in

Αποχαιρετισμός, της Συντακτικής Ομάδας των «Ενθεμάτων»

Αποχαιρετισμός, της Συντακτικής Ομάδας των «Ενθεμάτων»

Με το σημερινό φύλλο, η Συντακτική Ομάδα που έβγαζε τα «Ενθέματα» τα τελευταία χρόνια (ο Μάνος Αυγερίδης, η Μαρία Καλαντζοπούλου, η Ιωάννα Μεϊτάνη, και ο επιμελητής Στρατής Μπουρνάζος) αφήνουν την Αυγή: τα «Ενθέματα» θα συνεχίσουν στην «Αυγή», με άλλον επιμελητή και ομάδα. 

‘Επειτα από μια πενταετία παράλληλης διαδρομής με τα Ενθέματα (στο Εντευκτήριο της οδού Βαλτετσίου, στο εφημεριδάκι του Occupy Wall Street, στο AnalyzeGreece, σε εκδηλώσεις και δρώμενα, σε μικρά και μεγάλα κινηματικά και πολιτικά), η αναδημοσίευση των αποχαιρετιστήριων άρθρων στο Red είναι το λιγότερο. Κατά τα άλλα, όσο κι αν μοιάζει κλισέ, κάθε τέλος είναι μια καινούρια αρχή, ιδίως για ό,τι έχει λόγο να υπάρχει. 

Ένα εγχείρημα συλλογικό

Αποχαιρετισμός, όχι όμως απολογισμός. Γιατί νομίζουμε ότι κυρίως εσείς, οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες, μπορείτε να αποτιμήσετε τι κάναμε και τι δεν κάναμε, τι πετύχαμε και τι όχι όλα αυτά τα χρόνια. Άλλωστε, στα μικρά κείμενα που ακολουθούν, ο καθένας και η καθεμιά μας κάνει ένα είδος δικού του απολογισμού.

Σας αποχαιρετάμε, γιατί η καθεμιά και ο καθένας από εμάς με τον τρόπο του, και όλοι μαζί, νιώθουμε ότι δεν μπορούμε πια να συνεχίσουμε αυτό που κάναμε: ότι δεν έχουμε  τη ζωτικότητα, την όρεξη, τη δύναμη να δημιουργούμε  (τουλάχιστον με τον τρόπο που το επιχειρούσαμε στα «Ενθέματα»)  ένα  χώρο όπου οι ιδέες και οι απόψεις συνυπάρχουν, αναπνέουν, συγκρούονται, και, μερικές φορές, συντίθενται.. Μέσα στη δίνη του τελευταίου χρόνου, με τις σταθερές μας κλονισμένες και τις ισορροπίες ακόμα δυσκολότερες, η προσπάθεια μας,  παρόλο που γινόταν ολοένα και πιο αγωνιώδης, έδειχνε στα μάτια μας όλο και πιο αναντίστοιχη ως προς το συλλογικό της αποτύπωμα.

Συλλογικό, εξάλλου, εγχείρημα ήταν τα «Ενθέματα» – κι αυτή η συλλογικότητα δεν περιοριζόταν σε εμάς τους τέσσερις· περιλάμβανε όλους και όλες εσάς που γράψατε κείμενα, που μεταφράσατε, που σας πήραμε τηλέφωνο μια Πέμπτη βράδυ για να στείλετε Παρασκευή πρωί το άρθρο σας. Όλες και όλους που μας είπατε μια ιδέα, μας προτείνατε ένα κείμενο, έναν άνθρωπο, μας είπατε μια καλή ή ενθουσιώδη κουβέντα, ή μας κάνατε σκληρή αλλά δίκαιη κριτική. Αυτή η συλλογική αντίληψη δεν  αποτυπωνόταν μόνο στο φύλλο. Μαζί δημιουργήσαμε μια κοινότητα, γλεντήσαμε στη βεράντα του εντευκτηρίου και τον κήπο των Αρχαιολόγων, κάναμε  εκδηλώσεις  μικρές και μεγάλες, συζητήσεις, προβολές, περιφέραμε τον Παστίτσιο διαβάσαμε αντιμνημονιακή ποίηση, μασκαρευτήκαμε – και άλλα πολλά.

Αυτό το ωραίο ταξίδι, το οφείλουμε πρώτα από όλα στην Αυγή –και τους ανθρώπους της– για την  ευκαιρία και την ελευθερία που μας έδωσε. Και έπειτα σε όλους και όλες εσάς. Γιατί έτσι, και μόνο έτσι, μπόρεσαν  ως τώρα τα «Ενθέματα» να διαμορφώσουν τη δική τους φυσιογνωμία. Ευχαριστούμε πολύ.

Η Συντακτική Ομάδα των «Ενθεμάτων»

 

Πάρε τη λέξη μου

του Στρατή Μπουρνάζου

 

Σε τούτο, το τελευταίο μου κείμενο στα «Ενθέματα» θέλω να μιλήσω επί του προσωπικού.  Να πω γιατί απόφασή μου να παραιτηθώ από την Αυγή και να γυρίσω στην παλιά μου δουλειά, τις διορθώσεις βιβλίων, είναι, για μένα, μια απόφαση δύσκολη, στενάχωρη, αλλά και λυτρωτική. Τη δυσκολία και τη λύπη τις καταλαβαίνετε, φαντάζομαι: Πώς εγκαταλείπεις μια δουλειά συναρπαστική, που κάνεις σε συνθήκες  πλήρους ελευθερίας, που ξέρεις ότι δεν θα ξαναβρείς; Αυτό ήταν για μένα τα «Ενθέματα», και νιώθω αληθινά ευγνώμων γι’ αυτό σε πολλούς – και  πρώτα απ’ όλα στην Αυγή.

Πώς όμως το αποφάσισα; Οι λόγοι είναι ένα κουβάρι· προσπαθώ να τους ξεμπλέξω. Νιώθω πια πολύ μακριά από τον Σύριζα και την κυβέρνηση,  πιστεύω ότι ο κορμός της πολιτικής τους είναι λάθος  και –κάτι ακόμα πιο βαρύ– δεν νιώθω πλέον πολιτική εμπιστοσύνη  απέναντί τους. Την ίδια στιγμή, ενώ είμαι βέβαιος για το λάθος, δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό, τι θα έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση. Κι αυτό το «δεν ξέρω» δεν είναι υπεκφυγή· είναι, για μένα, ανάγκη να σκεφτούμε και να αμφισβητήσουμε σκεφτούμε εκ βάθρων όσα λέγαμε και κάναμε τα προηγούμενα χρόνια· εμείς· εδώ· εγώ· όχι κάποιοι άλλοι, εκεί-έξω-πέρα-μακριά. Μετά τη συντριπτική ήττα του Ιουλίου τίποτα δεν είναι όπως πριν: δεν μπορείς να συνεχίσεις το ίδιο τροπάρι με μικρές «προσαρμογές», ούτε όμως να πας τον χρόνο πίσω και να καμωθείς ότι είσαι στον Δεκέμβρη του 2014 λέγοντας  πάλι το ίδιο τροπάρι, σαν να μη μεσολάβησε τίποτα.

Νιώθω κάθε μέρα να με πνίγουν  πολλά: το Άγιον Φως που έρχεται,  βουλευτές που κατακεραυνώνουν τα κανάλια της διαπλοκής και συγχρόνως είναι πρώτη μούρη εκεί, η αποτίμηση ως «θετικού» του πρώτου μήνα της ντροπιαστικής συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, το παπαγάλισμα για τους αριθμούς που ευημερούν, ο κυνισμός της εξουσίας –και αυτά δεν μπορούν να «συμψηφιστούν» με όσα θετικά γίνονται. Κι όμως, στους φίλους μου που έγιναν υπουργοί ή ό,τι άλλο δεν μπορώ να κουνήσω το δάχτυλο, να τους βαράω ή να τους οικτίρω – ακόμα κι όταν τους αξίζει· δεν το έκανα ποτέ  αυτό στους φίλους μου. Ξέρω ότι πολιτικά γίνεται,  έχει νόημα, συχνά επιβάλλεται κιόλας. Κι όμως, δεν.

