Η επαφή μου με τον κινηματογράφο ξεκίνησε από τη νηπιακή ηλικία. Για καλή μου τύχη είχα αρκετά ερεθίσματα μέσα στο στενό οικογενειακό μου περιβάλλον, που με ώθησαν στον αθλητισμό και τον πολιτισμό από νωρίς.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Μεγαλώνοντας παρατηρούσα ένα μεγάλο κύμα συνομήλικων να είναι εντελώς αποπροσανατολισμένοι. Λογικό εν μέρει, αλλά στα δικά μου μάτια φάνταζε νοσηρό για μία γενιά που δομούσε εκείνα τα χρόνια την προσωπικότητά της. Κι ενώ συνέχιζα μία μακρά διαδρομή ανάμεσα στη σκληρή προπόνηση και την ενασχόλησή μου με διάφορες μορφές τέχνης, αυτοί συνέχιζαν να κλείνονται στο γειτονικό σπήλαιο, ένα κεντρικό κατάστημα Web (αν θυμάμαι καλά) και να παίζουν με τις ώρες στην οθόνη σε σκοτεινό φόντο, αφήνοντας τη ζωή να περνάει. Ήταν μία πρώτη μαχαιριά, ένα δυνατό χτύπημα και δεν μπορούσα να ακολουθήσω.
Η φοιτητική ζωή εκτός από το πτυχίο (απόλυτα κυνική πλευρά) σου δίνει τον χρόνο να εξερευνήσεις τόσο τον εαυτό σου, όσο και τον κόσμο ολόκληρο αν έχεις μάτια κι αυτιά ανοιχτά. Mία νέα γνωριμία, μία ομάδα ατόμων που συγκροτείται και λειτουργεί δυναμικά μπορεί να σε διαμορφώσει. Άλλωστε είμαι ένας άνθρωπος που ακόμα και σήμερα πιστεύω στη δύναμη της παρέας, της άμεσης επαφής κι επικοινωνίας.
Τι σχέση όμως μπορεί να έχουν όλα αυτά με το Seven Film Gallery της Αλεξάνδρου Σβώλου, το οποίο κατεβάζει ρολά; Είναι ακριβώς μία ανθρώπινη αλυσίδα κι αυτό το “κατάστημα”, αυτή η Ταινιοθήκη λειτούργησε ευεργετικά ως κομμάτι της, ώστε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο σινεφίλ κι όχι μόνο στην πόλη μας. Γιατί δεν μιλάμε για ένα απλό Seven spot, στο οποίο πήγαιναν μονάχα οι άνθρωποι της γειτονιάς.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ξεκινήσαμε από τα ανατολικά της πόλης να κατεβούμε στο συγκεκριμένο video club. Η διαδρομή από το πανεπιστήμιο ως εκεί έγινε επιλογή, “μονόδρομος”. Ήταν μία αληθινή Gallery ταινιών. Έβρισκες σχεδόν ό,τι διαμάντι έψαχνες. Από ταινίες που πριν λίγο καιρό είδαμε στο Σινεμά, μέχρι αριστουργήματα του 1920. Πλούτος. Έγινε σημείο αναφοράς. Έπρεπε όμως να έχεις το μικρόβιο μέσα σου για να το γνωρίσεις, να καλλιεργηθεί το πάθος και να αντιληφθείς το μεγαλείο του.
Η κοινωνία ωστόσο προχωρούσε με ταχείς ρυθμούς και το “πειρατικό” καράβι έτρεχε στα ανοιχτά σαρώνοντας στο πέρασμά του. Δεν αδικώ την πλατιά μάζα του κόσμου, έτσι έμαθαν και η ατιμωρησία τους οδήγησε να το συνηθίσουν ως κάτι απολύτως φυσιολογικό. Δεν το επέλεξα ποτέ, δε θα το κάνω ούτε τώρα γιατί απλά χάνεται πάνω από το μισό της μυσταγωγίας της σκοτεινής αίθουσας.
Το ασπρόμαυρο φόντο μου θύμιζε πάντα τη σκηνοθετική κλακέτα. Έτοιμοι; 3,2,1 … γράφουμε. Το ταξίδι ξεκινά. Σαν να ήμαστε στα γυρίσματα, στα παρασκήνια. Καπετάνιος ο Τέλλος, μία πολυδιάστατη προσωπικότητα πάντα στην πρώτη γραμμή. Ήταν εκεί για να σε καθοδηγήσει, να σε βοηθήσει, να σε ακούσει, ήταν έτοιμος να μοιραστεί μαζί σου γνώσεις, εμπειρίες και συναισθήματα ανά πάσα στιγμή. Το Seven Film Gallery πέρα από τις ενοικιάσεις ταινιών, έγινε ένας χώρος συνάντησης, ανταλλαγής σκέψεων, ιδεών, γνωριμιών. Άνθρωποι του πολιτισμού, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μουσικοί, ραδιοφωνικοί παραγωγοί, ποιητές ήταν εκεί. Ένα εκρηκτικό κράμα, που θαρρώ όμοιό του δεν υπήρχε στην πόλη. Μία κοιτίδα Πολιτισμού σε δύσκολα χρόνια που κλήθηκε να αφυπνίσει συνειδήσεις, με κλειστή την ΕΡΤ, με Μέσα να προσπαθούν με βάναυσο τρόπο να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη.
Έπρεπε να έχεις τη διάθεση, τον χώρο (ψυχικά) και τον χρόνο να το ζήσεις. Πάντα έφευγες από εκεί γεμάτος. Με ένα dvd ή όχι στο χέρι. Αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των κινηματογράφων της πόλης και των θεατών. Μία άκρως επιδραστική διαδικασία, που συνδέθηκε με ενότητες όπως το Σινεμά και Ψυχανάλυση, αρχικά στο Μακεδονικόν και μετά στις αίθουσες του Φεστιβάλ, με παρουσιάσεις βιβλίων, με την ομάδα “Ποίηση Γυμνή” κι άλλες πολλές παράλληλες δράσεις που έδιναν ενδιαφέρον στη ζωή ολόκληρης της πόλης, με τη λειτουργία της Γειτονίας της Αλεξάνδρου Σβώλου να αποτελεί ένα πρότυπο για ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη.
Tώρα ήρθε το τέλος μίας εποχής, όπως γράφουν στο αποχαιρετιστήριο σημείωμά τους οι Χρήστος Μπεχτσής και Σουζάνα Γκαϊτατζή. Το τι θα φέρει η νέα, μαζί με τη νέα πλατφόρμα που καιρό ετοιμάζεται θα το δείξει μονάχα ο χρόνος, που σίγουρα όμως δε θα σβήσει όσα ζήσαμε σε αυτόν τον χώρο. Από μία αφίσα στον τοίχο, από ένα τραγούδι να ακούγεται, από μία συναναστροφή που μετατράπηκε σε σχέση ζωής, ως τις ταινίες που πέρα από το κομμάτι της τέχνης αποτελούν την αφορμή για ουσιαστική περισυλλογή και εμβάθυνση πάνω στα οικουμενικά προβλήματα της εποχής, πριν αυτά χτυπήσουν την πόρτα μας και με μηδενικά αντανακλαστικά πια, μας διαλύσουν.
Αυτό ήταν λοιπόν … Εις άλλα με υγεία.