Του Κωστή Κεκελιάδη
Η διδασκαλία της Κοινωνιολογίας στην Ελλάδα δέχθηκε εξαρχής πόλεμο. Είχε πολλούς εχθρούς, φανερούς και κρυφούς, αλλά ισχυρότερος απ’ όλους αποδείχθηκε -διαχρονικά- η Εκκλησία. Μια μέρα σαν και τη σημερινή στις 26 Οκτωβρίου του 1937, ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος, ο πρώτος καθηγητής Κοινωνιολογίας σε ελληνικό πανεπιστήμιο δίνει το τελευταίο του μάθημα πληρώνοντας βαρύ τίμημα.
Μπροστά στον παλιό του φοιτητή βασιλιά Γεώργιο β’ και τους αυλικούς του, τον Μεταξά και τους υπουργούς του, άσπονδους φίλους και άλλους συναδέλφους καθηγητές ο πρύτανης του ΑΠΘ Αβροτέλης Ελευθερόπουλος εκφωνεί τον πανηγυρικό της ημέρας από το βήμα της αίθουσας τελετών της Παλιάς Φιλοσοφικής. Στην πανηγυρική τελετή της διπλής γιορτής δεν συμμετείχε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος κι όπως ξέρουμε στα επίσημα ακροατήρια οι απουσίες έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις παρουσίες.
Ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος «με το μαύρο αυστηρό κοστούμι του, τα κάτασπρα μαλλιά και το στητό κορμί του», όπως τον περιγράφει στις αναμνήσεις του ο Μανόλης Ανδρόνικος, ανεβαίνει στο βήμα. Το προηγούμενο βράδυ ο γενικός διοικητής Μακεδονίας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου Γεώργιος Κυρίμης είχε λογοκρίνει την ομιλία του. «Μεγαλειότατε, έχω εις τας χείρας μου δύο λόγους. Έναν του κυρίου Κυρίμη και έναν ιδικό μου. Ποιον θέλετε να σάς αναγνώσω;» – «Μα φυσικά τον ιδικόν σας», απάντησε ο βασιλιάς…
Φυσικά το ίδιο βράδυ ο Ελευθερόπουλος θα προσαχθεί και θα περάσει μια μέρα και δύο νύχτες στο αστυνομικό τμήμα. Λίγες μέρες μετά, η επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας τον επισκέπτεται στο σπίτι και του επιδίδει έγγραφο απόλυσής του, σύμφωνα με το οποίο «ο πρύτανης του ΑΠΘ κατέχεται υπό ιδεών και αντιλήψεων άντικρυς αντίθετων προς πάσαν έννοιαν περί θεού και θρησκείας, πρεσβεύων ασυδότως παραδοξολόγους θεωρίας και φρονών ότι ως φιλόσοφος δεν υπόκειται εις έλεγχον…». Είναι αξιοσημείωτο ότι το έγγραφο της Ασφάλειας δεν αναφέρει τίποτα για το πολιτικό περιεχόμενο της ομιλίας του, η οποία σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διασώζονται ήταν ισορροπημένη σε ό,τι αφορά τις αποστάσεις από τα στρατόπεδα του νωπού Διχασμού. Αντιθέτως, το έγγραφο εστιάζει στις απόψεις του για τον Θεό και τη θρησκεία. Ακριβώς δηλαδή, όπως και η Εκκλησία, ο μεγάλος αντίπαλος του Ελευθερόπουλου όσο αυτός ήταν καθηγητής.
Στις 8 Δεκεμβρίου του 1937 συνεδρίασε η Σύγκλητος και με την παρότρυνση του υπουργού Παιδείας και ανθρώπου της εκκλησίας Κ. Γεωργακόπουλου επικύρωσε και τυπικά την απομάκρυνση του Αβροτέλη Ελευθερόπουλου αρχικά από την πρυτανεία και τελικά από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. «Η απότομος μετάβασις από της προ της 4ης Αυγούστου καταστάσεως, καθ’ ην ίσχυε η κακώς νοούμενη ελευθερία εις την νέαν κατάστασιν, δεν επέτρεψε εις τινας, ως ο κ. Ελευθερόπουλος να ξεχωρίσουν τον διανοούμενον από τον υπάλληλον…». Μετά την ετυμηγορία ο Ελευθερόπουλος γλίτωσε την εξορία χάρη στις γνωριμίες του, αλλά έφυγε στην Αθήνα όπου έμεινε ζώντας απομονωμένος και φτωχός μέχρι τον θάνατό του σε βαθιά γεράματα το 1963.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Φιλόλαος Σελμπές και το άλλαξε σε Αβροτέλης Ελευθερόπουλος (υπέγραφε κι ως Αβ.ελ.). «Στην ιστορία λίγες γραμμές μονάχα βρίσκονται γραμμένες» για τον πρώτο καθηγητή Κοινωνιολογίας στην Ελλάδα που αποπέμφθηκε επειδή τόλμησε να ανοίξει μέτωπο με την Εκκλησία για ζητήματα περισσότερο φιλοσοφικά και λιγότερο ή καθόλου κοινωνιολογικά, όπως η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Τα βιογραφικά του στοιχεία τα ξέρουμε από όσα άφησε γραπτά ο ίδιος, από τον επικήδειο που εκφώνησε ο καθηγητής της Νομικής του ΑΠΘ Δ. Ευρυγένης και από αναμνήσεις φοιτητών και συναδέλφων του στο ΑΠΘ.
Γεννήθηκε το 1869 στην Κωνσταντινούπολη και φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους σχολή, άλλα έμεινε ορφανός και βρέθηκε μαζί με άλλους πρόσφυγες στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Από εκεί ταξίδεψε σαν ασυνόδευτο ανήλικο προσφυγόπουλο στη Θεσσαλονίκη. Κατάφερε να σπουδάσει Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία στη Γερμανία, ενδεχομένως με την υποστήριξη φιλανθρωπικών δικτύων.
Από νωρίς φάνηκε ότι πρόκειται για άνθρωπο που υπερασπίζεται με πάθος τις θέσεις του και δεν φοβάται να τις υποστηρίξει δημόσια. Το 1894 είναι φοιτητής στη Λειψία και βραβεύεται για την εργασία του «Η ιδέα του Καντ διά την δικαιοσύνην», αλλά το πανεπιστήμιο θα του επιβάλλει πρόστιμο λόγω… έπαρσης και θα του παρακρατήσει το ένα τέταρτο από το ποσό του βραβείου («υπεραίρετο όταν έκρινε ξένες γνώμες»). Όταν έγραψε και δεύτερη εργασία με τίτλο «Κοινωνιολογία» οι καθηγητές του τον βράβευσαν για δεύτερη φορά, αλλά τού συνέστησαν να μην δημοσιοποιήσει τον πρόλογο που είχε γράψει!
Τελικά, θα πάρει πτυχίο το 1895. Μετά τις σπουδές θα εργαστεί στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, αρχικά υφηγητής και το 1915 καθηγητής της Κοινωνιολογίας. Ανάμεσα στους φοιτητές του ήταν ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Πλεχάνοφ αλλά και ο πρίγκηπας (και μετέπειτα βασιλιάς) Γεώργιος β’. Αν και οι αντίπαλοί του εκκλησιαστικοί θα κατηγορήσουν τον Ελευθερόπουλο ότι είναι θεωρητικός του ιστορικού υλισμού, πολλά χρόνια αργότερα θα του ασκήσει κριτική και ο Πλεχάνοφ γράφοντας ότι «ο Ελευθερόπουλος απλοποιεί στο έπακρο τα προβλήματα που μπαίνουν μπροστά του και δεν μπορεί κατά συνέπεια να τους δώσει λύσεις, παρά μόνο πολύ μονόπλευρες». Οι θεωρητικές απόψεις του είναι αρκετά συντηρητικές και δίνουν βαρύτητα στον βιολογικό παράγοντα. Έλκεται από τον θετικισμό του Α. Κοντ και εμμέσως από τον Μ. Βέμπερ και με αφετηρία τον τελευταίο ασκεί κριτική στους μαρξιστές για την αναγωγή της οικονομίας ως την αρχή των πάντων. Μελετά κι αυτός, όπως ο Ε. Ντυρκέμ, τη σχέση ατόμου και κοινωνίας ωστόσο (σε αντίθεση με τον Ντυρκέμ) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν διαμορφώνει η κοινωνία τον ατομικό άνθρωπο, αλλά ότι η ίδια η κοινωνία οφείλει την ύπαρξή της στον άνθρωπο και τα αισθητήρια όργανά του. Όσο για το επίμαχο θέμα της σχέσης του ανθρώπου με τον θεό ο Ελευθερόπουλος είναι σαφής: «Ο ορισμός του θεού ή των θεών αποτελείται ως απλού ειδώλου της φαντασίας. Η έννοια θεός, εν τη λαϊκή συνειδήσει, είναι φάντασμα».
Ο υφηγητής Κοινωνιολογίας στη Ζυρίχη θέλει να επιστρέψει στην Ελλάδα και θα επιχειρήσει, χωρίς αποτέλεσμα, να διοριστεί στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Φαίνεται ότι διατηρεί σχέσεις με πρόσωπα που βρίσκονται σχεδόν σε όλο το πολιτικό φάσμα, από την Κοινωνιολογική Εταιρεία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου μέχρι τη βασιλική οικογένεια, όμως οι ιδέες του έχουν ήδη τραβήξει την προσοχή εκκλησιαστικών κύκλων που τον κατηγορούν για αθεΐα. Ο Μ. Γαλανός διευθυντής του συλλόγου «Ανάπλασις» και του ομώνυμου περιοδικού αρθρογραφεί στο περιοδικό «Γρηγόριος Παλαμάς» της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης και στην εφημερίδα «Σκριπ» (1911) κριτικάροντας τις φιλοσοφικές απόψεις του Ελευθερόπουλου. Η «πηγή», ο πληροφοριοδότης του Γαλανού δεν κατονομάζεται, αλλά ζει στην Κωνσταντινούπολη και τον εφοδιάζει με αποσπάσματα από έργα του Ελευθερόπουλου μεταφρασμένα από τα γερμανικά και με παραπομπές από τις αντίστοιχες σελίδες. Ο πληροφοριοδότης είναι πιθανότατα ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος. Ήδη από 1911 στο περιοδικό «Αντάμυνα» που εκδίδεται στην Κωνσταντινούπολη βρίσκουμε δημοσίευμα γραμμένο από τον Σωφρόνιο (Σταμούλη) με τίτλο «Η άθεος φιλοσοφία Αβραάμ Ελευθερόπουλου». Ο αρχιμανδρίτης είναι λίγο μικρότερος από τον Ελευθερόπουλο, φοιτά κι αυτός στη Μεγάλη του Γένους σχολή και σπουδάζει επίσης στη Γερμανία. Αργότερα θα γίνει μητροπολίτης Ελευθερόπουλης Καβάλας και μετά την Κατοχή θα καταδικαστεί με την κατηγορία ότι παρακρατούσε στα υπόγεια της μητρόπολης δέματα ανθρωπιστικής βοήθειας. Στο διδακτορικό του καταπιάνεται με τη θεωρία του φονξιοναλιστή Χέρμπερτ Σπένσερ («Η περί ηθικής και δικαίου θεωρία του Σπένσερ») και ως μορφωμένος αναλαμβάνει να μελετήσει και να αντικρούσει τις θεωρίες του Ελευθερόπουλου. Ο τελευταίος τον κατηγορεί για ασχετοσύνη μέσα από το περιοδικό «Νέα Πατρίδα». Ο αρχιμανδρίτης αναφέρει τον Ελευθερόπουλο ως «Αβραάμ», «ομογενή φιλόσοφο», «ο κ. Ελ.» και «αντίσοφο», ενώ τα πυρά του στρέφονται κυρίως στο βιβλίο του Ελευθερόπουλου «Θρησκεία-θεός-ηθικότης και άνθρωπος».
Τελικά, ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος θα καταφέρει να έρθει στη Θεσσαλονίκη το 1929 και να διοριστεί καθηγητής στη σχολή Νομικών, Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ όπου θα αρχίσει να διδάσκει από το 1930-31.
Εκείνη την εποχή η Θεσσαλονίκη είναι πεδίο έντονης όξυνσης. Στις δημοτικές εκλογές (5 Οκτωβρίου 1929) είχε εκλεγεί δήμαρχος ο Νικόλαος Μάνος «με τας ψήφους των εβραίων», όπως αγανακτισμένες γράφουν οι βενιζελικές εφημερίδες, ενώ ιδρύθηκε το διαβόητο φασιστικό σωματείο 3Ε (Εθνική Ένωσις Ελλάς) που εγκαινίασε τη δράση του με επιθέσεις εναντίον εβραίων μαθητών του Γαλλικού Ινστιτούτου (Λυσέ Φρανσαί). Οι απεργίες, οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις των εργατών με την έφιππη χωροφυλακή στο Κουλέ Καφέ, στο Τσινάρι και στο Ρεζί – Βαρδάρ είναι καθημερινές.
Από μαρτυρίες φοιτητών του μαθαίνουμε ότι «στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου πηγαίναμε όλοι να ακούσουμε τον Αβροτέλη Ελευθερόπουλο ανεξάρτητα από τη σχολή που ήμασταν. Και χίλιοι φοιτητές να ήταν μέσα, όταν εκείνος έμπαινε δεν ακουγόταν ανάσα».
