Πέντε χρόνια μετά τη συγκλονιστική πρώτη της ταινία για τη νεοναζιστική οργάνωση στη χώρα μας «Χρυσή Αυγή – προσωπική υπόθεση», η Ανζελίκ Κουρούνης επανήλθε με την ταινία «Χρυσή Αυγή – υπόθεση όλων» που αποτελεί παρακαταθήκη για την ιστορική δίκη της Χρυσής Αυγής. Επί 5,5 χρόνια η Ανζελίκ Κουρούνης και ο Τόμας Γιακόμπι βρισκόταν εκεί παρακολουθώντας όλη τη μάχη που δινόταν στη δικαστική αίθουσα μέχρι την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Μια μάχη, στην πρώτη γραμμή της οποίας βρέθηκε η Μάγδα Φύσσα, οι δικηγόροι της Πολιτικής Αγωγής αλλά και το σύνολο του αντιφασιστικού κινήματος στη χώρα μας. Δυστυχώς, η δίκη δεν προβλήθηκε από τα κυρίαρχα ΜΜΕ της χώρας, που για ακόμη μια φορά επιβεβαίωσαν τον σκοτεινό τους ρόλο στην άνοδο του φασισμού στη χώρα. Η ταινία, που παρουσιάζει το σύνολο των πτυχών της ανάδυσης του φασιστικού φαινομένου, αποτελεί φόρο τιμής στα θύματα του φασισμού θέτοντας παράλληλα ένα ερώτημα που παραμένει ενεργό και μετά την πρωτόδικη απόφαση: «Ποια αντίσταση;».
Είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε με την σκηνοθέτιδα Ανζελίκ Κουρούνης και τον Τόμας Γιακόμπι, που συμμετείχε στην έρευνα και την παραγωγή της ταινίας, μία μέρα μετά την προβολή της ταινίας σε παγκόσμια πρεμιέρα την περασμένη Πέμπτη στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στο κατάμεστο θερινό σινεμά Ναταλί.
Η ταινία, που χρηματοδοτήθηκε από το ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, από γαλλικά συνδικάτα και από τον κόσμο που στήριξε όλη αυτή την προσπάθεια, βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Παρά το γεγονός ότι η προβολή της θα είχε ιδιαίτερη σημασία, δεν έχει βρει ακόμη διανομή στις κινηματογραφικές αίθουσες και για τον λόγο αυτό το crowdfunding συνεχίζεται.
Συνέντευξη στη Σταυρούλα Πουλημένη
Η πρώτη σας ταινία για τη Χρυσή Αυγή συνιστούσε μια προσέγγιση του ναζιστικού μορφώματος ως μιας προσωπικής υπόθεσης. Η νέα σας ταινία με επίκεντρο τη δίκη της Χρυσής Αυγής είναι «υπόθεση όλων». Έγινε κατά τη γνώμη σας υπόθεση όλων αυτή η δίκη;
Ανζελίκ Κουρούνης: Αυτό θα φανεί στο Εφετείο της δίκης, από το κατά πόσο η αίθουσα θα είναι γεμάτη κόσμο και από το αν η στάση του Τύπου θα αλλάξει –όχι επιφανειακά– σε βάθος χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι τα ΜΜΕ δεν θα καλούν νεοναζιστικά στελέχη για να τους ρωτούν πώς χορεύουν, αν παντρεύονται κ.ά. Αν αυτό αλλάξει, θα έχει γίνει υπόθεση όλων. Θα το συμπεράνουμε και από τη συμμετοχή που θα έχει ο «Αντιφασιστικός Σεπτέμβρης» κατά τον οποίο θα προβληθεί και η δικιά μου και άλλες αντιφασιστικές ταινίες. Θα είναι ο πρώτος «Αντιφασιστικός Σεπτέμβρης» μετά τη δίκη. Πρέπει να είμαστε τουλάχιστον όσοι ήμασταν στις 7 Οκτωβρίου σαν φόρος τιμής στον Παύλο, στη Μάγδα και σε όλα τα θύματα της Χρυσής Αυγής. Πρέπει να είμαστε πολλοί-ες και για να το γιορτάσουμε, γιατί στις 7 του Οκτώβρη δεν μας επετράπη λόγω της επίθεσης που δεχθήκαμε από την αστυνομία. Όταν έβαλα στον τίτλο της ταινίας το «υπόθεση όλων μας», επιδιώκαμε να πετύχουμε να γίνει υπόθεση όλων. Τώρα το θέμα είναι να δώσουμε τη μάχη που πρέπει να δώσουμε: να μείνουν οι χρυσαυγίτες μέσα στη φυλακή, αλλά και τη μάχη ενάντια στην ιδεολογία τους που έχει υιοθετηθεί από πολλά καθωσπρέπει κόμματα σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο. Ο ίδιος ο Ν. Δένδιας λέει εξάλλου στην ταινία ότι «κάποιοι στη Νέα Δημοκρατία θεωρούν τη Χρυσή Αυγή αδελφό κόμμα».
