in

(Απο)αποικιοποίηση και εθνικισμός)*. Του Παναγιώτη Τριτσιμπίδα

Mohamad Torokman/Reuters

Υπάρχουν δύο κομβικές θέσεις στα κείμενα του Άντερσον στις οποίες αξίζει να σταθούμε. Πρώτον, ότι «αυτό που δημιούργησε ο σιωνισμός στην προπολεμική Παλαιστίνη» ήταν μια «εποικιστική αποικία» [settler colony] (σ. 46). Δεύτερον, ότι «η σύγκρουση μεταξύ Εβραίων και Αράβων στην Παλαιστίνη είναι μια σύγκρουση μεταξύ δύο εθνικισμών» (σ. 43). Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε πώς η πρώτη θέση περιπλέκει τη δεύτερη –και τις πολιτικές συνεπαγωγές της– χωρίς να την αναιρεί.

Το Ισραήλ ως εποικιστικό αποικιακό κράτος

Ο Άντερσον προσφέρει μια εξαιρετική, ταυτόχρονα ευσύνοπτη και συνολική αφήγηση της ιστορίας της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης. Σκιαγραφεί τις αφετηρίες της, τις κομβικές στιγμές της, τις εσωτερικές και παγκόσμιες δυναμικές που τη διαμορφώνουν, με άξονα τη θέση ότι το κράτος του Ισραήλ έχει συγκροτηθεί ιστορικά ως αποικιακό κράτος, και πιο συγκεκριμένα, ως εποικιστικό αποικιακό κράτος.

Ο Μαξίμ Ροντενσόν, σημαντικός μαρξιστής κοινωνιολόγος του λεγόμενου αραβικού κόσμου, εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος μάλιστα έχασε και τους δύο γονείς του στο Άουσβιτς, προσέφερε μάλλον την πρώτη συστηματική ανάλυση του αποικιακού χαρακτήρα του σιωνισμού και του Ισραήλ σε άρθρο που δημοσίευσε το 1967 στο Les Temps Modernes, το σημαντικό γαλλικό περιοδικό που διεύθυνε ο Σαρτρ [1]. Το άρθρο αυτό εκδόθηκε γρήγορα στα αγγλικά ως βιβλίο με τον τίτλο Israel: A Colonial Settler State?.

Παραπέμποντας και στον Ροντενσόν, ο Άντερσον, τεκμηριώνει βιβλιογραφικά και πραγματολογικά πώς η έννοια της εποικιστικής αποικιοκρατίας [settler colonialism] προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο για την εξήγηση και την κριτική κατανόηση της ιστορικής διαδικασίας εκτοπισμού και εθνοκάθαρσης των Παλαιστινίων. Σε τι διαφέρει όμως η εποικιστική αποικιοκρατία από την «απλή» αποικιοκρατία; Στη δεύτερη, στόχος των αποικιοκρατών είναι να υφαρπάξουν τους πόρους του ιθαγενούς πληθυσμού, να εκμεταλλευτούν την (συχνά καταναγκαστική) εργασία του και να κατακλύσουν με τα προϊόντα τους τις αγορές του (όπως έκαναν για παράδειγμα οι Βρετανοί στην Ινδία). Στον εποικιστικό αποικισμό, κύριος στόχος των αποικιοκρατών είναι να εγκατασταθούν στην περιοχή ή το μεγαλύτερο μέρος της ως η κυρίαρχη, πληθυσμιακά πλειοψηφική ομάδα, αντικαθιστώντας έτσι τον ιθαγενή πληθυσμό μέσω του εκτοπισμού ή/και της εξόντωσής του. Η έννοια της εποικιστικής αποικιοκρατίας, η οποία χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο αναφορικά με την περίπτωση της Παλαιστίνης, αναδεικνύει τους παραλληλισμούς μεταξύ της εν εξελίξει εθνοκάθαρσης των Παλαιστινίων και της εθνοκάθαρσης των φυλών των (λεγόμενων) Ινδιάνων της Αμερικής από του Ευρωπαίους και των Αβορίγινων της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας από τους Βρετανούς.

Ήταν όμως ο σιωνισμός εξ αρχής ένα αποικιακό και εθνικιστικό κίνημα; Ο Άντερσον απαντάει καταφατικά. Το σιωνιστικό κίνημα, το οποίο αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ευρώπη, περιστρεφόταν γύρω από την ιδέα ότι ο εβραϊκός λαός πρέπει να ιδρύσει ένα δικό του κράτος, και ότι η Παλαιστίνη είναι η καταλληλότερη περιοχή ως «γη χωρίς λαό» γι’ αυτόν «τον λαό χωρίς γη».
Φυσικά, το πρόβλημα για την ίδρυση ενός πλειοψηφικά εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη ήταν ότι εκεί, όπως και σε άλλα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις αρχές του 20ού αιώνα, κατοικούσαν και συνυπήρχαν αραβικοί-μουσουλμανικοί, χριστιανικοί και εβραϊκοί πληθυσμοί. Η μεγάλη πλειονότητα ήταν οι πρώτοι. Όπως επισημαίνει ο Άντερσον, το 1918, όταν καταρρέει η Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και η Γαλλία και η Βρετανία μοιράζονται τον έλεγχο των επικρατειών της στη Μέση Ανατολή, ο αραβικός πληθυσμός στην Παλαιστίνη αριθμεί τους 700.000 και ο εβραϊκός τους 60.000. Είκοσι χρόνια μετά, το 1938, ο πρώτος έχει αυξηθεί κατά 30% (φτάνοντας τους 1.070.000) ενώ ο δεύτερος σχεδόν κατά 800% (φτάνοντας τους 460.000) (σ. 46).

Αυτό που μεσολάβησε μεταξύ 1918 και 1938 ήταν η απόφαση της Μεγάλης Βρετανίας να υποστηρίξει ενεργά την ιδέα της εγκαθίδρυσης ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, η οποία ανακοινώθηκε το 1917 με τη Διακήρυξη Μπάλφουρ. Ο αντισημιτισμός έπαιξε σαφώς έναν καταλυτικό ρόλο στην κινητοποίηση των πρώτων κυμάτων εβραϊκής εγκατάστασης στην Παλαιστίνη, μετά τα πογκρόμ τη δεκαετία του 1880 στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς και στη σύλληψη της σιωνιστικής ιδέας, την οποία ο Χερτζλ προώθησε με την μορφή κινήματος στον απόηχο της υπόθεσης Ντρέιφους. Το Ολοκαύτωμα ήταν σαφώς το καθοριστικό γεγονός για να καταστεί η ιδέα αυτή ευρέως αποδεκτή από τις εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης ως αναγκαία και επιθυμητή λύση, λαμβάνοντας μετά το τέλος του πολέμου και την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας (των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ). Ο Άντερσον παρατηρεί όμως: «Μέχρι σήμερα, το Ολοκαύτωμα είναι ο μανδύας που κάλυπτε τις ενέργειες του σιωνιστικού κράτους στα μάτια όχι μόνο του ισραηλινού πληθυσμού ή των εβραίων της διασποράς αλλά και της δυτικής κοινής γνώμης σε γενικές γραμμές. Ιστορικά, ωστόσο, υπήρχε ελάχιστη ή και καθόλου σύνδεση μεταξύ τους. […] Οι σιωνιστικοί στόχοι είχαν καθοριστεί πολύ πριν ο Χίτλερ έρθει στην εξουσία και δεν άλλαξαν εξαιτίας του. Ο Μπεν Γκουριόν δήλωσε κάποτε ότι ήταν πρόθυμος να θυσιάσει τη ζωή των μισών παιδιών Εβραίων, αν αυτό ήταν το τίμημα για να φέρει τα άλλα μισά στη Παλαιστίνη, αντί να τα αφήσει όλα ασφαλή στην Αγγλία [η δήλωση αυτή έγινε το 1938, ένα μήνα μετά από τη Νύχτα των Κρυστάλλων]» (σελ. 56).

Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική, οικονομική και στρατιωτική στήριξη της σιωνιστικής ιδέας από τη Βρετανία υπήρξε ιστορικά προγενέστερη και αυτή που έθεσε τις βάσεις για την εγκαθίδρυση του Ισραήλ, επιτρέποντας και την εγκατάσταση 400.000 Εβραίων στην Παλαιστίνη μεταξύ 1918 και 1938. Ο λόγος για την στήριξη αυτή δεν ήταν βέβαια ότι η Μεγάλη Βρετανία συγκινήθηκε από τη σιωνιστική ιδέα ή από τους διωγμούς των Εβραίων στην Ρωσία. Ήταν ότι έκρινε πως η εγκαθίδρυση ενός εβραϊκού αποικιακού κράτους υπό τη κηδεμονία της στην Παλαιστίνης υπηρετούσε τα δικά της αποικιακά και ιμπεριαλιστικά συμφέροντα: τον καλύτερο έλεγχο της Μέσης Ανατολής (για τον οποίο ανταγωνιζόταν κυρίως με τη Γαλλία), συμπεριλαμβανομένων των πετρελαίων της και του περάσματος προς την σημαντικότερη αποικία της τότε, την Ινδία, μέσα από το γειτονικό κανάλι του Σουέζ.

Με τα λόγια του Άντερσον: «Η βρετανική αποικιοκρατική εξουσία ήταν η απόλυτη προϋπόθεση του εβραϊκού αποικισμού. Χωρίς τη σιδερόφραχτη ισχύ της βρετανικής αστυνομίας, και του στρατού, η αραβική πλειοψηφία –το 90% του πληθυσμού– θα είχε σταματήσει την οικοδόμηση του σιωνισμού μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εν τη γενέσει της» (σ. 48). Η συμπόρευση αυτών των δύο αποικιακών προγραμμάτων, οδήγησε έτσι και στη Μεγάλη Αραβική Εξέγερση του 1936-39, την οποία τα βρετανικά στρατεύματα, σε συνεργασία με τις εβραϊκές παραστρατιωτικές πολιτοφυλακές (Ιργκούν και Χαγκανά), χρειάστηκαν τρία χρόνια για να καταστείλουν πλήρως, αναγκάζοντας τη Βρετανία να αναπτύξει 25.000 χιλιάδες στρατιώτες στην μεγαλύτερη στρατιωτική της κινητοποίηση την περίοδο του μεσοπολέμου [2].

