in

Αυταπάτες και επιλογές. Του Χρήστου Λάσκου

Αυταπάτες και επιλογές. Του Χρήστου Λάσκου

Τώρα που έκλεισε η αξιολόγηση και διασφαλίσαμε τη «δόση» -θυμηθείτε πόσες φορές λοιδορήθηκε η λέξη από τους σημερινούς κυβερνώντες στο παρελθόν, λόγω «αυταπατών», προφανώς- μπορούμε να κάνουμε κι εμείς μια … αξιολόγηση. Κάνοντας, λοιπόν, την χάρη στην κυβέρνηση, ας αξιολογήσουμε την αξιολόγηση, βάσει του κριτηρίου, που, από την αρχή της τελευταίας διαπραγμάτευσης (φτάνει!), έθεσε η ίδια ως το απολύτως καθοριστικό: τα του χρέους, δηλαδή. Δεν υπάρχει αμφιβολία, νομίζω, πως κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως έχουμε επιτυχία σχετικά. Ας αναλογιστούμε μόνο πως σε ό,τι αφορά τα βραχυπρόθεσμα έστω –κάποια swaps, δηλαδή, για την άμεση ελάφρυνση μέσα από ανταλλαγή ομολόγων ή την επιστροφή, επιτέλους, των κερδών των κεντρικών τραπεζών- το αποτέλεσμα υπήρξε ακριβώς μηδέν.

Στο δε πιο μεσομακροπρόθεσμο, ακόμη και με δεδομένη την μεγάλη μείωση των προσδοκιών, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί νίκη η αναγγελία πως το χρέος «θα» αντιμετωπιστεί στη βάση της, εδώ και μήνες γνωστής, ιδέας Ντάισενμπλουμ για οροφή 15% του ΑΕΠ στις δανειακές υποχρεώσεις. Με την παραδοχή, μάλιστα, πως αυτό συνιστά επιλογή βιωσιμότητας ενός χρέους, που οι προβολές δείχνουν πως, ακόμη και με τις καλύτερες προβλέψεις, θα κινείται άνω του 140% για πενήντα χρόνια και πλέον.

Το δε άθλιο ΔΝΤ υπολογίζει πως, ακόμη κι αν γινόταν αποδεκτό το δικό του «ιδεώδες» σενάριο ελάφρυνσης με τις ανάγκες αναχρηματοδότησης να πέφτουν κάτω του 15% και, επιπλέον, απαίτηση για πρωτογενές πλεόνασμα 1.5% θα οδηγούσε, στην καλύτερη περίπτωση, σε ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ μόλις 1% το 2030, ενώ η στοιχειώδης επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε μια «ανθρώπινη» πορεία θα απαιτούσε ρυθμούς πολύ πάνω από το 3%. Και ο πιο άσχετος κατανοεί την τρομακτική παγίδα, στην οποία βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι εμείς και γενιές ακόμη στο μέλλον: με μόνη προσδοκία μια χαμοζωή σε διαρκή ανασφάλεια για μεγαλύτερη (;) ακόμη υποβάθμιση, μια βιοπολιτική συνθήκη αληθινής, διηνεκούς και βαριά ψυχοτρόπου εξαθλίωσης, που θα γίνεται αντιληπτή ως κανονικότητα.

Παρόλα αυτά, «το καραβάνι συνεχίζει». Αποδεχόμενο καθημερινά, σε συνεχή νέα επεισόδια, πόσες αυταπάτες είχε και πόσο, επομένως, δικαίως κινείται σήμερα, διορθώνοντας αυτές του τις αυταπάτες.

Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για αυταπάτες. Ή ψέμματα. Ή αθλιότητες. Ή δεν ξέρω τι άλλο.

Πολύ περισσότερο που ο λόγος περί «αυταπατών» αποτελεί μέρος του νέου κυβερνητικού «αφηγήματος», δεδομένου ότι τις τελευταίες μέρες ιδιαίτερα έχει σχολιαστεί η ρήση του πρωθυπουργού πως «μπορεί να είχαμε αυταπάτες, αλλά δεν είπαμε ψέμματα». Ορισμένοι είδαν σε αυτήν στοιχεία γενναίας, έστω και περιορισμένης, αυτοκριτικής. Άλλοι πάλι την αξιοποίησαν ως τεκμήριο της εξαπάτησης του λαού από τον Αλέξη Τσίπρα και τους συνεργάτες του.

