Η στήλη Αντι/Συν-θέσεις ασχολείται με θέματα που μας απασχολούν, μας προβληματίζουν, αποτελούν συχνά αντικείμενο συζητήσεων ιδιωτικών, μερικές φορές και πιο δημόσιων, και θεωρητικής αναζήτησης.Τα θέματα δεν συνδέονται με την επικαιρότητα, χωρίς φυσικά να την αποκλείουν, ούτε είναι έμμεσες βιβλιοκρισίες, αν και λογικό είναι να φλερτάρουν με έργα και συγγραφείς. Επίσης, όπως το επι-σημαίνει ο τίτλος, οι συντάκτριες άλλοτε θα συμφωνούν, άλλοτε όχι. Εύχονται οπωσδήποτε, όμως, να βρουν συνομιλητές.
Επιμέλεια: Αθηνά Παπανικολάου, Ντίνα Παπούδα
1. Καταρχάς είναι απαραίτητος ο ορισμός της έννοιας ιδίωμα. Από την ηλεκτρονική σελίδα «Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα» μαθαίνουμε ότι χρησιμοποιούμε τον όρο ιδίωμα για να αναφερθούμε στις διαλέκτους εκείνες που εμφανίζουν λίγες διαφορές (κυρίως στην προφορά και το λεξιλόγιο) από την επίσημη γλώσσα, οπότε είναι μάλλον εύκολα κατανοητές στους/στις ομιλητές/τριες της επίσημης ή των άλλων ιδιωμάτων/διαλέκτων.
- Για παράδειγμα, τα ποντιακά και τα τσακώνικα θεωρούνται διάλεκτοι της ελληνικής, ενώ τα επτανησιακά και τα πελοποννησιακά συχνά χαρακτηρίζονται ιδιώματα.
- Ταυτόχρονα, πολλά ιδιώματα που ομιλούνται σε μια ευρύτερη περιοχή και εμφανίζουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ τους λέμε ότι ανήκουν στην ίδια διάλεκτο. Για παράδειγμα, τα διάφορα κρητικά ιδιώματα αποτελούν την κρητική διάλεκτο, τα κυπριακά ιδιώματα την κυπριακή διάλεκτο κλπ.
- Μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου υπάρχει σχέση γλωσσικής ανισότητας: η πρώτη συνήθως αξιολογείται θετικότερα από τη δεύτερη.
- Δεν διαφέρουν όλες οι διάλεκτοι στον ίδιο βαθμό από την επίσημη γλώσσα. Αυτές που διαφέρουν το λιγότερο λέγονται και ιδιώματα.
2. Σε όλη την ιστορική διαδρομή της νεοελληνικής λογοτεχνίας βρίσκουμε κείμενα που γράφτηκαν σε ιδιώματα και διαλέκτους ή χρησιμοποίησαν ιδιωματισμούς π.χ. Βατραχομυομαχία, στο κρητικό ιδίωμα Ερωτόκριτος, Ερωφίλη, Κυπριακά ερωτικά έπη, Αν. Λασκαράτος, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης κ.ά. Η διαχρονική παρουσία του ιδιώματος δείχνει και τη δυναμική της γεωγραφικής γλωσσικής ποικιλίας η οποία την καθιστά ικανή να εκφράσει σε υψηλό επίπεδο λογοτεχνικές αρετές.
3. Η ποικιλία των γεωγραφικών/ κοινωνικών ιδιωμάτων συνιστούν τα ρυάκια που εκβάλλουν στο ποτάμι της κοινής ομιλούμενης γλώσσας και την εμπλουτίζουν με τις φερτές ύλες του λεξιλογικού και νοηματικού υλικού τους. Καθρεφτίζουν επίσης την ιδιαίτερη κουλτούρα κάθε γεωγραφικής περιφέρειας, τις κοινωνικές συνιστώσες της, την ιστορική της πορεία.
4. Δυστυχώς, όμως, η ανισότητα που χαρακτηρίζει τη σχέση της κοινής με τις διαλέκτους και τα ιδιώματα, καθώς και η γλωσσική ομοιογένεια που επέβαλε, σαν απαραίτητο ενοποιητικό στοιχείο, η δημιουργία του έθνους-κράτους, οδήγησαν στην υποτίμηση των τελευταίων και στον εξοβελισμό τους από την εκπαίδευση, με την ιδέα πως είναι κατώτερα γλωσσικά μορφώματα και υπολειπόμενα στη δυνατότητα να εκφράσουν σύνθετες έννοιες και να διαμορφώσουν λογοτεχνικό ύφος. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε στερεοτυπικές, αρνητικές «γλωσσικές στάσεις» απέναντί τους.
5. Εντούτοις, παρά τις προκαταλήψεις (π.χ. «τα ιδιώματα είναι η γλώσσα των αμόρφωτων και κοινωνικά κατώτερων, απολειφάδι μιας παρωχημένης κοινωνικής οργάνωσης και ενός φτωχού πολιτισμού») αυτά επέστρεψαν δυναμικά τις τελευταίες δεκαετίες στη νεοελληνική λογοτεχνία, κυρίως στο διήγημα και τη νουβέλα, επαναφέροντας στον κορμό της τον κόσμο της ενδοχώρας και της ιστορίας του και αποδεικνύοντας το εκφραστικό τους σθένος. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η εμφάνισή τους συνιστά κατά κάποιο τρόπο την «εκδίκηση» της επαρχίας στην επιβολή του αστικού τοπίου και στη λογοτεχνία.
6. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της τάσης είναι ο Ηπειρώτης Σωτήρης Δημητρίου, που ονόμασε τη γλώσσα του έργου του «χωριανική», αλλά και νεότεροι συγγραφείς, ο Γιάννης Μακριδάκης (χιώτικο ιδίωμα), ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στη συλλογή διηγημάτων «Γκιάκ» (αρβανίτικη γλώσσα), η Εύη Κουτρουμπάκη στο μυθιστόρημα «Το τρίτο πόδι» (μικρασιάτικο ιδίωμα), ο Κώστας Μπαρμπάτσης στη «Λυκοχαβιά (ιδίωμα της Αιτωλοακαρνανίας), ο Αντώνης Πάσχος στο «Αδερφομοίρι» (ιδίωμα της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας).
Στην εκπνοή του 2024, ο Θωμάς Κοροβίνης στη νουβέλα «Τρεις σταυροί στο ακροθαλάσσι» επαναφέρει το ιδίωμα της Ανατολικής Θράκης.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα προηγούμενα ονόματα και έργα, φυσικά υπάρχουν κι άλλοι/ες συγγραφείς που επέλεξαν το ιδίωμα του γενέθλιου τόπου τους ή των προγόνων τους ώστε να εκφράσουν σκέψεις και συναισθήματα.
7. Αρκετοί αναγνώστες δυσανασχετούν με τη χρήση του ιδιώματος. Οι λόγοι που επικαλούνται είναι οι εξής: Αδυναμία κατανόησης του κειμένου, λόγω κυρίως αστικής καταγωγής, μολονότι σε αρκετά βιβλία παρατίθεται ερμηνευτικό λεξιλόγιο. Εξιδανίκευση της ζωής στην επαρχία, νοσταλγικός ρομαντισμός που δεν συνάδει με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τους προβληματισμούς που αυτός παράγει. Παρωχημένη επίσης ηθογραφία, που αδυνατεί να συλλάβει τους κραδασμούς της επιταχυνόμενης εξέλιξης και των ραγδαίων αλλαγών της μετανεωτερικής κοινωνίας. Κοντολογίς, θεωρούν πως το ιδίωμα στη λογοτεχνία εκφράζει έναν παρωχημένο κόσμο και συνιστά ιδεολογική οπισθοδρόμηση και συντηρητισμό.
8. Ο αντίλογός μου στις παραπάνω αιτιάσεις (αν και κατανοώ πως τα βιώματα είναι συχνά καθοριστικά στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού) αφορά και το θέμα της γλώσσας και του περιεχομένου. Σε έναν κόσμο επιβαλλόμενης ομοιομορφίας σε όλα τα επίπεδα, που αρνείται να δεχθεί και να εγκολπωθεί γόνιμα κάθε διαφορετικότητα, η χρήση του ιδιώματος επαναφέρει την γλωσσική ποικιλότητα, την πολυμορφία που συνέθεσε το μωσαϊκό του πολιτισμού μας. Συνδέει επίσης τους νεότερους με προγενέστερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, με λησμονημένες επίσης τελετουργίες που συγκροτούσαν τον κοινοτικό βίο, τον τόσο διαφορετικό από την εξατομικευμένη κοινωνία των ημερών μας και αποκαλύπτει την στενή σχέση αλληλεπίδρασης που είχαν οι άνθρωποι με το φυσικό περιβάλλον. Συνδέει ακόμη το παρελθόν με το παρόν, τόσο σε επίπεδο γλώσσας όσο και ιστορίας, ώστε το δεύτερο να μην μοιάζει αιωρούμενο στο κενό.
Επιπλέον, όλα τα πρόσφατα βιβλία που προαναφέρθηκαν, σε καμία περίπτωση δεν εξιδανικεύουν μια φαντασιακή κοινωνία ούτε πλάθουν υπερήρωες.
Αντίθετα, αποτυπώνουν τις μύριες δυσκολίες της ζωής στην ύπαιθρο, την καταπίεση που ασκούσαν οι κλειστοί κοινωνικοί σχηματισμοί στο άτομο, προπάντων στις γυναίκες, τη βία, τις συχνά δυσλειτουργικές σχέσεις των μελών τους, την συντριβή που επέφεραν στις δομές τους τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και τις επιπτώσεις αυτών στον ψυχισμό των προσώπων τους. Διαχρονικά θέματα που αγγίζουν τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης αναφαίνονται με διαφοροποιημένο γλωσσικό όργανο.
Επιλογικά, το ιδίωμα στο λογοτεχνικό έργο, αν όντως αυτό διαθέτει λογοτεχνικές αρετές, δεν αποτελεί πισωγύρισμα και εμμονική προσκόλληση σε παρελθοντικές σελίδες, αλλά ανάδειξη της πολυφωνίας, της εκφραστικής και πολιτισμικής «βιοποικιλότητας».
Αθηνά Παπανικολάου
***
Η χρήση του ιδιώματος στην σημερινή λογοτεχνική παραγωγή συνδέεται άρρηκτα με το αίτημα του ρεαλισμού, βαθιά ριζωμένο μέσα μας. Ακόμα κι αν πρόκειται για λογοτεχνία του φανταστικού, ο χωριάτης μιλά χωριάτικα κι ο μορφωμένος χρησιμοποιεί μια καλλιεργημένη γλώσσα. Είναι αδύνατον να αντέξει άλλη εκδοχή το αισθητήριό μας. Δεν ήταν πάντα έτσι φυσικά τα πράγματα. Ο άγγελος στην αρχαία τραγωδία μιλά όπως ο Οιδίπους, αν και υπάρχει μια σκιαγράφηση χαρακτήρων με άλλα μέσα, κυρίως με το περιεχόμενο, που σαφώς διαχωρίζουν τον βασιλιά από τον δούλο: ο φύλακας που φυλάγει τον νεκρό του Πολυνείκη θέλει να διασφαλίσει πρώτα τον εαυτό του, και τα μεγάλα και τρανά των βασιλιάδων τον αφήνουν αδιάφορο, στάση που παράγει διαφορά σε όλα τα επίπεδα και την υπογραμμίζει, αλλά η περιγραφή του φυσικού φαινομένου που κρύβει τον δράστη της ταφής είναι σε υψηλή γλώσσα. Η κωμωδία πρώτη, με τη χοντράδα και την αυθορμησία της, εισάγει μια ελευθεριάζουσα ομιλούμενη και, άρα με μια έννοια, αποδίδει ρεαλιστικότερα τον πραγματικό κόσμο, γιατί αυτόν διακωμωδεί.
Σήμερα, η λογοτεχνική παραγωγή επαναφέρει τα ιδιώματα και τα εγκαθιστά στον λογοτεχνικό κανόνα, μια σύγχρονη εκδοχή της γραφής του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού, στων οποίων την εποχή το αίτημα για ρεαλισμό συνδεόταν άρρηκτα με τη χρησιμοποίηση και αξιοποίηση της γλώσσας του λαού στη λογοτεχνία. Ποικίλα και εξαιρετικά έργα τις δυο τελευταίες δεκαετίες (π.χ. της Σ. Τριανταφύλλου «Πιτσιμπούργκο» στο χιώτικο ιδίωμα), αλλά κυρίως την τελευταία, έχουν γραφεί (κυρίως νουβέλα και διήγημα), αλλά δεν λείπουν και τα εκτενέστερα, όπως είναι η «Ομηρία» της Φανής Κεχαγιά, που χρησιμοποιεί το βορειοελλαδίτικο ιδίωμα με βλάχικα και τούρκικα μαζί και το «Τρίτο πόδι» της Ε. Κουτρουμπάκη, που χρησιμοποιεί την μικρασιάτικη γλώσσα με μπόλικα τουρκικά. Άλλα πάλι διαφυλάσσουν, όπως έκαναν ο Παπαδιαμάντης κι ο Βιζυηνός, την χρήση του ιδιώματος στους ομιλητές, όταν οι αφηγηματικές τεχνικές το επιτρέπουν, κυρίως το είδος του αφηγητή και της εστίασης. Εκείνο που μου φαίνεται πιο εκπληκτικό είναι ότι και συγγραφείς που δεν έζησαν στην ελληνική επαρχία και γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αθήνα χρησιμοποιούν λέξεις (μια αντωνυμία εδώ κι εκεί, ένα μόριο παρακάτω – τονε, μαθές) που προέρχονται από τον τόπο καταγωγής του ήρωά τους (Χρ. Νικολάου,Τελαμώνας από τον τόμο «Αόρατα Μέλη»). Φαίνεται ότι ο ρεαλισμός μας σέρνει από την μύτη.
Η αλήθεια, φυσικά, είναι ότι δεν μπορούν να γραφούν εύκολα έργα που αναφέρονται σε παλιότερες εποχές ή στην αχανή από άποψη ιδιωμάτων ενδοχώρα, αφού κάθε τόπος είχε τα δικά του ιδιαίτερα γλωσσικά στοιχεία, χωρίς να χρησιμοποιηθούν αυτά. Τι θα ήταν άραγε «Το γλυφό νερό», το στούραβο νερό, της Αθηνάς Παπανικολάου χωρίς το ιδίωμα του Βοϊου; Ή το «Του χιονιού» της Τασίας Βενέτη χωρίς τα ηπειρώτικα, κομμάτι κι αυτά της πλούσιας νεοελληνικής; Δεν γίνεται η επαρχία να μιλά τα πρωτευουσιάνικα.
Το ερώτημα που αξίζει να απαντηθεί, επομένως, δεν είναι τόσο η επιστροφή στο ιδίωμα, όσο γιατί προέκυψε η ανάγκη τόσο επιτακτικά σήμερα σε λογοτέχνες, που ηλικιακά είναι νέοι έως πολύ νέοι, να γράψουν για ανθρώπους, τόπους και εποχές που οδηγούν σε μια αναβίωση σχεδόν της ηθογραφίας του 19ου αι; Όταν ο Δ. Παπαμάρκος γράφει το «Γκιακ» είναι μόλις τριάντα ετών. Κι εδώ δεν νομίζω ότι είναι μόνο ο ρεαλισμός ή, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει την κυριαρχία.