Επόμενη ημερομηνία σταθμός, το 1947: η διχοτόμηση της Παλαιστίνης με την απόφαση των Ηνωμένων Εθνών που όρισε ότι «ο εβραϊκός πληθυσμός (έχοντας φτάσει πλέον στα 35% του συνολικού πληθυσμού) πρέπει να πάρει το 55% της γης, ενώ ο αραβικός πληθυσμός που ήταν το 65% να πάρει το 45%» (σ. 51). Η διχοτόμηση αυτή οδήγησε το 1948 στη Νάκμπα: τον εκτοπισμό 700.000 Παλαιστινίων από τα σπίτια, τα χωράφια, τα χωριά και τις πόλεις τους [3]. Ο Άντερσον σημειώνει σχετικά: «Στις αρχές του 1947, οι Εβραίοι κατείχαν το 7% της γης της Παλαιστίνης. Μέχρι το τέλος του 1950, είχαν καταλάβει το 92% της γης εντός του νέου κράτους –η λεία περιλάμβανε σπίτια και κτίρια κάθε είδους» (σ. 55). Μεταπολεμικά, επίσης, οι ΗΠΑ ανέλαβαν σταδιακά τον ρόλο της νέας ηγεμονικής ιμπεριαλιστικής δύναμης που παρέχει την απαραίτητη στρατιωτική, γεωπολιτική και οικονομική υποστήριξη στο Ισραήλ, παίρνοντας τη σκυτάλη από τη Βρετανία.

Ύστερα έρχεται το 1967: ο πόλεμος των έξι ημέρων κατά τον οποίο το Ισραήλ καταλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη, καθιστώντας τα έκτοτε κατεχόμενα εδάφη –σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Ακολουθεί η εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο το 1982 με στόχο την εκδίωξη του PLO, κατά την οποία οι ακροδεξιοί χριστιανοί Φαλαγγίτες, υπό την προστασία και επίβλεψη του ισραηλινού στρατού, διέπραξαν και τις σφαγές στη Σάμπρα και τη Σατίλα [4].

Σαφώς, όλοι οι εθνικισμοί έχουν κατασκευάσει εθνικά ομοιογενή κράτη χρησιμοποιώντας και τον βούρδουλα και το καρότο, μέσα από μια μακροχρόνια διαδικασία η οποία είχε συχνά προεκτάσεις εθνοκάθαρσης. Δεν είναι όμως πολλοί οι εθνικισμοί που συνέλαβαν και ανέλαβαν να εγκαθιδρύσουν ένα εθνοτικά ομοιογενές κράτος σε μια περιοχή που κατοικούσε ένας πληθυσμός (ο αραβικός-παλαιστινιακός) τουλάχιστον δεκαπλάσιος εκείνου που φιλοδοξούσε να γίνει πλειοψηφικός (του εβραϊκού). Η διαγραφή της φυσικής –και πολιτισμικής– παρουσίας των Παλαιστινίων από το μεγαλύτερο μέρος της Παλαιστίνης υπήρξε έτσι το βασικό μέσο για την εδραίωση του Ισραήλ ως πλειοψηφικά εβραϊκού, αποικιακού εποικιστικού κράτους, συνεχίζοντας να λειτουργεί ως βασικό μέσο για τη συντήρηση και την επέκτασή του ως τέτοιου.

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο σιωνισμός δεν είναι όμως μόνο ποσοτικό αλλά και χρονικό. Σε σχέση με άλλους εθνικισμούς και περιπτώσεις αποικιακού εποικισμού, ο σιωνισμός πραγματοποιεί αυτήν τη διαδικασία εθνοκάθαρσης με μια ιστορική καθυστέρηση. Αν την είχε ολοκληρώσει τον 18ο αιώνα, όπως πχ. συνέβη στην Αμερική, ή ακόμα και στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, μάλλον δεν θα είχε συναντήσει έντονες αντιδράσεις από τον υπόλοιπο κόσμο. Τυχαίνει όμως να την υλοποιεί τον λάθος αιώνα: μπροστά στα μάτια ενός κόσμου που πλέον διαθέτει μια ευαισθησία προς τις γενοκτονίες, εξαιτίας πρωτίστως του Ολοκαυτώματος, αλλά και προς την φρικαλεότητα της εμπειρίας της αποικιοκρατίας.

Δύο εθνικισμοί που συγκρούονται;

Ο Άντερσον, διατυπώνοντας τη δεύτερη κομβική θέση περί σύγκρουσης δύο εθνικισμών, επισημαίνει πρώτα απ’ όλα την απόλυτη υπεροχή του ισραηλινού εθνικισμού σε σχέση με τον παλαιστινιακό. Ο πρώτος είναι ένας αποικιακός εθνικισμός: ο εθνικισμός ενός εποικιστικού αποικιακού κράτος που διεκδικεί –με λόγια και πράξεις– το «δικαίωμά» του να συντηρείται και να επεκτείνεται ως τέτοιο. Ο δεύτερος είναι ένας αντιαποικιακός εθνικισμός: ένας εθνικισμός που διεκδικεί την απόκτηση ως τρόπου κατάργησης της αποικιακής συνθήκης –της συνθήκης του εκτοπισμού, της κατοχής, του απαρτχάιντ, της εθνοκάθαρσης– που επιβάλλει το ισραηλινό κράτος. Για να κατανοήσουμε και αποτιμήσουμε τον παλαιστινιακό εθνικισμό χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να αναγνωρίσουμε ότι η απόκτηση κράτους αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο οι Παλαιστίνιοι μπορούν να διεκδικήσουν και να φανταστούν μια καλύτερη ζωή: μια συνθήκη στην οποία δεν θα μπορούν να εκτοπίζονται διαρκώς, να φυλακίζονται επ’ αόριστον, να σφαγιάζονται μαζικά ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Είναι επίσης δυνητικά ο τρόπος να αποκτήσουν πρόσβαση στα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα από τα οποία εξαιρούνται –και τα οποία εμείς σε κάποιο βαθμό απολαμβάνουμε, έπειτα φυσικά από αγώνες και κοινωνικές πιέσεις.

Θα μπορούσε όμως κανείς στη βάση μιας αντιεθνικιστικής στάσης κομμουνιστικής κοπής, ή/και μιας ευρύτερης εναντίωσης στα (έθνη-)κράτη αναρχικής κοπής, να αρνηθεί ότι ο παλαιστινιακός αγώνας διαθέτει μια χειραφετητική διάσταση επειδή έχει εθνικό/εθνικιστικό χαρακτήρα και το κράτος ως κύριο αίτημά του; Μόνο αν, σε θεωρητικό επίπεδο, δεν αναγνώριζε ότι πέρα την ταξική και την έμφυλη καταπίεση, υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες η εθνότητα, η φυλή ακόμα και η θρησκεία μετατρέπονται σε παράγοντες καταπίεσης, υποτίμησης έως και εξόντωσης –και ότι οι καταπιέσεις αυτές, όπως και οι αγώνες για την κατάργησή τους, διασταυρώνονται με σύνθετους τρόπους με την ταξική και την έμφυλη καταπίεση.

Άλλωστε, στην περίπτωση της Παλαιστίνης, το αν θα γεννηθεί κανείς από τη μία μεριά του τείχους και των check point ή από την άλλη καθορίζει και την υλική θέση, το βιοτικό επίπεδό, πόσο μάλλον το προσδόκιμο ζωής του/της (χωρίς αυτό να αναιρεί την ταξική διαστρωμάτωση της ισραηλινής και της παλαιστινιακής κοινωνίας). Συνεπώς, ο αγώνας για να γκρεμιστεί αυτό το τείχος, και να σταματήσουν οι Παλαιστίνιοι να ζουν σε ένα καθεστώς εξαίρεσης και κοινωνικού θανάτου, αποτελεί αγώνα και για την υλική –και επιθυμητική– ανατίμησή τους. Μια καταπίεση με εθνικά και διαταξικά χαρακτηριστικά γεννάει έναν αγώνα με αντίστοιχα χαρακτηριστικά ο οποίος ωστόσο εκφράζει το αίτημα για μια καλύτερη ζωή: για μια ζωή που δεν θα είναι ελεύθερα φονεύσιμη αλλά αξιοβίωτη.

Σε κάθε περίπτωση, για να μιλήσει κανείς για εθνοκάθαρση και γενοκτονία, δηλαδή για διαδικασία και πρόθεση εξάλειψης μιας εθνοτικής ομάδας (ή μέρους της), χρειάζεται να αναγνωρίσει ότι το ισραηλινό κράτος εκτοπίζει και σκοτώνει συστηματικά τον παλαιστινιακό λαό ως τέτοιον. Επίσης, για να εξηγήσει κριτικά τη γενοκτονική διάσταση του πολέμου που έχει εξαπολύσει από τον Οκτώβρη του 2023 χρειάζεται να αναγνωρίζει ότι η δολοφονία δεκάδων χιλιάδων παιδιών, γυναικών, ηλικιωμένων, και η ισοπέδωση των κρίσιμων υποδομών και του ίδιου του αστικού τοπίου, εγγράφεται σε αυτήν τη μακροχρόνια διαδικασία εκτοπισμού και εθνοκάθαρσης που έχει ως στόχο ο εβραϊκός πληθυσμός να γίνει και παραμείνει ο πλειοψηφικός στην περιοχή. Οι βομβαρδισμοί της Γάζας και η επέκταση των εποικισμών στη Δυτική Όχθη αποτελούν εκφάνσεις αυτής της εποικιστικής αποικιακής διαδικασίας και βίας. Σε αυτήν αντιστέκεται ο παλαιστινιακός αντιαποικιακός εθνικισμός, ο οποίος εκφράζεται σε ηγεμονικό επίπεδο από πολιτικές οργανώσεις όπως η Χαμάς –και παλαιότερα το PLO– που υιοθετούν ιδεολογικά περιεχόμενα και ρεπερτόρια αντιαποικιακής βίας με τα οποία μπορεί σαφώς κανείς να διαφωνεί [5].

Σχετική είναι εδώ η επισήμανση των Hardt και Negri ότι οι «υποτελείς εθνικισμοί» σε σχέση με τους δυτικούς, αποικιακούς εθνικισμούς έχουν έναν αμφίσημο, ταυτόχρονα προοδευτικό και αντιδραστικό χαρακτήρα [6]. Αφενός, τα αντιαποικιακά αιτήματα και κινήματα για εθνική ανεξαρτησία διαθέτουν μια προοδευτική λειτουργία στο μέτρο που συνιστούν μια γραμμή άμυνας ενάντια στην πολιτική, οικονομική και ιδεολογική κυριαρχία των δεύτερων, προσφέροντας έναν τρόπο ενοποίησης των υποτελών και μια δίοδο για την κατάργηση της αποικιακής συνθήκης. Αφετέρου, στο πλαίσιο τόσο της αντιαποικιακής κινητοποίησης όσο και της εδραίωσης των μεταποικιακών εθνών-κρατών, ασκούν εσωτερικές καταπιέσεις καταστέλλοντας εσωτερικές διαφορές και αντιθέσεις στο όνομα της ενότητας του λαού και του έθνους.

Σε αντίστοιχες γραμμές, ο Άντερσον ασκεί μια αμείλικτη κριτική προς τον σιωνισμό ως μορφή αποικιακού εθνικισμού αλλά και προς της ηγεμονικές μορφές του παλαιστινιακού εθνικισμού. Όπως γράφει χαρακτηριστικά: «Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς οποιοδήποτε εθνικό κίνημα που να έχει υποφέρει τόσα πολλά από μια καταστροφική ηγεσία» (σ. 140). Κατακρίνει τις επιλογές του PLO και του Αραφάτ όσον αφορά τις συμφωνίες του Όσλο, και υποστηρίζει ότι η Παλαιστινιακή Αρχή του Αμπάς λειτουργεί έκτοτε ως υπεργολάβος του Ισραήλ και μηχανισμός καταστολής και λογοκρισίας των ίδιων των Παλαιστίνιων. Περιγράφει μάλιστα πώς η διαφθορά και ενδοτικότητα της Φατάχ οδήγησε στο να καταστεί η Χαμάς η ηγεμονική έκφραση της παλαιστινιακής αντίστασης. Δεν χαρίζεται όμως ούτε στη δεύτερη, φωτίζοντας πώς πριμοδοτήθηκε αρχικά από το ίδιο το Ισραήλ, και πώς ο τρόπος που κυβερνά τη Γάζα κινείται σε αντίστοιχη κατεύθυνση με εκείνον της Φατάχ.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στοιχεία της κριτικής του Άντερσον στον παλαιστινιακό εθνικισμό επικοινωνούν και με θέσεις της μεταποικιακής κριτικής του αντιαποικιακού εθνικισμού. Αυτή αναπτύχθηκε παραδειγματικά από τον Γκούχα και την ομάδα των Σπουδών των Υποτελών κατά τη δεκαετία του 1980. Πολύ συνοπτικά, η μεταποικιακή αυτή κριτική υποστηρίζει τα εξής. Πρώτον, ότι ο πληθυσμός των αποικιοκρατούμενων δεν είναι κάτι ομοιογενές και ενιαίο: υπάρχουν διαφορετικές βαθμίδες ντόπιων ελίτ, οι οποίες συνεργάζονται ή και ανταγωνίζονται με τις αποικιακές ελίτ· ο λαός ή οι υποτελείς βρίσκονται κάτω από αυτές, στο κατώτατο μέρος της πυραμίδας της αποικιακής κοινωνίας. Δεύτερον, οι ιστορικοί αυτοί υποστήριξαν ότι το ινδικό εθνικό αντιαποικιακό κίνημα ήταν κατά βάση ένα κίνημα των ντόπιων ελίτ που δεν ενσωμάτωνε τη φωνή και τα αιτήματα των υποτελών: μελετώντας τις βίαιες αγροτικές εξεγέρσεις που σημειώνονται ήδη από τον 19ο αιώνα, έδειξαν ότι πέρα από την πολιτική των ελίτ υπάρχει και μια πολιτική των υποτελών, η οποία διατηρεί μια αυτονομία από την ηγεμονική μορφή του αντιαποικιακού εθνικισμού, έχοντας όμως και αυτή αντιαποικιακό και εθνικιστικό χαρακτήρα. Θα άξιζε να σκεφτούμε εάν και πώς εφαρμόζει το σχήμα αυτό στο παλαιστινιακό συγκείμενο.

Όσον αφορά το πρακτικό ερώτημα, ο Άντερσον, βάσει της ανάλυσης του Ισραήλ ως εποικιστικού αποικιακού κράτους, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι το νευραλγικό σημείο βρίσκεται στην υποστήριξή του από τη Βρετανία και πλέον από τις ΗΠΑ. Σημειώνει ότι για να καμφθεί αυτή η υποστήριξη απαιτείται μια πίεση από τη διεθνή κοινή γνώμη στην κατεύθυνση της απονομιμοποίησης του Ισραήλ, αντίστοιχη με εκείνη που οδήγησε στην ανατροπή του απαρτχάιντ στη Νοτιά Αφρική, η οποία, όπως παρατηρεί, ήρθε τη στιγμή που το Αφρικανικό Κογκρέσο είχε ηττηθεί στο πεδίο της μάχης και είχε αποδεκατιστεί ως οργάνωση. Ο Άντερσον επικροτεί τις κινήσεις για ένα διεθνές μποϊκοτάζ του Ισραήλ, όπως αυτή του BDS, αλλά σημειώνει ότι είναι «αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι η διεθνής κοινή γνώμη από μόνη της θα έχει άμεσο αντίκτυπο στον σιωνισμό» (σ. 70). Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, σημειώνει, μόνο αν δεν υπήρχαν ισχυρότατα εξωτερικά συμφέροντα για την υποστήριξη του Ισραήλ, όπως αυτά των ΗΠΑ. Δεν θεωρεί όμως ούτε ότι οι Παλαιστίνιοι μπορούν από μόνοι τους να αλλάξουν την κατάσταση. Όπως γράφει: «οι Παλαιστίνιοι είναι πολύ αδύναμοι για να έχουν πολλές ελπίδες να δικαιωθούν από μόνοι τους» (σ. 83).

Καταλήγει έτσι στο συμπέρασμα ότι ο μοχλός για μια θετική αλλαγή είναι η αποσταθεροποίηση του συσχετισμού δύναμης στην περιοχή και του ελέγχου των ΗΠΑ σε αυτή. Στο πρώτο κείμενό του, το οποίο γράφει το 2001, εξηγεί ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από δημοκρατικές επαναστάσεις που θα ανατρέψουν δεσποτικά και φιλικά προς τις ΗΠΑ καθεστώτα, και συγκεκριμένα αυτό της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας. Το σκεπτικό είναι ότι αν οι ΗΠΑ χάσουν από τον πλήρη έλεγχό τους την περιοχή και τα πετρέλαιά της, θα σταματήσουν να συναινούν με την ίδια ευκολία στις γενοκτονικές πολιτικές του Ισραήλ, ιδίως από τη στιγμή που τα πιο δημοκρατικά αραβικά κράτη θα εναντιώνονται πιο ενεργά σε αυτές εκφράζοντας το φιλοπαλαιστινιακό αίσθημα των αραβικών κοινωνιών. Υπό αυτήν την έννοια, ο Άντερσον υποστηρίζει ότι ένα κύμα δημοκρατικών επαναστάσεων μπορεί να ξεκλειδώσει μια λύση για το παλαιστινιακό (και όχι, όπως επικρίθηκε, υπό την έννοια ότι θα καταστήσει δυνατό έναν νέο γύρο πολεμικών επιθέσεων των αραβικών κρατών στο Ισραήλ).

Ποια μπορεί να είναι όμως η μορφή αυτή της λύσης κατά τον Άντερσον; Στο δεύτερο κείμενό του, υποστηρίζει ότι η μόνη ουσιαστική προοπτική για μια δίκαιη ειρήνη είναι αυτή του ενιαίου δι-εθνικού κράτους, στο οποίο ο εβραϊκός και ο παλαιστινιακός πληθυσμός θα απολαμβάνουν ίσα δημοκρατικά δικαιώματα. Σύμφωνα με τη διάγνωσή του, η λύση των δύο κρατών έχει καταστεί ανεδαφική και ακατάλληλη για να αντιστρέψει την εδραιωμένη συνθήκη ριζικής ανισότητας και αδικίας.

Αυτή η συνθήκη ριζικής ανισότητας που έχει εδραιωθεί μέσα από εκατό χρόνια εποικιστικής αποικιοποίησης έχει μια γεωπολιτική αλλά και μια οικονομική, μια πολιτική και μια λογοθετική/ιδεολογική διάσταση. Διακρίνοντας αυτές τις διαστάσεις και διαδικασίες μπορούμε να κατανοήσουμε ότι ο συνδυασμός τους καθιστά δυνατή την εθνοκάθαρση που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη μπορούν να εκτοπίζονται και να σφαγιάζονται, όχι μόνο επειδή το Ισραήλ έχει τις κατάλληλες στρατιωτικές και γεωπολιτικές συμμαχίες, αλλά και επειδή οι ίδιοι έχουν καταστεί ένας πληθυσμός που πλεονάζει οικονομικά, αποκλείεται από τα θεμελιώδη πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, και η φωνή του μπορεί να αποσιωπάται και να αγνοείται.

Η λογοθετική διάσταση αφορά τη νομιμοποίηση των οικονομικών και πολιτικών αποικιοκρατικών μηχανισμών, οι οποίοι περιλαμβάνουν μέχρι και τεχνικές νεκροπολιτικής [7] που έχουν ως στόχο να καθυποτάξουν ή/και να εκτοπίσουν περαιτέρω τους Παλαιστίνιους μέσω της στέρησης της πρόσβασής τους σε τροφή, νερό, ενέργεια, περίθαλψη έως και της συστηματικής σφαγής τους. Η θεωρία του Σαΐντ για τον οριενταλισμό, και εκείνη της Σπίβακ για την αποσιώπηση των φωνών των υποτελών, αναλύουν κριτικά αυτή την λογοθετική διάσταση, αναδεικνύοντας πώς οι αποικιακές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εφαρμόζουν τέτοιες τεχνολογίες εξουσίας και ταυτόχρονα αναπαρίστανται ως δυνάμεις κουλτούρας και πολιτισμού που ανήκουν στη Δύση, ενώ τα θύματά τους ως βαρβαρικές απειλές και φορείς ενός σκοταδισμού που ανήκει στην Ανατολή [8].

Στο συγκείμενο της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, ο κυρίαρχος οριενταλιστικός λόγος επιχειρεί να νομιμοποιήσει κάθε πολεμική ενέργεια του Ισραήλ αναπαριστώντας τη ως απαραίτητη για την ασφάλεια του ίδιου και της Δύσης σε μια περιοχή που βασιλεύει το Ισλάμ, η τρομοκρατία και το χάος. Με τα διόλου πρωτότυπα λόγια ενός Έλληνα δημοσιογράφου, το Ισραήλ αποτελεί «το προκεχωρημένο φυλάκιο του πολιτισμένου κόσμου απέναντι στο χάος», «τους Ακρίτες του δυτικού πολιτισμού στα έγκατα του Ισλάμ». Στο πλαίσιο της προσπάθειας οριοθέτησης του πεδίου του έγκυρου και νόμιμου λόγου, κάθε κριτική προς το ισραηλινό κράτος μπορεί επίσης να συκοφαντείται, να λογοκρίνεται έως και να τιμωρείται ως μορφή αντισημιτισμού –ακόμα και αν προέρχεται από διεθνείς οργανισμούς ή και τον ίδιο τον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Συνεπώς, πέρα από τη στενά γεωπολιτική του διάσταση, ο παλαιστινιακός αγώνας αφορά και το οικονομικό, το πολιτικό και το λογοθετικό μέτωπο. Γι’ αυτό είναι ένας αγώνας αποαποικιοποίησης που αφορά τον παλαιστινιακό λαό, αλλά και εμάς –στο μέτρο που εμπλεκόμαστε, εκ των πραγμάτων, ιδίως στη διαπάλη για τη νομιμοποίηση ή απονομιμοποίηση των γενοκτονικών πολιτικών του Ισραήλ.

Η πολιτική βαρύτητα της διαπάλης αυτής είναι σημαντική. Πρώτον, διότι οι δυτικές (ακρο)δεξιές και οι (ακρο)κεντρώες πολιτικές δυνάμεις μετέχουν ενεργά σε αυτή διαμορφώνοντας το στρατόπεδο του Παγκόσμιο Ισραήλ (Global Israel). Δεύτερον, διότι πλέον συγκροτούνται όλο και περισσότερο στη βάση της Ισλαμοφοβίας (αντί του αντισημιτισμού), ορίζοντας τους μετανάστες από τον λεγόμενο μουσουλμανικό κόσμο ως την κύρια απειλή από την όποια πρέπει να προστατεύσουν –με λόγια και πράξεις– τη δυτική, λευκή ή/και χριστιανική ταυτότητα. Τρίτον, διότι στο νέο –μεταποικιακό– ιστορικό περιβάλλον όπου οι κοινωνίες και οι εργατικές τάξεις των δυτικών –πρώην μητροπολιτικών– κρατών έχουν γίνει πράγματι πιο πολυεθνικές, η συνθήκη που βιώνουν οι Παλαιστίνιοι/ες μπορεί να λειτουργεί ως συμπύκνωση της συνθήκης που βιώνουν μετανάστες/ριες. Έτσι, η Παλαιστίνη γίνεται σε διάφορες χώρες σημείο αναφοράς γύρω από το οποίο συναντώνται υποκείμενα και αναδύονται αγώνες που αφορούν την εναντίωση στις αντιμεταναστευτικές πολιτικές, τα δικαιώματα των μεταναστών και τον αντιρατσισμό, δείχνοντας ότι και η πλευρά της Παλαιστίνης συγκροτείται σε ένα παγκόσμιο επίπεδο (ως Global Palestine) που περιλαμβάνει τα διεθνή κινήματα αλληλεγγύης, αλλά προωθεί και σημαντικούς τοπικούς αγώνες.

Από αυτήν τη σκοπιά, οι κινητοποιήσεις αλληλεγγύης σε δυτικές χώρες με αίτημα τον τερματισμό της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη αναμετριούνται με την καίρια πρόκληση του αναπροσδιορισμού του εμείς με το οποίο ταυτιζόμαστε, αλλά και στο όνομα του οποίου μιλούν και δρουν τα κράτη στα οποία υπαγόμαστε. Σε συνδυασμό με την κοινωνική κίνηση εναντίωσης στη ισραηλινή εποικιστική αποικιοκρατία εντός της Παλαιστίνης, η οποία μπορεί να αναπτύσσεται και πέρα από τις ηγεμονικές μορφές έκφρασής της, παραπέμπουν στη δυνατότητα να συγκροτηθεί ένα διεθνικό εμείς ικανό να φέρει την ελευθερία και τη δικαιοσύνη στην Παλαιστίνη, αλλά και να την προωθήσει σε εδάφη στα δυτικά –και τα ανατολικά– της.

___________

Σημειώσεις

[1] Βλ. επίσης την ανάλυση του 1972 του Γασάν Καναφάνι, Η Μεγάλη Εξέγερση του 1936-1939 στην Παλαιστίνη, Προλετκούλτ, 2025.
[2] Για την εξέγερση αυτή και το ιστορικό της πλαίσιο βλ. Σωτήρης Ρούσσος, Επανάσταση και εξέγερση στη Μέση Ανατολή, Gutenberg, 2022, σ. 36-147.
[3] Για τη Νάκμπα και τον πόλεμο της λεγόμενης ισραηλινής ανεξαρτησίας ως προϊόντα ενός προγράμματος εθνοκάθαρσης βλ. Ιλάν Παπέ, Η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης, μτφρ. Κ. Κούσιαντας – Ελ. Τιμογιαννάκη, Σάλτο, 2025.
[4] Βλ. τη συνταρακτική αφήγηση του Ζαν Ζενέ, Τέσσερις ώρες στη Σατίλα, μτφρ. Σ. Βελέντζας, Ύψιλον, 2013.
[5] Αν κανείς έχει ως πολιτική αφετηρία έναν αφηρημένο αντιεθνικισμό και μια συνολική απόρριψη της έννοιας του λαού, μάλλον οδηγείται, όσον αφορά το παλαιστινιακό ζήτημα, σε μια θέση ίσων αποστάσεων μεταξύ των δύο εθνικισμών (που συγκρούονται). Στο μέτρο που κατανοεί αυτούς τους εθνικισμούς ως πολιτικά όμοια –και εξίσου κατακριτέα– φαινόμενα, μια τέτοια τοποθέτηση όμως, χωρίς απαραίτητα να έχει αυτήν την στόχευση, λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του αποικιακού εθνικισμού (του σιωνισμού) και σίγουρα όχι ενάντιά του. Διότι αν αυτό που συμβαίνει από την 7η Οκτώβρη και έπειτα είναι απλώς ένας ακόμα γύρος σε έναν αφηρημένο πόλεμο δύο εθνικισμών στην περιοχή, τότε η πολεμική επιχείρηση του Ισραηλινού κράτους δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως η απάντηση και τα αντίποινα στην πολεμική επιχείρηση που εξαπέλυσε Χαμάς. Μια τέτοια σκοπιά μπορεί βέβαια να εστιάσει την κριτική της στην ισραηλινή επίθεση, κατακρίνοντάς την για τη βιαιότητά της, το δυσανάλογο ανθρώπινο κόστος της, την καταστροφή ζωτικών υποδομών, τις διαστάσεις γενοκτονίας που προσλαμβάνει. Αυτό όμως που δεν μπορεί να αναγνωρίσει είναι ότι η επίθεση αυτή έχει μια γενοκτονική διάσταση επειδή εγγράφεται στη μακροχρόνια διαδικασία εκτοπισμού και εθνοκάθαρσής του παλαιστινιακού λαού που έχει εκκινήσει ο ένας από τους δύο εθνικισμούς, ο αποικιακός εθνικισμός που ονομάζεται σιωνισμός.
Τι θα σήμαινε άραγε η αποαποικιοποίηση του διεθνισμού της κομμουνιστικής σκοπιάς, ο οποίος παραμένει καίριος στο πλαίσιο μια συγκεκριμένης ανάλυσης μιας συγκεκριμένης κατάστασης αλλά αναιρείται όταν μετατρέπεται σε έναν αφηρημένο αντιεθνικισμό; Πρώτον, να αναγνωρίσουμε –αντί να αρνηθούμε– ότι στη συγκεκριμένη, ακραία καταπιεστική, αποικιακή, κατάσταση της Παλαιστίνης η κίνηση της «κατάργησης της παρούσας κατάστασης πραγμάτων» περνάει μέσα από τον αγώνα για την κατάργηση των μηχανισμών εξαίρεσης και εθνοκάθαρσης του παλαιστινιακού πληθυσμού. Το γεγονός ότι ο παλαιστινιακός αγώνας έχει –και δεν μπορεί παρά να έχει– ως κεντρικό και άμεσο αίτημά του την απόκτηση κράτους και πολιτειότητας, όχι μόνο δεν αναιρεί την χειραφετητική του διάσταση αλλά αποτελεί στιγμή αυτής της πραγματικής κίνησης άρνησης της δεδομένης εξαιρετικά αρνητικής συνθήκης. Δεύτερον, η αποαποικιοποίηση αυτή μας καλεί να αναγνωρίσουμε την αξία και την ακριβή σημασία της αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό αγώνα: η εναντίωση στην εθνοκάθαρση του παλαιστινιακού λαού και η υποστήριξη του αιτήματός του για ελευθερία συνεπάγεται ότι ταυτιζόμαστε με την κοινωνική κίνηση εναντίωσης των Παλαιστινίων στην εποικιστική αποικιακή βία που ασκεί και χαρακτηρίζει το ισραηλινό κράτος, όχι όμως απαραίτητα και με τα ιδεολογικά περιεχόμενα και τα ρεπερτόρια άσκησης αντιαποικιακής βίας που υιοθετούν οι ηγεμονικές μορφές έκφρασης αυτής της εναντίωσης (η Χαμάς τώρα, το PLO παλαιότερα, κάποια άλλη πολιτική μορφή στο μέλλον).
[6] Michael Hardt & Antonio Negri, Αυτοκρατορία, μτφρ. Ν. Καλαϊτζής, Scripta, 2002, σελ. 151-152.
[7] Ασίλλε Μπέμπε, Νεκροπολιτική, μτφρ. Γ. Χαρλαμπίτας, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2020.
[8] Edward Said, Οριενταλισμός, μτφρ. Φ. Τερζάκης, Σάλτο, 2025. Gayatri Chakravorty Spivak, Μπορούν οι υποτελείς να ομιλούν;, μτφρ. Χ. Κολύρη – Π. Τριτσιμπίδας, επιστ. επιμ.- επίμ. Π. Τριτσιμπίδας, Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2024.

* Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης στην παρουσίαση του βιβλίου του Πέρι Άντερσον, Δυο κείμενα για την ιστορία της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης και τον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού (μετάφραση και εισαγωγή: Συντακτική ομάδα του Jacobin Greece, Τόπος, 2024), η οποία διοργανώθηκε από το alter-βιβλιο και το Jacobin την Τρίτη 8 Απριλίου 2025 στο καφέ-μπαρ Μανιφέστο, με ομιλητές την Αθηνά Παπανικολάου, τον Γιώργο Σουβλή και τον Παναγιώτη Τριτσιμπίδα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Η Πρωτοβουλία Πανεπιστημιακών ΑΠΘ-ΠΑΜΑΚ για την εκκένωση της κατάληψης στο Τμήμα Φυσικής