Anthony B. Atkinson, Ανισότητα (μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου), Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 516
Τις τελευταίες δεκαετίες –ιδίως μετά από το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης- η «ανισότητα», ως μείζον χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνικών σχηματισμών, έχει γίνει μια από τις κύριες θεματικές της διεθνούς συζήτησης. Από το Νταβός μέχρι τα κέντρα του φιλανθρωποκαπιταλισμού, όπου γης, όλοι «ανησυχούν» και «ευαισθητοποιούνται». Το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΟΟΣΑ αναφέρονται, όλο και συχνότερα, στην ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στην συνειδητοποίηση (sic) του προβλήματος.
Την ίδια στιγμή, στην «καρδιά του Θηρίου», τις ΗΠΑ, έρευνες γνώμης δείχνουν πως ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας –τα ποσοστά είναι ακόμη μεγαλύτερα ανάμεσα στους νέους– θεωρεί πως ο σοσιαλισμός, με την έννοια μιας σημαντικά εξισωτικής διανομής εισοδήματος και πλούτου, είναι πολύ προτιμότερος του καπιταλισμού, ως μορφή κοινωνικής θέσμισης. Οι επιδόσεις του Μπέρνι Σάντερς δεν είναι άσχετες από την συγκεκριμένη «κατάσταση των πνευμάτων» στην βορειοαμερικανική κοινωνία.
Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι η επίγνωση του προφανούς γεγονότος πως η οικονομική ανισότητα στον κόσμο αυξάνεται διαρκώς, από τη δεκαετία του ’80 κι έπειτα, και είναι δεδομένο πλέον πως αυτό που ο Πολ Κρούγκμαν, ήδη από το 1990, ονόμαζε «εποχή των μειωμένων προσδοκιών» έχει εγκατασταθεί ως μία κατάσταση, στην οποία η μόνη απολύτως βάσιμη πρόγνωση είναι πως κάθε γενιά θα ζει χειρότερα από την προηγούμενη.
Ο κόσμος, λοιπόν, συνειδητοποιεί το προφανές και η διεθνής καπιταλιστική τάξη «ανησυχεί». Αυτό δε για το οποίο ανησυχεί είναι πως μπορεί να επιβεβαιωθεί η διατύπωση του Μαρξ στο Μανιφέστο, να αποδειχθεί, δηλαδή, η ίδια «ανίκανη να κυριαρχεί, επειδή είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στο σκλάβο της την ύπαρξη, ακόμα και μέσα στη σκλαβιά του».
Και η άλλη πλευρά; Η Αριστερά; Η κατάσταση είναι πραγματική τραγωδία.
Η «μαζική» Αριστερά, στην Ευρώπη ιδίως, είναι τόσο «λογική και μετριοπαθής», τόσο ηττημένη ιδεολογικά, πριν από την πολιτική της ήττα, που προκαλεί τον οίκτο, ακόμη και στους αντιπάλους της. Γενικότητες, «λελογισμένες» προτάσεις, «αίσθηση των συσχετισμών», προσήλωση στην «ηθική της ευθύνης», διαμορφώνουν μια προγραμματική ατζέντα διαχείρισης του υπάρχοντος – και πέραν τούτου ουδέν.
Στη χώρα μας η εμπειρία της κυβερνώσας Αριστεράς είναι απολύτως ενδεικτική. Σε συνθήκες ακραίας ανθρωπιστικής κρίσης, με 30% ανεργία, κορυφαία στελέχη της διαβεβαίωναν πως το αφορολόγητο της ακίνητης περιουσίας θα ήταν 500000 ευρώ! Συνεπώς, δεν θα πλήρωνε κανένας, εκτός από τα «μονοπώλια». Τόσος «σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία»! Από την άλλη, ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής παρέμενε στο 40 κάτι τοις εκατό, όταν είναι γνωστό πως στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, μετά τον πόλεμο, ο ανώτατος συντελεστής έφτανε ακόμη και το 98%, ενώ σχεδόν πουθενά δεν έπεφτε κάτω από το 70%.
Παρόλα όσα θέλουν να πιστεύουν οι αριστεροί κυβερνητικοί περί των «συσχετισμών» και των «αντικειμενικών καταναγκασμών» ή των «αυταπατών» και της «ελλιπούς προετοιμασίας», θα πρέπει, αν είναι ειλικρινείς, να αποδεχτούν πως, περισσότερο από όλα αυτό που έπαιξε ρόλο ήταν το ψοφοδεές των επιλογών τους.
Μια πολιτική παράταξη, η οποία ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα, με μίνιμουμ πρόγραμμα (πρόγραμμα «εκδημοκρατισμού», δηλαδή) το κτύπημα της ιδιοκτησίας «εδώ και τώρα», έφτασε να νομοθετεί μείωση της φορολογίας των κερδών –ακόμη και των μερισμάτων!
Το ελάχιστο πρόγραμμα του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος περιλάμβανε (το σημείο 3) την πλήρη κατάργηση του κληρονομικού δικαιώματος.
Το πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος, το 1880, προέβλεπε: Κατάργηση όλων των έμμεσων φόρων και μεταβολή των άμεσων φόρων σε προοδευτική φορολογία για εισοδήματα άνω των 3000 φράγκων (περίπου 15000 σημερινών ευρώ). Απαγόρευση της κληρονομιάς εκ πλαγίου και κάθε κληρονομιάς κατ’ ευθείαν γραμμή για ποσά που ξεπερνούν τα 20000 φράγκα (περίπου 100000 ευρώ).
Ακόμη και το μετριοπαθέστατο Πρόγραμμα της Ερφούρτης του SPD, το 1891, απέπνεε ένα αντίστοιχο πνεύμα.
Γι’ αυτό ισχυρίζομαι πως η σημερινή –κυβερνώσα, αλλά όχι μόνο– Αριστερά είναι προγραμματικά ψοφοδεής. Και, κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι ο κύριος λόγος της πολιτικής της αδυναμίας: η πλήρης έλλειψη προγραμματικού ριζοσπαστισμού.
Όποιος θέλει να το διαπιστώσει δεν έχει παρά να συγκρίνει τα αριστερά κομματικά προγράμματα –του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ άλλων- με τις προτάσεις σχετικά με τη φορολόγηση κεφαλαίου και περιουσίας, π.χ., του καθόλα μετριοπαθούς σοσιαλδημοκράτη Thomas Piketty – με πιο πρόσφατη πολιτική εμπλοκή του ως συμβούλου της Σεγκολέν Ρουαγιάλ! Οι τελευταίες φαίνονται ως το άκρον άωτον του αριστερισμού!
Από αυτήν την άποψη, η έκδοση στη γλώσσα μας της Ανισότητας του Τόνι Άτκινσον, δίνει τη δυνατότητα για μια πραγματική αποκάλυψη. Θέλω να πω, κάνει ακόμη πιο φανερό το αίσχος.
Ο Άτκινσον είναι ο αληθινός πατέρας των «Οικονομικών της Ανισότητας». Όλοι οι σημερινοί ειδικοί επί του θέματος –από τον Piketty μέχρι τον Saez και τον Milanović– είναι μαθητές του. Η Ανισότητα, που εκδόθηκε το 2015 από το Harvard University Press και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Πατάκη το 2016, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, αποτελεί μια εξαιρετική διαθήκη, στην οποία συγκεντρώνει το σύνολο της δουλειάς του από το 1966, όταν η εργασία του σε ένα νοσοκομείο του Αμβούργου, του προξένησε το ενδιαφέρον για τα ζητήματα της φτώχειας, της ανισότητας και των συναφών θεμάτων της διανομής εισοδήματος και πλούτου.
Η Ανισότητα δεν είναι τόσο ένα βιβλίο για την … ανισότητα, όσο για το τι μπορεί να γίνει εναντίον της ανισότητας, δεδομένου πως, για τον συγγραφέα, εξ ορισμού, μια άνιση κοινωνία δεν μπορεί να είναι καλή κοινωνία.
Στο πρώτο μέρος, το 1/3 περίπου της συνολικής έκτασης, με τίτλο «Η διάγνωση», ο Άτκινσον παρουσιάζει τα δεδομένα σε ό,τι αφορά την ανισότητα και τη φτώχια στον καπιταλιστικό κόσμο σήμερα, επεκτείνεται διαχρονικά στο παρελθόν, βγάζοντας συγκριτικά συμπεράσματα και –πράγμα πολύ σημαντικό για όσους θέλουν να αποκτήσουν και μια σχετική τεχνική επάρκεια για τα ερευνητικά εργαλεία του τομέα (τι είναι, π.χ. ο δείκτης Gini;)– κάνει μια εξαιρετική σύνοψη, σε 40 μόλις σελίδες, των «Οικονομικών της ανισότητας», της θεωρίας, δηλαδή, και των στατιστικών μέσων που αξιοποιούν.
Στο δεύτερο μέρος, αφού αναλυθούν με ισχυρή τεκμηρίωση όλοι οι παράγοντες του θέματος, ο Άτκινσον παρουσιάζει τις «Προτάσεις για δράση». Μεταξύ αυτών:
- Η συνειδητή πολιτική κατεύθυνση της τεχνολογικής αλλαγής με ενθάρρυνση όχι, γενικώς, της καινοτομίας, αλλά εκείνης της καινοτομίας που ενδυναμώνει την θέση των εργαζόμενων και δίνει έμφαση στην ανθρώπινη διάσταση των υπηρεσιών (πολύ περισσότερο που, όπως επισημαίνει, το σύνολο σχεδόν της καινοτομικής έρευνας χρηματοδοτείται από το κράτος)
- Η σαφής μεροληψία της πολιτικής υπέρ της ενίσχυσης της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζόμενων, με πολύ συγκεκριμένες θεσμικές και νομικές υπέρ του εργατικού συνδικαλισμού, ρυθμίσεις
- Επιλογή σαφούς στόχου για την ανεργία –όπως ήδη, π.χ., γίνεται για τον πληθωρισμό. Θα μπορούσε να μην επιτρέπεται ποσοστό ανεργίας μεγαλύτερο από το 2% και να αναλαμβάνεται κρατική δράση, όποτε ξεπερνιέται αυτό το ποσοστό. Το κράτος θα πρέπει να αποτελεί συνταγματικά εργοδότη ύστατης καταφυγής, που προσφέρει δημόσια απασχόληση με τον κατώτατο μισθό –επαρκή για την αξιοπρεπή διαβίωση– σε όποιον το επιθυμεί
- Εθνική μισθολογική πολιτική, η οποία διασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση όλου του πληθυσμού
- Παροχή δωρεάν περιουσίας (ελάχιστη κληρονομιά) σε όλους κατά την ενηλικίωσή τους
- Δημόσιες επενδύσεις με σκοπό την ενίσχυση της καθαρής θέσης της δημόσιας περιουσίας
- Ενίσχυση της προοδευτικής φορολογίας με αύξηση του ανώτατου συντελεστή στο επίπεδο, κατ’ ελάχιστον, του 65%
- Οι κληρονομιές να φορολογούνται με δια βίου έντονα προοδευτικό φόρο
- Εισαγωγή σε ευρωπαϊκή κλίμακα ενός βασικού εισοδήματος για παιδιά προκειμένου να μηδενιστούν τα επίπεδα της παιδικής φτώχειας
- …
Στο τρίτο μέρος, με τίτλο «Μπορεί να εφαρμοστεί;», ο Άτκινσον αναμετριέται με όλες τις αμφισβητήσεις της δυνατότητας να ασκηθούν εξισωτικές πολιτικές στις σημερινές συνθήκες. Αποδομεί την αντίρρηση πως ο εξισωτισμός «μικραίνει την πίττα», απορρίπτει την πεποίθηση ότι «η παγκοσμιοποίηση εμποδίζει τη δράση» και δείχνει πως «έχουμε την οικονομική δυνατότητα» να τα καταφέρουμε. Το κάνει, μάλιστα, με τόσο «συμβατικό» θεωρητικά και πειστικό τρόπο, που είναι πολύ δύσκολο να τον αμφισβητήσει ακόμη και ο πιο «επαρκής» νεοφιλελεύθερος. Αξιοποιώντας τις μέινστριμ ορθόδοξες νεοκλασικές αρχές στην πραγματικότητα βραχυκυκλώνει επιχειρηματολογικά τους αντιπάλους του. Κατά τη γνώμη μου, η νεοκλασική οικονομική θεωρία είναι αποτυχημένη σε ό,τι αφορά την κατανόηση του υπάρχοντος σε ένα εκμεταλλευτικό σύστημα – η μαρξιστική κριτική είναι πολύ αποτελεσματικότερη. Ο Άτκινσον, ωστόσο, μένοντας στο νεοκλασικό πλαίσιο, το οδηγεί σε ένα είδος ενδόρρηξης, το καταστρέφει από τα μέσα.
Η Ανισότητα είναι μοναδική στην ελληνική βιβλιογραφία. Κυρίως, γιατί αποδεικνύει πόσο «αυτά τα πράγματα γίνονται». Άρα πόσο, τελικά, αποτελούν διακυβεύσεις που αναλαμβάνει ή όχι η «πολιτική βούληση».
Με αυτήν την έννοια, είναι ένα πολύ αποκαλυπτικό έργο αναφορικά με την ελληνική τραγωδία -και την «αριστερή» τραγωδία. Όπως σωστά το θέτει, στον πολύ ουσιαστικό πρόλογό της, η επιστημονική επιμελήτρια της ελληνικής έκδοσης Γεωργία Καπλάνογλου, «το βιβλίο του Άτκινσον αφορά την Ελλάδα, παρόλο που δεν είναι γραμμένο ειδικά γι’ αυτήν. Η απάντηση είναι μία και απλή: επειδή η Ελλάδα είναι η χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου που κινείται ταχύτερα από όλες στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που προτείνει ο Βρετανός θεωρητικός».