Η μεταναστευτική πολιτική στη χώρα μας ποτέ δεν υπήρξε διαχωρισμένη από τις πολιτικές για την εργασία τονίζει ο Απόστολος Καψάλης* στο βιβλίο του «Μετανάστες εργάτες στην Ελλάδα – Εργασιακές σχέσεις και μεταναστευτική πολιτική στην εποχή των μνημονίων» (εκδόσεις Τόπος) εξηγώντας τις συνέπειες αυτής της εργασιοκεντρικής οπτικής στο πεδίο των δικαιωμάτων των μεταναστών αλλά και του υπόλοιπου πληθυσμού.
Σε μια εκτενή έρευνα στο ζήτημα των δημόσιων πολιτικών για την μετανάστευση ο Απ. Καψάλης διαπιστώνει πως οι εκφάνσεις των νομοθετικών παρεμβάσεων του κράτους από τη δεκαετία του 1990 και μετά κατασκευάζουν τον «ειδικό τύπο» του μετανάστη εργαζόμενου με τις συνθήκες της επισφάλειας και της παρανομίας να συνοδεύουν τόσο τη μεταναστευτική ιδιότητα όσο και τον εργασιακό βίο των μεταναστών. Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου στο Κοινωνικό Κέντρο- Στέκι Μεταναστών στη Θεσσαλονίκη συζητήσαμε με τον συγγραφέα τις επιπτώσεις αυτού του «παρα-εργατικού δικαίου» στα δικαιώματά των μεταναστών αλλά και τη συμβολή του στη γενικότερη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στα χρόνια πριν αλλά κατά τη διάρκεια των μνημονίων.
Συνέντευξη στη Σταυρούλα Πουλημένη
-Βασική θέση του βιβλίου σας είναι ότι η νομοθεσία για την μεταναστευτική πολιτική από το `90 και μετά είναι μια εργασιοκεντρική νομοθεσία, κάτι που οδηγεί τους μετανάστες σε μεγαλύτερο αποκλεισμό από τα δικαιώματα τους, ενώ ταυτόχρονα απορρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό;
Κατά πρώτον, πρέπει να διευκρινιστεί ότι όλες οι βασικές νομοθετικές παρεμβάσεις του ελληνικού κράτους από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, οι οποίες αφορούν στην καταγραφή και στη ρύθμιση του καθεστώτος διαμονής, επικεντρώνουν στην εργασία των μεταναστών. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τους νεοεισερχόμενους αλλοδαπούς η ελληνική πολιτεία σε πολιτικό επίπεδο τους αντιμετωπίζει διαχρονικά ως «εισβολείς» και σε ρυθμιστικό επίπεδο σαν «εργάτες». Έτσι, μέσα από τη διατήρηση εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών και μεταναστριών σε καθεστώς μειωμένων αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων, οι δύο μεγάλες καμπάνιες νομιμοποίησης του 1998-2001 και του 2005-2007 εστιάζουν στην εργασία των μεταναστών. Μέχρι τουλάχιστον το 2014, μεταξύ των απαραίτητων προϋποθέσεων για την απόκτηση και ανανέωση βραχύβιας διάρκειας άδειας παραμονής-διαμονής είναι η έγγραφη σύμβαση εργασίας και η απόδειξη ενός συγκεκριμένου αριθμού ενσήμων σε ετήσια βάση. Σε συνδυασμό μάλιστα και με το ελάχιστο διαθέσιμο/ δηλωθέν ετήσιο εισόδημα, ακόμη και η πρώτη εκδοχή του συστήματος της οικογενειακής επανένωσης εδράζεται στην εργασία του επισπεύδοντος αλλοδαπού.
Δεύτερον, ένα σύνολο όρων που σχετίζονται με την τακτοποίηση της διαμονής σε συνδυασμό με ειδικούς περιορισμούς που συνεπάγεται η αδειοδότηση προς εργασία, διαμορφώνουν ένα σύνολο κατ’ εξαίρεση κανόνων στο πλαίσιο ενός ειδικού «παρα-εργατικού» δικαίου, δηλαδή ενός «μεταναστευτικού» εργατικού δικαίου, με αποκλίσεις από τα ισχύοντα στο «κοινό» εργατικό δίκαιο σε όλο το εύρος της εργασίας, από την πρόσβαση στην απασχόληση μέχρι και τη λύση της εργασιακής σχέσης. Κατά συνέπεια, με πρόσχημα την αλλοδαπότητα στο πρόσωπο του εργαζόμενου, κυρίως δε του μισθωτού, απορρυθμίζεται περαιτέρω η εργατική νομοθεσία που αφορά στους μετανάστες και στις μετανάστριες, παράλληλα με τη γενικότερη απορρύθμιση που αφορά (και) σε άλλες κατηγορίες (γηγενών ή μη) εργαζομένων με κριτήριο την ηλικία, το καθεστώς απασχόλησης ή και το φύλο.
