Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, φοβάμαι ότι το κύριο πρόβλημα για την Αριστερά δεν σχετίζεται με τα ασφυκτικά περιθώρια της συμφωνίας του Ιουλίου, αλλά με τη συνολική εμπειρία της επτάμηνης διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ας σκεφτούμε το εξής: αν ο συμβιβασμός του καλοκαιριού είχε συντελεστεί εν μέσω μιας ανακαινιστικής προσπάθειας που θα ενθάρρυνε ριζοσπαστικές τομές και θα στηριζόταν στα κοινωνικά κινήματα σήμερα θα ήμασταν μεν αντιμέτωποι με μια σημαντική υποχώρηση και ήττα, αλλά ο ορίζοντας των προσδοκιών μας θα ήταν παντελώς διαφορετικός. Το γενικευμένο ξενέρωμα, η απογοήτευση και η αποσυσπείρωση –εμφανής μέχρι και στις δημοσκοπικές μετρήσεις– δεν σχετίζεται μόνο ή αποκλειστικά με την υπογραφή της συμφωνίας ή τη διάσπαση του κόμματος. Σχετίζεται με τον συνδυασμό των παλινωδιών στην ίδια τη διαπραγμάτευση –με κορυφαίο παράδειγμα το δημοψήφισμα– και τον συχνά απογοητευτικό τρόπο άσκησης πολιτικής, που συνοψίζεται στην αδιαφορία ή αδυναμία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για ριζικές τομές πέραν ορισμένων πρωτοβουλιών που παρότι σημαντικές δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα.
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να επανακτήσει εκλογικά πολλούς και πολλές που τον είχαν επιλέξει στις 25 Ιανουαρίου. Αυτό όμως που δεν μπορεί να επανακτήσει είναι η προσδοκία δυναμικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας για μια ριζική τομή στις συσσωρευμένες κακοδαιμονίες, η οποία θα απελευθέρωνε κοινωνικές δυναμικές και θα ανέτρεπε –στην ίδια την καθημερινότητα των πολλών– τον ασφυκτικό κλοιό που έχει δημιουργήσει ο συνδυασμός της λιτότητας και ο παραδοσιακός τρόπος άσκησης πολιτικής των πελατειακών δικτύων και της διαφθοράς. Η προσδοκία αυτή ροκανίστηκε μέσα από την ατολμία του προηγούμενου διαστήματος, από τον συγχρονισμό του ΣΥΡΙΖΑ με πρακτικές του παλιού πολιτικού κόσμου, και από την επικράτηση συντηρητικών αντιλήψεων που ταυτίζουν εν τέλει την κυβέρνηση της Αριστεράς με την –ανεδαφική- επιστροφή στον απολεσθέντα παράδεισο των προηγούμενων χρόνων. Μπορεί μια νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να διαψεύσει αυτό τον συσσωρευμένο σκεπτικισμό; Θα ήθελα να πιστεύω πως ναι, αλλά ο τρόπος που οδεύει προς τις εκλογές με κάνει περισσότερο επιφυλακτικό. Για να το πω απλά, ο ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε τον Ιανουάριο υποστέλλοντας το όραμα μιας κοινωνικής μεταβολής στο όνομα του άμεσου στόχου της κατάργησης του Μνημονίου. Σήμερα ο άμεσος στόχος φαντάζει μακρινό παρελθόν και ο πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ απομακρύνεται όλο και περισσότερο από ένα οραματικό φορτίο για το τι θα σήμαινε η Αριστερά στην εξουσία. Δεν είναι αποκλειστικά πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ όμως. Η αδυναμία της Αριστεράς, σε όλες τις εκδοχές της, να παρουσιάσει προγραμματικές, θετικές, και προωθητικές τομές –πέρα από συνθήματα γύρω από την άρνηση της λιτότητας– αντανακλά μια μακρά παράδοση όπου η μεταρρύθμιση ταυτίστηκε με την προσχώρηση στον αντίπαλο και η επανάσταση με την αφηρημένη αναμονή της κατάληψης της κεντρικής εξουσίας.
Όσον αφορά τώρα το δεύτερο ερώτημα (σχετικά με τα «καθήκοντα» του αριστερού και ευρύτερου κινήματος), σε αντίθεση με τις πάγιες συνήθειές μας, προτείνω να μην αναγορεύσουμε σε «καθήκοντα» την οργάνωση των κοινωνικών αντιστάσεων και τα άλλα σχετικά που συνοδεύουν τα κείμενά μας όταν συζητάμε για τη νέα σχολική χρονιά. Χρειάζεται να βάλουμε κάτω το κεφάλι και να δουλέψουμε πάνω στην εμπειρία του ελληνικού και του ευρωπαϊκού μετασχηματισμού μετά το 2008 και να αντιληφθούμε ότι στα χρόνια αυτά δοκιμάστηκαν τα όρια των βεβαιοτήτων μας, ανεξαρτήτως ιδεολογικών και οργανωτικών καταβολών: από τη σημασία των γενικών απεργιών έως την πεποίθηση ότι μια κόκκινη σημαία στο Μαξίμου συνεπάγεται αυτόματες κοινωνικές μεταβολές. Εγκλωβισμένοι στις βεβαιότητές μας δεν εργαστήκαμε συστηματικά πάνω στο περιεχόμενο και στη στρατηγική μιας εναλλακτικής πρότασης που θα απελευθερώσει τις τεράστιες, συσσωρευμένες, δυνατότητες του 21ου αιώνα. Εκεί βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος: στη συρρίκνωση της πολιτικής φαντασίας κάτω από την πίεση των νοοτροπιών και των πρακτικών –ιδίως στους τρόπους οργάνωσης– της ιστορικής Αριστεράς. Σκέφτομαι ξανά, όπως το είχα γράψει στον απόηχο της συμφωνίας του Ιουλίου στα «Ενθέματα» («Φυσάμε να πέσουμε ή κρατάμε ομπρέλα; Αριστερά με νέα αντίληψη», 26.7.2015), τη δυνατότητα ενός ριζοσπαστικού think tank που θα εμπλέκει όσους και όσες, μέσα και έξω από την Ελλάδα, συμφωνούν οτι το ζητούμενο είναι ένα πρακτικό πρόγραμμα μεταβολής που θα στηρίζεται στην επιδίωξη της μεταρρύθμισης και θα πραγματώνει μέσα από αυτήν επαναστατικές τομές. Θα επιμείνω σε αυτήν την ιδέα: τόσο για να δημιουργήσουμε ένα πρότυπο οργανωτικής δράσης που θα στηρίζεται στην οριζόντια δικτύωση, την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και την παραγωγή ενός δημοκρατικού υποδείγματος όσο και για να παραγάγει εργαλεία άσκησης εναλλακτικής κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής. Αντί να εμπλακούμε σε έναν νέο γύρο εσωστρέφειας, να προσπαθήσουμε να μετατρέψουμε την εμπειρία του προηγούμενου διαστήματος σε αφορμή για μια ουσιαστική χειραφέτηση από τις δυναστικές αδράνειες του παρελθόντος.
Ο Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός
πηγή: Ενθέματα