεκάρφωμα. Τίποτα, μόνο ο Τσίπρας και τα αφεντικά. Η κριτική αυτή ήταν όμως λίγο άδικη, καθώς οι εξαγγελίες απευθύνονταν αποκλειστικά σε αυτούς που καλέστηκαν.
Η «επανεκκίνηση της οικονομίας» που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται σε 3 πυλώνες: ο πρώτος πυλώνας αφορά τη διαγραφή χρεών των επιχειρήσεων προς το κράτος, ο δεύτερος την παροχή νέων δανείων που θα χαριστούν μετά και ο τρίτος τη ρύθμιση των χρεών προς τους ιδιώτες, όπου, εκτός από τις επιχειρήσεις, περιλαμβάνονται και τα δάνεια που πήρανε «νοικοκυριά» (ποια «νοικοκυριά» ακριβώς παίρνουν δάνεια αυτά τα χρόνια;), καθώς και μια ακόμα θολή υπόσχεση για ρύθμιση των κόκκινων δανείων της πρώτης κατοικίας. Με τρεις φράσεις, (α) χρήματα στις επιχειρήσεις, (β) χρήματα στις επιχειρήσεις και (γ) χρήματα στις επιχειρήσεις (συν κάτι ψιλά στα «νοικοκυριά»).
Ο ΣΥΡΙΖΑ κοστολογεί αυτά τα μέτρα στα 5,7 δις. Η Νέα Δημοκρατία λέει ότι στοιχίζουν τα διπλά. Όποιο και να είναι το ύψος, η φορά της κίνησης του χρήματος είναι σαφής: παίρνουμε χρήμα από τις εργαζόμενες τάξεις, από το συνολικό προϊόν της υπερεργασίας τους, και το δίνουμε στο κεφάλαιο. Για να το πούμε με συριζική ορολογία, τα παίρνουμε από τους πολλούς και τα δίνουμε στους λίγους.
Ένα σχέδιο με σαφές ταξικό πρόσημο, αλλά όχι ακριβώς αυτό που διαφήμιζε παλιότερα το ίδιο κόμμα. Κουβέντα για επιστροφή του εισοδήματος που έχουν χάσει οι εργαζόμενοι/ες από την επιδημία, κουβέντα για αύξηση του βασικού μισθού, για επιδόματα ανεργίας. Κουβέντα για κάποιου τύπου παραγωγική ανασυγκρότηση, για δημόσιες επενδύσεις, για ενίσχυση συνεταιριστικών εγχειρημάτων, ούτε έστω κανά ευφυολόγημα για «δίκαιη ανάπτυξη».
Αξίζει λοιπόν να διατυμπανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ ως ιδιοφυές και καινοτόμο σχέδιο «επανεκκίνησης της οικονομίας» ένα -ακόμα- πακέτο επιδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις; Το ίδιο άλλωστε δεν κάνει, χωρίς ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες, και η παρούσα κυβέρνηση, ταΐζοντας εδώ και ένα χρόνο τις επιχειρήσεις με επιστρεπτέες (#not) προκαταβολές, ύψους πολλών δεκάδων ή εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ; Το ίδιο δεν κάνουν εδώ και 40 χρόνια τα ευρωπαϊκά πακέτα, με λίγο πιο κομψούς όρους μάλιστα; Όχι μόνο αξίζει, αλλά είναι υποχρεωμένος να το κάνει, σύμφωνα με το επιτελείο Τσίπρα, αν ο στόχος του είναι να γοητεύσει τη «μεσαία τάξη».
Από τη στιγμή που οι επικοινωνιολόγοι εισήγαγαν τον όρο αυτό, η μεσαία τάξη έγινε η αγαπημένη όλων των κομμάτων εξουσίας. Κανείς δεν ξέρει τί ακριβώς είναι, αλλά αυτή υποτίθεται ότι έφερε τη ΝΔ στην εξουσία. Κάποιες απόπειρες προσδιορισμού με βάση τα εισοδήματα που έκανε ο Σταϊκούρας κατέληξαν σε φιάσκο, καθώς την όριζε λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας, για να λυθεί το θέμα πολιτικά από τον Άδωνι («μεσαία τάξη είναι οι νυκοκυραίοι») και τον ίδιο τον πρωθυπουργό («μεσαία τάξη είναι αυτοί που φοράνε γραβάτα και δεν φωνάζουν»).
