Τόσο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και εκείνο των εκλογών στην Ισπανία σηματοδοτούν το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου με απρόβλεπτη (;) κατάληξη για την Ευρωπαϊκή «Ενωση».
Η μία όψη της κρίσης που μαστίζει τον δυτικό κόσμο σχεδόν στο σύνολό του είναι ο νεοφιλελευθερισμός και η συνεπαγόμενη φτώχεια και εξαθλίωση τεράστιων τμημάτων των «αναπτυγμένων» κοινωνιών, η άνοδος των εθνικισμών, η κανονικοποίηση της ξενοφοβίας και της μισαλλόδοξης Ακροδεξιάς.
Μια ξεκάθαρα πολιτική κρίση παρουσιάζεται ως οικονομική προκειμένου να αποσιωπηθεί η αναντιστοιχία μεταξύ των κυρίαρχων ελίτ, που με λογική μάνατζερ αντιμετωπίζουν τις χώρες τους σαν επιχειρήσεις, και των λαών τους, οι οποίοι αντιμέτωποι με αυτή την πραγματικότητα απαξιώνουν τους εκπροσώπους και τους θεσμούς που επιχειρούν να ορίσουν το μέλλον τους ερήμην τους.
Η άλλη όψη της κρίσης είναι η αδυναμία συντονισμού των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που πλήττονται από την εμμονική λιτότητα. Η απουσία ενός πανευρωπαϊκού αιτήματος εκδημοκρατισμού της Ευρώπης για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών (μόνο το DiEM25 προσπαθεί να πει κάτι σχετικά) αποδεικνύει ότι στη σημερινή Ευρώπη τα αυτονόητα δεν είναι καν ζητούμενα.
Η κάμψη της δυναμικής των Unidos Podemos και η ενίσχυση του Λαϊκού Κόμματος στην Ισπανία, τόσο ως συνέπεια του φόβου και της συντηρητικής αναδίπλωσης που προκάλεσε το BRexit όσο και της αποτυχίας του νέου ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίξει έμπρακτα μια άλλη πορεία, είναι χαρακτηριστική.
Σήμερα, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης, αμφισβητείται ο πυρήνας της Ενωσης, δηλαδή η ειρήνη, η ασφάλεια, τα δικαιώματα και η ευημερία των λαών, αλλά και η δυνατότητά τους να ζουν αξιοπρεπώς διά της εργασίας τους. Η πλήρης ελαστικοποίηση της εργασίας είναι το τελευταίο βήμα προς την οριστική κατάλυση του κοινωνικού συμβολαίου που συνείχε τους ευρωπαϊκούς λαούς και τη μετατροπή τους σε σύγχρονους σκλάβους του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Το στοίχημα της Αριστεράς για τη δυσοίωνη περίοδο στην οποία εισέρχεται η Ευρώπη είναι να εστιάσει στις (και να προβάλει τις) αιτίες και όχι τις συνέπειες της κρίσης, ώστε να μετουσιώσει τον ανερχόμενο αντιευρωπαϊσμό των λαών σε αντικαπιταλισμό, αντί να επιτρέπει στην Ακροδεξιά να καρπώνεται την οργή των καταπιεζόμενων στρωμάτων και να προβάλλει ως όραμα την επιστροφή στους «εθνικούς καπιταλισμούς».
Για να το πετύχει αυτό χρειάζεται να επιτεθεί (αντί να το υιοθετεί!) στο σύγχρονο νεοφιλελεύθερο όραμα που συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο «επενδύσεις – ανάπτυξη – ανταγωνιστικότητα», το οποίο υποκατέστησε το πρόταγμα του Διαφωτισμού («ελευθερία – ισότητα – δικαιοσύνη»), προβάλλοντας το δικό της αξιακό πλαίσιο (π.χ. «αξιοπρέπεια – αλληλεγγύη – συνεργατικότητα») αντί να συμβάλλει στην αναπαραγωγή ψευδαισθήσεων περί επιστροφής στην προ κρίσης κατάσταση.
Οι κινητοποιήσεις στη Γαλλία για τα εργασιακά, τα κινήματα των αγανακτισμένων σε Ισπανία και Ελλάδα, η αλληλεγγύη προς τον ελληνικό λαό την περίοδο του περσινού δημοψηφίσματος (με κορυφαία στιγμή το #ThisIsACoup που αστραπιαία κατέκλυσε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παγκοσμίως), αλλά και η δυναμική που κατέγραψε η υποψηφιότητα του Ντ. Σάντερς στις ΗΠΑ (με κεντρικό σύνθημα το «A future to believe in!») σηματοδοτούν την ανάγκη των ανθρώπων να βγουν από την φαύλο κύκλο της μιζέριας και της αγωνίας για την επιβίωσή τους στις μελλοθάνατες κοινωνίες της Δύσης.
Με δεδομένο ότι κανένας λαός δεν θα σωθεί μόνος του αν οι γύρω λαοί βουλιάζουν, απέναντι σ’ ένα κυρίαρχο μοντέλο πανευρωπαϊκής εμβέλειας είναι ανώφελο να σχεδιάζει κανείς την αντίσταση σε μία μόνο χώρα. Αντίθετα, το όποιο σχέδιο πρέπει να απευθύνεται στο σύνολο των ευρωπαϊκών (τουλάχιστον!) λαών, με στόχο να δικτυώσει και να συντονίσει τις αντιστάσεις και να οργανώσει την από κοινού αντεπίθεσή τους.
Απαραίτητη προϋπόθεση για έναν τέτοιο στόχο είναι η κινητοποίηση και η συμμετοχή των ίδιων των λαών και όχημα για την οργάνωσή τους δεν μπορεί παρά να είναι ένα πολιτικό υποκείμενο (κόμμα/δίκτυο) αντίστοιχης εμβέλειας με το κυρίαρχο.
Το δύσκολο σε μια τέτοια διαδικασία δεν θα είναι τόσο η διατύπωση προγραμματικού λόγου όσο η διαμόρφωση μοντέλου οργάνωσης και λειτουργίας, που θα απαιτεί και θα διασφαλίζει την ενεργό συμμετοχή και τη δημοκρατία, την οριζόντια διάχυση της πληροφορίας, τον έλεγχο και τη λογοδοσία με τέτοιο τρόπο που καμία ηγεσία να μη μπορεί να αυτονομηθεί από τη συλλογικότητα (είτε αυτή είναι κόμμα, είτε χώρα, είτε ένωση χωρών).
Ενα τέτοιο μοντέλο, που σήμερα δεν υπάρχει και πρέπει να επινοηθεί, είναι το μόνο που μπορεί να θέσει με σοβαρούς όρους τα θεμέλια μιας κοινωνικής οργάνωσης, οικονομίας και παραγωγικής ανασυγκρότησης με αριστερό περιεχόμενο, να δημιουργήσει αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας και να ορίσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αποφασίζεται το είδος των επενδύσεων και της ανάπτυξης που επιδιώκει, φέρνοντας στο επίκεντρο τον αυτοσεβασμό και τον αλληλοσεβασμό μεταξύ ανθρώπων, κοινωνιών και κρατών.
Διαπιστώνοντας πλέον και στην πράξη πως η ανολοκλήρωτη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση οδηγεί στην αποσύνθεση και τον ολοκληρωτισμό, οι δυνάμεις που πιστεύουν πραγματικά ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός επιβάλλεται προκειμένου να αποτραπεί το τέλος του πολιτισμού και η καταφυγή στη δύναμη των όπλων, οφείλουν να ριχθούν σ’ αυτή τη μάχη όσο χρονοβόρα κι αν είναι: για την κεφαλαιοκρατική αντίληψη ο χρόνος είναι χρήμα, για την ανθρωποκεντρική, όμως, ο χρόνος είναι η ζωή μας.
*Ο Αλέξανδρος Μπίστης είναι πολιτικός επιστήμονας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών