Κουρουνδής Χαράλαμπος, Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης: Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2024
Η μονογραφία του Μπάμπη Κουρουνδή «Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης: Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές», η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σάκκουλα το 2024, συνιστά ένα -εντυπωσιακής ευρυμάθειας- πανόραμα τόσο των θεωρητικών προσεγγίσεων όσο και των θεσμικών αποτυπώσεων της αντιπροσωπευτικής αρχής από τον ύστερο Μεσαίωνα μέχρι σήμερα.
Ως προς τη μεθοδολογία του, το έργο του Μπ. Κουρουνδή διακρίνεται για τη διεπιστημονικότητά του, καθώς συνταιριάζει αρμονικά στοιχεία από συναφείς και συνάμα διακριτούς κλάδους, όπως η πολιτική φιλοσοφία, η θεωρία του δικαίου, η συνταγματική ιστορία και το συνταγματικό δίκαιο.
Ο συγγραφέας, ήδη από την εισαγωγή, καθιστά σαφές ότι «αντικείμενο της μονογραφίας αποτελούν οι μεγάλες αφηγήσεις της πολιτικής και ιδίως της συνταγματικής θεωρίας για την αντιπροσώπευση, και οι εμβληματικές θεωρητικές αποκρυσταλλώσεις της … Οι δύο πτυχές του αντικειμένου συνιστούν μια ενότητα θεωρίας και πράξης: η πολιτική φιλοσοφία και η συνταγματική θεωρία συγκρότησαν μεγάλες αφηγήσεις περί αντιπροσώπευσης και αντιπροσωπευτικών κυβερνήσεων, οι οποίες όμως δεν επέδρασαν με γραμμικό τρόπο στους θεσμούς, αλλά μέσα από επαναστατικές τομές που αποτέλεσαν σταθμούς στη συγκρότηση νέων πολιτειακών παραδειγμάτων» (σελ. 4-5).
Πέραν της κριτικά τεκμηριωμένης επισκόπησης ποικίλων θεωρητικών σχημάτων και πρακτικών εφαρμογών της αντιπροσώπευσης, ο Μπ. Κουρουνδής τις ανασυνθέτει συγκροτώντας τη δική του οπτική, η οποία προσανατολίζεται στην αναγκαιότητα ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων (η εντολή-πλαίσιο ως προτιμητέα εκδοχή αντιπροσώπευσης πέραν του διπόλου ελεύθερη ή επιτακτική εντολή). Επιπλέον, αναδεικνύει τον πάντα ατελή χαρακτήρα της αντιπροσωπευτικής αρχής και της δημοκρατικής αρχής, καθώς «η πολιτική ισότητα σε συνδυασμό με την αδιαφορία για την κοινωνική ανισότητα υπήρξε και εξακολουθεί ως τις μέρες μας να είναι ταυτόχρονα η μεγάλη δύναμη και η μεγάλη αδυναμία της πολιτικής αντιπροσώπευσης» (σελ. 16), με ανοιχτό τελολογικό ορίζοντα την ανάδυση της κοινωνικής-οικονομικής δημοκρατίας. Εξάλλου, ήδη από τον 19ο αιώνα η μαρξική κριτική στην αστικοδημοκρατική αντιπροσώπευση «αρθρώνεται με άξονα το επιχείρημα ότι πίσω από τον μανδύα της καθολικής πολιτικής αντιπροσώπευσης κρύβεται η κοινωνική κυριαρχία των λίγων» (σελ. 88).
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, εκ των οποίων το πρώτο αφιερώνεται στο θεωρητικό πλαίσιο σχετικά με τη γενεαλογία, τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της αντιπροσώπευσης και το δεύτερο στις διεθνείς τάσεις και την εθνική εξειδίκευση της αντιπροσώπευσης στα Συντάγματα των μεταπολεμικών φιλελεύθερων δημοκρατιών, καταθέτοντας επίσης κρίσιμες σκέψεις αναφορικά με τη σύγχρονη πορεία της αντιπροσώπευσης σε ένα μεταδημοκρατικό περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων.
Η ιστορική αναδρομή στη μακρά -διόλου ντετερμινιστική- πορεία μέχρι την κατοχύρωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος διακυβέρνησης (έμμεση δημοκρατία) εκκινεί από την ερμηνευτική παραδοχή ότι η δημοκρατία και η αντιπροσώπευση δεν είναι ταυτόσημες, αλλά διάλληλες έννοιες.
Ενόψει τούτου, το διαχρονικό δίλημμα βρίσκεται ανάμεσα στη «συμβολική» (τυπική) ή «περιγραφική» (ουσιαστική) αντιπροσώπευση. Στη «συμβολική», πιο φορμαλιστική προσέγγιση της αντιπροσώπευσης, η έμφαση δίνεται στην ελεύθερη εντολή των αντιπροσώπων, στα θεσμικά αντίβαρα, στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, έτσι ώστε η λαϊκή κυριαρχία κατ’ ουσίαν «να αποτελεί μια μετωνυμία της κρατικής κυριαρχίας» (σελ. 301).
Η «περιγραφική», πιο δυναμική σύλληψη της αντιπροσώπευσης την αντιμετωπίζει «ως ζήτημα εναρμόνισης της μεταβαλλόμενης πολιτικής βούλησης των αντιπροσωπευόμενων με τις αποφάσεις των αντιπροσώπων» (σελ. 302), δίνοντας προτεραιότητα στην πραγματική άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας μέσω μηχανισμών «από τα κάτω» ελέγχου της πολιτικής εξουσίας, προκειμένου οι δημοκρατικά εκλεγμένοι αντιπρόσωποι να μην εκτραπούν σε ανέλεγκτες ελίτ.
Η γενεαλογική αφετηρία του ανωτέρω διπόλου διέρχεται μέσα από τη σκιαγράφηση ετερόκλητων θεωριών γύρω από τη σχέση κυβερνώντων-κυβερνωμένων, όπως ενδεικτικά το «συμβόλαιο υποταγής» στον «Λεβιάθαν» του Hobbes, το «συμβόλαιο-καταπίστευμα» στη «Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως» του Locke, η αμεσοδημοκρατική διαμόρφωση της ενιαίας και αδιαίρετης «γενικής βούλησης» στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Rousseau, τα θεσμικά αντίβαρα στα «Federalist Papers» της Αμερικανικής Επανάστασης, η αντιπροσώπευση του λαού διά των αντιπροσώπων του έθνους στην «Τρίτη Τάξη» του Αββά Sieyes κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης.
Ο 19ος αιώνας δεν επιβεβαίωσε μια αισιόδοξη, προοδευτική οπτική της ιστορίας των πολιτικών κοινωνιών, καθώς επήλθε παλινόρθωση της μοναρχίας σε συνταγματικό, πάντως, πλαίσιο και καθιέρωση περιορισμένου δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι με αυστηρά περιουσιακά κριτήρια (τιμοκρατική ψήφος). Γενικότερα, η -κατά Χομσμπάουμ- «εποχή των επαναστάσεων και των αυτοκρατοριών» χαρακτηρίζεται, αφενός, από τη διαρκή κίνηση των μαζών στο παρασκήνιο της ιστορίας και, αφετέρου, από το διάχυτο φόβο των ελίτ ως προς την είσοδο των μαζών στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Ο 20ος αιώνας μεταβάλλει δραστικά την προσέγγιση της αντιπροσωπευτικής σχέσης ενόψει της επιτακτικότητας του κοινωνικού ζητήματος. Κατά την ταραχώδη χρονική περίοδο από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έως και τον Μεσοπόλεμο, ο Κουρουνδής εντοπίζει και αναλύει εύστοχα τρία σαφώς διακριτά μοντέλα αντιπροσώπευσης, το σύστημα των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών (σοβιέτ) στη Σοβιετική Ένωση (με παρουσίαση της «εσωτερικής» κριτικής στον λενινιστικό συγκεντρωτισμό από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ), το σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη Γερμανία της Βαϊμάρης (με επισκόπηση της διαμάχης μεταξύ του Χανς Κέλσεν και του Καρλ Σμιτ για τον πραγματικό κυρίαρχο και το περιεχόμενο της αντιπροσώπευσής του), και το σύστημα της αντιπροσωπείας των επαγγελματικών συμφερόντων, το οποίο εκτίθεται τόσο στην εξισωτική-κοινωνιοκεντρική ιδέα του Αλ. Σβώλου όσο και στη συντηρητική-αυταρχική πραγμάτωση της ταξικής-εθνικής ομογενοποίησης στη φασιστική Ιταλία.
Στον μεταπολεμικό κόσμο, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η κομματική δημοκρατία υπήρξε το θεσμικό-κοινωνικοπολιτικό μέσο για την είσοδο των μαζών στο πολιτικό παίγνιο των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών. Λειτουργώντας ως επιμεριστικοί μηχανισμοί διαμεσολαβημένης έκφρασης της πολιτικής κρίσης και όχι ως ολιστικοί διαμορφωτές μιας -ούτως ή άλλως- ανεύρετης «γενικής βούλησης», τα πολιτικά κόμματα συνδέουν στενότερα την αντιπροσωπευτική με τη δημοκρατική αρχή.
Παρά την καθιέρωση του καθολικού δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και της πλουραλιστικής-πολυκομματικής δημοκρατίας, η αρχή της ίσης πολιτικής ελευθερίας έμενε αδρανής όσο υφίσταντο δρακόντειοι περιορισμοί στην πολιτική έκφραση και εκπροσώπηση είτε στη βάση της ιδεολογίας (όπως στη μετεμφυλιακή «καχεκτική δημοκρατία» της Ελλάδας πριν τη Μεταπολίτευση) είτε με φυλετικά κριτήρια (όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον αποκλεισμό των μαύρων από την κοινωνικοπολιτική ζωή πριν τις θεσμικές κατακτήσεις του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα).
Ο συγγραφέας διατυπώνει -σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό αντίστοιχα- τις αντιρρήσεις του απέναντι σε δύο σύγχρονες, αντιθετικές μεταξύ τους θεωρίες που ασκούν κριτική απέναντι σε διάφορες πτυχές της αντιπροσώπευσης. Από τη μια πλευρά, απορρίπτει τον νομικό ρεαλισμό, ο οποίος μεταθέτει την αρμοδιότητα-πολιτική ευθύνη σε όργανα με τεχνοκρατική νομιμοποίηση, όπως η δικαστική εξουσία, ως μη επαρκώς δημοκρατική αντίληψη της αντιπροσωπευτικής σχέσης. Από την άλλη, θεωρεί ότι ο λαϊκιστικός συνταγματισμός θέτοντας στο επίκεντρό του τον γνήσιο λαό, ο οποίος στερείται εξουσίας από τις κομματικές ή τεχνοκρατικές ελίτ, έχει μια αυτοαναφορική αντίληψη (πολιτική για την πολιτική) και δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα που επηρεάζουν ουσιωδώς τη συλλογική αυτενέργεια των πολιτών.
Ψηλαφώντας την -κατά την κρίση του- πραγματική ουσία της αντιπροσωπευτικής σχέσης, ο Μπ. Κουρουνδής επισκέπτεται το έργο δύο κορυφαίων εκπροσώπων του εγχώριου μεταπολεμικού συνταγματισμού (Αριστόβουλος Μάνεσης, Δημήτρης Τσάτσος). Παρά τις αξιοσημείωτες μεταξύ τους μεθοδολογικές και πολιτικές διαφορές, αμφότεροι αντιλαμβάνονται την αντιπροσώπευση ως εντολή-πλαίσιο, δηλαδή ως μια εντολή που δεν φτάνει μεν μέχρι την ανακλητότητα του εκλεγμένου αντιπροσώπου, οφείλει δε να έχει οιονεί δεσμευτικό χαρακτήρα για τους αντιπροσώπους του κυρίαρχου λαού.
