Ρεπορτάζ: Σταυρούλα Πουλημένη
- – Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές για τη δημόσια υγεία έχουν διαλύσει κυριολεκτικά το ΕΣΥ δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου κρίση υποστελέχωσης.
- – Γιατροί, νοσηλευτές και λοιπό προσωπικό αδυνατούν πλέον να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες, βιώνουν ένα διαρκές burn out ενώ τα κύματα παραίτησης τους από το ΕΣΥ διαδέχονται το ένα το άλλο. Τελευταίο παράδειγμα η μαζική παραίτηση των πνευμονολόγων του Βενιζελείου Νοσοκομείου στο Ηράκλειο που κατήγγειλαν «αδυναμία ασφαλούς στήριξης και λειτουργίας της Πνευμονολογικής Κλινικής με 4 μόνο ειδικευμένους ιατρούς».
- – Η αποδιάρθρωση του δημόσιου συστήματος Υγείας συνοδεύεται και προκύπτει από μια διαρκή θεσμική στήριξη και χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα στην Υγεία που έγινε φανερή τη διάρκεια της πανδημίας.
- – Ταυτόχρονα το κόστος για την υγεία επιβαρύνει όλο και περισσότερο το ολοένα και συρρικνωμένο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών μέσω ιδιωτικών δαπανών και οι ανικανοποίητες ανάγκες για θεραπεία ή ιατρική εξέταση δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερες υγειονομικές ανισότητες.
Όλα αυτά αποτυπώθηκαν και αναλύθηκαν στις 5 και 6 Απριλίου στο Ηράκλειο Κρήτης σε διημερίδα που διοργάνωσαν από κοινού το ίδρυμα Rosa Luxembourg/Παράρτημα Ελλάδας και το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών-ΕΝΑ με τίτλο «Δημόσια Υγεία: για μια εναλλακτική στρατηγική – H προοδευτική απάντηση στις ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση του δημόσιου συστήματος υγείας και τις ανισότητες». Εκεί, υγειονομικοί, πανεπιστημιακοί, συνδικαλιστές, στελέχη πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς και εκπρόσωποι συλλόγων ασθενών προσπάθησαν όχι μόνο να εντοπίσουν αν υπάρχει φως στο τούνελ αλλά ουσιαστικά πώς να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα συλλογικά. Κοινή διαπίστωση όλων ήταν η ανάγκη για μια αντικαπιταλιστική προσέγγιση στη δημόσια υγεία, όπου στο κέντρο της θα βρίσκεται ο άνθρωπος και οι ανάγκες του, μέσα από μια κοινωνική διεκδίκηση για ένα νέο δημόσιο σύστημα υγείας.
Να απαντήσουμε στην απανθρωπιά της νεοφιλελεύθερης διάλυσης των συστημάτων υγείας
Ξεκινώντας από τη διαπίστωση πως οποιαδήποτε στρατηγική για την υγεία θα έπρεπε να έχει ως πρόταγμά της την εξυπηρέτηση των πολιτών και την ενδυνάμωση των πιο αδύναμων, ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας, καθηγητής Αιματολογίας στην Ιατρική σχολή της Σορβόννης, είπε κάτι που ίσως δεν έχει γίνει τόσο αντιληπτό. Οι θέσεις της Αριστεράς στις αρχές του 20ου αιώνα για την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης αυτή τη στιγμή αποτελούν την γενική διαπίστωση σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Είναι προφανές πλέον ότι η πρωτοβάθμια περίθαλψη ελαττώνει το κόστος από τη νοσηλεία κατά 30-50% στις χώρες που υπάρχουν σοβαρές υποδομές.
«Η σημερινή αριστερά που διεκδικεί πρωτοβάθμια περίθαλψη δεν διεκδικεί καμιά επαναστατική τομή αλλά την εφαρμογή των διεθνών κατευθυντηρίων οδηγιών. Κατηγορούμε τους πολιτικούς μας αντιπάλους όχι μόνο γιατί είναι σκοταδιστές αλλά γιατί είναι απάνθρωποι και δεν εφαρμόζουν το up-to-date της επιστήμης» σημείωσε σχετικά.
