Κυκλοφόρησαν προχθές από τον ΟΑΕΔ, ήσυχα-ήσυχα, τα στοιχεία για την ανεργία τον μήνα Νοέμβρη: αυξήθηκε κατά 100.000 άτομα σε ένα μήνα, φτάνοντας τα 1.153.434, κοντά στο όριο του 25%. Αν σε αυτά προσθέσουμε την συνήθη κρυφή ανεργία, τα άτομα δηλαδή που έπαψαν να αναζητούν δουλειά ή εμφανίζονται με άλλες ιδιότητες (φοιτητές πχ που στην πραγματικότητα χρειάζονται δουλειά), αν προσθέσουμε την έξτρα κρυφή ανεργία λόγω πανδημίας (θέσεις εργασίας που συντηρούνται με τα επιδόματα μέχρι να χαθούν οριστικά), αν προσθέσουμε την ημι-ανεργία της ημι-απασχόλησης, η οποία πλησιάζει στο 1/3 της μισθωτής εργασίας, συνειδητοποιούμε ότι ίσως έως και το 50% της εργατικής δύναμης στη χώρα είναι αυτή τη στιγμή καταδικασμένο σε υποχρεωτική αργία.
Πού θα βρουν δουλειά οι άνεργοι;
Και σκέφτομαι, πού θα βρουν δουλειά αυτοί οι άνθρωποι; Κανένα πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να σταθεί αν δεν αναμετράται με το θεμελιώδες αυτό αίτημα. Τα αστικά κόμματα το γνωρίζουν και για αυτό στις εκλογές κατεβαίνουν πάντα με το σύνθημα της ανάπτυξης. Η ανταγωνιστική αριστερά όμως εδώ αρχίζει να νιώθει άβολα: πώς να μιλήσει για καθολική απασχόληση, όταν εργασία σημαίνει σήμερα κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη, κερδοφορία κι εκμετάλλευση;
Αναγκαστικά λοιπόν, ξεκινά από τις ανάγκες στην εκπαίδευση, την υγεία, την πρόνοια, την καθαριότητα. Σωστό, και αποδείχθηκε μέσα στην υγειονομική κρίση: μετά από τρεις δεκαετίες νεοφιλελεύθερης διάλυσης, κάθε σχέδιο στοιχειώδους κοινωνικής ανασυγκρότησης ξεκινά με μερικούς χιλιάδες διορισμούς. Πόσες όμως; Σε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα για την υγεία θα χρειαζόντουσαν αρκετές δεκάδες χιλιάδες νέο προσωπικό. Στην εκπαίδευση άλλες τόσες. Αν αθροίζαμε όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες, το σύνολο θα κινούταν ανάμεσα στις 100.000 και τις 200.000 χιλιάδες, για αρχή. Πολλοί και πολλές σίγουρα, αλλά ακόμα ένα μικρό ποσοστό της εργατικής δύναμης που αργεί.
Εκ των πραγμάτων, η ανεργία δεν λύνεται με προσλήψεις στην κοινωνική αναπαραγωγή, αλλά με ένταξη στην κοινωνική παραγωγή. Και εκεί, ξεκινάνε τα προβλήματά μας. Ποιος θα εντάξει στην παραγωγή άλλο 1,5 – 2 εκατομμύρια ανέργους και υποαπασχολήσιμους; Οι επενδύσεις από το διεθνές ή εγχώριο κεφάλαιο, ακόμα και αν ήταν πιθανές, δεν θα αποτελούσαν ποτέ μέρος ενός ανταγωνιστικού πολιτικού σχεδίου. Όχι, κατά τη γνώμη μου, από θέση ιδεολογικής αρχής: μπροστά σε ζητήματα τέτοιου μεγέθους σαν την ανεργία, ποιος την χέζει την ιδεολογία. Αλλά γιατί, αν υποθέσουμε ότι το κεφάλαιο ξεπερνά την ύφεση και ξεκινά να επενδύει, οι επενδύσεις -ιδιαίτερα με αυτόν το διεθνή συσχετισμό- θα συνδυαστούν υποχρεωτικά με την απορρύθμιση της εργασιακής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Συνεπώς, θα φέρουν περισσότερη φτώχεια απ’ ό,τι πλούτο. Άλλωστε, προς το παρόν μείναμε με την απορρύθμιση και περιμένουμε τις επενδύσεις.
Μια σίγουρα υπερασπίσιμη διέξοδο δίνουν τα συνεταιριστικά εγχειρήματα. Όσο ενδιαφέρον όμως και να έχουν, σπάνια καταφέρνουν μόνα τους να ξεφύγουν από τις μικρές «φωλιές» που με κόπο δημιούργησαν, κυρίως στη σφαίρα της οικοτεχνίας και των υπηρεσιών: εστίαση, επικοινωνία, νέες τεχνολογίες. Έξω από αυτές, αδυνατούν να ανταγωνιστούν το κεφάλαιο και αν τα αγαπάμε, που πρέπει να τα αγαπάμε, δεν χρειάζεται να τα φορτώνουμε με τόσο βαριά καθήκοντα.
Στρεφόμαστε λοιπόν στις δημόσιες επενδύσεις, είτε άμεσα, είτε μέσα από την κρατική ενίσχυση της συνεταιριστικής παραγωγής. Τί θα παράγουν όμως αυτές; Για τον κευνσιανισμό αρκούσε να ανοίγουν οι εργάτες τρύπες και μετά να τις ξανακλείνουν – μια πρόταση που αξιοποιήθηκε δεόντως από το ελληνικό κράτος στον τομέα των υποδομών. Αν όμως σεβόμαστε την εργατική δύναμη περισσότερο από αυτό, θα πρέπει να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα. Τί υποδομές και τί εμπορεύματα μας λείπουν; Πόσους ακόμα δρόμους και αεροδρόμια χρειαζόμαστε; Δεν μας φτάνει αυτός ο «τεράστιος σωρός από εμπορεύματα» που έχει κατακλύσει σήμερα τον πλανήτη; Τώρα που η κλιματική κρίση απαιτεί ουσιαστικά να κατεβάσουμε διακόπτες, ένα αριστερό ανταγωνιστικό πρόγραμμα θα τάζει νέα εργοστάσια;
Ποια οικολογική μετάβαση
Ναι. Ακριβώς τώρα, ακριβώς για αυτό τον λόγο. Η οικολογική κρίση σήμερα, με τον επείγοντα χαρακτήρα της, είναι αυτή που επιτάσσει έναν άμεσο και ριζικό μετασχηματισμό της παραγωγικής μηχανής σε τέτοιο εύρος, που θα πρέπει να κινητοποιήσει ένα τεράστιο μέρος του διαθέσιμου κεφαλαίου και της διαθέσιμης εργατικής δύναμης. Και αυτό μπορεί να μην το λέει ακόμα η άκρα αριστερά, το λέει όμως πια η μισή αστική τάξη.
Το σημαντικότερο παράδειγμα είναι η ενέργεια: η απότομη μείωση της καύσης ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τη θέρμανση, τις μεταφορές, τη βιομηχανία, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια αντίστοιχα απότομη αύξηση των ΑΠΕ. Οκ, ένα ποσό μπορεί να εξοικονομηθεί από τη σπατάλη που κάνουν οι πλούσιες τάξεις στις πλούσιες χώρες, αλλά ένα μάλλον μεγαλύτερο χρειάζεται για να αμβλυνθεί έστω η ενεργειακή φτώχεια σε παγκόσμια κλίμακα.
Μπορεί λοιπόν να μην πρέπει να εγκατασταθούν ανεμογεννήτριες στα Άγραφα ή στην Πάρο, πρέπει όμως να εγκατασταθούν πάρα πολλές ανεμογεννήτριες, σε πάρα πολλά μέρη. Ο μόνος τρόπος ώστε αυτή η επένδυση να λάβει υπόψη όχι μόνο το οικονομικό, αλλά το κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος, είναι να γίνει υπό δημόσιο έλεγχο και ιδιοκτησία, με κεντρικό και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, δηλαδή να είναι δημόσια επένδυση. Μια επένδυση που ξεκινά από την ανάπτυξη τεχνολογικών λύσεων, την κατασκευή εξαρτημάτων, την εκτίμηση και την απομείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και φτάνει ως τα σκαφτικά.
Πόση θα είναι αυτή η επένδυση; Δεν έχουμε τα μέσα να την υπολογίσουμε εδώ. Αλλά αν η δειλή και μέτρια αστική προσέγγιση στην ενεργειακή μετάβαση μετρά από 6 ως και 30 δις ακόμα που πρέπει ή μπορούν να επενδυθούν στις ΑΠΕ, αποκτούμε μια αίσθηση. Σε πόση εργασία αντιστοιχεί αυτό και πού θα πραγματωθεί αυτή η εργασία, στην Ελλάδα ή έξω, εξαρτάται από τον τρόπο που θα γίνει η επένδυση. Αθροιστικά πάντως πρόκειται για πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας από αυτές της εξορυκτικής βιομηχανίας, όπως αποδεικνύεται απλούστατα από το γεγονός ότι οι ΑΠΕ είναι ακόμα σχετικά ακριβότερες από τα ορυκτά καύσιμα.