-Την ίδια στιγμή το κράτος με διάφορες νομοθετικές διατάξεις προσπαθεί να αποδείξει ότι το μεταναστευτικό είναι ένα αυτόνομο- σε σχέση με το εργασιακό- ζήτημα. Πώς αντανακλάται η αντίληψη αυτή σε πολιτικό επίπεδο και ποια η σκοπιμότητά του;
«Άλλο πράγμα η (εργασιοκεντρική κατά τα άλλα) μεταναστευτική πολιτική και άλλο η εργατική/ κοινωνική πολιτική της χώρας»: αυτός είναι με απλά λόγια ο άξονας παρέμβασης της ελληνικής πολιτείας διαχρονικά, από τις αρχές του 1990 μέχρι και σήμερα. Η εργασία και κατ’ επέκταση η κοινωνική ασφάλιση των μεταναστών ρυθμίζεται έμμεσα ή και άμεσα με ενέργειες του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης ή του Υπουργείου Εσωτερικών, εσχάτως δε του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής. Το καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο Εργασίας είναι απλά συναρμόδιο, ενώ οι πολύπειρες υπηρεσίες του μένουν σε ρόλο παρατηρητή (στην καλύτερη περίπτωση) των πρωτοβουλιών άλλων χαρτοφυλακίων που εξ αντικειμένου ρυθμίζουν την εσωτερική τάξη και τις σχέσεις των προσώπων με τη δημόσια σφαίρα. Η εργατική νομοθεσία επιβάλλει, ωστόσο, την απόλυτη και καθολική εφαρμογή των κανόνων της ανεξάρτητα από υποκειμενικές ιδιότητες στο πρόσωπο του εργαζόμενου και χωρίς καμία διάκριση. Η απατηλή αυτή διάρρηξη της ενότητας των εργασιακών ρυθμίσεων έχει πρόδηλη σκοπιμότητα. Εφευρέθηκε για την εισαγωγή, νομιμοποίηση και διαιώνιση ενός καθεστώτος εξαίρεσης των αλλοδαπών εργατών κατοχυρώνοντας μια ζώνη νόμιμων αλλά αθέμιτων διακρίσεων και μειωμένων κοινωνικών δικαιωμάτων σε βάρος τους, προς όφελος της εργοδοτικής πλευράς. Από τη μία, συρρικνώνεται το άμεσο και το έμμεσο εργασιακό κόστος στους κλάδους κύριας απασχόλησης των μεταναστών και των μεταναστριών και από την άλλη με μαεστρία εξασφαλίζεται ο εγκλωβισμός τους σε θύλακες «μεταναστευτικής» εργασίας, δηλαδή σε μικρό αριθμό επαγγελμάτων και ειδικοτήτων.
-Πως επηρέασε η εφαρμογή των μνημονίων τη μεταναστευτική πολιτική σε σχέση με τη νομιμοποίηση των μεταναστών αλλά και την πρόσβασή τους στην εργασία; Και αντίστροφα πως επηρέασαν οι υπάρχουσες εξαιρέσεις στην εργασία των μεταναστών τις γενικότερες συνθήκες εργασιακής επισφάλειας για τον υπόλοιπο πληθυσμό;
Τα μνημόνια είναι, πρώτον, εξαιρετικά λεπτομερή και συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά στην αποδόμηση των εργατικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, απλά διακηρυκτικά, δεύτερον, σε ό,τι αφορά στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, ενώ απουσιάζει, τρίτον, οποιαδήποτε αναφορά στο ζήτημα της μετανάστευσης και της εργασίας των μεταναστών. Αυτή η ρυθμιστική τριχοτόμηση έχει σαν συνέπεια να διατηρείται σχεδόν αναλλοίωτη η πεμπτουσία της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά, παραδόξως να παρατηρείται μια –προς τα κάτω- σύγκλιση ανάμεσα στο «κοινό» και στο «μεταναστευτικό» εργατικό δίκαιο. Η ερμηνεία είναι προφανής: η αποδόμηση της κοινωνικής νομοθεσίας συνολικά και η καθολικοποίηση ενός υπερευέλικτου εργασιακού προτύπου για όλους τους εργαζόμενους ανεξαιρέτως στα μνημονιακά χρόνια καθιστούν λιγότερο αναγκαία την περαιτέρω δυσμενή διακριτική αντιμετώπιση ειδικών/ ευάλωτων ομάδων του (εργατικού) πληθυσμού.
Ταυτόχρονα, σημειώνεται και το -περιορισμένο μεν- φαινόμενο «εξαγωγής» απορρυθμιστικών εργαλείων που εφευρέθηκαν για συγκεκριμένους μεταναστευτικούς κλάδους απασχόλησης (οικιακή μισθωτή εργασία και εργάτες γης) προς το σύνολο της «κοινής» εργατικής νομοθεσίας. Χαρακτηριστική περίπτωση το εργόσημο, ένα μέσο νόμιμης εργοδοτικής εισφοροδιαφυγής και σύννομης παραβατικής συμπεριφοράς στην απασχόληση και τη κοινωνική ασφάλιση, το οποίο εισάγεται και επεκτείνεται με ραγδαίους ρυθμούς σε πολλούς κλάδους της αγοράς εργασίας υπό το πρόσχημα, μάλιστα, της αντιμετώπισης της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας σε πλείστες και αυθαίρετα οριζόμενες ως «περιστασιακές» σχέσεις εργασίας.
-Στο βιβλίο σας αναφέρονται δικαστικές αποφάσεις που έχουν προκαλέσει τεράστιες κοινωνικές αδικίες στα δικαιώματα των μεταναστών, όπως στην περίπτωση της Μανωλάδας και της Κ.Κούνεβα Μπορείτε να μας περιγράψετε την σύνδεση αυτή;
Μηνύματα προς πολλούς αποδέκτες και κυρίως προς τους αγωνιζόμενους μετανάστες και μετανάστριες στέλνουν οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Στην περίπτωση της συνδικαλίστριας Κωνσταντίνας Κούνεβα η δικαστική έκβαση σηματοδοτεί μια ευθεία απειλή για τις συνέπειες που μπορεί να έχει μια συνεπής εργατική στάση αφενός, στο σώμα και αφετέρου, στην περιουσία του εργαζόμενου, εφόσον επιπλέον μια διαρκής και καθαρά εκδικητική εργοδοτική συμπεριφορά αποσυνδέεται από την επέλευση του εργατικού «ατυχήματος»/ προαναγγελθέντος εγκλήματος.
Στη δεύτερη περίπτωση, η αθώωση των κουμπουροφόρων εργοδοτών για το αδίκημα της καταναγκαστικής εργασίας στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας και η τακτοποίηση του καθεστώτος διαμονής μόνο για τους σωματικά τραυματισμένους εργάτες γης στο πλαίσιο της «αδέσποτης» απεργιακής κινητοποίησής τους με αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων είναι εξίσου διδακτικές εξελίξεις. Αν σε αυτές προστεθεί και η πρόσφατη κοινοποίηση διαταγών απέλασης σε εκείνους που έχασαν τα υπάρχοντά τους λόγω της ολοσχερούς καταστροφής του αυτοσχέδιου καταυλισμού τους το περασμένο καλοκαίρι γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ούτε τα περιστατικά ακραίας σωματικής βίας, ούτε καν ο θάνατος, μπορούν να κλονίσουν ένα καλά εδραιωμένο σύστημα υπερεκμετάλλευσης εργαζομένων με άξονα την μη ελληνική ιθαγένειά τους.
