Η Kεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή στο φερόμενο ως πρακτικόεπεξεργασίας του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου αναφέρει ότι ο Ν.927/1979 και διάφοροι άλλοι νόμοι παρέχουν ένα επαρκές πλέγμα διατάξεων για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Από την άλλη πλευρά, στα σχόλιά της για το αδίκημα της παρ. 2 του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου (“Δημόσια υποκίνηση σε πράξεις ή ενέργειες βίας – μίσους”), αναφέρει μεταξύ άλλων ότι:
“Έτσι, η κατ΄ αρχήν απόλυτη απαγόρευση της με οποιονδήποτε τρόπο έκφρασης ρατσιστικών και ξενοφοβικών ιδεών δεν είναι συνταγματικά ανεκτή.”
Ωστόσο, η απόλυτη απαγόρευση τέτοιων ιδεών συναντάται στον ισχύοντα Ν.927/1979 κι όχι στο φερόμενο αντίστοιχο άρθρο του νομοσχεδίου. Ας δούμε τις δύο διατυπώσεις:
Ν.927/1979:
Άρθρο 2
“Όστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε δια του τύπου είτε δια γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεως ή παντός ετέρου μέσου εκφράζει ιδέας προσβλητικάς κατά προσώπου ή ομάδος προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους ή χρηματική ποινήν ή και δι΄ αμφοτέρων των ποινών τούτων.”
Νομοσχέδιο 2013:
“Όποιος με πρόθεση, δημόσια προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ή μέσο ή τρόπο παροτρύνει, προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος, κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή 5.000 έως 20.000 ευρώ.”
Είναι ξεκάθαρο ότι η απόλυτη απαγόρευση στην ρατσιστική έκφραση προβλέπεται στον σημερινό ν.927 που τιμωρεί την απλή “έκφραση ιδεών προσβλητικών” κι όχι στην προτεινόμενη διάταξη που η εφαρμογή της δεν προϋποθέτει απλή έκφραση, αλλά πρόκληση “βιαιοπραγιών ή μίσους”.
Επομένως, το προτεινόμενο νομοσχέδιο αποποινικοποιεί την απλή έκφραση ρατσιστικών ιδεών και ανεβάζει τον πήχυ του ποινικού κολασμού της, προσθέτοντας μια ακόμη προϋπόθεση που ουδόλως βρίσκεται πέραν των συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες περιλαμβάνουν και το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος που “ξέχασε” να αναφέρει η Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή και το οποίο αναφέρει ότι όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την “απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων”. Το ίδιο το Σύνταγμα λοιπόν αναφέρεται σε απόλυτη προστασία των ανωτέρω έννομων αγαθών.
Κι όμως, η ΚΕΝΕ, ενώ αναφέρει ότι ο Ν.927 είναι ολοκληρωμένο πλαίσιο (με επιφύλαξη για βελτιώσεις), για την παραπάνω προτεινόμενη διάταξη αναφέρει ότι:
“… η ποινικοποίηση της διαλαμβανόμενης συμπεριφοράς με τη συγκεκριμένη και σε πολλά σημεία αόριστη διατύπωση του κειμένου του σχεδίου νόμου […] πρέπει να θεωρηθεί ότι βρίσκεται εκτός του προστατευτικού πεδίου της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 14. Κι αυτό γιατί προσβάλλει τον πυρήνα της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης με κίνδυνο να εκτεθούν σε διώξεις και να τιμωρηθούν πρόσωπα που διατυπώνουν, έστω και με οξύ ύφος, ακόμη και επιστημονικές απόψεις για τα θέματα αυτά.”
Αδυνατώ να παρακολουθήσω ποια επιστημονική άποψη, σε οσοδήποτε οξύ ύφος διατυπωμένη, μπορεί να παρορτρύνει, να προκαλεί ή να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος για τις ανωτέρω περιπτώσεις. Ποια επιστήμη απευθύνεται στο συναίσθημα ή καλεί σε βίαιες ενέργειες;
Επίσης η παραπάνω θέση της ΚΕΝΕ έχει αντιπαρέλθει πλήρως την συνταγματική διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος για την “απόλυτη προστασία” της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας καθενός ευρισκόμενου στην Επικράτεια χωρις διακρίσεις. Αντίθετα, το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ελευθερία διάδοσης των στοχασμών έχει σαφή επιφύλαξη υπέρ του νόμου (“τηρώντας τους νόμους του κράτους”). Βεβαίως οι νόμοι αυτοί πρέπει να είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας, αλλά τέτοια κριτήρια δεν φαίνεται να απασχόλησαν την ΚΕΝΕ.
Η κρίση της ΚΕΝΕ ότι οι έννοιες “μίσος”, “θρησκεία”, “σεξουαλικός προσανατολισμός” και “ταυτότητα φύλου” είναι αόριστες, μολονότι απαντούν ορισμένες από αυτές σε συνταγματικές και άλλες σε ευρωπαϊκού δικαίου διατάξεις που το ίδιο πρακτικό επικαλείται, είναι έωλη. Σε κάθε περίπτωση οι έννοιες αυτές είναι πιο συγκεκριμένες από τη λέξη “τιμή” που αποτελεί και το έννομο αγαθό στην περίπτωση της απλής εξύβρισης.
Γενικά, οι αντιδρώντες στην εισαγωγή αντιρατσιστικής νομοθεσίας χρησιμοποιούν συχνά επιχειρήματα τα οποία στην ουσία βάλλουν ενάντια στην ίδια την φύση του δικαίου ως συνόλου γενικών κανόνων που ρυθμίζουν δεσμευτικά την κοινωνική ζωή.
Θεωρώντας λοιπόν η ΚΕΝΕ ότι ο απόλυτης απαγόρευσης ν.927 είναι “επαρκής”, ενώ η στενότερης εμβέλειας προτεινόμενη διάταξη είναι αντισυνταγματική και παραβλέποντας πλήρως το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά και το άρθρο 25 παρ. 1 ως προς την αρχή της αναλογικότητας, υπέπεσε σε πλημμέλειες που αποδυναμώνουν το συμπέρασμα περί δήθεν αντίθεσης του ν/σ στην ελευθερία της έκφρασης.
Πηγή: e-lawyer