«Γιατί εδώ [στο Ποτάμι] έχουν θέση τόσο οι κοινωνικά φιλελεύθερες ιδέες, όσο και οι σοσιαλιστικές αρχές». Αυτό ήταν ένα απ’ τα επιχειρήματα με τα οποία ο Γιώργος Αμυράς υποστήριξε την απόφασή του να πολιτευτεί με το κόμμα του Σταύρου Θεοδωράκη, κίνηση που τον μετέφερε στα βουλευτικά έδρανα για δύο συναπτές θητείες. Παράδοξη διατύπωση. Θα έλεγε κανείς ότι δύσκολα θα έβγαζε νόημα έξω απ’ τον ιδεολογικό αχταρμά, που συνιστά το «ακραίο κέντρο» και τη χαλαρότητα με την οποία μπορεί να ενσωματώνει επικλήσεις σε πολιτικά ρεύματα ανάλογα με τη συγκυρία. Άλλωστε, το παγκόσμιο φαινόμενο του οποίου αποτελεί εγχώρια έκφανση το Ποτάμι, είναι το ίδιο αποτέλεσμα λαθροχειρίας: μιας σοσιαλδημοκρατίας που αντιμέτωπη με τη θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, άρχισε να κατρακυλάει ολοένα και πιο δεξιά, μέχρι του σημείου, που πέρασε το σύνορο του «κέντρου» και εκτροχιάστηκε σε ακρότητες, οι οποίες συχνά υπερβαίνουν κι αυτές της αστικής δεξιάς.
Μια εύθυμη κάστα
Δεν έχουμε μάθει να παίρνουμε το Γιώργο Αμυρά στα σοβαρά και δεν έχουμε κανέναν λόγο ν’ αρχίσουμε τώρα. Περισσότερο, ίσως, από κάθε άλλον από τους συναδέλφους του, ενσαρκώνει τον ιδιότυπο λαϊκισμό του μορφώματος ,που επιζητεί την υποστήριξη του εκλογικού σώματος (και ιδίως του φιλοθεάμονος τηλεοπτικού κοινού), όχι μέσα από τις πολιτικές θέσεις που διατυπώνουν στελέχη, όπως ο Χάρης Θεοχάρης και ο Σπύρος Λυκούδης, αλλά απ’ το αγοραίο καθρέφτισμα των καθημερινών συμπεριφορών. Άλλωστε αυτό είναι το κομμάτι της κρίσης του πολιτικού συστήματος που δίνει χώρο στο Ποτάμι: στη θέση της μυστικοπαθούς στριφνότητας του κουστουμαρισμένου γκριζομάλλη, πρώην καθηγητή πανεπιστημίου, μια εύθυμη κάστα νεότερων στελεχών, που όπως «όλος ο κόσμος», βγάζει selfies, αποστρέφεται την πολιτική και απασχολείται με τα ζητήματα της «καθημερινής ζωής» – από τα καφάσια για το παρκάρισμα μέχρι τα καθαρά πεζοδρόμια – λύνοντας τα θέματα της μαζικής πολιτικής με καφενειακά κλισέ (των ελαφρώς ακριβότερων καφενείων) και «εναλλακτικές» οπτικές (όπου π.χ. κοιτώντας το κείμενο του τρίτου μνημονίου, έχεις να σχολιάσεις μόνο μια επινοημένη οικολογική καταστροφή απ’ το τύπωμά του).
«Εναλλακτικές» διαχωριστικές οπτικές
Η διανοητική οκνηρία που οδηγεί σ’ αυτόν τον ελιτίστικο λαϊκισμό, δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του Ποταμιού. Τη συναντούμε με κάποιες παραλλαγές και σε μερίδες της ανανεωτικής αριστεράς ή του αντιεξουσιαστικού χώρου, ιδίως στους νεότερους γόνους των μεσαίων στρωμάτων που είθισται να πορεύονται εντός των πανεπιστημίων. Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση παίζει καταλυτικό ρόλο στην εμφάνιση του συγκεκριμένου συμπτώματος: όντας προσβάσιμη σε ευρεία στρώματα του πληθυσμού, καθιστά αναγκαίες νέες γραμμές διαχωρισμού της πλέμπας από την «καλλιεργημένη» μεσαία τάξη, που φέρει ένα δήθεν ανώτερο πολιτισμικό κεφάλαιο, όχι με τη μορφή μιας κλασσικής παιδείας, αλλά μ’ αυτή των πιο εξεζητημένων – πλην ποπ – γούστων στις δημοσιεύσεις στο facebook και τη νυχτερινή διασκέδαση. Οι διαχωριστικές γραμμές αυτές είναι οι «εναλλακτικές» οπτικές: η υπέρβαση κάθε ζητήματος με τη συνολική απόρριψη του πλαισίου του. Έτσι, το μέτωπο του «όχι» στο δημοψήφισμα τερατοποιείται ως «εθνικός κορμός». Οι όψεις του κράτους πρόνοιας είναι «πατερναλισμός», απόρροια της ανδρικής κυριαρχίας στην πολιτική. Το τρίτο μνημόνιο είναι απλά σπαταλημένο χαρτί. Οι θέσεις αυτές θα μπορούσαν να ακουστούν σ’ ένα μεγάλο εύρος συλλογικοτήτων: από το Ποτάμι και το βενιζελικό ΠΑΣΟΚ, μέχρι τις παρυφές του ΣΥΡΙΖΑ και της αντιεξουσίας, ένα παράδοξο εύρος, οι συγκρούσεις του οποίου επικαλύπτουν κατά κανόνα τις συγκλίσεις.