Ποιος ήταν τελικά ο ρόλος των ΜΜΕ απέναντι στη φασιστική άνοδο στη χώρα μας και πότε τελικά ενδιαφέρθηκαν για τη δίκη της Χρυσής Αυγής;
Ανζελίκ Κουρούνης: Έπαιξαν πολλά πράγματα ρόλο στην άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού στη χώρα μας. Το ένα ήταν η κρίση, το υπόβαθρο της ελληνικής ιστορίας, το ότι η Ελλάδα είναι μια δεξιά χώρα με μια αριστερή μειοψηφία. Επιπλέον, σημαντικός είναι ο ρόλος της παιδείας, της Εκκλησίας και του βαθέος κράτους. Όσον αφορά τα ΜΜΕ, το ζήτημα είναι διπλό. Υπάρχει ένα κομμάτι των ΜΜΕ που είναι ασυγχώρητο: όταν γινόντουσαν τα πογκρόμ των ταγμάτων εφόδου, και είχε μπει ο Μιχαλολιάκος στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας κάνοντας τον ναζιστικό χαιρετισμό, δεν το ανέδειξαν όσο έπρεπε. Πάντα «οι συνήθεις ύποπτοι» το αναδείκνυαν, ενώ για τα άλλα ΜΜΕ αυτό πέρασε στο ντούκου. Τα περισσότερα μιλούσαν για χρυσαυγίτες που βοηθούσαν γιαγιάδες… τις δικές τους τελικά γιαγιάδες, έκαναν έρευνα για να εξηγήσουν το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής αλλά από την «καλή» πλευρά. Δεν έψαξαν να δουν από πού προέρχονται οι χρυσαυγίτες. Δεν έκαναν δηλαδή γνωστό ότι προέρχονται από τον δωσιλογισμό. Πρόκειται για μια επιβολή της λήθης του δωσιλογισμού από τον οποίο προέρχεται και η Χρυσή Αυγή.
Αξίζει, επίσης, να θυμηθούμε τι έγινε πριν τις εκλογές του 2012, όταν εκλέχθηκαν 21 χρυσαυγίτες βουλευτές. Ενδεικτικό ήταν το περιστατικό με τη σφαλιάρα του Ηλία Κασιδιάρη στη Λιάνα Κανέλλη, που πολλοί το ευχαριστήθηκαν γιατί ήταν γυναίκα και κομμουνίστρια. Επίσης, όλα τα υψηλά στελέχη της Ευρώπης που τότε έδιναν συνεντεύξεις έλεγαν ότι «είστε ανεξάρτητος λαός αλλά πρέπει να ψηφίσετε σωστά». Και το «ψηφίστε σωστά» σήμαινε ψηφίστε τα πάντα εκτός από τον Τσίπρα, δηλαδή τα κόμματα του μνημονίου. Δεν είπαν «ψηφίστε ευρωπαϊκά, μνημονιακά αλλά μην ψηφίσετε ναζί στο λίκνο της δημοκρατίας». Η επιλογή τους μεταξύ μαύρου και κόκκινου ήταν το μαύρο. Τα ΜΜΕ αυτό δεν το είπανε. Γι’ αυτό και υπάρχει στην ταινία ένα κομμάτι που δίνεται έμφαση στον ρόλο που έπαιξαν τα Μέσα αυτά στην άνοδο του φασισμού. Αυτά που δεν διερωτήθηκαν γιατί οι χρυσαυγίτες είχαν σβάστικες στο χέρι και ποια ήταν η σχέση τους με τα πογκρόμ. Αυτά που παρουσιάσανε τις επιθέσεις στους αλιεργάτες και στον Σαχζάτ Λουκμάν ως μεμονωμένα γεγονότα. Αυτά που είπαν τη νύχτα που δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας ότι το θέμα είναι ποδοσφαιρικό. Αυτά τα ΜΜΕ ενδιαφέρθηκαν για τη δίκη μόνο όταν κατέθεσαν άτομα όπως ο Ρουπακιάς, οι βουλευτές και τα πρωτοκλασάτα στελέχη της Χρυσής Αυγής, η οικογένεια Φύσσα και όταν είχαμε επεισόδια. Ήταν άπειρες οι φορές που στο δικαστήριο ήμασταν μόνο η Πολιτική Αγωγή, η οικογένεια Φύσσα, στενοί φίλοι της και κάποιοι λίγοι δημοσιογράφοι πάντα των ίδιων μέσων.