Ο Άδωνις και ο Μητσοτάκης, έχουν ένα δίκιο: η «μεσαία τάξη» δεν ορίζεται κοινωνικά, αλλά πολιτικά. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά η κοινωνική προβολή του «μεσαίου χώρου», αυτού που υποτίθεται ότι υπάρχει κάπου ανάμεσα στην κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά και δίνει τη νίκη σε όποιο κόμμα τον πείσει. Το νέο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ υποδεικνύει τελικά την πραγματική ταξική αναφορά πίσω από το μυστήριο αυτόν όρο: μπορεί να μην ξέρουμε ποια είναι η μεσαία τάξη, αλλά όταν θέλεις να σε αγαπήσει παίρνεις λεφτά από τους εργαζόμενους και τα δίνεις στις επιχειρήσεις.
Πέρα από τα όσα προφανή μπορεί να γράψει κάποιος ενάντια σε αυτή την προτεινόμενη μεταφορά πλούτου από την εργασία προς το κεφάλαιο, υπάρχουν δυο επιχειρήματα με τα οποία πρέπει να συνομιλήσουμε.
Πρώτο, ακόμα και αν η πολιτική των επιδοτήσεων είναι ταξική και κοινωνικά άδικη, είναι ένας πρακτικός τρόπος να μην κλείσουν οι επιχειρήσεις και να μην χάσει κόσμος τη δουλειά του. Μακάρι να γινόταν και αλλιώς, αλλά καπιταλισμό έχουμε, δουλειές σημαίνει ανοιχτές επιχειρήσεις. Αυτή την έγνοια τη διατηρεί μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης – και για αυτό πολλοί/ες ψηφίζουν το κόμμα που υπόσχεται πιο πειστικά να φέρει την ανάπτυξη. Κανείς δεν δικαιούται να υποτιμά αυτή την έγνοια, ειδικά όταν δεν έχει να προτείνει μια εναλλακτική που να δίνει σε όλους δουλειά.
Όμως: το κόλπο κρίση -> πτώχευση -> επιδοτήσεις, με το οποίο εν πολλοίς αντιμετώπισε η Δύση και την προηγούμενη κρίση, δεν δείχνει να δουλεύει. Διατηρεί επιχειρήσεις – ζόμπι που δεν παράγουν, δεν προσφέρουν αξιοπρεπείς δουλειές, δεν δημιουργούν ανάπτυξη και νέες επενδύσεις. Και αν η επιχείρηση – ζόμπι είναι μια αυτοκινητοβιομηχανία με ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, να το συζητήσουμε. Αν είναι ένα σουβλατζίδικο στην Τούμπα ή ένα ξενοδοχείο στη Θάσο με 20 εργαζόμενες, όσες επιδοτήσεις και να δώσεις στο αφεντικό, τίποτα δεν θα γυρίσει στη μισθωτή εργασία. Η κρίση της πανδημίας και ειδικά η καταστροφή του τουρισμού αποκάλυψε το σαθρό υπόβαθρο του ελληνικού κεφαλαίου και κυρίως της περίφημης «ραχοκοκαλιάς της ελληνικής οικονομίας», δηλ. των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Όσα δις και να μοιραστούν ακόμα, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε αξιοπρεπή μισθό, ούτε καθολική εργασία, μόνο ανακύκλωση της φτώχειας και της ανεργίας.