Φυσικά, δεν διατυπώνονται παντού με την ίδια ευθυκρισία ή εντιμότητα. Ήταν άλλωστε αυτές οι «αιρετικές» τομές εντός του ανταγωνιστικού κινήματος, που τα τελευταία χρόνια διεκδίκησαν φωνή για τα αόρατα υποκείμενα του κοινωνικού ανταγωνισμού, ανοίγοντας νέα πεδία σύγκρουσης και σπάζοντας μηχανισμούς αποκλεισμού εντός των πολιτικών μορφωμάτων, που ελάχιστοι αντιλαμβάνονταν ως τέτοιους: απ’ τον εθνικισμό που διεμβόλιζε έναν κραταιό λενινισμό, μέχρι την παραγνώριση των έμφυλων σχέσεων που αναπαρήγαγαν συγκεκριμένα καθεστώτα συνύπαρξης και συγκεκριμένες ατζέντες στο εσωτερικό των συλλογικοτήτων. Ακόμα και στις περιπτώσεις που εμφανίστηκαν «εργολάβοι» των «αοράτων», γοητευμένοι από την προοπτική ή την κατοχή ακαδημαϊκού στάτους, ήταν σίγουρα προτιμότεροι από τον τυχοδιωκτισμό και τον αντιδιανοουμενισμό του Ποταμιού.
Μια ενστικτώδης αποστροφή
Όμως οι ομοιότητες δεν μπορούν να παραγνωριστούν, καθώς ο παιδιάστικος αντικομμουνισμός στον οποίον επιδόθηκε προχθές ο Αμυράς εναντίον του Νίκου Καραθανασόπουλου, αντανακλά τον δοκησίσοφο ελιτισμό που ευδοκιμεί και σε πτυχώσεις της ευρύτερης Αριστεράς. Σε πλήρη αναντιστοιχία με την υπεροψία της, είναι μια αντίληψη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κυρίαρχη στην ελληνική κοινωνία, μια ενστικτώδης αποστροφή απέναντι στις εμφανίσεις της μάζας, που απέχει πάντα απ’ τις ιδεατές φαντασιώσεις της θεωρίας. «Η ταξική πάλη […] είναι μια πάλη για πράγματα ανεπεξέργαστα και υλικά, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να υπάρξουν τα εκλεπτυσμένα και πνευματικά» έγραφε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν το 1940. Δεν θα μπορούσε μάλλον να υπάρξει καλύτερη σύνοψη της κομμουνιστικής σκέψης. Είναι η μεθοδολογία που βλέπει στον διαδηλωτή έξω από το Υπουργείο τη μοριακή εμφάνιση μιας ολόκληρης ιστορικής κίνησης, αντί να τον αποστρέφεται που δεν ακούει avant punk και εξεζητημένη τέκνο, που δεν διαβάζει Ντεριντά και Φουκώ, που δεν περιφέρει εκκεντρικά second hand συνολάκια στα ψαγμένα μπαρ και που δεν καταφέρνει να αποδομήσει το σύνολο των επιταγών της κυρίαρχης ιδεολογίας. Μπορεί ο Αμυράς να είναι ένα ανάξιο λόγου υποκείμενο, αλλά οι αποστροφές του είναι εξαιρετικά οικείες. Είναι μια ελιτίστικη ιδεοληψία της μεσαίας τάξης που φτιάχνει ετερόκλητα στρατόπεδα, όσο κι αν οι άνθρωποι που τα στελεχώνουν δεν θέλουν να βλέπουν τον εαυτό τους ως μέρος τους.
Πηγή: Εφημερίδα “Εποχή”
Photo Credit: Alexandros Michailidis/ SOOC