Επιπλέον, ο Γρ. Γεροτζιάφας ανέφερε ότι στην Ελλάδα η ανάταξη του συστήματος υγείας είναι σχεδόν αδύνατη λόγω τραγικής μείωσης των δημοσίων δαπανών. «Χρειαζόμαστε άμεσο διπλασιασμό των δαπανών, ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, ενιαίους ηλεκτρονικούς φακέλους που θα έχουν πρόσβαση όλοι οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό και ασφάλεια των δεδομένων και των ατομικών δικαιωμάτων» είπε συγκεκριμένα, επισημαίνοντας ότι τα εργαλεία υπάρχουν αρκεί να μπουν στην υπηρεσία των ανθρώπων και ειδικά αυτών που δεν έχουν πρόσβαση στα συστήματα υγείας. Έτσι, επιστρέφοντας στο ερώτημα της διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής στρατηγικής για την υγεία, ο κ. Γεροτζιάφας έκανε λόγο για ένα ερώτημα πολιτικής εξουσίας, δηλαδή για ένα κοινωνικό ζήτημα που η διεκδίκησή του δεν αφορά ούτε μόνο τους επιστήμονες ούτε φυσικά μόνο τους υγειονομικούς.
Η στέρηση πρόσβασης στην περίθαλψη κόβει το νήμα της ζωής
Τις κοινωνικές επιπτώσεις της μείωσης των δαπανών για την υγεία επεσήμανε από την πλευρά του ο Άθως Γεωργίου, καθηγητής Γενικής Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας και υπεύθυνος υγείας του ΑΚΕΛ, καλώντας τον κόσμο να σκεφθεί ότι αυτές κατευθύνονται στην «οικονομία του πολέμου», κάνοντας σαφή αναφορά στο ReArm Europe. «Η μεγάλη σύγκρουση είναι αν η υγεία αποτελεί κοινωνικό αγαθό ή εμπόρευμα», είπε συγκεκριμένα δηλώνοντας ότι οι αριθμοί καταλήγουν σε ένα πράγμα: στη ζωή και το θάνατο.
«Στην Κύπρο προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε ένα σύστημα υγείας που να είναι καθολικό, με ισότιμη πρόσβαση και να βασίζεται στην αλληλεγγύη. Δεχθήκαμε επιθέσεις ως Αριστερά επειδή θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα μονασφαλιστικό σύστημα υγείας. Οι πολλαπλές ασφάλειες ανεβάζουν συνεχώς το κόστος της υγείας. Όταν αυτές εισέρχονται στα συστήματα υγείας, ακολουθούν και τα επενδυτικά ταμεία. Η Ελλάδα αποτελεί παράδειγμα επενδυτικών ταμείων που απευθύνονται πλέον και στη Κύπρο και αγοράζουν το ένα νοσοκομείο μετά το άλλο» ανέφερε τονίζοντας ότι για το κεφάλαιο η υγεία αποτελεί μόνο ένα μέσο για τη συσσώρευση κέρδους.
Η στέρηση κάλυψης μιας κοινωνικής ανάγκης από το κράτος σε έναν πολίτη επειδή δε θεωρείται κερδοφόρος καταλήγει στο να κόβεται το νήμα της ζωής, τόνισε ακόμα φέρνοντας ως παράδειγμα τους μετανάστες που αποτέλεσαν διεθνώς τα πρώτα θύματα της αποκλεισμού από την περίθαλψη. Επικαλούμενος τη φράση του Λένιν ότι «στο τρένο της υγείας όλοι θα πρέπει να ταξιδεύουν στην πρώτη θέση» προέταξε τη διεκδίκηση ενός συστήματος υγείας με καθολική και ισότιμη πρόσβαση, με κρατική υποστήριξη και αναβάθμιση, με αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και αποδοχές για το κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό.
Χρειαζόμαστε ένα νέο σύστημα υγείας
Τη συζήτηση πήγε ένα βήμα παραπέρα ο Γιάννης Καλομενίδης, καθηγητής Πνευμονολογίας στο ΕΚΠΑ και γιατρός στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», ξεκαθαρίζοντας ότι πλέον δε μπορούμε να μιλάμε για ανάγκη ενίσχυσης του ΕΣΥ αλλά για αυτήν της ίδρυσης ενός νέου συστήματος υγείας.
Μιλώντας για την ακραία υποστελέχωση που βιώνει το ΕΣΥ, αναφέρθηκε στην τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ που κάνει λόγο για 40% κενές μόνιμες θέσεις στους οργανισμούς των νοσοκομείων, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές αυξημένες ανάγκες καθώς δημιουργήθηκαν σε παλαιότερες εποχές. