Alain Policar, WOKE -το woke κίνημα δεν υπάρχει, εκδόσεις Πόλις 2025, σελ. 204, μετάφραση: Αριάδνη Μοσχονά
Αυθεντική χειραφέτηση δεν μπορεί να είναι παρά εκείνη ολόκληρης της ανθρωπότητας, και αυτή εξαρτάται από τη δράση στην οποία επιδίδεται η εργατική τάξη προκειμένου να καταστρέψει το καπιταλιστικό σύστημα
Albert Ogien
Ο τίτλος του σημερινού σχολίου, πάνω στο βιβλίο του Policar, είναι κάπως περίεργος. Αριστεροί ενάντια στο woke σημαίνει αριστεροί ενάντια σε κάτι, που, όπως ήδη από τον τίτλο του βιβλίου δηλώνει ο συγγραφέας, δεν υπάρχει.
Το συγκεκριμένο, περί ανυπαρξίας, επιχείρημα του Policar έχει πολύ καλά εκθέσει ο Σπύρος Μαλάμης, πρόσφατα. Όσες διαβάσουν το βιβλίο, νομίζω, θα πειστούν. Ο «γουοκισμός» είναι ένα φάντασμα κατασκευασμένο, στην πραγματικότητα, από την αντιδραστική Δεξιά -υπάρχει, πλέον, κι άλλη;- κατάλληλο για το ρόλο ενός εσωτερικού εχθρού και πολύ δραστικό. Αποδεικνύεται, μάλιστα, εξαιρετικά αποτελεσματικό. Δημιουργώντας έναν ισχυρό ηθικό πανικό, λειτουργεί ως φόβητρο και ενισχύει την ηγεμονία της αντιδραστικής σκέψης. Γιατί η κυρίαρχη παραλλαγή της αστικής ιδεολογίας σήμερα είναι αντιδραστική. Η «σκέψη Σίλικον Βάλεϊ», μέσα στον ψευδο-φουτουρισμό της, εκδηλώνεται με μοναδικό τρόπο στους ποικίλους τραμπισμούς. Τους φασισμούς, δηλαδή, της εποχής μας. Οι οποίοι, για άλλη μια φορά στην ιστορία, είναι αληθινοί πατριώτες, λευκοί σαν την ψυχή (;) τους και «φοράνε παντελόνια».
Ο Policar δείχνει αναλυτικά πώς αυτές οι ιδέες -αυτές οι πρακτικές, δηλαδή, στο μέτρο που η ιδεολογία υπάρχει πάντα πρακτικά και ποτέ δεν είναι εμφιαλωμένη σε κεφάλια, χοντρά εν προκειμένω- είναι η παλιά εκείνη αντεπαναστατική θεώρηση, με τον Burke, τον Bastiat και τον Μάλθους, με έναν τρόπο, βασικούς εκπροσώπους, η οποία πολεμάει σταυροφορικά την Επανάσταση. Τη Γαλλική τότε, τη Ρωσική, στη συνέχεια, με διάφορους κανίβαλους, τύπου Χάγεκ, για να φτάσουμε, στη σημερινή εποχή, όταν, ελλείψει -προς το παρόν;- επαναστατικής απειλής, στο στόχαστρο μπαίνουν τα ποικίλα κοινωνικά κινήματα.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τι δουλειά έχουν να μπερδεύονται αριστεροί άνθρωποι σε τέτοιες βρομοδουλειές; Γιατί επιλέγουν τόσο κακές παρέες;
Ένα τμήμα έρχεται κι αυτό από παλιά. Είναι καιρός, μάλιστα, που προσάπτει στη γενιά του ’68, στη γενιά της αμφισβήτησης, όπως έμεινε στην ιστορία, πως δεν είναι παρά τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα. Επειδή τα νέα κοινωνικά κινήματα είναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, γέννημα εκείνης της περιόδου, προφανώς, για τους αριστερούς αυτού του κλίματος, τα κινήματα αυτά, για να το πω λίγο προκλητικά (;), είναι «της Κόκα Κόλα». Στα δικά μας, η μεταπολιτευτική ΚΝΕ, οι ιδιότυποι μαοϊκοί της εποχής εκείνης, αλλά και οι ηλικιωμένοι της «ανανέωσης» έρεπαν προς τέτοιες τάσεις -δίνοντας, μάλιστα, ενεργητικά τις «μάχες», που απαιτούνταν. Εμείς, οι μεταπολιτευτικοί πιτσιρικάδες θα θυμόμαστε για πάντα -τόσο γκροτέσκο, που ήταν- τη Μαρία Δαμανάκη να «αστυνομεύει» τα φεστιβάλ της ΚΝΕ, μην και παίξουν ροκ μουσική! Ή τον Φαράκο να εποπτεύει τα ήθη της, ιδίως αυτά των κοριτσιών. Ή τους μαοϊκούς, που αισθάνονταν ιδιαίτερα δύσκολα στις Συσπειρώσεις εξαιτίας της ελευθεριότητας των συντρόφων τους που διαπαιδαγωγούνταν με τις 68άρικες ιδέες.