Πριν φτάσουμε, ωστόσο, σε οποιοδήποτε σχετικό συμπέρασμα ένα, τουλάχιστον, θέμα πρέπει να διευκρινιστεί.

Να δεχτούμε πως η αιτία πολλών δεινών βρίσκεται στις αυταπάτες που «είχαμε». Σε τι συνίστανται, όμως, αυτές οι αυταπάτες; Όσο κάτι τέτοιο δεν ξεκαθαρίζεται, η δήλωση αποτελεί καθαρή υπεκφυγή από τα πραγματικά ερωτήματα και αποποίηση ευθυνών της «μετά τις αυταπάτες εποχής».

Ας το δούμε, λίγο.

Αν πίσω από την αναφορά στις αυταπάτες υπάρχει ο υπαινιγμός πως ο χώρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς ήταν ανυποψίαστος ως προς τη σφοδρότητα της σύγκρουσης, που θα σηματοδοτούσε η ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, πρόκειται περί ψέματος. Όλες οι συλλογικές αποφάσεις –Συνδιασκέψεις, Συνέδρια, Σύνοδοι ΚΕ και ΠΓ- είναι εκεί, για να το αποδεικνύουν στο διηνεκές. Όλες μιλούν για «μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση», που έρχεται, και όλες κάνουν λόγο για το δύσκολο καθήκον της προετοιμασίας, πολιτικοκοινωνικής και τεχνικής, για αυτή.

Σενάρια ομαλότητας και ευκολίας μπορούν να βρεθούν μόνο σε τοποθετήσεις λίγων στελεχών -και ιδίως του ίδιου του πρωθυπουργού. Και δεν αναφέρομαι, κυρίως, στα γραφικά και δημαγωγικά περί νταουλιών και ζουρνάδων. Αλλά σε άλλα, που αφορούσαν πραγματικά επίδικα της πολιτικής. Για να δώσω ένα παράδειγμα, αρκεί η αναφορά στη διαχείριση του λόγου του κόμματος πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 σχετικά με την φορολογία του πλούτου. Λέγαμε π.χ. πως θα καταργηθεί ο ΕΝΦΙΑ και πολύ καλά κάναμε. Και μετά;

Υπήρχε ένα τμήμα του κόμματος, που επέμενε πως θα πρέπει να διευκρινιστεί με δημόσιο, σαφή και ταξικότατο τρόπο ποιοι θα κληθούν να πληρώσουν, έτσι ώστε τα έσοδα από τον φόρο της περιουσίας να είναι ακόμη και μεγαλύτερα από αυτά του ΕΝΦΙΑ, στο μέτρο που αλλιώς θα ήταν αδύνατη οποιαδήποτε πολιτική για τους ανέργους ή την ανάταξη του κοινωνικού κράτους. Κοινώς, όσοι ήταν σε αυτήν την πλευρά –ο σημερινός υπουργός Οικονομικών μεταξύ τους- επιχειρούσαν να είναι συνεπείς με το κεντρικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ: Να πληρώσουν οι πλούσιοι!

Άλλοι, με μεγάλο κυνισμό, ανταπαντούσαν πως με αυτά δεν κερδίζονται κυβερνήσεις και διέχεαν ραδιοτηλεοπτικώς την ιδέα πως η έλευση της Αριστεράς στην κυβέρνηση θα σήμαινε χαράς ευαγγέλια σχεδόν για το σύνολο των συνελλήνων, πλην ελαχίστων διαπλεκομένων. Έτσι, η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ βρέθηκε να ακολουθείται από υποσχέσεις περί ατομικού αφορολόγητου στα ακίνητα 500000 ευρώ (ήτοι, 2 εκατομμύρια για τετραμελή οικογένεια!) και, άρα, μηδενικά έσοδα από τον πλούτο.

Επρόκειτο περί αυταπάτης αυτών που για, κακή τύχη της υπόθεσης, βρέθηκαν να δίνουν τον τόνο εκείνο τον καιρό; Είναι προφανές πως όχι. Περισσότερο ήταν δείκτης, όπως και πολλά άλλα, π.χ. όλα όσα απασχολούσαν την συζήτηση περί συμμαχιών, μιας «στρατηγικής» για την διασφάλιση της διακυβέρνησης, που πόνταρε στα εθνικά ακροατήρια, τον «πατριωτισμό» και την αναζήτηση της συνδρομής όποιου κι αν ήταν διατεθειμένος να «συνδράμει». 