Στην ταινία μιλήσατε με όλο το φάσμα του αντιφασιστικού κινήματος στην Ελλάδα αλλά και εκπροσώπους του στο εξωτερικό: από τους μαχητικούς αντιφασίστες, τους δημοσιογράφους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αποκάλυψη της εγκληματικής της δράσης, το Golden Dawn Watch μέχρι και τον Ν. Αλιβιζάτο αλλά και ξένους ευρωβουλευτές. Τι βάρυνε περισσότερο κατά τη γνώμη σας στο να φτάσουμε στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής;
Ανζελίκ Κουρούνης: Η Μάγδα Φύσσα αποκλειστικά. Η Μάγδα ένωσε το αντιφασιστικό κίνημα αλλά και άτομα που δεν ήταν καθόλου πολιτικοποιημένα. Άτομα που ταυτιστήκαν με τη μάνα, με τον «Επιτάφιο της Θεσσαλονίκης» του 1936. Ταυτίστηκαν με την αξιοπρέπειά της, την παρουσία της, την καλοσύνη της που μας καθήλωσε όλες και όλους. Έκανε αυτούς που ψηφίσανε Χρυσή Αυγή να ντραπούνε: δεν μιλάω για τα στελέχη της Χρυσής Αυγής αλλά για αυτούς που ψηφίσανε από οργή, τους απελπισμένους ανθρώπους (όπως λέει ο Π. Μάρκαρης στην ταινία), αυτούς που τελικά δεν την ξαναψηφίσανε.
Στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής σημαντικό ρόλο έπαιξε η Πολιτική Αγωγή. Αυτοί έδωσαν τη μάχη μέσα στο δικαστήριο και έξω από αυτό, αφυπνίζοντας τον κόσμο σε όλη την Ελλάδα, στα πανεπιστήμια και αλλού, όπου γινόταν κάτι. Και φυσικά πρέπει να υπογραμμίσουμε τη συμβολή όλων αυτών που ενημέρωναν για το τι συνέβαινε στη δίκη, ειδικά το Golden Dawn Watch που έδινε καθημερινή και λεπτομερή ανταπόκριση από την αίθουσα.
Ανταποκρίθηκαν τελικά οι δημοκρατικοί θεσμοί (έστω και καθυστερημένα) στο ρόλο τους να αντισταθούν στο φασιστικό μόρφωμα;
Τόμας Γιακόμπι: Ανταποκρίθηκαν, όταν άρχισαν να μην δίνουν εύκολα αίθουσες στους χρυσαυγίτες μέχρι που αναγκαστήκαν να ακυρώνουν τις ομιλίες τους. Έξι χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, οι θεσμοί λειτούργησαν, όπως έπρεπε να κάνουν πολλά χρόνια πριν.
