Στον Τάσο Γλαντζή και τον Γεράσιμο Βώκο
Pierre Macherey, Hegel ή Spinoza (μτφρ.: Τάσος Μπέτζελος), Εκδόσεις Angelus Novus 2019, σελ. 340.
Η έκδοση του Hegel ή Spinoza στα ελληνικά αποτελεί ένα δώρο στην ελληνική φιλοσοφική βιβλιογραφία, η αξία του οποίου είναι πραγματικά ανυπολόγιστη. Οι εκδόσεις Αngelus Νovus και ο ακαταπόνητος Τάσος Ευσταθίου μας προσέφεραν, λίγο πριν τις γιορτές, ένα από τα δύο-τρία καλύτερα φιλοσοφικά βιβλία που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Αν προστεθεί, δε, και η καταπληκτική μετάφραση από τον Τάσο Μπέτζελο, τότε δεν υπάρχει έπαινος που θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικός γι’ αυτήν την προσφορά.
Το βιβλίο του Μασρέ, με πρώτη έκδοση στα γαλλικά το 1979 –η ελληνική μετάφραση έγινε από τη δεύτερη, του 1990– είναι ένα αληθινό διαμάντι της παγκόσμιας σπινοζικής βιβλιογραφίας. Ενώ ο Σπινόζα είναι, αντίστοιχα, ο «αναπόδραστος» φιλόσοφος: όποιος ασχολείται με τη φιλοσοφία δεν μπορεί να τον αγνοήσει.
Όπως ο ίδιος ο Χέγκελ –το πρώτο μέλος της διάζευξης του τίτλου, αν πρόκειται για διάζευξη– το θέτει,
[ο] Σπινόζα συνιστά σε τέτοιον βαθμό κομβικό σημείο για τη νεότερη φιλοσοφία, ώστε μπορούμε πράγματι να πούμε ότι έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ σπινοζισμού και καθόλου φιλοσοφίας (du hast entweder den Spinozismus oder keine Philosophie) (1).
Ο Χέγκελ, βέβαια, μετά την πρώτη αυτή παραδοχή, θα επιχειρήσει να παρουσιάσει το εγχείρημα του Σπινόζα, «απ’ όπου διακρίνεται το απόλυτο», ως σπουδαίο τόσο όσο και αδιέξοδο. Όπως σημειώνει ο Μασρέ,
ο Spinoza επέχει κατά τον Hegel θέση προδρόμου: κάτι ξεκινάει με εκείνον. Ωστόσο, ο Spinoza δεν είναι παρά πρόδρομος, αυτό που ξεκινάει με εκείνον δεν καταλήγει κάπου, κατά τον τρόπο μιας σταματημένης σκέψης που στερεί από τον εαυτό της τη δυνατότητα να επιτύχει τον σκοπό που εντούτοις η ίδια έχει υποδείξει. Γι’ αυτό ακριβώς ο Hegel ανακαλύπτει στο έργο του Spinoza όλα τα χαρακτηριστικά μιας αποτυχημένης απόπειρας, η οποία προσκρούει σε ανυπέρβλητες δυσκολίες, που η ίδια έχει ορθώσει μπροστά της (σελ. 27).
Ο Μασρέ θα δείξει με πολύ πειστικό, νομίζω, τρόπο πως ο Χέγκελ έχει άδικο. Θα του προσάψει, μάλιστα, μια μείζονα παρεξήγηση: στην πραγματικότητα, ως προς πολλά από τα ουσιώδη και σημαντικά, η εγελιανή και η σπινοζική φιλοσοφία βρίσκονται πολύ κοντά. Πράγμα που σημαίνει πως ο Σπινόζα προηγείται όχι μόνο χρονικά. Ο Αλτουσέρ στα «Στοιχεία αυτοκριτικής» κάνει λόγο για «προκαταβολική επανάληψη του Hegel από τον Spinoza». Ο Μασρέ, όχι μόνο προσυπογράφει, αλλά υπερακοντίζει αυτή την περιεκτική διατύπωση.