Ένα άλλο τμήμα, για να φύγουμε από τα δικά μας, δηλώνει υπερηφάνως, από καιρό, επίσης, πως υπηρετεί έναν «αριστερό συντηρητισμό». Ο Μισεά, στη Γαλλία, είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Η βασική ιδέα εδώ είναι πως, στην πράξη, το μεγαλύτερο τμήμα των αμφισβητιών των 60ς κατέληξαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στη νεοφιλελεύθερη παράταξη. Ακόμα περισσότερο, η ιδεολογία της αμφισβήτησης υπήρξε ένα από τα βασικά ρεύματα, που άρδευσαν αυτήν την τροπή της ιστορίας. Γιατί, η ιδεολογία αυτή από την αρχή προωθούσε έναν ανθρωπότυπο ατομικιστή.
Για τους «συντηρητικούς» αριστερούς, ο ελευθεριακός είναι ταυτόσημος με τον φιλελεύθερο. Το νέο πνεύμα του καπιταλισμού χρωστάει πολλά στην δήθεν επαναστατική πρόθεση των «εναλλακτικών» κινημάτων -τα οποία, εν τέλει, το μόνο που έφεραν είναι ένα νέο, «εναλλακτικό», καταναλωτικό πνεύμα. Ο αριστερός συντηρητισμός στρατεύεται, λοιπόν, συνειδητά, σε έναν αγώνα ενάντια σε κάθε είδους «ατομικισμό».
Μόνο που αυτό το κάνει προτάσσοντας ένα είδος κοινοτισμού, ο οποίος αντιστρατεύεται, εν τέλει, κατακτήσεις, ιδίως του εργατικού και του γυναικείου κινήματος, συνδεδεμένες με τις, καθόλου αυτονόητες για τον καπιταλισμό, ατομικές ελευθερίες, οι οποίες είναι ο καλύτερος αντίπαλος του ατομικισμού.
Επιπλέον, αντικειμενικά, σχεδόν «φυσικά» -να μια λέξη, που αρέσει στους συντηρητικούς- η στάση τους ευνοεί μια συνθήκη «ηθικής υποψίας» και της σύστοιχης ανάγκης «επιτήρησης». Όλοι οι κοινοτισμοί, όλες οι παραδεδομένες -αναγκαία, στο πλαίσιο ταξικών κοινωνιών κατασκευασμένες- αξίες είναι περιοριστικές. Και αυτό δεν είναι ευνοϊκό για το χειραφετητικό κίνημα.
Σε ό,τι αφορά τον «εναλλακτισμό» δε και την επιτρεπτική τρέλα, το καλύτερο, που θα είχαν να κάνουν οι συντηρητικοί αριστεροί θα ήταν να μελετήσουν καλύτερα τις Επαναστάσεις, οι οποίες υπήρξαν πραγματικά καρναβάλια. Στη ρωσική περίπτωση, η τέχνη, η διασκέδαση, τα ήθη, ακόμη και οι αντιλήψεις για την επιστήμη και την τεχνική, συνταράχθηκαν με κρότο, δίνοντας μια από τις πιο έντονες πινελιές στην επαναστατικότητα της Επανάστασης.