Σε κάποια φοιτητική διαδήλωση στο πανεπιστήμιο επιτέθηκε η έφιππη χωροφυλακή και ο Ελευθερόπουλος παρενέβη υπέρ των φοιτητών του με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και ο ίδιος, ενώ όταν οι φοιτητές τον προέτρεψαν να διαμαρτυρηθεί είπε τη φράση που έμεινε περίφημη δείχνοντας τον επικεφαλής αξιωματικό: «Άλογα επί αλόγων! Πού να διαμαρτυρηθώ;»
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα. τον Ιανουάριο του 1931 ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος ανέλαβε να εκφωνήσει τον πανηγυρικό για τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών με τίτλο «Η ηθική πρόοδος της ανθρωπότητας». Σε ανυπόγραφο άρθρο που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Γρηγόριος ο Παλαμάς» η ανάθεση της εκφώνησης του εορταστικού λόγου στον Ελευθερόπουλο χαρακτηρίζεται «παραφωνίαν», αφού πρόκειται για άνθρωπο «εγνωσμένων αριστερών θεωριών και αλλοπρόσσαλων φρονημάτων». Το θέμα πήρε διαστάσεις με αρθρογραφία στη «Μακεδονία», τη «Νέα Αλήθεια» και το «Φως». Ενημερώθηκαν η Αρχιεπισκοπή και η Ιερά Σύνοδος, καθώς και το υπουργείο Παιδείας (Γεώργιος Παπανδρέου), ενώ βγήκαν ανακοινώσεις υποστήριξης από τους φοιτητές της Νομικής αλλά και καταγγελτικές από τους φασίστες της 3Ε. Οι εκκλησιαστικοί κύκλοι θα οργανώσουν τη συστηματική παρακολούθηση των διαλέξεων του Ελευθερόπουλου στα φοιτητικά αμφιθέατρα. Από το αρχείο της σχολής Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών προκύπτει ότι ο μηχανισμός παρακολούθησης αποτελούνταν από τρεις φοιτητές, από τους οποίους ο ένας κατέγραφε και οι άλλοι δύο επικύρωναν ή όχι τα λεγόμενά του, είτε αυτούσια είτε σε περίληψη.
Με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 το έδαφος γίνεται πολύ ευνοϊκό για τους αντιπάλους του Ελευθερόπουλου. Τον Δεκέμβριο του 1936 κάηκαν σε δημόσια θέα στον Λευκό Πύργο βιβλία «βλασφήμων» και «άθεων» συγγραφέων, ανάμεσά τους και το βιβλίο του Αβροτέλη Ελευθερόπουλου «Οικονομία και Φιλοσοφία».
Μέσα από τη συστηματική καταγραφή των διαλέξεων του καθηγητή Κοινωνιολογίας η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης σχηματίζει άποψη για τις ιδέες του, την οποία προωθεί στην Αθήνα κι από εκεί η Αρχιεπισκοπή και η Ιερά Σύνοδος βομβαρδίζουν με επιστολές το υπουργείο Παιδείας ζητώντας την καθαίρεση του Ελευθερόπουλου. «Δεν είναι επιτετραμμένον εις τα παρθένα πνεύματα των φοιτητών να εισάγονται ιδέαι και θεωρίαι ανατρεπτικαί περί θρησκείας, Εκκλησίας, Πολιτείας, Κοινωνίας, αναφανδόν δε να πολεμώνται τα ιερά και όσια του ελληνικού έθνους» (επιστολή Ιεράς Συνόδου προς υπουργείο Παιδείας, Αύγουστος 1937). Δύο μήνες μετά, ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος απολύθηκε από πρύτανης και καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Βιβλιογραφία:
Τσιρώνης Θ., «Εγνωσμένων αριστερών θεωριών και αλλοπρόσαλλων φρονημάτων» στον συλλογικό τόμο «Έθνος, κράτος και πολιτική» (επ. Β. Γούναρης), εκδόσεις Επίκεντρο
Ελευθερόπουλος Αβρ.,
-«Ατσαλένια θέληση. Ιστορία σαν μυθιστόρημα του πολιτισμού στην Ελλάδα», εκδόσεις Αργύρης Παπαζήσης
-«Θρησκεία, θεός, ηθικότης και άνθρωποι», εκδόσεις Αργύρης Παπαζήσης
-«Οικονομία και Φιλοσοφία», εκδόσεις Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 1931
Κουραχάνης Π., «Οι απαρχές της Κοινωνιολογίας στην Ελλάδα», (Πάντειο πανεπιστήμιο, μεταπτυχιακή εργασία)
Αναστασιάδης Γ., «Το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αφηγείται την ιστορία του 1926-1973», εκδόσεις University Studio Press
Ανδρέου Θωμάς, «Σωφρόνιος Σταμούλης ο από Βερροίας μητροπολίτης Ελευθερούπολης» (Θεολογική σχολή ΑΠΘ, διδακτορική διατριβή)
Αρχι. Σωφρόνιος, Αντάμυνα (Εν Κωνσταντινουπόλει 1911)
Επισκέπτομαι τη σελίδα σας μετά από τη σημερινή (17 Ιαν. 2023) ακρόαση της εκπομπής του κυρίου Γιώργου Σαχίνη (στον 98,4 του Ηρακλείου) με τον συνεντευξιαζόμενο κύριο Απόστολο Αποστόου.
Γίνεται αναφορά στον Αβροτέλη Ελευθερόπουλο ως μια εμβληματική παρουσία,, που όμως δεν αξιολογήθηκε όπως θα έπρεπε από την ελληνική κοινωνία.