Ανζελίκ Κουρούνης: Θυμηθείτε ότι το 2015, μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, κάποιος κόσμος τούς ξαναψήφισε και η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή. Μόνο στην τελευταία προεκλογική περίοδο άρχισε να καρποφορεί η κινητοποίηση της Πολιτικής Αγωγής που ενημέρωνε τον κόσμο, και άρχισε να γίνεται γνωστός ο πόνος, η μαχητικότητα και η αποφασιστικότητα της Μάγδας σε πιο ευρύ κοινό. Τότε ξεκίνησαν οι Δήμοι αλλά και συνολικά οι πολίτες να δίνουν τη μάχη ενάντια στην προβολή τους: δηλαδή παρ’ όλο που η Χρυσή Αυγή παρέμενε ένα εκλεγμένο κόμμα, να μην μπορέσει να κάνει την προπαγάνδα του. Άρχισαν δηλαδή να μην δίνουν αίθουσες στους χρυσαυγίτες, να μην έχουν προεκλογικά κιόσκια, οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ έκαναν απεργία όταν μιλούσε ο Μιχαλολιάκος. Όλα αυτά συνέβαλαν. Δεν άλλαξαν φυσικά τα κυρίαρχα ΜΜΕ, ωστόσο δεν τους αγκάλιαζαν όπως πριν.
Πόσο δύσκολο ήταν να προσεγγίσετε την Μάγδα Φύσσα σε μια τόσο φορτισμένη πολιτικά αλλά και συναισθηματικά δίκη και ποιοι ήταν οι φόβοι σας πριν να κάνετε τη συνέντευξη μαζί της;
Ανζελίκ Κουρούνης: Θα μπορούσε να είχε πει «όχι» και θα ήταν από μια άποψη λογικό. Είναι αβάσταχτος και ασύλληπτος ο πόνος να χάνεις το παιδί σου, δεν είναι φυσιολογικό να φεύγει πριν από εσένα. Πολλές φορές ένιωθα σαν να κλέβω κάτι πολύ προσωπικό, πολύ ανθρώπινο, πολύ ιδιαίτερο. Δεν είναι φυσιολογικό να μιλάει κάποιος ή κάποια μπροστά σε μια κάμερα. Εμείς οι κινηματογραφιστές, επειδή το επιδιώκουμε, νευριάζουμε όταν κάποιος αρνείται. Αλλά είναι σαν να μπαίνει ένα ξένο σώμα μέσα στον άνθρωπο που μιλάει. Αυτό συμβαίνει όσο καλά και να το κάνεις, ακόμη και να έχεις θυσιάσει χρόνο για να είσαι κοντά στο άτομο που θέλεις να σου μιλήσει. Φοβόμουν μη φανώ αδιάκριτη, μην κλέψω κάτι που της ανήκει, μήπως δεν σταθώ στο ύψος της αξιοπρέπειάς της.
Τόμας Γιακόμπι: Η Μάγδα Φύσσα μάς έδωσε το οκ μετά από τέσσερα χρόνια απ’ όταν το ζητήσαμε. Πολλές φορές πήγαμε στο δικαστήριο και μας έλεγε «δεν μπορώ», μέχρι που ήρθε μια μέρα που είπε «είμαι έτοιμη». Για να σου μιλήσει ειλικρινά κάποιος-α πρέπει να διαλέξει αυτός-η τη στιγμή.
Τι ξεχωρίζετε από την εμπειρία τού να παρακολουθείτε την καθημερινή παρουσία της στη δίκη;
Ανζελίκ Κουρούνης: Τη μέρα που η Μάγδα Φύσσα κυνήγησε τον Ρουπακιά. Χρωστάω στον οπερατέρ μου Χριστόφορο Γεωργούτσο αυτή την απίθανη σκηνή. Η Μάγδα βγήκε από το «εικονοστάσι» που βρισκόταν και άφησε την οργή της μάνας να εκδηλωθεί. Επίσης, όταν πέταξε το πλαστικό μπουκάλι στους δολοφόνους. Ήταν μια πολύ ανθρώπινη στιγμή. Όταν, ακόμη, σηκώθηκε και απευθύνθηκε στην Εισαγγελέα μετά την πρότασή της, η οποία μας πάγωσε όλους. Είχε τα κότσια να το κάνει, έκανε ουσιαστικά αυτό που θέλαμε όλοι μας να κάνουμε. Από τη δίκη κρατάω, επίσης, τη μαχητικότητα της Πολιτικής Αγωγής. Υπήρχαν μέρες που ήταν τόσο μεγάλη η απογοήτευση, τόσο αβέβαιο το αποτέλεσμα, τόσο άδικος ο τρόπος που τους αντιμετώπιζε η έδρα, που θα μπορούσαν να έχουν «καταθέσει τα όπλα». Τους είδα πολλές φορές να βγαίνουν από την αίθουσα κομματιασμένοι, ράκη. Ήταν σε μια αίθουσα αρχικά στον Κορυδαλλό που χρειαζόσουν 45 λεπτά να πας, πολλές φορές έβρεχε μέσα στην αίθουσα, οι δικηγόροι δεν είχαν πόρους, ήταν μια καθημερινή μάχη που τους έφθειρε. Μην ξεχνάτε ότι η δίκη δεν διήρκησε έξι μήνες αλλά 5,5 χρόνια κατά τα οποία δεν το έβαλαν ποτέ κάτω.