Γιατί, όμως, έχει τόσο μεγάλη σημασία γι’ αυτούς τους γάλλους μαρξιστές, με την μεγάλη επίδραση στη παγκόσμια Αριστερά τις δεκαετίες ’60 και ’70, η σχέση Χέγκελ και Σπινόζα; Η απάντηση βρίσκεται στην ίδια την ιστορία της μαρξιστικής Αριστεράς και στον τρόπο με τον οποίο αυτή διαχρονικά είχε αντιληφθεί και ασκήσει την πρακτική της φιλοσοφίας. Για τους αλτουσεριστές –και ο Μασρέ είναι εξέχων ανάμεσά τους–, η προνομιακή σχέση της κομμουνιστικής φιλοσοφικής πρακτικής με τον εγελιανισμό ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη και αντιπαραγωγική. Ο Χέγκελ ήταν κάθε άλλο παρά καλός σύμμαχος σε αυτήν την «ταξική πάλη στον χώρο της θεωρίας», που αποτελεί η φιλοσοφία. Ως σύμμαχος, ο Σπινόζα ήταν πολύ καταλληλότερος για τους ανθρώπους που ήταν στρατευμένοι στην υπόθεση της εργατικής –και έτσι πανανθρώπινης- χειραφέτησης.
Ο Σπινόζα, ό,τι κι αν νομίζει ο Χέγκελ, έχει όλα τα καλά του Χέγκελ και κανένα από τα μειονεκτήματά του. Ο Μασρέ, αποδομώντας την κριτική του Χέγκελ, το αποδεικνύει με πολύ γλαφυρό και βαθύ τρόπο. Αποδεικνύει, δηλαδή, πως ο Σπινόζα έχει να μας πει περισσότερα –όσο κι αν ήρθε πρώτος, σε μια απόσταση δύο αιώνων από τον γερμανικό ιδεαλισμό:
Λέμε «Hegel ή Spinoza» και όχι το αντίστροφο. Διότι ο Spinoza είναι εκείνος που συνιστά την αληθινή εναλλακτική δυνατότητα προς την εγελιανή φιλοσοφία (σελ. 22).
Από τη σημερινή οπτική γωνία, νομίζω, πως το βιβλίο του Μασρέ έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο μέτρο που μας μαθαίνει τον Σπινόζα παρά για το γεγονός πως αποδομεί τον Χέγκελ. Αποτελεί μια πραγματικά εξαιρετική έκθεση της σπινοζικής φιλοσοφίας, που παρέχει τις καλύτερες σκαλωσιές προκειμένου να ακουμπήσουμε σε όλους τους σημαντικούς αρμούς του έργου του Σπινόζα.
Του φιλόσοφου που αναζήτησε το «υπέρτατο αγαθό» στη χαρά και την κατάφαση του κόσμου. Κατάφαση που βασίζεται στη γνώση του «Θεού», δηλαδή της «Φύσης», γνώση που μπορεί να συλλάβει το απόλυτο, το πραγματικό. Η γνώση συνιστά μια πραγματική διαδικασία που εμπεριέχει τις προϋποθέσεις της αντικειμενικότητάς της. Εφόσον «υπάρχει μια αληθινή ιδέα», εφόσον «η αλήθεια είναι δείκτης του εαυτού της και του σφάλματος», μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο και η γνώση μας να είναι αντικειμενική. Αυτή η «αισιοδοξία» κάνει τη χαρά εφικτή για μας.
Η τόση και τόσο εμπεριστατωμένη κατάφαση είναι που κάνει τον Σπινόζα σύμμαχο όλων όσων παλεύουν για την χειραφέτηση, ώστε να πάψουν οι άνθρωποι «να αγωνίζονται για την σκλαβιά τους σα να πρόκειται για την ελευθερία τους».
Έχουμε τη δυνατότητα της αντικειμενικής γνώσης, μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό (την Φύση), την απόλυτη, πραγματική, υπόσταση και γνωρίζοντας μπορούμε να διαμορφώσουμε μια πρακτική της χαράς για μας και για όλους τους ανθρώπους. Γίνεται –και ο Σπινόζα είναι ο καλύτερος στην επιχειρηματολόγηση αυτής της σωτήριας δυνατότητας. Μπορούμε να δούμε sub specie aeternitatis (από την σκοπιά της αιωνιότητας), γιατί η αιωνιότητα δεν είναι αριθμός, αλλά συνθήκη. Ανήκουμε οι ίδιοι στην υπόσταση ( τον Θεό ή Φύση) ως τροποποιήσεις της κι έτσι μοιραζόμαστε την αιωνιότητά της. Ας το καταλάβουμε, ας περιορίσουμε (ας καταργήσουμε, καλύτερα, όσα απομειώνουν τη δύναμή μας –την εκμετάλλευση, την κυριαρχία) και ας χαρούμε γνήσια. Όλη η «Ηθική» είναι αφιερωμένη να το αποδείξει –και τα καταφέρνει.
Αντιγράφω τα λόγια του Μασρέ:
Η υπόσταση είναι απολύτως άπειρη επειδή ακριβώς περιλαμβάνει την απειρία των κατηγορημάτων. Ως εκ τούτου, η ενότητα της υπόστασης δεν είναι μια αριθμητική ενότητα: δεν υποδηλώνει την ύπαρξη ενός ατόμου που δεν θα μπορούσε να αναχθεί σε κανένα άλλο λόγω της απλότητας της φύσης του. η υπόσταση δεν είναι ένα ον, και αυτή ακριβώς είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση της μοναδικότητάς της: είναι ό,τι υπάρχει και μπορεί να κατανοηθεί, το οποίο επομένως δεν έχει την αιτία του παρά μονάχα στον εαυτό του. ωστόσο, αυτή η πληρότητα του είναι, αυτή η απόλυτη κατάφαση εαυτού που συγκροτεί την υπόσταση δεν μπορεί να είναι η κενή μορφή του Ενός που θα ήταν μόνο Ένα, ή το οποίο δεν θα ήταν –αν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι- παρά ένα Ένα: είναι αυτή η απείρως διάφορη πραγματικότητα η οποία περιλαμβάνει όλα τα κατηγορήματα και εκφράζεται στην απειρία τους. δεν πρόκειται για την πραγματικότητα ενός Όντος που θα εμπεριέκλειε ήδη αυτήν την ολότητα, δυνάμει μιας αρχικής παροχής, αλλά πρόκειται κατ’ αρχάς για την πραγματικότητα μιας ακατανίκητης κίνησης…» (σελ. 158).
Ο Σπινόζα, λοιπόν. Που αρνήθηκε τη θέση που του προσφέρθηκε στη Χαϊδελβέργη γιατί θεωρούσε πως η αποδοχή επίσημων θέσεων θα περιόριζε τη φιλοσοφική του ελευθερία. Την ίδια θέση αποδέχτηκε ασμένως ο Χέγκελ δυο αιώνες αργότερα για «να διδάσκει τη φιλοσοφία του».
Για τον Σπινόζα,
[η] φιλοσοφία καταργεί τον φόβο και αγνοεί την υπακοή [αποστρέφεται, λοιπόν, ριζικά την επισημοποίηση]» […] «Η φιλοσοφία του Hegel διδάσκεται σε μαθητές από την κορυφή προς τη βάση. [Η] φιλοσοφία του Spinoza μεταδίδεται σε συνοδοιπόρους, επί ίσοις όροις.
Το Hegel ή Spinoza είναι ένα «δύσκολο» βιβλίο. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα έπρεπε να λείπει από καμιά βιβλιοθήκη.
ΥΓ. Η αφιέρωση στον Τάσο και τον Γεράσιμο είναι αυτόδηλα εξηγήσιμη. Και οι δύο ήταν πραγματική κατάφαση της ζωής. Με τα μυαλά του Σπινόζα, όπως θα καταλάβατε, δεν ήταν – Είναι.
(1) G. W. F. Hegel, Παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας, κεφάλαιο “Spinoza”