Δεν υπάρχει, από αυτήν την άποψη, γραφικότερη στάση από το να θεωρείται πως ο «δικαιωματισμός» -η ελληνική λέξη για το woke- είναι ο κακός δρόμος, που μας απομακρύνει από τον επαναστατικό δρόμο.
Καθοριστικό επιχείρημα για τους αντι-woke αριστερούς είναι αυτό που διατυπώνει ο Ogien στο παράθεμα, που βρίσκεται στην αρχή του άρθρου μου. Το επιχείρημα, δηλαδή, πως η πρόταξη των «μερικών» δικαιωμάτων, των, σε μια παλιότερη διατύπωση, δευτερευουσών αντιθέσεων, μας αποπροσανατολίζει σε ό,τι αφορά το κύριο, που δεν είναι άλλο από την κεντρικότητα του «ταξικού» και από τον «καθολικό» και, τελικά, κατεξοχήν καθοριστικό αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στον καπιταλισμό.
Ας δεχτούμε την ανάγκη του οικουμενικού -καθολικού κόντρα στο «μερικό». Ας συμφωνήσουμε, ακόμα ακόμα, και με την πρόταση του Eric Ohlin Wright πως, στην κοινωνική θεωρία, η μόνη ανεξάρτητη μεταβλητή είναι η κοινωνική τάξη -προσωπικά είναι πολύ κοντά σε αυτήν την ιδέα.
Ε, λοιπόν, αυτές οι παραδοχές σε τίποτε δεν αναιρούν το γεγονός πως το καθολικό εμφανίζεται συχνά, για να μην ποτέ πάντα, ως μερικό. Η αναζήτηση των καθολικών αιτουμένων μέσα στο μερικό είναι δουλειά των αριστερών αγωνιστών -όχι η απόρριψη του «μερικού» στο όνομα του, αναγκαστικά τότε, αφηρημένου καθολικού.
Το γεγονός, από την άλλη, πως η κοινωνική τάξη είναι η μόνη ανεξάρτητη μεταβλητή δεν σημαίνει καθόλου πως οι «εξαρτημένες» μεταβλητές είναι ήσσονος σημασίας. Σε συγκεκριμένα πεδία και σε συγκεκριμένες περιόδους, το «μερικό» μπορεί να γίνει το κύριο. Για να το πούμε αλλιώς, με τα λόγια του Ένγκελς, το «οικονομικό» είναι καθοριστικό, αλλά μόνο σε τελευταία ανάλυση. Διαφορετικά, δεν έχουμε ταξική ανάλυση, αλλά συχνά έως και σχηματικές ασυναρτησίες.
Όπως, π.χ., στην περίπτωση της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, η οποία, στο πλαίσιο του αδιάλλακτου «ταξισμού» της, έφτιαξε κόμμα με όνομα το όνομά της και, προτάσσοντας, λέει, τα ζητήματα της αναδιανομής, είναι ιδιαίτερα «υποψιασμένη» σχετικά με το μεταναστευτικό, ως προς το οποίο βρίσκει πολλά δίκια σε όσους υποστηρίζουν πως οι μετανάστες παραείναι πολλοί στη Γερμανία. Εδώ έχουμε ένα κοινό σημείο για όλους τους «συντηρητικούς αριστερούς»: η «αντικειμενική» παραδοχή πως η «υποψιασμένη» για το μεταναστευτικό ατζέντα έχει βάση και, επομένως, δεν θα πρέπει να αφεθεί στην ακροδεξιά! Με «ταξικούς» όρους, η λαϊκή συχνά «ανησυχία» για τις επιπτώσεις της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης πρέπει να αντιμετωπίζεται ως βάσιμη. Και αυτά λέγοντα και γίνονται, ενώ η λαϊκή «ανησυχία» είναι ισχυρά καθοδηγούμενη από τις ρατσιστικές οιμωγές της ακροδεξιάς -και της Δεξιάς και του σοσιαλφιλελεύθερου Κέντρου, όμως, με το ίδιο «επιχείρημα». Να μην αφεθεί το ζήτημα στην ακροδεξιά. Να γίνουμε, δηλαδή, «μερικώς» ακροδεξιοί προκειμένου να μην κερδίσουν οι καθολικώς ακροδεξιοί.