Και αν πάω παραπέρα, το κουβάρι μπλέκεται περισσότερο. Όταν βλέπω συντρόφους με τους οποίους συμπορεύτηκα χρόνια, όχι μόνο να αυτοακυρώνονται πολιτικά μιλώντας για «φασιστερά», αλλά –κάτι που με τσακίζει– να επιχαίρουν ηδονικά για την κατάντια της κυβέρνησης, ποντάροντας στο μίσος (όπως έκανε κι ο Σύριζα παλιότερα, βέβαια). Αλλά ούτε αυτούς έχω το κουράγιο να τους κοπανάω.

Δεν ξέρω πώς αποτιμάται η αδυναμία αυτή σε προσωπικό επίπεδο Ξέρω όμως ότι όταν νιώθεις έτσι, όντας σε μια θέση δημόσιας παρέμβασης, δεν κάνεις πια για  τούτη τη δουλειά: αν δεν μπορείς να μιλάς για τα «οικεία κακά», ήρθε η ώρα να αποσυρθείς από το πόστο αυτό.

Αντιφάσεις τέτοιες, ασφαλώς, νιώθουμε πολλοί. Υπάρχει, ωστόσο, μια κρίσιμη διαφορά: είναι πολύ διαφορετικό να πρέπει να τις λύνεις κάθε βδομάδα, δημοσίως, στο φύλλο, όπως κάναμε, αποφασίζοντας τι θα πούμε και τι όχι, τι θα προβάλλουμε και τι όχι. Είναι πολύ βαρύ. Και νιώθω ότι αυτό, που με τόση χαρά έκανα παλιότερα, δεν μπορώ πια να το κάνω με τρόπο έντιμο και χρήσιμο. Το να μιλάς μόνο για τη NuitDebout και τον Σάντερς, όσο χρήσιμο κι αν είναι, όταν σωπαίνεις για τα εδώ, δεν το βρίσκω σωστό.  Γι’ αυτό σας χαιρετώ.

***

Δεκάξι χρόνια στα «Ενθέματα» (τα πρώτα οχτώ βοηθός του Άγγελου Ελεφάντη, τα υπόλοιπα οχτώ μαζί με μια ομάδα συνεργατών) έμαθα  πολλά: έντυπα, ανθρώπους, ιδέες. Μα αν κάτι ξεχωρίζω είναι μια  αντίληψη που σιγά σιγά διαμορφώσαμε και κατόπιν θελήσαμε πεισματικά να κάνουμε πράξη: ότι τα κείμενα δεν είναι μόνο (άψυχες) λέξεις, σελίδες στο χαρτί και την οθόνη. Είναι οι άνθρωποι που τα γράφουν και τα διαβάζουν· είναι οι σχέσεις, τα συναισθήματα οι ιδέες, οι σκέψεις  που  τα παράγουν και τις οποία παράγουν, με τη σειρά τους. Δεσμοί, σχέσεις, διαδρομές ανθρώπων.  «Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου». Αυτό  είναι, για μένα, το μάθημα των δεκάξι χρόνων.

 

ΥΓ. Αν είχα μόνο 7 λέξεις, θα έγραφα ένα μεγάλο ευχαριστώ και τρία ονόματα: Μάνος Αυγερίδης, Μαρία Καλαντζοπούλου, Ιωάννα Μεϊτάνη, τα ονόματα της Συντακτικής μας: αυτοί ήταν οι άνθρωποι που έβγαζαν τα «Ενθέματα», εθελοντικά, χωρίς να πάρουν ένα ευρώ. Και, μαζί, τα ονόματα του Δημήτρη Ιωάννου και του Γιάννη Χατζηδημητράκη  –σταθεροί συμπαραστάτες. Αν είχα λίγες ακόμα λέξεις, θα έγραφα άλλα τέσσερα ονόματα· Σοφία Ζουμπουλάκη,  Κατερίνα Λαμπρινού, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Κώστας Σπαθαράκης: οι άνθρωποι των παλιότερων Συντακτικών. Κι αν είχα πολλές λέξεις, πάλι ονόματα θα έγραφα: όλων εσάς που τα  γράφατε, τα διαβάζατε, τα αγκαλιάσατε. Ώρα καλή!

 

Το όγδοο χρώμα

του Μάνου Αυγερίδη

 

Στον Δισκόκοσμο, τον κόσμο που δημιούργησε ο Τέρι Πράτσετ στην ομώνυμη σειρά βιβλίων φαντασίας, το όκτρινο αποτελεί το όγδοο χρώμα του φάσματος, το βασικό χρώμα μπροστά στο οποίο όλα τα υπόλοιπα «είναι απλά σκιές που διαγράφονται στον συνηθισμένο τετρασδιάστατο χώρο». Το όκτρινο, ωστόσο, και ιδιαίτερα το βαθύ όκτρινο, λίγοι μπορούν να το διακρίνουν. Ανάμεσα σ’ εκείνους που έχουν τη σχετική ικανότητα είναι πλάσματα της φαντασίας, όπως οι γάτες και οι μάγοι – ακόμα και οι αποτυχημένοι μάγοι, που πέρασαν ένα φεγγάρι τις πύλες του Αθέατου Πανεπιστημίου αλλά αποδείχθηκαν ανίκανοι να απομνημονεύσουν έστω και το απλούστερο ξόρκι, σαν αυτό που σκοτώνει τις κατσαρίδες ή σε βοηθάει να ξύσεις την πλάτη σου χωρίς να χρησιμοποιήσεις τα χέρια σου.

Ο κόσμος του Πράτσετ αποτελείται, ως γνωστόν, από έναν τεράστιο δίσκο που στηρίζεται στις πλάτες τεσσάρων γιγάντιων ελεφάντων, οι οποίοι με τη σειρά τους συνιστούν το δυσβάσταχτο φορτίο που κουβαλάει στο πανάρχαιο κέλυφός της η Μεγάλη Κοσμική Χελώνα Α΄ Τουίν, κολυμπώντας αργά μέσα στο διαστρικό χάος. Έτσι, όπως είναι φυσικό, ο κόσμος αυτός «προσφέρει θεάματα πολύ πιο εντυπωσιακά από αυτά που βρίσκει κανείς σε σύμπαντα φτιαγμένα από Δημιουργούς με λιγότερη φαντασία και περισσότερο κατασκευαστικό ταλέντο».

Το σύμπαν των «Ενθεμάτων», από την άλλη, δεν περιλάμβανε μάγους, ούτε εντυπωσιακούς «ήρωες και τυχοδιώκτες» σαν αυτούς που μπορεί να βρει κανείς σε αφθονία να ταξιδεύουν προχωρητά από τις παγωμένες χώρες του Κέντρου προς τις εύκρατες περιοχές γύρω απ’ την Κυκλική Θάλασσα «ψάχνοντας για χρυσό, ή για δαίμονες ή για δυστυχισμένες παρθένες», ώστε να τον, τους και τις απαλλάξουν «από τον ιδιοκτήτη τους, τη ζωή τους, και τουλάχιστον έναν από τους λόγους της δυστυχίας τους». Ωστόσο, αυτό που αναζητήσαμε επίμονα ήταν, πράγματι, να καταφέρουμε να διακρίνουμε και να περιγράψουμε εκείνο το χρώμα που πιστεύαμε πως έχει, κάθε φορά, η ουσία των πραγμάτων– το «σημαντικό» σε όλες τις αποχρώσεις του — και συνήθως δεν συναντάται στις υπαρκτές αναπαραστάσεις του φάσματος.[1]

Για να το καταφέρουμε χρειάστηκε να παραστήσουμε (ακόμα και)τους μάγους, όπως και άλλα πλάσματα που, τουλάχιστον κάποιοι από εμάς, δεν είμαστε ή μόνο εκ των πραγμάτων γίναμε: τους συντάκτες, τους διορθωτές, τους μεταφραστές, τους κριτές, τους πολιτικούς αναλυτές και τους συγγραφείς ή ακόμα τους διαχειριστές εντευκτηρίου, τους οργανωτές εκδηλώσεων, τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς, τους εκδότες, τους παλαιοβιβλιοπώλες, τους ηθοποιούς, τους (αριστερούς) ψάλτες, τους ντι-τζέι και τους μπάρμαν.Αν η αρχική πρόθεση, που για μας έπαιρνε τις διαστάσεις αγωνίας, αναγνωρίζεται σ’ έναν βαθμό απ’ τους στενούς και ευρύτερους κύκλους των αναγνωστών, συνεργατών και φίλων, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για επιτυχία∙ παρόλο που τελικά δεν καταφέραμε να μάθουμε κανένα ξόρκι.