Τόμας Γιακόμπι: Η Πολιτική Αγωγή έδειξε μαχητικότητα και αποφασιστικότητα. Η αξιοπρέπεια της Μάγδας έγινε μάθημα, όπως και το πείσμα της Πολιτικής Αγωγής, οι δικηγόροι της οποίας ήταν τόσο βαθιά πεπεισμένοι ότι είχαν δίκιο και ότι κάπου θα φτάσουμε, κάτι που, όμως, μέχρι το τέλος δεν το γνωρίζανε.
Ήδη από τα πρώτα λεπτά της ταινίας βλέπουμε τον Λεωνίδα Κουντουδάκη, ο οποίος ήταν μάρτυρας στη δίκη για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, να παρακολουθεί σχεδόν καθημερινά τη δίκη της Χρυσής Αυγής στο πλευρό της Μάγδας Φύσσα. Πώς οδηγηθήκατε στην απόφαση να συνδέσετε τις δύο αυτές δίκες;
Ήθελα να μάθω γιατί αυτός ο άνθρωπος ήταν πάντα εκεί. Όταν έμαθα ποιος είναι, θεώρησα αυτονόητο ότι έπρεπε να βρίσκεται στην ταινία. Αυτές οι δίκες σημάδεψαν την ελληνική αριστερά και την κοινωνία που έδινε μάχη κατά του φασισμού. Οι δολοφονίες του Λαμπράκη και του Φύσσα είναι δύο πολιτικές δολοφονίες που η κάθε μία έσπασε στην εποχή της τον φόβο που υπήρχε διάχυτος στον κόσμο. Επιπλέον, έγιναν γνωστές πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Είναι δύο πολιτικές δολοφονίες που αποδεικνύουν την ύπαρξη ακόμη και τώρα ενός βαθέος ακροδεξιού κράτους που ακόμη επιβιώνει και αναπτύσσεται, ειδικά σε θεσμούς όπως η αστυνομία. Αυτό οφείλεται στο ότι ποτέ δεν έγινε πραγματική κάθαρση στην Ελλάδα, ούτε μετά τη ναζιστική κατοχή ούτε στην μεταπολίτευση. Εκπρόσωποι του βαθέους αυτού κράτους έμειναν στη θέση τους.
Υπήρχαν διαδικασίες και πρόσωπα της δίκης αυτής που θα θέλατε να συμπεριλάβετε και δεν το κάνατε;
Τόμας Γιακόμπι: Θα θέλαμε να είχαμε συμπεριλάβει χρυσαυγίτες, γιατί θα ήταν λογικό να δείχνεις στην κοινωνία για ποιον μιλάς, από το να το λες εσύ.
Ανζελίκ Κουρούνης: Πολλοί μας ρωτήσανε γιατί εντάξατε στην ταινία πλάνα των χρυσαυγιτών που φωνάζουνε όταν κάνουν τις ομιλίες τους. Ο μοντέρ μας Χρόνης Θεοχάρης επέμενε να τα εντάξουμε υποστηρίζοντας ότι «μετά από τόσα χρόνια έχουμε ξεχάσει ποιοι ήταν». Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος του κοινού δεν αποτελείται απαραίτητα από άτομα που έψαξαν τα αναγνωστέα έγγραφα που έδωσε στη δημοσιότητα το Omnia tv. Έτσι η ταινία δείχνει σε χιλιάδες άτομα ποιοι ήταν οι χρυσαυγίτες και ποιους ψηφίσανε τόσα χρόνια. Στην ταινία θα ήθελα να συμπεριλάβω συνεντεύξεις με υψηλόβαθμα στελέχη της Χρυσής Αυγής, για να δούμε ποια ήταν η πορεία τους και κατά πόσο ενισχυόταν ο φόβος τους στο πέρασμα του χρόνου της δίκης. Θα ήθελα να συμπεριλάβω και έναν υψηλόβαθμο αστυνομικό που ήταν παρών στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Να του έδειχνα τη δουλειά του Forensics Architecture και να έβλεπα πώς θα αντιδρούσε . Από τη στιγμή, όμως, που διαλέξαμε να απαντήσουμε στο ερώτημα «ποια αντίσταση», δεν ξέρω πώς αυτά θα συνδέονταν.
