Μια μεγάλη μορφή του κομμουνιστικού κινήματος έφυγε από τη ζωή για να συνεχίσει να υπάρχει στην ιστορία, στα βιβλία της, στα άρθρα της και στη μνήμη όσων τη γνώρισαν, είτε από κοντά, είτε μέσα από τα γραπτά της.
Η Ροσάνα Ροσάντα, μια ιταλίδα διανοούμενη, δημοσιογράφος, συγγραφέας, υπεύθυνη του πολιτιστικού τμήματος του ΙΚΚ και εκπρόσωπός του στη Βουλή, αναχώρησε πλήρης ημερών, στα 96 της χρόνια, έχοντας ζήσει συναρπαστικές στιγμές, έχοντας γνωρίσει τους μεγαλύτερους διανοούμενους, όπως ο Μπέρτολντ Μπρέχτ, ο Αραγκόν και ο Αλτουσέρ, αλλά και πολιτικούς όπως ο Παλμίρο Τολιάτι και ο Φιντέλ Κάστρο.
Γεννημένη το 1924, έλαβε μέρος στην ιταλική αντίσταση μέσα από τις γραμμές του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Μετά την απελευθέρωση έγινε επαγγελματικό στέλεχος και στην αυτοβιογραφία της περιγράφει τη μετατροπή της Ιταλίας σε βιομηχανική δύναμη, την αλλαγή της εργατικής τάξης με την τροφοδότησή της με νέο αίμα από τους εσωτερικούς μετανάστες του ιταλικού Νότου και την εξέλιξη του Κομμουνιστικού Κόμματος σε ένα μεγάλο φορέα της εργατικής τάξης, ριζωμένο σε κάθε γωνιά της ιταλικής γης, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε μικρομάγαζο.
Την εποχή που το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, καθώς και το ιταλικό, αδυνατούσαν να κατανοήσουν τη νεανική εξέγερση του Μάη του ΄68, ως μη προερχόμενη από την εργατική τάξη, η Ροσάντα βρέθηκε στο Παρίσι και παρακολούθησε τις συνελεύσεις των φοιτητών, προσπαθώντας να μεταδώσει το πνεύμα της εξέγερσης και τα αιτήματά της στον βαρύ και δυσκίνητο οργανισμό του κόμματος.
Το ΄68 έφερε και την ένταξή της στο φεμινιστικό κίνημα και τη συμμετοχή της στο Βιβλιοπωλείο των Γυναικών, μαζί με τους αγώνες για το δικαίωμα στην έκτρωση, για την εκπροσώπηση των γυναικών στους θεσμούς, για το νόμο κατά του βιασμού, ζητήματα που συχνά αντιμετώπιζε στα άρθρα της.
Η Ροσάντα και άλλα στελέχη, που ανήκαν στο ρεύμα του Ινγκράο, ο οποίος θεωρούνταν επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, έκριναν ότι είχε έρθει η ώρα της επίθεσης κατά του δογματισμού και της διατύπωσης νέων αναζητήσεων. Συνέπεια ήταν η ίδρυση του περιοδικού «Μανιφέστο», που, με τις αναλύσεις του, διεύρυνε τον μέχρι τότε περιορισμένο ορίζοντα των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων. Ιδρυτές του ήταν η Ροσάντα Ροσάντα, ο Λουίτζι Πιντόρ, ο Άλντο Νατόλι, η Λουτσιάνα Καστελίνα, ο Βαλεντίνο Παρλάτο και ο Λούτσιο Μάγκρι.
Η εποχή της αμφισβήτησης έφερε και το τέλος της παντοδυναμίας του ΚΚΣΕ και της κυριαρχίας του επί των κομμουνιστικών κομμάτων της Δύσης. Έφερε και την Άνοιξη της Πράγας, που δημιούργησε πολλούς προβληματισμούς σε ένα σημαντικό αριθμό κομμουνιστών. Στη μνήμη πολλών έμεινε ανεξίτηλος ο τίτλος του περιοδικού «Η Πράγα είναι μόνη», μετά την επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης.
Όμως, η ανεξαρτησία και η ελευθερία με την οποία το «Μανιφέστο» διατύπωνε τις «αιρετικές» απόψεις του, δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία της ηγεσίας του ΙΚΚ, παρά τις προσπάθειες του Μπερλινγκουέρ να αποφύγει δραστικές λύσεις. Έτσι, σε μια δραματική συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, αποφασίστηκε η διαγραφή της ομάδας «Μανιφέστο». Ο Πιέτρο Ινγκράο σήκωσε και αυτός το χέρι για να ψηφίσει τη διαγραφή των πιο αγαπημένων του συντρόφων, χάριν του αρραγούς του κόμματος. Η Ροσάνα Ροσάντα δεν τον συγχώρησε ποτέ.
Οι διαγραμμένοι αποφάσισαν να μετατρέψουν το περιοδικό (αργότερα εφημερίδα) σε κόμμα το 1972, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια διεύρυνσης της απήχησής του. Στη συνέχεια εντάχθηκαν στο Pdup (Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό), το οποίο αποφάσισε να ακολουθήσει το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1984, από τη στιγμή που ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ είχε εγκαταλείψει τη θεωρία του Ιστορικού Συμβιβασμού. Τέλος, το 1991, διαφωνώντας με την πρόταση του Οκέτο για αλλαγή ονόματος και τη μετατροπή του ΙΚΚ σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς, οι προερχόμενοι από το Pdup έγιναν μέλη της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης.
Η Ροσάντα παρέμεινε κομμουνίστρια μέχρι το τέλος της μακράς ζωής της, ασκώντας κριτική σε μια λογική μετάλλαξης που οδήγησε σε διάλυση το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Δύσης και σε κατακερματισμό τις δυνάμεις της ιταλικής αριστεράς, η οποία, ανεπιτυχώς για την ώρα, αγωνίζεται να ανακάμψει σχεδόν 30 χρόνια αργότερα.