Η Θεσσαλονίκη αναζητά το δικό της Μουσείο Φυσικής Ιστορίας.
Αυτό ήταν το θέμα της ημερίδας που διοργάνωσαν στις 6 του Απρίλη, οι Σχολές Θετικών Επιστημών και Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ., όπου αναδείχτηκε η πολλαπλή σημασία που έχει η δημιουργία ενός δημόσιου μουσείου Φ.Ι. για την πόλη της Θεσσαλονίκης:
-
Κοινωνικά, υπηρετώντας την πρωτογενή ανάγκη της ερμηνείας της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση και τη σύνδεση του πολίτη και της κοινωνίας με το φυσικό περιβάλλον.
-
Εκπαιδευτικά/γνωστικά, με την ενημέρωση και εκπαίδευση στις σύγχρονες θεωρίες των φυσικών επιστημών, μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα για σχολεία και όχι μόνο.
-
Ερευνητικά, με τη διεξαγωγή συνεδρίων, με αποστολές ερευνητικών ομάδων, ίδρυση σταθμών, ανασκαφές, καθώς και αναθέσεις διατριβών.
-
Οικονομικά, σε άμεση σχέση με τον τουρισμό και την ψυχαγωγία, με την προσέλκυση χιλιάδων επισκεπτών απ’ όλο τον κόσμο και μέσα από χορηγίες και παρεχόμενες υπηρεσίες.
-
Πολιτιστικά, με την ανάδειξη του τεράστιου πλούτου ορυκτών, πετρωμάτων, απολιθωμάτων, δειγμάτων φυτών και ζώων, φυσικός πλούτος που αποτελεί το θεμέλιο του ελληνικού πολιτισμού και πραγματική κληρονομιά αυτού του τόπου σε όλη την ανθρωπότητα.
Η ίδρυση ενός δημόσιου Μουσείου Φ.Ι. στην πόλη μας αποτελεί αίτημα πολλών χρόνων. Οι λόγοι για τους οποίους δεν έχει γίνει δυνατή η υλοποίηση αυτού του αιτήματος είναι οι ίδιοι που κρατάνε την πόλη αιχμάλωτη του εαυτού της, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά. Παραγοντισμοί, σκοπιμότητες, μικροσυμφέροντα, “ωχαδερφισμός” και κυρίως ένας πολιτικός και κοινωνικός συντηρητισμός που εχθρεύεται οτιδήποτε διαφορετικό και νέο, οτιδήποτε ριζοσπαστικό.
Η πόλη μας οφείλει -πάνω απ’ όλα στον εαυτό της- να αναζητήσει τη διέξοδο ανάμεσα στην ακραία συντηρητική και διεφθαρμένη πολιτική που ασκήθηκε επί δεκαετίες στον κεντρικό δήμο της πόλης και στην «κοσμοπολίτικη» δήθεν εναλλακτική πολιτική που ασκείται τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Μια πολιτική, που είναι μόνο επικοινωνιακή και καταλήγει επί της ουσίας σ’ ένα τεράστιο ΤΙΠΟΤΑ.
Στα πλαίσια αυτού του προβληματισμού, αναζητείται μια πολιτική για τον πολιτισμό στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης και του δήμου, πολιτική που θα φέρει την πολυπόθητη σύζευξη όλων των «πολιτιστικών σημείων» της πόλης. Αρχαιολογικοί χώροι, μνημεία, μουσεία, θέατρα, κινηματογράφοι, ωδεία και το μέγαρο μουσικής, γκαλερί, χώροι τέχνης και πολιτισμού, όλα δομημένα σε ένα σχέδιο συνέργειας για την πολιτιστική αναγέννηση της πόλης. Ρυθμισμένα σε μία αρμονική συνάφεια μεταξύ τους και ενταγμένα σε μία σύζευξη με τα υπάρχοντα, καθώς και με νέα μέσα μεταφοράς (π.χ. πολιτιστική γραμμή τραμ, περιπατητικές και ποδηλατικές διαδρομές κτλ.).
Όμως, για την πολιτισμική και κοινωνική αναγέννηση της πόλης μας δεν αρκεί μια πολιτική για τον πολιτισμό που θα σχεδιαστεί με τους παραπάνω όρους. Απαραίτητη προϋπόθεση -αλλά και αναζήτηση- είναι η συμμετοχή των ίδιων των πολιτών. Ιδιαίτερα, η ενεργός συμμετοχή των σύγχρονων δημιουργών και του καλλιτεχνικού δυναμικού της πόλης. Η τέχνη και ο πολιτισμός οφείλουν να είναι παντού. Οφείλουν να είναι από τους πολίτες, για τους πολίτες. Οφείλουν να «ξεπηδούν» από τις γειτονιές και όχι να επιβάλλονται ως θέαμα, φολκλόρ ή ως επικοινωνιακά τεχνάσματα. Γιατί τα κύτταρα του πολιτισμού είναι οι πόλεις. Γιατί τον πολιτισμό τον γεννούν οι πολίτες.
Η Θεσσαλονίκη οφείλει να ανακαλύψει το “χαμένο” της εαυτό, οφείλει να αναζητήσει την πολιτιστική της ταυτότητα, οφείλει να δομήσει το νέο ιστορικό και κοινωνικό της χαρακτήρα.
*γεωλόγος, εκπαιδευτικός,
υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης με το συνδυασμό «Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη»