in

Από τη συναίνεση στην ηθική ήττα. Η στάση της Δύσης απέναντι στη Γάζα. Του Σπύρου Μαλάμη

Πηγή: Verso

Didier Fassin, Για τη συναίνεση στον αφανισμό της Γάζας (μτφρ.: Γ. Καράμπελας), Πόλις 2024, σσ. 136

Τον Οκτώβριο του 2024 κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις το βιβλίο του Ντιντιέ Φασέν (Didier Fassin) «Για τη συναίνεση στον αφανισμό της Γάζας», ένα από τα σημαντικότερα κριτικά πολιτικά δοκίμια της εποχής μας. Μέσα από μία διεπιστημονική και πολυεπίπεδη προσέγγιση, ο συγγραφέας θα θέσει στο επίκεντρο της κριτικής του τη στάση του δυτικού κόσμου απέναντι στα γεγονότα που ακολούθησαν την αιματηρή επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023, υποστηρίζοντας ότι η Δύση όχι απλώς απέτυχε να διασφαλίσει την ειρήνη στη Λωρίδα της Γάζας, αλλά συναίνεσε σε ένα διαρκές και μεθοδευμένο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

Αποποίηση ευθυνών και συνενοχή

Στις εισαγωγικές σελίδες του βιβλίου του ο Fassin θα παρατηρήσει εύστοχα πως κανένας άλλος τέτοιου τύπου πόλεμος δεν έχει τύχει «τόσο αδιάλειπτης υποστήριξης από τις δυτικές κυβερνήσεις […] παρότι το μέγεθος καταστροφής και η βούληση αφανισμού είναι εν προκειμένω πρωτόγνωρα» (σελ. 13). Πράγματι, η συντριπτική πλειοψηφία των κυβερνήσεων στον δυτικό κόσμο υιοθέτησε, ευθύς εξαρχής, μια άνευ όρων στήριξη στο κράτος του Ισραήλ, την οποία διατηρεί ακόμη και σήμερα, παρά την γενοκτονική διάσταση των πολιτικών και στρατιωτικών επιλογών της ισραηλινής κυβέρνησης.

Η στήριξη αυτή εκφράζεται, κατά τον συγγραφέα, με δύο τρόπους: πρώτον, με την ενεργητική συναίνεση, δηλαδή την άμεση υλική στήριξη (παροχή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας) και, δεύτερον, με την παθητική συναίνεση που συνίσταται στην αδιαφορία, τη μη καταδίκη και τη σιωπηρή αποδοχή ή ανοχή της κατάστασης. Η διάκριση αυτή δεν έχει απλώς περιγραφικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, με τον διαχωρισμό αυτό, ο Fassin επικεντρώνεται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Χωρίς να προβαίνει σε εύκολες συγκρίσεις και βολικούς συμψηφισμούς, θα θέσει στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του τον δεύτερο τύπο συναίνεσης, σε μία προσπάθεια να αναδείξει αφενός την υποκρισία της Δύσης και αφετέρου ότι η σιωπή, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει τις ίδιες ή/και σοβαρότερες συνέπειες από την υλική στήριξη.

Αξιοποιώντας τη βαναυσότητα της επίθεσης της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, το Ισραήλ με τη στήριξη της Δύσης θα επιχειρήσουν να γράψουν εκ νέου την Ιστορία. Με την τοποθέτηση της έναρξης των εχθροπραξιών στο συγκριμένο συμβάν, επιχειρήθηκε μια επανανοηματοδότηση των γεγονότων, με στόχο την ηθική κατάπτωση του παλαιστινιακού λαού. Ο Fassin θα παρατηρήσει εύστοχα πως το Ισραήλ πέτυχε τον σκοπό του, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα των δυτικών κοινωνιών, στη βάση δύο λογικών. Πρώτον, παρουσιάζοντας τις βιαιότητες της Χαμάς ως μια αγριότητα που ξεπερνάει τα στενά πλαίσια της οργάνωσης και επεκτείνεται στο σύνολο του παλαιστινιακού λαού (συλλογική ευθύνη) και, δεύτερον, μη αναγνωρίζοντας καμία ευθύνη στις πολιτικές απαρτχάιντ και αποκλεισμού που ακολούθησε για δεκαετίες (σελ. 26).

Το νέο αυτό αφήγημα υιοθετήθηκε από το σύνολο των κυρίαρχων ΜΜΕ στο δυτικό κόσμο σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που η επίθεση της Χαμάς παρουσιάστηκε ως νέο Ολοκαύτωμα των Εβραίων και οι Παλαιστίνιοι ως ναζί (σελ. 54). Παρά την φαινομενική γλωσσική ακρότητα, η στρατηγική του Ισραήλ και των συμμάχων του κατόρθωσε να παρουσιάσει το κράτος του Ισραήλ ως ηθικά ανώτερο, με αναφαίρετο το δικαίωμα στην άμυνα. Τόσο τα κράτη ως δομές όσο και μία σημαντική μερίδα της κοινωνίας και των διανοούμενων, συναίνεσαν στον παραλογισμό, αρνούμενοι την πραγματικότητα και κανονικοποιώντας τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη.

Στη βάση αυτή, τα περιθώρια για δημόσια κριτική στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ, περιορίστηκαν. Κάθε επίκληση στο διεθνές δίκαιο, το δίκαιο του πολέμου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, εκλαμβάνεται ως έμμεση στήριξη στη Χαμάς και ως άμεση απειλή για την ύπαρξη του ίδιου του κράτους του Ισραήλ.

Η εργαλειοποίηση του αντισημιτισμού

Με δεδομένα τα παραπάνω, ο Fassin θα αφιερώσει, ένα μεγάλο τμήμα της ανάλυσής του στον τρόπο με τον οποίο η έννοια του αντισημιτισμού έχει εργαλειοποιηθεί για πολιτικούς σκοπούς από το κράτος του Ισραήλ και συνεπακόλουθα από τα κράτη του δυτικού κόσμου που, άμεσα ή έμμεσα, το υποστηρίζουν. Συγκεκριμένα, θα υποστηρίξει πως πρόκειται για μία συνειδητή και στοχευμένη στρατηγική κίνηση που απώτερο σκοπό έχει την απονομιμοποίηση κάθε κριτικής ή αντίδρασης απέναντι στις εγκληματικές πολιτικές του Ισραήλ. Όπως αναφέρει και ο ίδιος, «η κανονικοποίηση της κατηγορίας του αντισημιτισμού για κάθε τοποθέτηση ενάντια στον πόλεμο ή και για κάθε κριτική ανάλυση της πολιτικής που ακολουθεί η ισραηλινή κυβέρνηση επιφέρει στις δυτικές χώρες λογοκρισία και αυτολογοκρισία» (σελ. 72).

Αρκεί κανείς να αναλογιστεί τις αναρίθμητες φορές που ακτιβιστές, ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι έχουν στοχοποιηθεί ως αντισημίτες επειδή μπορεί να συμμετείχαν σε κάποια πορεία αλληλεγγύης, σε κάποια εκδήλωση, σε κάποιο φόρουμ ή απλώς να άσκησαν κριτική στις πολιτικές και στρατιωτικές επιλογές του Ισραήλ. Η στοχοποίηση αυτή, μάλιστα, έλαβε σε αρκετές περιπτώσεις είτε τη μορφή νομικών διώξεων είτε τη μορφή απολύσεων και περιορισμών στην επαγγελματική δράση των ατόμων αυτών. Οι πρακτικές αυτές, λαμβάνοντας υπόψη μας τη συστηματικότητα με την οποία εφαρμόζονται, έχουν οδηγήσει στην ανάδυση ενός νέου εσωτερικού εχθρού υπό τον μανδύα του αντισημιτισμού ή/και της τρομοκρατίας, γεγονός που υπονομεύει κάθε σοβαρό διάλογο για την κατάσταση στη Γάζα.

Η περίπτωση της Le Monde ως παράδειγμα στρατηγικής άρνησης

Στις 28 Σεπτεμβρίου 2023 δημοσιεύτηκε στη Le Monde ένα κείμενο του Florent Georgesco υπό τον τίτλο “Didier Fassin s’arrange avec les faits” (Ο Ντιντιέ Φασέν διαστρεβλώνει τα γεγονότα), με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Γάλλου κοινωνιολόγου. Στο άρθρο αυτό ο Georgesco θα κατηγορήσει τον συγγραφέα για μονοδιάστατη ανάλυση, αντισημιτισμό και παραποίηση γεγονότων και αριθμών, εμπλέκοντας και την υπηρεσία UNRWA για λανθασμένα στατιστικά στοιχεία. Πολύ περισσότερο, όμως, θα αναπτύξει ένα κατηγορητήριο που δεν αφορά τον ίδιο τον Fassin, αλλά τους ακαδημαϊκούς Nancy Fraser και Ghassan Hage, στους οποίους επιβλήθηκε απαγόρευση συμμετοχής σε κάθε είδους δραστηριότητα στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας και στο Ινστιτούτο Max Planck, αντίστοιχα. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, αυτό συνέβη όχι γιατί μιλούσαν δημόσια για τους θανάτους των Παλαιστινίων, αλλά γιατί αμφισβητούσαν το δικαίωμα ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ.

Οι κατηγορίες αυτές δεν έμειναν αναπάντητες από τους τρεις ακαδημαϊκούς, οι οποίοι δημοσίευσαν ένα κείμενο-απάντηση στο Blast υπό τον τίτλο “Slandering critical analysts of the Gaza war is no longer acceptable” (Η συκοφάντηση των κριτικών αναλυτών του πολέμου της Γάζας δεν είναι πλέον ανεκτή), καθώς η Le Monde αρνήθηκε να δημοσιεύσει την απάντησή τους. Στο κείμενό τους οι συγγραφείς θα απαντήσουν στις κατηγορίες, τονίζοντας πως πρόκειται για μια προσπάθεια δυσφήμησης τόσο του βιβλίου όσο και της UNRWA, ενώ θα παραθέσουν και το ακριβές ιστορικό της διαμάχης με τα εκάστοτε ακαδημαϊκά ιδρύματα.

Το βασικότερο, ωστόσο, σημείο της διαμάχης αυτής είναι πως οι ισχυρισμοί του Fassin αναφορικά με τη φίμωση ή/και τις συκοφαντικές επιθέσεις που δέχονται όσοι όλοι ασκούν κριτική και αποδομούν την κυρίαρχη αφήγηση στο πλαίσιο μιας οργουελικής «αστυνομίας σκέψης», διαρκώς επιβεβαιώνονται. Πρόκειται, θα λέγαμε, για μία στρατηγική άρνηση της πραγματικότητας που βάλλει τόσο κατά της ελευθερίας σκέψης όσο και των ηθικών αξιών του δυτικού κόσμου.

Αντί επιλόγου

Το δοκίμιο του Fassin ήρθε να καλύψει ένα κενό στη βιβλιογραφία, προσδίδοντας μία νέα οπτική στα όσα διαδραματίζονται στη Γάζα. Κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας θα εντοπίσει τον πυρήνα του προβλήματος, ο οποίος δεν περιορίζεται σε καμία περίπτωση στο κράτους του Ισραήλ και στις στρατιωτικές, πολιτικές επιλογές του. Στον αντίποδα, υπογραμμίζει τις ευθύνες των κρατών του δυτικού κόσμου, τα οποία είτε με την ενεργή τους είτε με την παθητική τους συναίνεση, όχι απλώς έχουν συμβάλλει στην καταστροφή της Γάζας, αδιαφορώντας για την ανθρώπινη τραγωδία που συντελείται, αλλά αποτυγχάνουν να καταβάλλουν συντονισμένη και ειλικρινή προσπάθεια για την ειρήνευση στην περιοχή και την καταδίκη του Ισραήλ.

