Jürgen Osterhammel & Jan C. Jansen, Αποικιοκρατία -Ιστορία, μορφές, συνέπειες, μετάφραση: Γιάννης Κοιλής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2025, σελ. 200
Ο Γιούργκεν Οστερχάμελ είναι από τους πιο γνωστούς ερευνητές σχετικά με την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό.
Με την έκδοσή της Αποικιοκρατίας έχουμε την σπάνια ευκαιρία να μελετήσουμε ένα φαινόμενο, που καθόρισε -και συνεχίζει να καθορίζει- τη μοίρα του κόσμου, από τις απαρχές του καπιταλισμού μέχρι και σήμερα.
Οι συγγραφείς επιλέγουν να παρουσιάσουν το θέμα διευκρινίζοντας αρχικά την έννοια. Κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για προφανείς λόγους -και για έναν ακόμη. Είναι πολύ συχνό να ταυτίζεται η αποικιοκρατία με τον ιμπεριαλισμό.
Ωστόσο, όπως σημειώνεται στο βιβλίο, “[ο] ιμπεριαλισμός δεν σημαίνει […], απλώς αποικιακή πολιτική, αλλά παγκόσμια πολιτική, για την οποία οι αποικίες δεν είναι […] μόνο σκοπός μα και εγγυητές στα παγκόσμια παιχνίδια εξουσίας […] Ο ιμπεριαλισμός και η αποικιοκρατία δεν είναι […] το ίδιο. Σε αντίθεση με την τάση να περιορίζεται ο «ιμπεριαλισμός» ανάμεσα στη δεκαετία του 1880 και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι από αρκετές απόψεις μια έννοια με ευρύτερη σημασία -θα μπορούσε κάλλιστα να υποστηριχτεί πως η «αποικιοκρατία» εμφανίζεται ως ειδική περίπτωσή του” (σελ. 39).
Βέβαια, οι συγγραφείς θα επισημάνουν πως, «με την ολοκληρωμένη έννοια», μόνο η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ ήταν ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με τις ΗΠΑ να αποτελούν εντούτοις μια περίπτωση ιμπεριαλισμού δίχως αποικιακή αυτοκρατορία.
Είναι προφανές, νομίζω, ότι το βιβλίο μας εισάγει σε περίπλοκες διερευνήσεις, την ίδια στιγμή που, για τους περισσότερους, το περιεχόμενο των εννοιών αυτών είναι σχεδόν αυτονόητο.
Δεν είναι. Όπως συμβαίνει, άλλωστε, με όλες τις επιστημονικές έννοιες. Η πληθωριστική δημοσιολογική -κάποιες φορές κοινά προπαγανδιστική- χρήση τους μας κάνει να εφησυχάζουμε σε ό,τι αφορά τη σχετική γνώση μας.
Η τυπολογία, η περιοδολόγηση, η ανάλυση των ποικίλων μορφών οικονομικής και πολιτικής δόμησης, οι πολιτισμικές διαστάσεις, μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε «αποδομητικά» πολλά από τα κυρίαρχα «αυτονόητα» και να μάθουμε πράγματα, τα οποία είναι ωφέλιμα, από πολλές απόψεις. Και από την πολιτική άποψη.
Ας δούμε, για παράδειγμα, την εκτίμηση, που αφορά τις διαβαθμίσεις αγριότητας των διαφόρων τύπων εποικιστικού αποικισμού -οι συγγραφείς διακρίνουν τρεις. Με έκπληξη θα αντιμετωπίσουν πολλοί το γεγονός πως οι τύποι, που συνδέονταν με τις πιο φιλελεύθερες περιπτώσεις, ήταν και οι πιο ακραίοι.
Είναι η βορειομερικανή εκδοχή, βρετανικής ρίζας, που προβαίνει σε πραγματική γενοκτονία. “[Ε]κτοπίζει αδίστακτα τον ιθαγενή πληθυσμό, καθώς από οικονομική σκοπιά είναι απρόσφορος και από δημογραφική σκοπιά αδύναμος” (σελ. 17). Στην Αυστραλία και αργότερα στη Νέα Ζηλανδία, παρά την εξαιρετικά δυναμική αντίσταση των Μαορί, οι Βρετανοί θα ακολουθήσουν το ίδιο πρότυπο.
Είναι οι φιλελεύθεροι Βρετανοί και πάλι, που θα πρωταγωνιστήσουν στον τύπο αποικισμού, ο οποίος “διευθετεί τον ανεφοδιασμό εργατικού δυναμικού μετά τον εκτοπισμό ή την εξόντωση του αυτόχθονος πληθυσμού μέσω της βίαιης εισαγωγής υποδουλωμένων ανθρώπων και της απασχόλησής τους σε μια οικονομία φυτειών οργανωμένη σε μεσαίου και μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τον τόπο όπου βρίσκεται η χαρακτηριστικότερη εκδοχή του, κάνουμε λόγο για καραϊβικό τύπο […] Περί το 1770, οι άνθρωποι αφρικανικής καταγωγής αποτελούσαν περίπου το 90% του πληθυσμού στη βρετανική Καραϊβική” (σελ. 18). Μέσα στο 18ο αιώνα, στα νησιά της Καραϊβικής είχαν μεταφερθεί 3000000 σκλάβοι!
Δεν ήταν μόνο η καταναγκαστική εργασία, σε άθλιες συνθήκες. Οι απώλειες ζωών υπήρξαν πραγματικά ασύλληπτες. Στον Άγιο Δομίνικο, επί παραδείγματι, το μέσο προσδόκιμο ζωής μετά την έναρξη της εργασίας στις φυτείες ήταν από εφτά ως δέκα χρόνια.
Επέμεινα σε αυτό το ζήτημα, στο γεγονός, δηλαδή, πως η πιο φιλελεύθερη χώρα υπήρξε και η πιο βάναυση, γιατί δείχνει, επιπλέον, πως η πιο προχωρημένη καπιταλιστικά εθνική οικονομία της εποχής, η Αγγλία, διαμόρφωσε τις πιο ακραίες εκμεταλλευτικές συνθήκες στις αποικίες της. Ο καπιταλισμός, ως γνωστόν, επικαλείται διαρκώς την αρχή της οικονομικής αποδοτικότητας. Η πρωτοπόρα Αγγλία το εφαρμόζει παντού και πρώτα απ’ όλα στις δουλοκτητικές επικράτειες, που ελέγχει. “Πριν από το εκμηχανισμένο σύστημα εργοστασιακής παραγωγής της βιομηχανικής επανάστασης, η αμερικανική φυτεία μπορεί να θεωρηθεί ως η οικονομικά αποδοτικότερη μορφή παραγωγής εμπορευμάτων από μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις” (σελ. 51).
Οι συγγραφείς επανέρχονται στο ζήτημα αυτό και μέσα από συγκρίσεις.
“Τα [φρικτά] εγκλήματα των Ισπανών conquistadores στο Νέο Κόσμο […] δεν θα έπρεπε να συγκαλύψουν ότι η δομικά βιαιότερη μορφή της ευρωπαϊκής επέκτασης ήταν εκείνη του εποικιστικού αποικισμού βορειαμερικανικού τύπου. Εδώ συνδυάστηκαν, σε μια εκρηκτική διάθεση για καθημερινή βιαιοπραγία, η δίψα για γη και η έλλειψη ενδιαφέροντος των αποικιστών για ιθαγενές εργατικό δυναμικό, η αδιαφορία των αποικιακών αρχών απέναντι στους μη φορολογήσιμους ιθαγενείς υπηκόους και μια ανηλεής θεολογία των εκλεκτών και των κολασμένων που κανένα φυσικό δίκαιο δεν μπορούσε να καταπραΰνει” (σελ. 67).
Ο Μαξ Βέμπερ, στο βιβλίο του Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, παρουσίασε την ισχυρή συμβολή του προτεσταντισμού στην εκκίνηση και την εξέλιξη του καπιταλισμού. Μάλιστα, με αυτόν τον τρόπο, θεώρησε πως απάντησε στο ερώτημα γιατί ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε στη Βόρεια Ευρώπη και όχι, για παράδειγμα, στην πιο ανεπτυγμένη οικονομικά Κίνα του 16ου αιώνα. Όσο κι αν η συγκεκριμένη ανάλυση είναι πια παρωχημένη, ο Βέμπερ διέγνωσε κάτι διαχρονικά ουσιώδες. Πράγματι η, βρετανική ιδίως, προτεσταντική -πουριτανική παράδοση ήταν η περισσότερο συμβατή με τις καπιταλιστικές αξίες και, έτσι, και με τις αποικιοκρατικές.
Η ισπανική, βασισμένη στον καθολικισμό, αντίληψη περί αποικισμού ήταν λιγότερο απάνθρωπη από τη βρετανική. Για την πρώτη, το ζητούμενο ήταν η κυριαρχία επί των ιθαγενών, των οποίων την εργατική δύναμη οι αποικιοκράτες ήθελαν να εκμεταλλευτούν, Για τη δεύτερη, ζητούμενο ήταν έλεγχος των καλλιεργήσιμων και κατοικήσιμων εδαφών, που θα έπρεπε να καθαριστούν τόσο από ζιζάνια όσο και από «αγρίους».
Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι ο ρατσισμός εμφανίστηκε ιστορικά μαζί με τον καπιταλισμό. Είναι ενδεικτικό πως ο Άγγλος κλασικός φιλόλογος Γκίλμπερτ Μάρρεϋ (1866-1957), διάσημος στην εποχή [του] ως φιλελεύθερος και ανθρωπιστής, ήταν εκείνος που διατύπωσε το 1900 την ουσία της φυλετικής σκέψης: «Στον κόσμο υπάρχει μια ιεραρχία των φυλών […] Τα έθνη εκείνα που τρώνε περισσότερο, που έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις και που πληρώνονται καλύτερα για τις υπηρεσίες τους θα καθοδηγούν και θα ελέγχουν τους άλλους, και η κατώτερη εργασία στον κόσμο μακροπρόθεσμα θα διεκπεραιώνεται από τις κατώτερες φυλές ανθρώπων (the lower breeds of men). Αυτό θα πρέπει να το θεωρούμε αυτονόητο εμείς ως φορείς του κυρίαρχου χρώματος (του δέρματος)». “Η δήλωση του Μάρρεϋ αποτυπώνει τον πυρήνα της ρατσιστικής σκέψης, καθώς προχωρεί στη θεμελιώδη σύνδεση σχεδόν κάθε είδους ρατσισμού (εξαίρεση αποτελεί ο αντισημιτισμός) με την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης” (σελ. 158).
Η συνάφεια του ρατσισμού με τον φιλελευθερισμό είναι θεμελιώδης, σύμφωνα με τους συγγραφείς. Εκκινώντας από τον ταξικό ρατσισμό, η πιο πλήρης, διαχρονικά, ιδεολογία της εκμετάλλευσης -ιδίως, στη βρετανο-αμερικανική εκδοχή της- καθολικεύει τη ρατσιστική αγριότητα.
Η αποικιοκρατία άλλαξε οριστικά -και πάντα προς το χειρότερο- τις επικράτειες, στις οποίες επεκτάθηκε -από το 1520 έως το 1975, το σύνολο της Γης βίωσε την τρομακτική ευρωπαϊκή εκμετάλλευση. Άλλαξε, όμως, και τις κοινωνίες, από τις οποίες ξεχύθηκε για να ρημάξει τον κόσμο ολόκληρο.
Κατασκεύασε έθνη, εκεί που δεν υπήρχαν ούτε κατ’ ιδέα. Όπου δεν υπήρχε καν η εθνική ιδέα. Η Αφρική είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η ήπειρος κόπηκε και ράφτηκε, όπως οι αποικιοκράτες θέλησαν. Διαμορφώθηκαν κράτη, κατά το συμφέρον τους και μόνο. Τα «έθνη» ακολούθησαν. Τι θα σήμαινε Σενεγαλέζος, Καμερουνέζος ή Λιβεριανός αν δεν είχε μεσολαβήσει η αποικιοκρατία;
Από έναν παράλληλο δρόμο, μόνο στην πορεία των αντιαποικιακών αγώνων “γεννήθηκε ως αντίθετο της ξενοκρατούμενης αποικίας η ιδέα του πολύφερνου εθνικού κράτους (υπογράμμιση δική μου) και καταλογίστηκε στην αποικιοκρατία ότι αρνείται το δικαίωμα στην εθνική «αυτοδιάθεση», ότι συνεπώς δεν δέχεται πως κάθε εθνότητα ή κάθε ευρύτερο σύνολο ανθρώπων που θεωρεί πως ανήκει στην ίδια κοινότητα αποτελεί ένα έθνος το οποίο περιμένει να έρθει η ώρα του” (σελ. 77).
Παρομοίως, «κατασκευάστηκαν» κάστες, φυλές και εθνότητες. Πολλές φορές, επρόκειτο για φανταστικές, εν πολλοίς, «επινοήσεις». Ακόμη και ένα πλήθος «παραδόσεων» δεν είναι παρά αποικιοκρατικά «εφευρήματα».
Είναι εντυπωσιακό πόσο, «προφανούς αυθεντικότητας», πολιτισμικά στοιχεία αποδεικνύονται πολύ διαφορετικά. Έτσι, για παράδειγμα, “o «ινδουισμός» ως παγκόσμια θρησκεία, της οποίας το περιεχόμενο και η διάρθρωση μπορούν να οριστούν με σαφήνεια και να περιγραφούν δογματολογικά, είναι για την προαποικιακή Ινδία κάτι απολύτως ξένο: Ο ινδουισμός, γράφει ένας ονομαστός ινδολόγος, άλλο δεν είναι «παρά μια ορχιδέα που εξέθρεψε η ευρωπαϊκή επιστήμη» […] Πολλές παραλλαγές της αντιαποικιοκρατικής «αλληλέγγυας παραδοσιοκρατίας» βασίστηκαν σε αυθαίρετα ή ακούσια «επινοημένες» θρησκευτικές και εθνικοπολιτισμικές παραδόσεις” (σελ. 143).
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου είναι η παρουσίαση της υπόθεσης ότι αυτό που ονομάστηκε βιοπολιτική βρήκε την πρώτη ανεπτυγμένη εφαρμογή στην διαχείριση των αποικιοκρατούμενων σωμάτων και πληθυσμών.
Σταματάω εδώ. Το βιβλίο είναι τόσο πλούσιο σε περιεχόμενο -παρόλες τις ελάχιστες σελίδες του-, που η «πλήρης» παρουσίασή του θα ήταν κάτι σαν το ξαναγράψιμό του.
ΥΓ. Δεν ξέρω, αλλά ίσως πρέπει να σημειωθεί.
Η Γερμανία, η μετέπειτα ναζιστική χώρα, έδινε, εξαρχής δείγματα.
“Οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες σπανίως επεδίωκαν τη βάσει σχεδίου εξόντωση ολόκληρων λαών -οι πρωτοστάτες της γενοκτονίας των Γερμανών κατά των Χερέρο και των Νάμα της Νοτιοδυτικής Αφρικής μεταξύ 1904 και 1907 αποτέλεσαν μια ακραία εξαίρεση” (σελ. 70). “To αποικιακό κράτος μπορούσε να περικλείει ένα ευρύ φάσμα άσκησης της κυριαρχίας: από έναν σχετικά ήπιο πατερναλισμό, […] μέχρι κτηνώδη τυραννικά καθεστώτα, όπως το ιαπωνικό στην Κορέα, ή, ιδίως, η γερμανική κυριαρχία στο Καμερούν” (σελ. 96).


