Με την αυγή του 2025 αποχαιρετάμε το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα και η αφορμή αυτή, όπως κάθε στρόγγυλη επέτειος, προσφέρεται για ανασκοπήσεις κι απολογισμούς. Εκμεταλλευόμενος τη χαλαρότητα των ημερών, θα επιχειρήσω να κάνω κι εγώ έναν τελείως αφηρημένο, σχεδόν υπερβατικό, απολογισμό αυτής της πρώτης σεζόν, βασισμένος σε επισφαλείς γενικεύσεις, θεωρητικές ακροβασίες και ερειστικές παραδοχές, που όμως πιστεύω ότι ίσως μας βοηθήσουν να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Κι η εικόνα αυτή είναι μάλλον απογοητευτική: οι ιστορικοί του μέλλοντος δεν θα έχουν και πολλά να πουν για αυτά τα 25 χρόνια.
Κατανοώ βέβαια ότι εμείς που ζήσαμε αυτά τα χρόνια, πιστεύουμε ότι έχουν γίνει -και γίνονται- πράγματα σημαντικά: ο πόλεμος «κατά της τρομοκρατίας», η κρίση του 2008, η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η γενοκτονία στην Παλαιστίνη. Ορισμένοι μάλιστα που δίνουν έμφαση στα λεγόμενα γεωπολιτικά ζητήματα, πιστεύουν ότι περνάμε μια ιστορική αλλαγή, με τη Δύση να παραδίδει τα πρωτεία στην -ας πούμε- Ανατολή (την Κίνα, Τη Ρωσία, τα BRICS, τον Άξονα της Αντίστασης; θα δούμε). Δεν αμφισβητώ ότι κάτι συμβαίνει εδώ, αλλά καθώς φαίνεται η γεωπολιτική υπάγεται σε χρονικές κλίμακες που μοιάζουν περισσότερο με αυτές της γεωλογίας παρά με αυτές της ιστορίας. Έτσι, όσο κι αν παρακμάζουν οι ΗΠΑ ή «διαλύεται» η Ε.Ε., η μεγάλη εικόνα ανάμεσα στο 2000 και στο 2025 παραμένει πάνω – κάτω η ίδια.
Άλλωστε, όντας αμετανόητα ορθόδοξος και παραδοσιακός τύπος, συνεχίζω να πιστεύω ότι κινητήρια δύναμη της ιστορίας δεν είναι οι εθνικοί ανταγωνισμοί, αλλά η ταξική πάλη. Κι εδώ, η σοδειά είναι μάλλον περιορισμένη: μετά από 50 ή 100 χρόνια ίσως κάποιοι μερακλήδες να θυμούνται το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, την Αραβική Άνοιξη, το Occupy, το «ροζ κύμα» της Λατινικής Αμερικής, τις Πλατείες των Αγανακτισμένων, τις εξεγέρσεις σε μια σειρά χωρών της Ασίας και της Αφρικής. Γεγονότα τεράστια (ειδικά για όσους δεν βλέπουν την ιστορία με εθνικά ή γεωπολιτικά γυαλιά), που περάσαν πάνω από τις μικρές ζωές μας σαν οδοστρωτήρες, αλλά όταν μιλάμε σε αυτή την χρονική κλίμακα, τίποτα από αυτά δεν μπορεί να συγκριθεί με τα γεγονότα των προηγούμενων 25ετιών.
Για να μείνουμε στον 20ο αιώνα, σκεφτείτε τί έγινε ανάμεσα στο 1900 και το 1925: ένας παγκόσμιος πόλεμος, η πρώτη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση και η δεύτερη (κι ίσως σημαντικότερη) ηττημένη, για να μείνουμε στα πάνω – πάνω. Στη δεύτερη 25ετία είχαμε την επικράτηση του Στάλιν, έναν ακόμα παγκόσμιο πόλεμο, ένα Ολοκαύτωμα, μερικές ατομικές βόμβες, τον υπαρκτό σοσιαλισμό, την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου – δεν ξέρεις τί να πρωτοαναφέρεις. Το 1950-1975 σημαδεύτηκε από τους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες, μερικές δεκάδες αντάρτικα, την Πολιτιστική Επανάσταση, τον Μάη. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, οι εξελίξεις, ακόμα κι αν ήταν αντίστροφες, παρέμειναν καταιγιστικές: σκεφτείτε πως έμοιαζε ο κόσμος το 1975 και πως το 2000.
Για να βρούμε μια αντίστοιχα βουβή 25ετία, μάλλον θα πρέπει να πάμε ως την τελευταία 25ετία του 19ου αιώνα. Να με ποια εποχή νομίζω μοιάζει η εποχή μας: με μια εποχή που σαν κι εμάς φοβόταν πολέμους, υπόφερε κρίσεις, κυοφορούσε υπόγεια νέες δυνάμεις, περίμενε λαμπρά και φριχτά πράγματα από το μέλλον, αλλά σε γενικές γραμμές σιωπούσε – κι όχι με τη δεκαετία του 1930, όπως επιμένουν διάφοροι μαρξιστές από το 1990 ως σήμερα (αν και όταν λες για 35 χρόνια το ίδιο πράγμα, κάποια στιγμή μπορεί και να το πετύχεις).
Για να γίνω ακόμα πιο ανυπόφορα γενικευτικός, η ίδια αναβροχιά καταγράφεται και σε άλλα πεδία της κοινωνικής ζωής, τα όποια άλλωστε σχετίζονται ασαφώς με την ταξική πάλη, προμηνύοντας ή ακολουθώντας τα ξεσπάσματά της. Η τεχνολογία για παράδειγμα: αυτά τα 25 χρόνια η ανθρωπότητα διευρύνει τα όρια των υφιστάμενων τεχνολογιών, δηλαδή κυρίως λιώνει στα κοινωνικά δίκτυα, χωρίς να έχει εφεύρει κάτι σημαντικά νέο. Ούτε καν την πυρηνική σύντηξη, η οποία ήταν σχεδόν σιγουράκι. Στην επιστήμη; Είναι δύσκολο πια να έχει πια ένας άνθρωπος μια εποπτική εικόνα από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, αλλά θα ρίσκαρα να πω ότι σε μια σειρά βασικών επιστημών, εντυπωσιακά λίγα πράγματα έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες: στη Φυσική τα νέα, μεγάλα προβλήματα που προέκυψαν από τις τομές του 20ου αιώνα παραμένουν απελπιστικά άλυτα, στη Βιολογία διευρύνουμε απλά τις ανακαλύψεις του 1950 και προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας με τον Δαρβίνο, στις κοινωνικές επιστήμες κανείς δεν αποπειράται να συγκριθεί με τα τελευταία ιερά τέρατα του ’60 και του ’70. Για τις τέχνες μπορώ να πω ακόμα λιγότερα, αλλά φοβάμαι ότι κι εδώ, πχ στο θέατρο ή τη μουσική, δύσκολα εντοπίζει κάποιος τομές και νέα ρεύματα – μόνη εξαίρεση ίσως ο κινηματογράφος, που διατηρεί τη νεότητά του.
Σε άλλα πεδία κοινωνικού ανταγωνισμού, η κυρίαρχη οικολογία παπαγαλίζει τις Αποκαλυπτικές διακηρύξεις του 1970, σαν να λέει κάτι καινούργιο – και μόλις τα τελευταία χρόνια οι εναλλακτικές φωνές προκαλούν κάποια σημαντικά ρήγματα. Μόνη λαμπρή εξαίρεση -και για αυτό στοχοποιημένη από την παγκόσμια αντίδραση- το έμφυλο: μάλλον θα αποδειχθεί το μόνο νέο πράγμα για το οποίο θα είμαστε πραγματικά περήφανοι και περήφανες και περήφανα προς τις επόμενες γενιές.
Βέβαια, όταν θα συζητάνε για εμάς μετά από 100 χρόνια, υποθέτω ότι θα μας ξεπετάνε εύκολα, ερμηνεύοντας εύλογα όλη αυτή την ανημπόρια ως απότοκο της ήττας του ’89. Η εσωτερική κατάρρευση του πιο ελπιδοφόρου εγχειρήματος της ανθρωπότητας, χωρίς να βρεθεί ένας άνθρωπος να το υπερασπιστεί, δεν θα μπορούσε παρά να έχει ασύλληπτες επιπτώσεις για δεκαετίες. Είναι πιθανό λοιπόν ότι η 25ετία που πέρασε θα καταγραφεί ιστορικά ως η «εποχή μετά το ‘89». Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ απέναντι σε αυτούς που έχουν την ευθύνη για αυτή την κατάρρευση, σε αυτούς που αρνούνται να κάνουν την αυτοκριτική τους. Τους αγαπάμε, αλλά δεν ξεχνάμε.
Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια – κι ελπίζω ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος δεν θα είναι τόσο μηχανιστές ή τόσο τεμπέληδες για να μείνουν σε αυτή. Η ιστορία είναι πάντα γεμάτη ενδεχόμενα, γεμάτη δυνατότητες, κι η απόσταση από την ήττα ως το θρίαμβο καλύπτεται πάντα από μικρές, φαινομενικά ασήμαντες, μετακινήσεις. Το να πιστεύει κανείς ότι «νίκησαν οι επαναστάσεις που μπορούσαν να νικήσουν και ηττήθηκαν αυτές που δεν μπορούσαν» δεν είναι μαρξισμός, είναι θρησκεία. Αν οι μπολσεβίκοι σε ένα κρίσιμο απόγευμα ήταν λίγο πιο κουρασμένοι, αν οι Σπαρτακιστές λίγο πιο συγκρατημένοι, αν το ΚΚΕ το ’44 ήταν λίγο πιο τρελό, όλα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, σε παγκόσμια και ιστορική κλίμακα.
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για την εποχή μας. Το φοβερό είναι μάλιστα ότι αν μια στιγμή κινδύνεψε η μετα-’89 νόρμα (στον δυτικό κόσμο έστω), αν για μια στιγμή διαφάνηκε μια ρωγμή στην αναμενόμενη βαρεμάρα της εποχής μας, μας αρέσει δεν μας αρέσει, αντικειμενικά, ήταν σε εμάς το ’15. Όλος ο κόσμος το ‘ξερε τότε. Και δεν ήταν ούτε περίεργο, ούτε τυχαίο: ο ελληνικός Ιούλης ήταν η κορύφωση αυτής της σειράς γεγονότων που αναφέρθηκαν παραπάνω (αντιπαγκοσμιοποιητικό … πλατείες) και που ήταν τα μόνα που διατάραξαν τη γαλήνη αυτής της 25ετίας. Όταν λοιπόν χάσαμε εμείς, μαζί μας έχασε ο κόσμος όλος. Και χάσαμε χωρίς καν να παίξουμε, από απλή αμηχανία και ανικανότητα. Να κάτι που επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε απέναντι σε αυτούς και αυτές που έχουν την ευθύνη αυτής της ήττας – δηλαδή εμάς τους ίδιους και τις ίδιες.
Ζητώ συγγνώμη αν με τα παραπάνω υποτιμώ τα προσωπικά βιώματα μιας ολόκληρης γενιάς, με την οποία μοιράζομαι αυτή την κάπως αποτυχημένη 25ετία, άλλα έτσι έχουν τα πράγματα και -όπως είπαμε- αυτό ήταν μάλλον κάπως ιστορικά αναμενόμενο. Αναμενόμενο όμως είναι επίσης -αν συνεχίσουμε να έχουμε στο μυαλό τη μεγάλη εικόνα- ότι η επόμενη 25ετία θα είναι πιο ενδιαφέρουσα. Είπαμε, μπορούμε να βρούμε και άλλες βαρετές 25ετίες στη σύγχρονη ιστορία, αλλά για βαρετές 50ετίες, θα πρέπει να ψάξουμε πολύ πίσω. Σημειώνω βέβαια ότι «ενδιαφέρουσα» σημαίνει επίσης πολύς πόλεμος και πολύς πόνος. Τίποτα όμως δεν είναι τόσο επώδυνο όσο η αέναη δυστυχία στις φτωχογειτονιές κάθε μεγαλούπολης. Ας ευχηθούμε λοιπόν, μέρες που είναι, οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες που θα μας δώσει η επόμενη σεζόν να μας βρουν πιο σοφούς, πιο τολμηρές και λιγότερο υπεύθυνους.