Πρόκειται για προφανή ανορθολογισμό, νομίζω. Και, μάλιστα, από ανθρώπους, οι οποίοι κατακεραυνώνουν τους «δικαιωματιστές» ως μεταμοντέρνους (;) ριζικούς σχετικιστές του anything goes -για τα έθνη, για τις φυλές, ακόμα και για τα φύλα. Ενώ, ως γνωστόν, τα φύλα είναι δύο -τελεία και παύλα.
Ο συντηρητικός -αριστερός ή δεξιός- ανορθολογισμός οδηγεί σε προφανείς αντιφάσεις. Οι «δικαιωματιστές» μπορεί να κατηγορούνται, από τους ίδιους ανθρώπους, και ως «ταξιστές». Στο δεύτερη περίπτωση, το πρόβλημα συνίσταται στο γεγονός πως, οι «ταξιστές» τώρα, αγνοούν το εθνικό ζήτημα. Εδώ ελέγχονται για έλλειψη πατριωτισμού – ο δήθεν διεθνισμός τους οδηγεί στον εθνομηδενισμό, σε κάποιες εκδοχές της «κατηγορίας». Άρες μάρες.
Ο αριστερός αντι-γουοκισμός, παρασυρμένος από τις ίδιες τις προκείμενες της «θεωρίας» του, καταλήγει να μην είναι καθόλου διακριτός από τον αντίστοιχο υπερ-δεξιό.
Κατά τη γνώμη μου, το κριτήριο για τη στάση μας απέναντι στα σχετικά ζητήματα, είναι η δέσμευση της Αριστεράς στον αγώνα ενάντια στον πόνο και τη οδύνη, που όχι μόνο με καθολικούς, αλλά και με ποικίλους «μερικούς» τρόπους, εμφανίζεται στην κοινωνία. Η δέσμευση να είναι woke απέναντι στην οικουμενική εμπειρία της ευαλωτότητας.
Και, εξ αυτών, η δέσμευση στο «δικαίωμα στην αναγνώριση» για όλους τους ανθρώπους ως αυτό, που επιλέγουν -όσο μας επιτρέπεται να επιλέγουμε- να είναι.
Όπως επισημαίνει ο Policar, παραπέμποντας στον Adolph Reed Jr, “[κ]αθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, οι κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές, η αριστερή πτέρυγα των Εργατικών και μαρξιστές κάθε τάσης βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των αγώνων για φυλετική και έμφυλη δικαιοσύνη” (σελ. 121).
Στην πρώτη γραμμή, πραγματικά. Για ζητήματα, που δεν θεωρούσαν, συνεπώς, «δεύτερα». Γιατί πρέπει να κατονομάζουμε όλες τις καταπιέσεις. Η Αριστερά είναι πολιτική δύναμη και όχι κοινωνικό κίνημα. Είναι υποχρέωσή της να έχει καθολικευτικό λόγο. Ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο μέσα από την συνάρθρωση των αιτημάτων όλων των καταπιεσμένων.
Παρ’ όλες τις περιπλοκές, η επιλογή στάσης από την Αριστερά είναι εύκολη, αν αντιλαμβάνεται το ρόλο της ως δύναμη συνολικής χειραφέτησης, άρα και πολλών «μερικών» χειραφετήσεων. Καλό είναι το παράδειγμα της στάσης απέναντι στον «ταυτοτισμό» της μαντήλας στη Γαλλία. Δεν είναι απλό να κατανοήσουμε ότι «πρέπει να αρνούμαστε την υποχρέωση να φοριέται η μαντήλα εκεί όπου επιβάλλεται και να διεκδικούμε το δικαίωμα να φοριέται εκεί που απαγορεύεται»; (σελ. 60).
Ο Policar αναλύει ολοκληρωμένα τον αντι-γουοκισμό. Η επιμονή στην αναμέτρηση με την αριστερή παραλλαγή του, νομίζω πως είναι ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα της πολιτικής Αριστεράς. Η κοινωνική Αριστερά την έχει, ούτως ή άλλως, διαρκώς μπροστά της.


