Η εμμονή να ταυτίζουμε τους φασίστες με εικόνες θρασύδειλων συμμοριών που επιτίθενται, βάζει στο απυρόβλητο της κριτικής αλλά και του αντιφασιστικού αγώνα, τον «ανενεργό φασίστα».
Όσοι ψηφίζουν Χρυσή Αυγή, αλλά και όσοι τη βλέπουν με καλό μάτι, βεβαίως και δεν είναι άνθρωποι εξοπλισμένοι με σιδερολοστούς, μαχαίρια και ξυρισμένα κεφάλια που παρελαύνουν στους δρόμους σπέρνοντας φρίκη. Είναι άνθρωποι που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, σπέρνοντας φρίκη με τις απόψεις τους. Όμως μία άποψη που ισχυρίζεται ότι καλώς θαλασσοπνίγονται στο Αιγαίο μετανάστες, καμία φρίκη δεν μπορεί να αναγνωρίσει στον ανελέητο ξυλοδαρμό μοναχικού μετανάστη από ομάδα νεοναζί.
Ένα 10% των πολιτών είναι ευθαρσώς φίλα προσκείμενο σε νεοναζιστικές απόψεις, ένα άλλο ποσοστό αποδέχεται τη νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής ως ένδειξη ομαλής λειτουργίας της δημοκρατίας, ένα άλλο την ψηφίζει. Ας εννοήσουμε λοιπόν ότι η κυρία με τα μπικουτί στο μπαλκονάκι της, οι νέοι που πίνουν καφέ στο διπλανό τραπέζι ή ο ελεγκτής του τρόλεϊ, είναι αυτοί που κανονικοποιούν την εγκληματική πράξη, μέσα από τη νέα ηθική που τους διέπει. Αυτό που ως χθες δεν τολμούσε να συμβεί, τώρα συμβαίνει απενοχοποιημένα διότι ένα μέρος της κοινωνίας το επιτρέπει.
Με αυτή την έννοια δεν πρέπει να υπάρχει κανένα πολιτικό κανάκεμα στον λανθάνοντα ή φανερό φασισμό αυτών των ανθρώπων. Δεν πρέπει να υπάρχει ανοχή απέναντι σε όσους κατανοούν, συμπαθούν ή ψηφίζουν Χρυσή Αυγή. Δεν πρέπει να υπάρχει κατανόηση στη λαϊκή αγανάκτηση με τη φασιστική άποψη.
Ναι. Η κοινωνική νομιμοποίηση του φασισμού είναι καθοδηγούμενη από τα πάνω, η θεωρία των δύο άκρων είναι το προεκλογικό όπλο της μνημονιακής κυβέρνησης, ο φασισμός είναι το ίστατο καταφύγιο του νεοφιλελευθερισμού. Αλλά στο τέλος της ημέρας κάθε ατομική συνείδηση φέρει την απόλυτη ευθύνη των επιλογών της.
Ο αντιφασιστικός αγώνας ας είναι λοιπόν απόλυτος προς όλα τα μέτωπα. Και προς τους μελανοχίτωνες ταγματαλήτες και προς τον φασίστα με τις παντόφλες. Αλλιώς θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε ακραία τιμήματα.