 

***

 

Δεν έγραψα λέξη για όσα οφείλω (και οφείλουμε) στον Στρατή, όχι επειδή δεν χρειάζεται αλλά διότι θα με έπειθε, με τον τρόπο που μόνο εκείνος ξέρει, να αφαιρέσω το συγκεκριμένο κομμάτι από την τελική μορφή του κειμένου. Και επίσης, επειδή ο λογαριασμός δεν κλείνει εδώ. Άλλωστε το τολμηρό κλείσιμο αυτού του κύκλου από μέρους του μοιάζει, συγχρόνως, και σαν μία υπόσχεση για τη συνέχεια. Σε πλήρη αντίθεση με τη Μεγάλη Χελώνα Α΄ Τουίν, το μυαλό της οποίας, σύμφωνα με τους αστροψυχολόγους, παρότι μεγαλύτερο κι από μια πόλη ολόκληρη, σκέφτεται με ταχύτητα γεωλογικού μετασχηματισμού στη διάρκεια του αέναου ταξιδιού της, «το Βάρος και μόνον το Βάρος». Από αυτήν, δεν είναι να περιμένεις τίποτα.

 

Τελευταία πράξη

της Μαρίας Καλαντζοπούλου

 

[Είσοδος, έναρξη μονολόγου]

Εν αρχή ήν το εν αγνοία μου ανεκτίμητο «προξενιό» που μου έκανε η Κατερίνα, μια καλή μας φίλη και άξια προκάτοχος Ενθεματίστρια. Μετά ήρθε η οικειότητα της παιδιόθεν γνωριμίας με τον Στρατή. Παράλληλα, κόχλαζε ο ανυπόκριτος θαυμασμός μου για τα πάθη του ταξιδιού του επιθεωρητή ΜακΦάρλαν,[2] θαυμασμός που βρήκε μεγάλη απήχηση στην συγκεκριμένη συντροφία αλλά και στον ευρύτερο κύκλο θαμώνων του κοσμαγάπητου εντευκτηρίου μας. Ύστερα, μια επίμονη πρόσκληση-παγίδα από τον επιμελητή («Μα έλα μια φορά από εδώ να δεις πως είναι μια συντακτική!»), μετά μια τελετουργική πρόποση (με τσικουδιά Χανίων) εις την βαπτιστική μου μύηση κι αυτό ήταν. Κάπως έτσι, φθινόπωρο του 2011, ξεκίνησε η ζωή μου να ακολουθεί ένα εβδομαδιαίο ημερολόγιο που ονομάζεται Ενθέματα.

Με δέος και αγαλλίαση εντάχθηκα λοιπόν σ’ αυτή την υπέροχη ομάδα του Στρατή, της Ιωάννας και του Μάνου, μη «επαγγελματιών» της δημοσιολογίας ή της Αριστεράς, που όμως έκαναν με σπάνιο επαγγελματισμό το κάθε τι, υπηρετώντας έναν ιστορικό και σεβαστό τίτλο όπως ήταν τα «Ενθέματα» της κυριακάτικης Αυγής. (Με ανακούφιση και ασφάλεια κάνει γενικά κανείς το οτιδήποτε εις το οποίον συμμετέχει, εγγυάται, κανοναρχεί, συντονίζει, ρακοχέει, ψέλνει, αλαλάζει κλπ. ο Μπουρνάζος. Αυτό ήταν, πράγματι, ένα έκτακτο προνόμιο στην όλη ιστορία, αλλά ας μείνει μεταξύ μας.)

Κάνοντας τον απολογισμό, σκέφτομαι πως ίσως κάποιος πει ότι μου λείπει το μέτρο. Πράγματι, μη έχοντας προηγούμενη εμπειρία ή μέτρο σύγκρισης δεν είμαι σε θέση να φανταστώ πώς μπορεί να ένιωθαν, να αντιμετώπιζαν μια τέτοια ή παρόμοια ευθύνη, την ίδια ή σε μια προγενέστερη εποχή, άλλα πρόσωπα και ομάδες, ακόμα και οι προηγούμενοι επιμελητές και συντάκτες των «Ενθεμάτων». Το μόνο που μπορώ να βεβαιώσω είναι ότι σ’ αυτά τα –δύσκολα– χρόνια που τα έζησα, βδομάδα τη βδομάδα, τα «Ενθέματα» ήταν για εμάς που συμπράξαμε, όχι μόνο η πολιτική συλλογικότητα με την οποία ήμασταν πιο αυθεντικά ταυτισμένοι και ταυτισμένες απ’ οτιδήποτε άλλο, όχι μόνο ένα στοίχημα δικής μας «ακηδεμόνευτης» (που λένε και στα ξυλινέζικα) πολιτικής έκφρασης και διεύρυνσης του διαλόγου στην μεγάλη (και κυρίως αριστερή) αυλή του φάσματος, αλλά κι ένα αναντικατάστατο στήριγμα, με πολιτικούς και προσωπικούς όρους. Στοίχημα και στήριγμα όχι μόνο (συχνά κιόλας όχι τόσο) ως αυτό καθαυτό το φύλλο-προϊόν ή η όποια συζήτηση προκαλούσε,  αλλά ως η δική μας συζήτηση, προετοιμασία, διεργασία για αυτά που μας κατέκλυζαν τις ζωές, το δικό μας βλέμμα, οι δικές μας προτεραιότητες, όλα αυτά που άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο αντανακλώνταν είτε στο φύλλο είτε σε ό,τι άλλο κάναμε παρέα μαζί και με την «μεγάλη κοινότητα των “Ενθεμάτων”». Αυτά που διαλέξαμε, αποφύγαμε και μοιραστήκαμε ως επιμελητές και μεταφράστριες, ως ιστορικοί και πολεοδόμοι (αλλά και ποιητές, ιερείς, χορωδοί και χορεύτριες και τόσα άλλα). Η ανακούφιση ότι μοιράζεσαι κοινές αρχές ακόμα και για το πώς πρέπει να χειρίζεσαι τα πράγματα, τους συνεργάτες, την αλήθεια, τη δουλειά, τις σχέσεις, τις ρακές, τους χοχλιούς, την ποίηση, τους δράκους, τους φασίστες κλπ. Τα γέλια και τα χάχανα (τόσο δια ζώσης όσο ενίοτε και διά –μνημειώδους– αλληλογραφίας). Η προσωπική και πολιτική εμπιστοσύνη μεταξύ μας, το πιο ακλόνητο και μονάκριβό μας απόκτημα.

Τα «Ενθέματα» μας χάρισαν την ευκαιρία να μιλήσουμε όχι μόνοι ή μόνες μας ούτε μόνο μεταξύ μας γι’ αυτά που μας συνέβαιναν, γι’ αυτά που θέλαμε να σταματήσουν να συμβαίνουν, γι’ αυτά, κυρίως, που θέλαμε, επιτέλους, να συμβούν. Το προνόμιο κι η τιμή για όλο αυτό ήταν και είναι ανεκτίμητα. Σταματάμε τώρα που η δυσκολία μας να μεταβολίσουμε την ήττα των ονείρων ή των βεβαιοτήτων της «κοινότητάς μας», μαζί με την ταυτόχρονη ανάγκη υποστήριξης  και προσπάθειας για όνειρα και πολιτικές που μπορούν ακόμα να γίνουν πραγματικότητα, αλλά και την απογοήτευση είτε για λόγια και έργα, αδικαιολόγητα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, εν ονόματι της «πρώτης» ή της «δεύτερης φοράς», είτε για προσβλητικές όψεις της πρόσφατης πόλωσης, κάνουν τα λόγια να βγαίνουν δυσκολότερα και την απήχησή τους ισχνή. Σταματάμε λοιπόν, για να καταλάβουμε. Ώστε να μπορέσουμε να ξαναβρεθούμε.  (Προσέχοντας πάντα, ασφαλώς, «να μη χάσουμε απ’ τα μάτια μας το στρατηγικό όραμα της αταξικής κοινωνίας»[3]).

 

[Βαθιά υπόκλιση, έξοδος]

 

Μια θάλασσα πλατιά

της Ιωάννας Μεϊτάνη

…Τιμή δεν έχει κι η τιμή. Γιατί ήταν τιμή μου η αναπάντεχη πρόταση από τον Στρατή, το καλοκαίρι του ’10, να γίνω μέλος της ομάδας των «Ενθεμάτων» της Αυγής. Με κολάκεψε και τη δέχτηκα όχι από φιλαυτία, και όχι μόνο γιατί είχα εμπιστοσύνη στον Στρατή, που τότε ακόμη λίγο τον ήξερα. Τη δέχτηκα, γιατί τα «Ενθέματα» ήταν για μένα ένα σπίτι οικείο. Παρά την πενιχρή μου πολιτική δραστηριότητα και σκέψη, ένιωθα ότι ξαναμπαίνω σε έναν χώρο όπου συχνά βρισκόμουν από παιδί· εκεί όπου ήταν ο Άγγελος κι όλα αυτά τα πρόσωπα από τις Καθαρές Δευτέρες στην Αγία Παρασκευή, όλες και όλοι εσείς, που σας ξαναγνώριζα τώρα μέσα από την πολιτική σας σκέψη και όχι απλώς σαν φιγούρες σε μια θρυλική παρέα. Μέσα από τα κείμενά σας, τα σχόλιά σας. Και πολύ γρήγορα ένιωσα άνετα μέσα στα «Ενθέματα», κολυμπούσα στα γνωστά νερά της παιδικής μου ηλικίας, όπου όμως ταυτόχρονα ενηλικιωνόμουν πολιτικά, ανέπτυσσα τη σκέψη μου, την κρίση μου, τα κριτήριά μου. Ένας παλιός γενναίος κόσμος που γεννούσε καινούργιους, πολλούς. Συναρπαστικό. Τιμή μου, λοιπόν, που μεγάλωσα σ’ αυτή τη θάλασσα κι ενηλικιώθηκα πνευματικά στα βαθιά νερά της. Κέρδισα ένα σωρό πράγματα. Προχώρησα. Το ένα έφερε τα’ άλλο. Άλλαξα επάγγελμα — κι αυτό οφειλή.

 

***

 

«κι εκεί γρικά της θάλασσας και τ᾿ οὐρανού τα κάλλη

κι εκεί τραβά τον ήχο του μ᾿ όλα τα μάγια πόχει».

 

Υπήρχε, τελικά, απέναντι όχθη. Δεν το ήξερα καθώς κολύμπαγα. Κανείς μας δεν το ήξερε. Από κάποια στιγμή κι έπειτα ήταν σαφές ότι η θάλασσα όλο και αγρίευε. Ότι το κολύμπι γινόταν δυσκολότερο. Μια μέρα το φως του φάρου σ’ ένα γύρισμά του μάς έδειξε στεριά. Εδώ βγαίνουμε. Το ακολουθήσαμε, γιατί οι φάροι φωτίζουν το σκοτάδι, κι αυτός ήταν ο δικός μας φάρος που τον εμπιστευόμασταν. Ευχηθήκαμε να μην έδειχνε κατά κει ο φάρος. Αλλά παντού τριγύρω τρικυμία και σκοτεινιά. Κολυμπήσαμε λοιπόν άλλο λίγο, και τώρα φτάσαμε στην ακτή. Δεν είναι ότι δεν θέλουμε να βγούμε. Αλλά να, η θάλασσα είναι ωραία, αν δεν έχεις λόγο δεν την αφήνεις. Και να πεις ότι δεν βλέπαμε τον λόγο… Κλαις ή τσούζουν τα μάτια σου απ’ το αλάτι; Κοίτα πίσω. Πω πω, από πού ήρθαμε… Και τι ωραία που ήταν… Κοίτα μπροστά. Φτου και βγαίνουμε.

 

[1] Κατά περιγραφές, πρόκειται για ένα είδος φθορίζοντος πρασινοκίτρινου μωβ.

[2] Ήρως ψυχωφελούς μυθιστορήματος ονόματι Ο Πάγος, του 1888.

[3] Στο ίδιο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σε απεργιακό κλοιό η χώρα ενάντια στο ασφαλιστικό

TTIP και Τοπική Αυτοδιοίκηση, Ελεύθερες Ζώνες και η Διακήρυξη της Βαρκελώνης