in

Αντιρατσιστικό νομοσχέδιο: μείωση της βλάβης, διαχείριση συμβόλων ή, απλώς, live and let die, του Δημοσθένη Παπαδάτου Αναγνωστόπουλου

Αντιρατσιστικό νομοσχέδιο: μείωση της βλάβης, διαχείριση συμβόλων ή, απλώς, live and let die, του Δημοσθένη Παπαδάτου Αναγνωστόπουλου

[…] Όλα ανεξαιρέτως τα κράτη που λειτουργούν με σύγχρονο τρόπο […] μετέρχοναι σε μια συγκεκριμένη στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο όριο, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, το ρατσισμό. Τι είναι λοιπόν ο ρατσισμός; Κατ” αρχάς, είναι ένας τρόπος για να εισαχθεί, επιτέλους, στο πεδίο που έχει αναδεχτεί η εξουσία, μια τομή: η τομή ανάμεσα στα στοιχεία που πρέπει να ζήσουν και σε εκείνα που πρέπει να πεθάνουν  […]  Από την άλλη ο ρατσισμός θα έχει και μια δεύτερη λειτουργία: θα πρέπει να συμβάλει στη δημιουργία μιας θετικής σχέσης, θα λέγαμε, του τύπου […] “όσο πιο πολλούς αφήσεις να πεθάνουν, τόσο περισσότερο, για το λόγο αυτό, εσύ θα ζήσεις”.

Μισέλ Φουκώ, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας

Το τέλος της κρατικής ασυλίας προς τη Χρυσή Αυγή και η αναθεώρηση της θεωρίας των δύο άκρων στην πράξη, με την αιφνίδια περσινή ενεργοποίηση των διωκτικών μηχανισμών κατά της εγκληματικής οργάνωσης, θα προξενούσαν σήμερα μια εύλογη απορία σε κάποιους: Αφού υπάρχει ένα τέτοιο προηγούμενο για την κυβέρνηση, γιατί άραγε δεν επαναλαμβάνεται και τώρα, στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο; Τι κοστίζει σ” αυτή την κυβέρνηση η υιοθέτηση ενός “περιφερειακού” νομοσχεδίου, στο πνεύμα του ανεφάρμοστου ν. 927/1979 – ενός νομοσχεδίου ανώδυνου, που δεν ασχολείται με τα ρατσιστικά εγκλήματα, δεν προστατεύει αποτελεσματικά τα θύματά τους, αλλά αντίθετα, αφορά απόψεις που διακινούν (ακόμα και) υπουργοί, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανώτατοι δικαστικοί και κληρικοί, και που γι’αυτό ακριβώς, αν τελικά ψηφιστεί, πιθανότατα θα πέσει σε αχρησία;

Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η τύχη του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου παραμένει άγνωστη. Είναι, ωστόσο, γνωστό ότι, ακόμα και στο σημείο μηδέν (βλ. δολοφονία Φύσσα), η κορυφαία στιγμή αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με το νεοναζιστικό και ρατσιστικό φαινόμενο υπαγορεύτηκε από τη λογική της μείωσης – επ” ουδενί, δηλαδή, της εξάλειψης της βλάβης που αυτό προξενεί. Το έδειξαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, οι προ μηνών επαφές του γενικού γραμματέα της κυβέρνησης (τουλάχιστον) με τον Κασιδιάρη· το επιβεβαίωνε, νωρίτερα, το πόρισμα περί μηδενικής διείσδυσης της Χρυσής Αυγής στις Ένοπλες Δυνάμεις, πόρισμα που βγήκε σε χρόνο μηδέν – και φυσικά γελοιοποιήθηκε με τις υποψηφιότητες Επιτήδειου και Συναδινού στις ευρωεκλογές· το επεσήμαναν οι παλινωδίες γύρω από το άρθρο 19 του Κώδικα Μετανάστευσης, η επέκταση της κράτησης μεταναστών πέραν του 18μηνου, η απραξία των Γραφείων Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας, το προαναγγελθέν κουκούλωμα της υπόθεσης του Φαρμακονησίου και το συνεχιζόμενο κατενάτσιο γύρω από το αντιρατσιστικό, ενώ στο μεταξύ έχουν ψηφιστεί με διαδικασίες εξπρές πολύ “δυσκολότερα” νομοσχέδια· το υπενθύμισε, τέλος, μιλώντας προ ημερών στην ΟΝΝΕΔ, ο νέος υπουργός Δημόσιας Τάξης, παρουσιάζοντας μια αναπάντεχη εκδοχή της θεωρίας των άκρων στο μεταναστευτικό: αποδώ οι “πατριδοκάπηλοι λαϊκιστές” (επί το κομψότερο οι πάσης φύσεως ρατσιστές), αποκεί οι “κοσμοπολίτες διεθνιστές” (υποτιμητικά, δήθεν, οι αντιρατσιστές) – στη μέση, υποτίθεται, η κυβέρνηση.

Αν έχουν έτσι τα πράγματα, αν δηλαδή η κρατική ανοχή και η θεσμοποίηση του ρατσισμού αποτελούν σταθερά πια τα υποτιθέμενα μέσα ανάσχεσης του νεοναζισμού, αν ακόμα και το ΠΑΣΟΚ, που κόπτεται  για την προσαρμογή της Ελλάδας στον (χαμηλό) ευρωπαϊκό μέσο όρο των δικαιωμάτων, σπεύδει να καθησυχάσει τους “38” της ΝΔ ότι το επίμαχο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο θα ποινικοποιεί εν τέλει την αμφισβήτηση της γενοκτονίας των Ποντίων (υπενθυμίζοντας ότι αυτή “αναγνωρίσθηκε από τη Βουλή κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου”…), τότε αυτό που κρίνεται στο εν λόγω νομοσχέδιο δεν είναι, δυστυχώς, αν η Ελλάδα θα αποκτήσει την αποτελεσματική αντιρατσιστική νομοθεσία που χρειάζεται καιρό τώρα. Υπό την παρούσα κυβέρνηση, ακόμα και μια τέτοια νομοθεσία –που ορθά προφανώς διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ, με σειρά τροπολογιών– θα παρέμενε πιθανότατα ανεφάρμοστη. Ισχύει και αντίστροφα: μια τέτοια νομοθεσία ήταν απλώς περιττή όταν τα όρια ξεπεράστηκαν, και όταν, υπό συνδυασμένες πιέσεις, πρυτάνευσε τελικά η βούληση να συμμαζευτούν οι εγκληματίες νεοναζί.

Υπό την κυβέρνηση Σαμαρά, λοιπόν, για την επιβίωση της οποίας μεριμνά (χωρίς τα εμπόδια της παλιάς θεσμικής ιδιότητάς του) ο Μπαλτάκος, αυτό που κρίνεται στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο είναι η επικύρωση ή μη μιας απροσχημάτιστης –πέρα από τα σύμβολα και την κεντροαριστερή διαχείρισή τους–, λογικής του live and let die. Εδώ και μια διετία τουλάχιστον, η λογική αυτή υπερβαίνει τη διαχωριστική γραμμή μνημονιακών και αντιμνημονιακών, αποτελώντας την ίδια στιγμή σήμα-κατατεθέν της συγκυβέρνησης: το δόγμα live and let die, η αδιαφορία της κυβέρνησης για την έκθεση ανθρώπων σε κίνδυνο, ξεπερνά κατά πολύ την αντιρατσιστική και μεταναστευτική πολιτική της, γεγονός που δεν επιτρέπει πια την αποσύνδεση του αντιρατσισμού από τα κοινωνικά του συμφραζόμενα. Το ίδιο δόγμα, από την άλλη, θριαμβεύει ακριβώς στην πολιτική αυτή: βλέπετε, τα θύματα του ρατσισμού, σε αντίθεση με τους θύτες, δεν ψηφίζουν.

Με αυτή την έννοια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ περισσότερα να κάνει από το να εντείνει την πίεση ώστε να κατατεθεί το επίμαχο νομοσχέδιο. Αν τελικά δεν κατατεθεί, οι πιο σκοταδιστικοί ακροδεξιοί κύκλοι, στους οποίους υπολογίζει εκλογικά η ΝΔ, θα έχουν αφήσει το στίγμα τους στην κρατική πολιτική. Αλλά και αν το νομοσχέδιο ψηφιστεί, ενσωματώνοντας, όπως είναι πιθανό, τις παρεμβάσεις των ίδιων αυτών κύκλων, κανείς δεν θα μπορεί να το πανηγυρίσει ως νίκη της δημοκρατίας, του αντιρατσισμού και της Αριστεράς. Είναι λοιπόν κρίσιμο, μαζί με την πίεση για τη διεύρυνσή του (βλ. τροπολογίες ΣΥΡΙΖΑ), η Αριστερά να πάρει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του ρατσισμού εκεί που αυτός είναι πιο επικίνδυνος – στην πράξη, όχι στα λόγια: για την αναίρεση της άθλιας απόφασης που αθωώνει τους τσιφλικάδες  της Μανωλάδας, για την επίσπευση της δίκης της Χρυσής Αυγής και την προστασία των θυμάτων της δράσης της, για την ανάδειξη των ερεισμάτων του νεοναζισμού στην κοινωνία και στο κράτος. Αλλά και για να πάψει το ιερατείο του μίσους, που νοσταλγεί τον παρεμβατικό ρόλο της Εκκλησίας ως κομματάρχη της Δεξιάς στις αρχές και τα τέλη του ’90, να μονοπωλεί τη δημόσια εικόνα της. Αν δεν το κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα το κάνει κανείς.

Πηγή: Rednotebook.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Υποσχέσεις τέλος, οι απειλές επιστρέφουν. Του Γιώργου Κυρίτση

«Ενα λιοκούκουτσο του 7000 π.Χ. είναι εξίσου σημαντικό μ’ ένα χρυσό στεφάνι». Της Αναστασίας Λαζαρίδου