-Έχει υπάρξει βελτίωση στη νομοθεσία τα τελευταία χρόνια; Που εντοπίζονται ακόμη προβλήματα;
Ναι. Η υιοθέτηση των διατάξεων του Κώδικα Μετανάστευσης το 2014, αλλά και άλλες ρυθμίσεις με αφορμή την υιοθέτηση κοινοτικών οδηγιών έχουν εξορθολογήσει μια σειρά διοικητικής φύσης ανωμαλίες της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής. Οι μεταρρυθμίσεις των διατάξεων για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας και της άδειας διαμονής δεύτερης γενιάς ή για εξαιρετικούς λόγους, παρά τις μεγάλες δυσκολίες και καθυστερήσεις κατά την εφαρμογή τους, αποτελούν βελτιωτικές παρεμβάσεις. Στον κίνδυνο «απονομιμοποίησης» του καθεστώτος διαμονής αλλοδαπών κατόχων αδειών μακράς διάρκειας τα αμέσως επόμενα χρόνια εντοπίζεται ένα σημαντικό πρόβλημα σήμερα. Ένα δεύτερο, κατά την άποψή μου, πρόβλημα, μολονότι δεν έχει αφιερωθεί ειδικό κεφάλαιο στο εν λόγω βιβλίο, έχει να κάνει με τα ασφαλιστικά δικαιώματα και ιδίως με τη δυσοίωνη συνταξιοδοτική προοπτική των μεταναστών που διαμένουν επί σειρά ετών στην Ελλάδα. Και τα δύο αυτά προβλήματα σχετίζονται άμεσα με το ζήτημα της αδήλωτης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής που δεν αποτελούν απλά τα συμπτώματα μιας νοσηρής μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά θεμέλιους λίθους τους.
-Το βιβλίο σας απευθύνεται, όπως έχετε πει, κυρίως στα κινήματα. Ποιες αδυναμίες εντοπίζετε στις διεκδικήσεις των κινημάτων στο μεταναστευτικό/ προσφυγικό και ποια κατεύθυνση για εσάς θα έπρεπε να υιοθετήσουν;
Το βιβλίο φιλοδοξεί να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης, ζύμωσης και επεξεργασίας στο εσωτερικό των κινημάτων που στέκονται στο πλάι (και) των μεταναστευτικών και προσφυγικών πληθυσμών. Με αρκετή δόση αυτοκριτικής ίσως, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η έντονα ανθρωπιστική ματιά στο ζήτημα της διεθνικής κινητικότητας είχε ως αποτέλεσμα να διαφύγουν της προσοχής μας οι επιπτώσεις που μακροχρόνια είχε στο «μεταναστευτικό» η διαφορετική ρυθμιστική αντιμετώπισή του σε σχέση με το ευρύτερο «κοινωνικό/ εργασιακό» ζήτημα στην Ελλάδα. Μια αφήγηση για την ανασυγκρότηση μιας ρημαγμένης από τα μνημόνια χώρας δεν μπορεί να στηρίζεται στα ή να αναπαράγει τα κλαδικά διαφοροποιημένα εργασιακά καθεστώτα υπό το πρόσχημα της αλλοδαπότητας της πλειοψηφίας των εργαζομένων σε αυτά. Αντιθέτως, μια συνολικότερη διεκδικητική ατζέντα για την επαναρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, θα πρέπει να υπερβαίνει τις πολλαπλές ταχύτητες απασχόλησης και τα διαφοροποιημένα εργασιακά καθεστώτα, λαμβάνοντας μεν υπόψη τις ιδιαίτερες -ανά κατηγορία εργαζομένων- ανάγκες, αλλά σε μια κατεύθυνση ενιαίας και ισότιμης προστασίας του συνόλου της εργατικής τάξης. Η σημερινή συνθήκη κινηματικής νηνεμίας προσφέρει τη δυνατότητα, αν όχι την πολυτέλεια της ψύχραιμης ματιάς στο παρελθόν, προκειμένου για την αρτιότερη προετοιμασίας των κινημάτων για τις κοινωνικές φουρτούνες του μέλλοντος.
*Ο Απόστολος Καψάλης (Αθήνα, 1975), είναι νομικός-εργατολόγος (DEA, Droit Social) και διδάκτορα του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου εκπονεί μεταδιδακτορική έρευνα στο αντικείμενο της Παραβατικότητας στην αγορά εργασίας. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια εργάζεται ως ερευνητής εργασιακών σχέσεων στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, ενώ κατά την περίοδο Μαρτίου-Ιουλίου 2015 διατέλεσε Ειδικός Γραμματέας στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Πολιτικά και επιστημονικά άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά, ελληνικά ή διεθνή περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους, στα γνωστικά πεδία των εργασιακών σχέσεων, του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, της μετανάστευσης, των διακρίσεων και του ρατσισμού.