Στην ταινία βλέπουμε τον Ν. Δένδια να ομολογεί τη σχέση της πολιτικής εξουσίας με τη δικαστική, αποκαλύπτοντας ότι οι δικογραφίες μέχρι και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα έμεναν για χρόνια στα συρτάρια των εισαγγελικών γραφείων, αλλά και ότι άνθρωποι μέσα στη ΝΔ φλέρταραν ανοιχτά με τη Χρυσή Αυγή. Έχει αλλάξει κάτι σήμερα, μετά τη δίκη, όσον αφορά τη σχέση συγκοινωνούντων δοχείων Χρυσής Αυγής – Νέας Δημοκρατίας;
Ανζελίκ Κουρούνης: Δεν έχω κάποιο στοιχείο σε σχέση με αυτό, αλλά αυτό που βλέπω είναι ότι όσο περνάει ο καιρός η κυβέρνηση σκληραίνει τη στάση της και υιοθετεί ακροδεξιές θέσεις σε διάφορα κοινωνικά προβλήματα. Έχουμε πλέον κανόνια ήχου, συρματοπλέγματα εναντίον των προσφύγων, ενώ ταυτόχρονα γίνονται επαναπροωθήσεις. Έχουμε μια καθοδήγηση των ΜΜΕ από την κυβέρνηση, που αυτό είναι για μένα ένα από τα ενδεικτικότερα στοιχεία μιας αυταρχικής, ολοκληρωτικής πολιτικής. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Κ. Μητσοτάκης όταν βγήκε η ΝΔ κυβέρνηση, ήταν να πάρει τη διεύθυνση της ΕΡΤ και του ΑΠΕ-ΜΠΕ. Ποια άλλη κυβέρνηση έχει αποκλείσει το μάθημα της Κοινωνιολογίας από τα προγράμματα σπουδών για να ενισχύσει περισσότερο τα Θρησκευτικά; Ο μόνος που το έχει κάνει είναι ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία. Ποια άλλη κυβέρνηση προσπαθεί να καταργήσει όλα τα μαθήματα που δεν έχουν σχέση με την παραγωγικότητα της οικονομίας; Όλα αυτά αποτελούν κινήσεις μιας ταξικής πολιτικής στην παιδεία. Επιπλέον, στην κυβέρνηση συμμετέχουν ακροδεξιά στελέχη. Ο ένας είναι αυτός που πουλούσε βιβλία τα οποία μιλούν για την ανωτερότητα της φυλής και εκφράζουν βαθιά αντισημιτικές θέσεις. Είναι μια κυβέρνηση που προσπαθεί να περιορίσει τις γυναίκες σε «παραδοσιακούς» ρόλους. Ποια άλλη ιδεολογία το υποστηρίζει αυτό εκτός από την ακροδεξιά; Ποια κυβέρνηση θέλει να ξεμπερδεύει με τους αριστερούς και τους αναρχικούς, τις καταλήψεις; Αυτό ήταν και το σύνθημα της Χρυσής Αυγής: «Αναρχικοί και Μπολσεβίκοι, αυτή η γη δεν σας ανήκει».
Το ντοκιμαντέρ χρειάστηκε 5,5 χρόνια δουλειάς, ενείχε όμως και κινδύνους. Μιλήστε μας για τις δυσκολίες να προσεγγίζετε το φασιστικό μόρφωμα; Δέχεστε ακόμη απειλές;
Τόμας Γιακόμπι: Ο μεγάλος κίνδυνος για μένα δεν είναι οι χρυσαυγίτες αλλά οι πολίτες που δεν κάνουν τίποτα όταν δέρνουν δημοσιογράφο, δηλαδή η ανοχή απέναντι στο φαινόμενο. Εγώ που δέχτηκα δύο φορές επίθεση, παραμένω λευκός ευρωπαίος. Άραγε πόσοι θα νοιάζονταν αν έβλεπαν να χτυπούν κάποιον με σκούρο δέρμα, π.χ. έναν Πακιστανό. Στις 7 Οκτωβρίου είχαμε χιλιάδες ανθρώπους έξω από το Εφετείο, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο οι Έλληνες κατάλαβαν πόσο κοντά φτάσαμε στον γκρεμό. Μέχρι το δικαστήριο να βγάλει τη σωστή απόφαση, σκεφτείτε πόσα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατήθηκαν, πόση φρίκη είχαμε αφήσει να εξαπλώνεται και πόσοι άνθρωποι δέχτηκαν τον φασιστικό εκφοβισμό. Κάποιοι μετά τη δίκη λένε ότι ξεμπερδέψαμε και με τον φασισμό. Δεν είναι τόσο εύκολο. Σε καμία περίπτωση δεν τελειώσαμε. Έχουμε ριζωμένο ρατσισμό στην κοινωνία, ο κίνδυνος είναι αυτός.
Ανζελίκ Κουρούνης: Ο Θωμάς έφαγε δύο φορές ξύλο, δύο χρόνια μετά το πρώτο ντοκιμαντέρ. Μας έχουν αναγνωρίσει, προσέχουμε, αλλά δεν θα κάνουμε πίσω. Η οργή πρέπει να γίνει καύσιμο. Δεχόμαστε απειλές στο διαδίκτυο, όχι μόνο εμείς αλλά πολλοί-ες απ’ όσους-ες έχουν μπει στον αντιφασιστικό αγώνα.
Στο ερώτημα που θέτετε «ποια αντίσταση;» τι απάντηση θα δίνατε μετά απ’ όλη αυτή την έρευνα και την εμπειρία της ταινίας; Είμαστε μετά τη δίκη σε καλύτερες θέσεις μάχης απέναντι στον φασισμό;
Ανζελίκ Κουρούνης: Είμαστε σε καλύτερη θέση απέναντι στη Χρυσή Αυγή. Ήταν η δίκη της Χρυσής Αυγής, όχι του φασισμού. Είμαστε όμως σε καλύτερη θέση γιατί έχουμε την πρωτόδικη απόφαση του δικαστηρίου που μπορεί να γίνει εργαλείο για να κάνει η Πολιτεία μια κάθαρση, κάτι που δεν έγινε ούτε το ’46 ούτε το ’74. Δεν έγινε στους θεσμούς κάθαρση από τους φασίστες. Μόνο στον στρατό έγινε, στην Εκκλησία δεν έγινε, στην αστυνομία δεν έγινε. Δεν πρέπει να κάνουμε λάθος: ήταν δίκη της Χρυσής Αυγής, η μάχη ενάντια στον φασισμό δίνεται ακόμη. Σε κάθε τομέα πρέπει να δίνεται η μάχη. Πρέπει να φτάνουν γρήγορα οι υποθέσεις που αφορούν φασιστικές επιθέσεις στη δικαιοσύνη, και για να γίνει αυτό πρέπει να κάνει η αστυνομία τη δουλειά της. Πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους και οι δημοσιογράφοι. Στην παιδεία να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο που θα βοηθάει τα παιδιά να μάθουν κάτι ουσιαστικό σχετικά με αυτό το θέμα. Θα έπρεπε να πάνε στα σχολεία να μιλήσουν οι τελευταίοι επιζώντες του εμφυλίου πολέμου και του Ολοκαυτώματος. Να δώσουμε στους φοιτητές τα εργαλεία και να βγάλουν μόνοι τους τα συμπεράσματα. Χρειαζόμαστε μαχητικότητα στην καθημερινότητά μας.
Τόμας Γιακόμπι: Η δίκη ήταν ένα λιθαράκι στον αγώνα ενάντια στον φασισμό. Πρέπει να αντιστεκόμαστε με όλους τους τρόπους, κάθε στιγμή. Ποτέ να μην κουραστούμε να παλεύουμε, και να μην ξεχάσουμε ότι το εφετείο της δίκης είναι μπροστά μας.