Προβαίνοντας σε συστηματική ερμηνεία εκείνων των διατάξεων του ελληνικού Συντάγματος που κατοχυρώνουν την αντιπροσωπευτική αρχή και τη δημοκρατική αρχή, ο Μπ. Κουρουνδής αναζητά την παραπληρωματική μεταξύ τους σχέση, με άλλα λόγια τη μείωση της πολιτικής και κοινωνικής απόστασης μεταξύ των αντιπροσώπων και των αντιπροσωπευόμενων. Υπό αυτό το πρίσμα, εκλαμβάνει τη δημοκρατία ως ανοιχτή ρήτρα, ικανή «να συμπεριλάβει και να εγκολπωθεί κάθε νέο θεσμό και κάθε νέα διαδικασία συμμετοχής, αντιπροσώπευσης ή διαβούλευσης του λαού και έκφρασης της κοινής γνώμης, που όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται τη λαϊκή θέληση, αλλά συντείνει στην πληρέστερη, γνησιότερη, καθολικότερη και ορθολογικότερη εκδήλωση και κατοχύρωσή της» (σελ. 288, σχετική παραπομπή στο Μανιτάκης Αντώνης, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, τ.1, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 300).
Προκειμένου μια δημοκρατία να είναι γνήσια αντιπροσωπευτική (και όχι οιονεί κομματική αριστοκρατία ή, αντιθέτως, άμεση-δημοψηφισματική δημοκρατία), δέον να συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: Πρώτον, οι αντιπρόσωποι του κυρίαρχου λαού να αναδεικνύονται μέσω εκλογών στη βάση της ίσης πολιτικής ελευθερίας. Δεύτερον, η εντολή να μην είναι επιτακτική, αλλά να υφίσταται μια σχετική ανεξαρτησία μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων. Τρίτον και κύριον, να διατηρείται αλώβητη η αυτόνομη πολιτική έκφραση των κυβερνώμενων (ελευθερία δημόσιας έκφρασης γνώμης, εσωκομματική δημοκρατία, ελευθερία της συνάθροισης κ.λπ.). Εξάλλου, «η έκταση της αντιπροσώπευσης καθορίζει τον βαθμό συμμετοχής των πολιτών στην εξουσία και, τελικά, την έκταση πραγμάτωσης της ίδιας της δημοκρατίας» (σελ. 8).
Εν κατακλείδι, ως προς την ποιότητα της συμβιωτικής σχέσης μεταξύ λαϊκής κυριαρχίας και αντιπροσώπευσης, «εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο το κριτήριο του Κέλσεν όταν επέμενε ότι η απάντηση στο ερώτημα για τη σχέση μεταξύ του εκλεγμένου μέλους ενός νομοθετικού σώματος και των εκλογέων του εξαρτάται από την άποψη για το σε ποια έκταση είναι επιθυμητό να πραγματωθεί η ιδέα της δημοκρατίας» (σελ. 304).
Η εξαιρετικά σημαντική συμβολή του Μπ. Κουρουνδή αφήνει εκκρεμές σε τι συνίσταται η προαναφερόμενη εντολή-πλαίσιο και πώς θα διασφαλιστεί κανονιστικά η δέσμευση των αντιπροσώπων του κυρίαρχου λαού στο περιεχόμενο μιας τέτοιας εντολής. Πρόκειται, πάντως, για ένα ανοιχτό ζήτημα που δεν μπορεί να προεξοφληθεί λεπτομερώς στο γράμμα του νόμου, αλλά η πραγμάτωσή του μέλλει να κριθεί στο καθημερινό πεδίο των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών, λαμβάνοντας υπόψη μας ότι «κρίσιμο στοιχείο της ίδιας της αντιπροσώπευσης είναι η πρόσληψή της από τους αντιπροσωπευόμενους και τους αντιπροσώπους» (σελ. 19). Ο λαός, εξάλλου, -ως κυρίαρχος και αντιπροσωπευόμενος- δεν είναι ένα αχρονικά ιδωμένο, ομοιογενές πολιτικό σώμα, αλλά ένα δυναμικό σύνολο προσώπων με πολλαπλότητα ιδεολογικών αντιλήψεων, υλικών συμφερόντων, ηθικοπολιτικών αξιών, ατομικά και συλλογικά διαμορφωμένων προσδοκιών.
*O Θωμάς Ψήμμας είναι διδάκτορας Φιλοσοφίας του Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