Δεύτερο, θα πει κάποιος: αν για να ηττηθεί και να φύγει αυτή η άθλια κυβέρνηση, πρέπει κάποιος άλλος (δηλαδή ο Τσίπρας) να γοητεύσει την μεσαία τάξη, ε, ας δώσει κανά δις παραπάνω, δεν πειράζει. Αρκεί να μην τρώμε τόσο ξύλο και να μη μας κυβερνά ο Φουρθιώτης. Σκέψη ανθρώπινη και καλοπροαίρετη, αλλά λάθος. Ποτέ, κανένας δεν κέρδισε υιοθετώντας την ατζέντα του αντιπάλου του. Η «μεσαία τάξη», δεν είναι χαζή: από τις υποσχέσεις του Τσίπρα, ο οποίος άλλωστε -να το πούμε κομψά- δεν διακρίθηκε ως τώρα για την αξιοπιστία του, προτιμά τα πραγματικά πεντοχίλιαρα του Μητσοτάκη.
Ακόμα και αν ξεχάσουμε για λίγο τους ιστορικούς, ιδεολογικούς, θρησκευτικούς, εθνικιστικούς δεσμούς που συνδέουν τη «μεσαία τάξη» με τη δεξιά, δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εξυπηρετήσει τα ταξικά συμφέροντά της καλύτερα από τη Νέα Δημοκρατία. Όσα λεφτά υπάρχουν να δοθούν, η μεσαία τάξη είναι σίγουρη ότι η Νέα Δημοκρατία θα της τα δώσει χωρίς τις δεύτερες σκέψεις που μπορεί να έχει ο κάθε συριζαίος υπουργός. Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ κυνηγά τη μεσαία τάξη, όσο αντικαθιστά τις παλιές αριστερές «αυταπάτες» με νέες δεξιές αυταπάτες, τόσο θα επιβεβαιώνει την πολιτική ηγεμονία της δεξιάς, τόσο θα μένει προσκολλημένος στο 25%.
Τελευταία αντίρρηση: θα μου πείτε, αυτά δεν τα σκέφτεται ο Τσίπρας; Χαζός είναι και επενδύει τόσο στη μεσαία τάξη; Όχι, προφανώς δεν είναι χαζός, ούτε αυτός ούτε τα επικοινωνιακά επιτελεία που τον περιβάλλουν. Δεν έχουν όμως άλλη επιλογή. Γνωρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κέρδισε ποτέ τις εκλογές κατακτώντας τη «μεσαία τάξη» ή το «μεσαίο χώρο». Τις κέρδισε όταν πάνω του πόνταρε ένα άλλο εκλογικό κοινό, το οποίο ανήκει σε τάξεις πολύ χαμηλότερες από τη «μεσαία» και κινείται στο περιθώριο των εκλογών, κάπου ανάμεσα στην αποχή και τις αντισυστημικές επιλογές. Αυτό το κοινό όμως το έχασε για πάντα.
Ως ένα ώριμο, αστικό κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ ξέρει να κάνει υπομονή. Ακόμα και αν δεν μπορεί να κερδίσει αυτές τις εκλογές, θα περιμένει τις επόμενες, ή τις μεθεπόμενες. Ο Αρχηγός είναι ακόμα νέος. Άλλωστε, στη νέα όξυνση της κρίσης οι «επιστρεπτέες» κάποια στιγμή θα τελειώσουν και η μεσαία τάξη θα είναι πιο έτοιμη να προδώσει το αγαπημένο της κόμμα. Η κοινωνία θα έχει απηυδήσει από τη βία και τη διαπλοκή, οι νεοδημοκράτες θα αρπάζουν ό,τι βρουν, και η επιστροφή στην εξουσία θα έρθει πιο εύκολα, χωρίς να χρειαστούν υποσχέσεις και αριστερές φανφάρες. Αρκεί λοιπόν να μην τρομάζουμε τη μεσαία τάξη, να τις υποσχόμαστε επιδοτήσεις στα μαγαζιά της και να περιμένουμε την κρίση να κάνει τα υπόλοιπα. Ενδιαφέρουσα στρατηγική, για όσους από εμάς ζήσουμε ως τότε για να δούμε πως θα πάει.
Εγώ βάζω στοίχημα ότι και τότε θα χάσει.