Η φετινή Χρυσή Άρκτος του Βερολίνου ήρθε στη Θεσσαλονίκη και την κεντρική αίθουσα του Ολύμπιον. Το διευκρινίζω, διότι σε λίγες ημέρες έρχεται κι η περσινή, το εξαιρετικό “There is no Evil” του Μοχάμαντ Ρασούλοφ από το Ιράν. Πάμε όμως στην ταινία που παρακολουθήσαμε χθες το βράδυ. Χάρη στον Δημήτρη Κερκινό και την εξαιρετική ενότητα “Balkan Survey” του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης έχουμε την ευκαιρία να γνωρίζουμε τον Ράντου Ζούντε. Από το ασπρόμαυρο “Αferim” του 2015, στις “Σημαδεμένες καρδιές” έναν χρόνο μετά, στο “Αδιαφορώ αν καταγραφούμε στην ιστορία ως βάρβαροι” και τώρα στο “Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό”.
O τίτλος μάλλον δεν είναι εύστοχος, είναι όμως προκλητικός για τον θεατή. Πριν πάρει την απόφαση ωστόσο να έρθει στην αίθουσα πρέπει να ανοίξει τα μάτια, αλλά κυρίως το μυαλό του, καθώς αυτό που θα παρακολουθήσει δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Ξεκινάμε με ένα ερωτικό βίντεο. Οι προσωπικές στιγμές ενός ανδρόγυνου στον φακό κι από εκεί στο Διαδίκτυο χωρίς να γίνεται ξεκάθαρο ποιος έχει την ευθύνη. Τίτλοι έναρξης κι από εκεί ακριβώς ξεκινούν τα τρία μέρη του φιλμ. Η Έμι είναι καθηγήτρια ιστορίας. Δεν έχει δώσει ποτέ δικαίωμα. Τώρα βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Αμφιταλαντεύεται κι η ίδια για το ποια στάση πρέπει να κρατήσει.
Στο πρώτο σκέλος της περιπλάνησής της ταξιδεύουμε μαζί της στους δρόμους του Βουκουρεστίου. Μία πόλη σε βαθιά πολιτιστική και ηθική παρακμή. Επιβάλλονται με τον νόμο της ζούγκλας όσοι έχουν χρήματα κι ακριβά αυτοκίνητα. Οι εικόνες αφενός φέρνουν στο μυαλό μας την Ελλάδα και την Αθήνα επιβεβαιώνοντας πως η πατρίδα μας αποτελεί κομμάτι των Βαλκανίων κι αφετέρου προσωπικά σε μένα το έργο του Ελία Σουλεϊμάν: “Ιt must be Heaven”. Ο σκηνοθέτης με όπλα του τον σαρκασμό και το χιούμορ δημιουργεί ένα πολύ οξυδερκές έργο. Στηλιτεύει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και θέτει άπαντες προ των ευθυνών τους. Θέλει να ενοχλήσει.
Ακολουθεί ένα ιδιότυπο “λεξιλόγιο”. Ένα παιχνίδι ανάμεσα σε λέξεις και την ερμηνείας τους, ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, ανάμεσα στην επιφάνεια και την εμβάθυνση στους όρους. Προσπαθεί να ενεργοποιήσει τη σκέψη μας. Η απόσταση από την “πίπα” μέχρι την ενσυναίσθηση απέχει μόλις μία θέση. Εδώ η πρωταγωνίστρια Κάτια Πασκάριου δε συμμετέχει. Έρχεται όμως να δράσει ως καταλύτης στο τρίτο μέρος, της “Δίκης”. Εκεί ανοίγει πλέον ο Άσκος του Αιόλου και τα προσχήματα πάνε περίπατο. Θα βρεθεί αντιμέτωπη με τον χλευασμό και τον έσχατο εξευτελισμό είναι όμως έτοιμη με επιχειρήματα και καθαρή σκέψη να κερδίσει την μάχη και να αποκαταστήσει την τιμή της.
Αξιοσημείωτο ότι όλη η δράση τρέχει σε καθεστώς πανδημίας. Οι άνθρωποι φοράνε μάσκες. Οι δρόμοι αρκετές στιγμές είναι έρημοι. Η οικονομική κρίση επιτείνεται, οι πολίτες βρίσκουν διέξοδο στα ψυχοφάρμακα, τα social media και το pornhub ως αντίδοτο στον εγκλεισμό. Η στάση τους υποκριτική. Έχουν μάθει να μισούν, να αναζητούν θύματα να κατασπαράξουν και μετά ως “καλοί Χριστιανοί” να πηγαίνουν στην εκκλησία. Δεν είναι αυτός όμως ο κόσμος του Θεού. Με σπάνια ειρωνεία κι απόλυτα εύστοχα παραδείγματα ο Ζούντε αγγίζει σχεδόν όλες τις νοσηρές πλευρές της πρωτεύουσας (στην περιφέρεια βέβαια μπορεί τα πράγματα να είναι ακόμα χειρότερα) κι αποδεικνύει πόσο “μεγάλοι” ρατσιστές είμαστε.
Είναι μία ταινία που δε δημιουργήθηκε για να αρέσει σε όλους, αλλά για να ταρακουνήσει τους πολλούς ή τους περισσότερους απ΄αυτούς που θα την επιλέξουν. Μία τολμηρή προσπάθεια που με τους υπαινιγμούς της είναι ικανή να σοκάρει. Πιο πολύ με αυτούς και λιγότερο με την εικόνα του σκληρού πορνό που οδηγεί τους συντηρητικούς να κλείνουν τα μάτια τους στη σκοτεινή αίθουσα. Για τους μυημένους συνιστώ να μην τη χάσετε σε καμία περίπτωση. Αποτελεί μία μικρή επανάσταση κυριολεκτικά και μεταφορικά.