Έχω την αίσθηση ότι είναι τα υπόγεια ρεύματα, που στο φαντασιακό των συγγραφέων κινούνται στην κατεύθυνση αυτή σαν μια εκδίκηση της επαρχίας, αφού ο πλούτος και η ποικιλία των κοινοτήτων της υπήρξαν απίστευτα σημαντικά, εξοβελισμένα, απαξιωμένα και περιφρονημένα, ωστόσο, όταν το άστυ (που συγκροτήθηκε στην σημερινή του μορφή από πληθυσμούς που συνέρρευσαν από την ύπαιθρο) και η συνακόλουθη αστικοποίηση είλκυε και μάγευε για όλους τους γνωστούς λόγους βάζοντας Χ στον προηγούμενο αγροτοποιμενικό τρόπο ζωής. Όμως όλα τελικά ήταν εκεί: στην συνείδηση αλλά και στο υποσυνείδητο των συγγραφέων που είτε ως παιδιά βίωσαν αυτή την ζωή (που στην μετεφηβεία εγκατέλειψαν) είτε στα ακούσματα από τους γονείς και τους παππούδες, που κουβαλούσαν βιώματα και την γλώσσα αυτών των βιωμάτων όπου τους έβγαζε ο δρόμος τους, πόλη ή παραμονή σε ένα χωριό που άλλαζε και αυτό. Μια επιστροφή της αδιάφορης επαρχίας, της οποίας ο πλούτος ανασύρεται και χρησιμοποιείται σαν λογοτεχνική πρώτη ύλη και δίνει διαμαντάκια, ενδεχομένως και αριστουργήματα.
Θά ’λεγα ότι η επαρχία και μάλιστα η ύπαιθρος έρχεται πάλι στο προσκήνιο σαν τα πράγματα να έφτασαν επιτέλους σε ένα σημείο όπου δεν μπορεί να αγνοείται αυτό το «πεδίο» της χώρας και χωρίς την γλώσσα αυτού του «πεδίου» λογοτεχνία δεν γράφεται. Ότι προφανώς μια ηθογραφία της εποχής μας και στην εποχή μας έχει και περιεχόμενο και νόημα που δεν είναι απλώς εθνική αυτογνωσία, αλλά κάτι βαθύτερο και πολύ πιο ενδιαφέρον: η αναζήτηση του ανθρώπου που κοπιάζει και αγωνίζεται και κερδίζει ή χάνει μια ζωή αξιοβίωτη μέσα από την πολλαπλότητα των δυνατοτήτων της. Οι δονήσεις αυτές βρήκαν διέξοδο σε συγγραφείς που απενοχοποιημένα πια γράφουν στις «χωριάτικες» διαλέκτους για τους καημούς και τα πάθη της υπαίθρου. Απενοχοποιημένα πια, επίσης, αναμετριούνται με την πλούσια ζωή των αγροτικών και ποιμενικών κοινοτήτων και η αυθεντικότητα της προσέγγισής τους φαίνεται σε κάθε γραμμή. Θέλω να επισημάνω ότι αυτό όλο που μεταφέρεται σαν πλούτος του υπάρχειν, όπως εγώ το καταλαβαίνω, δεν μεταφέρεται σαν φολκλόρ, αν και δεν λείπουν και τέτοιες περιπτώσεις. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ενδεχόμενο να είναι μια ασφαλής επιλογή για την διείσδυση στο αναγνωστικό κοινό, μιας και υπάρχει αυτή η ζήτηση.
Φαίνεται, όμως, πως αυτή η ανάγκη είναι ζωντανή στο μορφωμένο ή στο αναγνωστικό κοινό σήμερα, γιατί και αναγνώστες υπάρχουν και συγγραφείς που πρόθυμα ανταποκρίνονται. (Άλλωστε, τα χωριατόπαιδα σήμερα, ευτυχώς όχι μόνον τις δυο τελευταίες δεκαετίες, δεν αισθάνονται απολογούμενα για τη βαριά τους προφορά και τις συγκοπές των φθόγγων. Αισθάνονται μάλλον δικαίωμά τους να είναι ο εαυτός τους). Έτσι πλουτίζεται η λογοτεχνική μας παραγωγή και η αυτοσυνείδησή μας, ημών των αναγνωστών, ωθείται σε μια βαθύτερη και πληρέστερη συγκρότηση.
Ντίνα Παπούδα