Δεν είναι όμως μόνο η ενέργεια. Ένα μοντέλο μετακίνησης που δεν θα βασίζεται στην ιδιωτική αυτοκίνηση, σημαίνει ότι θα μειώσει την αόρατη εργασία που προσφέρουν σήμερα οι οδηγοί και θα τη μεταφέρει σε κανονικές θέσεις εργασίας. Ένα μοντέλο στέγασης που θα σέβεται τον χώρο εντός και εκτός πόλεων, σημαίνει ότι θα στραφεί στην επανένταξη του αχρησιμοποίητου κτηριακού αποθέματος, το οποίο απαιτεί περισσότερη εργασία από την σαφώς φτηνότερη ανέγερση νέων οικοδομών. Ακόμα περισσότερο, ένα διαφορετικό αγροτοδιατροφικό μοντέλο θα χρειαστεί να κινητοποιήσει πολλαπλάσια εργασία για να καλύψει τις σημερινές ανάγκες με τροφές πιο ποιοτικές και τρόπους καλλιέργειας και εκτροφής λιγότερο καταστροφικούς.
Οικολογία σημαίνει δημόσιες επενδύσεις
Από όπου σχεδόν και να το πιάσεις, οικολογική μετάβαση σήμερα σημαίνει νέες επενδύσεις, σε μια κλίμακα πρωτόγνωρη ακόμα και για την ιστορία του καπιταλισμού. Ενδεικτικά, ο Σάντερς στο πρόγραμμά του μιλούσε για 16 τρις. Οι επενδύσεις αυτές είτε θα είναι ιδιωτικές και θα εξαρτώνται από το περιθώριο κερδοφορίας που προσφέρουν στο κεφάλαιο, είτε θα είναι δημόσιες και θα βασιστούν σε μια αντίστοιχης κλίμακας φορολόγηση και αναγκαστικό εσωτερικό δανεισμό, δηλαδή μάλλον τελικά σε τύπωμα χρήματος και υποτίμηση.
Η πρώτη προσέγγιση αποδεικνύεται μέχρι σήμερα αντιφατική και ανεπαρκής από οικολογική σκοπιά, καταστροφική από εργατική σκοπιά. Η δεύτερη προσέγγιση παραμένει μάλλον ανεφάρμοστη καθώς έχει σαφείς πολιτικές προϋποθέσεις και βάζει την παραγωγή και την κοινωνία ολόκληρη σε έναν δρόμο ρήξης με την καπιταλιστική κυριαρχία. Εδώ όμως, η ρήξη δεν έρχεται ως ιδεολογικό πρόγραμμα, αλλά ως φυσική συνέπεια δύο άμεσων αναγκών: να βρουν δουλειά οι άνεργοι και να σταματήσει η οικολογική κρίση.
Ανεργία και οικολογία λοιπόν. Δυο λέξεις που η εγχώρια αριστερά σπάνια βάζει στην ίδια πρόταση. Και όταν μάλιστα τις βλέπει μαζί, νιώθει μια αμηχανία και ετοιμάζεται να αμυνθεί απέναντι στο επιχείρημα «η οικολογία φέρνει ανεργία». Πολύ κακώς όμως. Γιατί η οικολογία σήμερα είναι η κυριότερη απάντηση στο ερώτημα «τί δουλειά θα κάνουν οι άνεργοι», χωρίς να παράγουν άχρηστα προϊόντα ή να σπάνε πέτρες σε κεϋνσιανά νταμάρια. Η ανεργία κι η οικολογία αποτελούν τις δυο κορυφαίες εκφράσεις της καπιταλιστικής κρίσης. Ο συνδυασμός τους μπορεί να αποτελέσει τον εκρηκτικό πυρήνα ενός ανταγωνιστικού προγράμματος που θα αφορά την εργατική τάξη. Για την ακρίβεια, μόνο ο συνδυασμός αυτών των δύο ζητημάτων μπορεί αυτή τη στιγμή να καταφέρει κάτι τέτοιο.