Ακόμη κι αν οι συστηματικές καταστροφές στις υποδομές της Γάζας είναι πλέον ανυπολόγιστες, με τον πληθυσμό να έχει μειωθεί δραματικά λόγω των νεκρών είτε από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις είτε από την ασιτία εξαιτίας του αποκλεισμού της ανθρωπιστικής βοήθειας, οι δυτικές κοινωνίες επιμένουν να αρνούνται το προφανές.

Πριν από λίγα μόλις εικοσιτετράωρα το Ισραήλ προχώρησε σε μία πρωτοφανή εγκληματική/τρομοκρατική ενέργεια. Μέσω της χρήσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones) προχώρησε σε διπλή επίθεση στο πολιτικό σκάφος Conscience της οργάνωσης Freedom Flotilla Coalition (FFC) σε διεθνή ύδατα ανοιχτά της Μάλτας. Στο πλοίο επέβαιναν ακτιβιστές της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και ο Καθηγητής Τάκης Πολίτης, οι οποίοι ετοίμαζαν την ανθρωπιστική τους αποστολή προς τη Γάζα, μεταφέροντας ιατρικό εξοπλισμό.

Η τρομοκρατική αυτή πράξη που συνιστά, αδιαμφισβήτητα, ένα ακόμη έγκλημα πολέμου στην καρδιά της Μεσογείου, με την κατάφορη παραβίαση των διεθνών συνθηκών και του διεθνούς δικαίου, αναδεικνύει δύο κρίσιμα ζητήματα. Πρώτον, την αδιαφορία, την υποκρισία και τη συνενοχή της Δύσης στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράττει το Ισραήλ. Η αποφυγή ρητής καταδίκης, η συνέχιση παροχής στρατιωτικού εξοπλισμού και οικονομικής βοήθειας, η διατήρηση σχέσεων φιλίας και συνεργασίας των δυτικών κρατών με το Ισραήλ, καταδεικνύουν τον κομβικό ρόλο που διαδραματίζουν στα όσα συμβαίνουν στην Παλαιστίνη. Δεύτερον, ως απόρροια των παραπάνω, το Ισραήλ, έμμεσα ή άμεσα, λαμβάνει τη νομιμοποίηση να προχωρήσει στην εξόντωση του παλαιστινιακού λαού. Αυτό γίνεται σαφές εντός και εκτός συνόρων. Η πρόσφατη επίθεση στο Conscience αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νομιμοποίησης και της ισχύος που έχει αποκτήσει το κράτος του Ισραήλ.

Αυτή είναι η «ηθική ήττα» για την οποία κάνει λόγο και ο Fassin. Την απεμπόληση των ηθικών αξιών του ανθρωπισμού στο όνομα πολιτικών, οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων. Μια στρατηγική φυσικά που έχει τις ρίζες της στα προγενέστερα «χρόνια της αδράνειας των δυτικών κυβερνήσεων και της συγκαταβατικότητας πολλών άλλων μπροστά στις ολοένα πιο κατάφωρες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των δικαιωμάτων των Παλαιστίνιων από το Ισραήλ» (σελ. 37). Ένα ερώτημα προκύπτει: στους πόσους νεκρούς, στις πόσες παραβιάσεις, στα πόσα εγκλήματα πολέμου μπαίνει η κόκκινη γραμμή; Ή, για να το διατυπώσουμε ορθότερα: υπάρχει πλέον περιθώριο να μπει ένα τέλος στη γενοκτονική πολιτική του Ισραήλ ή βρισκόμαστε αμετάκλητα σε σημείο μη επιστροφής;

Ο Σπύρος Μαλάμης είναι υποψήφιος Διδάκτορας Πολιτικής Θεωρίας ΑΠΘ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

«Οι σκελετοί στη ντουλάπα της Ιστορίας» – Μια έρευνα για τους ομαδικούς τάφους στο Γεντί Κουλέ

Στα μισά του στόχου η συγκέντρωση υπογραφών για το δημοψήφισμα για τη ΔΕΘ