Η επένδυση στην «ομαλότητα», η υπόσχεση συνέχισης της «κανονικότητας» δεν ήταν αποτέλεσμα αυταπάτης. Ήταν επιλογή. Μια επιλογή που ακύρωνε όλο το ταξικό περιεχόμενο της ανάλυσης της καπιταλιστικής κρίσης από τον ΣΥΡΙΖΑ και παραβίαζε την πολλαχώς επιβεβαιωμένη αντίληψη πως δεν υπάρχουν κεϋνσιανές λύσεις στην κοινωνική καταστροφή του κόσμου της εργασίας στην Ελλάδα. Πως, χωρίς αντισυστημικές παρεμβάσεις και την αποφασιστικότητα και την προετοιμασία που απαιτεί αυτό, τίποτε δεν είναι δυνατό να γίνει. Πως, επομένως, ο χρόνος και ο τρόπος της κυβέρνησης της Αριστεράς θα έπρεπε να προσδιοριστεί με μοναδικό γνώμονα αυτήν την επιδίωξη και τίποτε άλλο.

Στην όλη συζήτηση περί αυταπατών, όμως, υπάρχει μια κακή σταθερά.

Όπως κι αν το δεις, οδηγεί, τελικά, με τον τρόπο που το θέτει και δεν το διευκρινίζει ο πρωθυπουργός, στην διάχυση της εντύπωσης στη μεγάλη πλειοψηφία των ρημαγμένων ανθρώπων πως η μεγαλύτερη αυταπάτη υπήρξε η ίδια η ιδέα πως ήταν δυνατή η ήττα αυτής της άγριας αντικοινωνικής πολιτικής, όπως συγκεφαλαιώνονταν στην κατάργηση των Μνημονίων. Η μεγαλύτερη αυταπάτη ήταν η ιδέα πως υπήρχε εναλλακτική.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο πρωθυπουργός προσφέρει ξανά μια πολύ κακή υπηρεσία.

***

Παρακολουθούσα πριν από μερικές μέρες μια συνέντευξη τύπου του υπουργού Επικρατείας (sic) σχετικά με τα κανάλια και τη «ρύθμισή» τους. Ρωτήθηκε, λοιπόν, ο Ν. Παππάς γιατί, εφόσον τα κανάλια ήταν αυτό που ήταν εμφανίζονταν, τέτοιος συνωστισμός για την παρουσία σε αυτά πολλώ σημερινών κυβερνώντων. Προφανώς, η συνέντευξη τελείωσε εκεί.

Να το ξαναπώ. Δεν ήταν αυταπάτες αυτές που οδηγούσαν στην εμμονή σε όλα τα ντεσού της αστικής πολιτικής από τους ανθρώπους της τωρινής «κυβερνώσας αριστεράς». Από την πληθωριστική παρουσία στα «βοθροκάναλα», μέχρι τις συνεννοήσεις με διάφορους της ελίτ (!). Επιλογή ήταν. Το ίδιο, όπως και η υιοθέτηση των ορφανών του Γιωργάκη, που αποτελούν, με κάποιες «ευρύτερες» προσθήκες, τη μισή και πάνω κυβέρνηση. Επιλογή μιας «διεύρυνσης», η οποία διασφάλιζε με μαθηματική ακρίβεια τη μετατόπιση αλλού αντ’ αλλού σε σχέση με μια προοπτική ριζοσπαστικής αριστεράς.

Το γεγονός πως όσοι αντιδρούσαν σε αυτήν την πορεία απέτυχαν τόσο οικτρά, παρόλο που δεν διέθεταν και λίγες δυνατότητες, δεν δικαιώνει όσους την επέβαλλαν. Ούτε κάνει αυταπάτη την επιλογή, απαλλάσσοντάς τους από μέρος της ευθύνης και δίνοντάς τους το δικαίωμα να παριστάνουν πως μάχονται ακόμη. Το αντίθετο, ακριβώς! Σε αυτό, όμως, θα πρέπει να επανέλθουμε πολλές φορές.

Ούτως ή άλλως, το μέλλον διαρκεί πολύ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ξεκίνησε η προ-καταγραφή προσφύγων στην Β. Ελλάδα – Παρέμβαση της Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας

Δήμος Θεσσαλονίκης: Έφτασε η ώρα να πέσουν οι μάσκες? Του Γ. Αβαρλή