Βασιλική Πέτσα, Δεν θ’ αργήσω, Πόλις, σελ. 144
Όλα όσα ξέρω για την ηθική και την αίσθηση καθήκοντος τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο
Αλμπέρ Καμί
Μάλλον, ο Καμί είχε πολύ λίγες ευκαιρίες να μάθει για ηθική και καθήκον. Οι πηγές του ήταν ιδιαίτερα φτωχές. Συνιστά μεγάλη υπερβολή το απόφθεγμά του.
Το ποδόσφαιρο είναι ανταγωνιστικό, βρώμικο και ανόητο.
Αν είναι να μάθεις για ηθική από αυτό, δεν πρόκειται να μάθεις καλά πράγματα.
Η αγάπη για το ποδόσφαιρο δεν χρειάζεται υποστήριξη από την ηθική φιλοσοφία ή την φιλοσοφική ανθρωπολογία. Για κάποιο λόγο αρέσει πολύ σε πολύ κόσμο -και δεν είναι βέβαιος ότι χρειάζεται να ψάξουμε κάποια «βαριά» εξήγηση. Αν το φιλοσοφήσουμε ιδιαίτερα μπορεί και να «μπερδευτούμε».
Αγαπώ πολύ το ποδόσφαιρο. Μ’ όλο που έχω αφιερώσει πολύ χρόνο σε διάφορα «σημαντικά» πράγματα -όπως, π.χ., την ευγενή πολιτική (sic)- σπάνια έχω νιώσει συναισθήματα ανάλογα με αυτά, που μου έδωσε η μπάλα.
Έχω περάσει άπειρες ώρες στο Χαριλάου. Η χαρά και η λύπη ήταν μοναδικές.
Walk on, through the wind. Walk on, through the rain. You ’ll never walk alone. Κοινή δέσμευση για όλους τους οπαδούς, κάθε εποχή, παντού στον κόσμο.
Φτάνει αυτό το εμπειρικό δεδομένο, νομίζω, προκειμένου να «εξηγηθεί» η αγάπη. Αυτό που σου εξάπτει τα σημαντικότερα συναισθήματα, τη χαρά και τη λύπη, αλλά και την απορία , την προσδοκία, την προσμονή, δεν μπορεί παρά να είναι σπουδαίο -χωρίς άλλες εξηγήσεις.
Το γνωστό «θρησκεία αλλάζεις, εθνικότητα, επίσης, ομάδα ποτέ» εκφράζει μια ισχυρότατη αλήθεια. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός πως τη θρησκεία και την εθνικότητα σού την φορούν αναγκαστικά, ενώ την ομάδα τη διαλέγεις. Ή, ίσως η εξήγηση να βρίσκεται στο ό,τι η μπάλα είναι το πρώτο σοβαρό πράγμα, στο οποίο εμπλεκόμαστε στη ζωή μας, από πολύ μικρή ηλικία.
Αλλά, όπως προείπα, δεν χρειάζεται εξήγηση.
Αν ήθελα να «φιλοσοφήσω», σαν τον Καμί, θα μπορούσα να πω ότι η αξία της μπάλας είναι εμμενής, δεν χρειάζεται καμιά εξωτερική αιτία, που να την ερμηνεύει.
Η Βασιλική Πέτσα μας μπλέκει με τη Λίβερπουλ. Να πω ότι εγώ είμαι με την Ίπσουιτς, η οποία, όταν μεγάλωνα, αποτελούσε βασικό, αλλά όχι από τους «μεγάλους», αντίπαλο των reds. Η αριστερή μου, παιδιόθεν, εμμονή θα μπορούσε να με οδηγήσει στην ομάδα της εργατικής τάξης του αγγλικού λιμανιού, αλλά το κριτήριο τού «δεν είμαι με τους “μεγάλους”» φαίνεται πως είχε μεγαλύτερη επίδραση.
Η συγγραφέας γράφει για αλλοτινούς έφηβους -τη Λιζ, την Κέισι, τον Άντι, τη Τζέσικα, τον Τζον- μεγάλους πια, να κάνουν «ζωή συνήθη», χωρίς πάθη και ιδιαίτερες προσδοκίες, ζωή, που θα είναι «έτσι» και στη συνέχεια. Ζευγάρια σχεδόν από τότε οι περισσότεροι, με κάποια λελογισμένα πάθη μερικοί ανάμεσά τους.
Ο αφηγητής, με όνομα χωρίς σημασία, μας λέει την ιστορία. Κινείται τώρα, αλλά παρεμβάλλει όσα από τα παρελθόντα έχουν κάποιο νόημα (;). Η ιστορία δεν είναι ενδιαφέρουσα και, από αυτήν την άποψη, είναι σε όλους μας οικεία. Είναι λίγο και η δική μας ιστορία.
Το Λίβερπουλ της δεκαετίας του ’80, επίσης, δεν εμφανίζεται να έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Αν εξαιρέσουμε την κοινή νεανική εργατική ευχή «να ψοφήσει η Θάτσερ», λίγα πράγματα αξίζουν τον κόπο. Ακόμη και οι ερωτικές ιστορίες είναι κοινότοπες -όπως οι περισσότερες, παντού και πάντα.
Μέχρι που έρχεται η ώρα του Χίλσμπορο, όταν εκατό σχεδόν άνθρωποι, οπαδοί που ταξίδεψαν, για να δουν την ομάδα, αφήνουν την τελευταία τους πνοή ασφυκτιώντας, πιεζόμενοι μέχρι θανάτου, λόγω της ανικανότητας της αστυνομίας να χειριστεί το στοιχειώδες -την είσοδο των ανθρώπων στο γήπεδο.
Ανάμεσα σε αυτούς που πεθαίνουν και ο φίλος του αφηγητή. Είναι αυτό που θα σφραγίσει οριστικά τη ζωή του -είναι αυτό, που θα την κάνει ιδιαίτερη.
Υπάρχει ένα κλισέ, που υποστηρίζει ότι «οι καλύτεροι φεύγουν πρώτοι». Δεν νομίζω ότι ισχύει, αλλά, κάποιες φορές, ισχύει.
«Δεν θα αργήσω». Οι πρώτες λέξεις του αφηγητή και οι τελευταίες.
Υπόσχεση; Παραίτηση; Περιφερόμενη στον χρόνο προσδοκία για κάτι, που δεν έγινε; Που δεν θα μπορούσε να γίνει, αλλά θα έπρεπε;
Η Βασιλική Πέτσα μας δίνει ένα ωραίο βιβλίο. Φυσικά, το λέω ως αναγνώστης -γιατί λογοτεχνικός κριτικός ούτε είμαι ούτε και θα μπορούσα να είμαι.
Είμαι, όμως, οπαδός -όχι «φίλαθλος», τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει στη μπάλα.
Και, ως οπαδός, είμαι, μάλλον, ειδικότερος από τους λογοτεχνικούς κριτικούς.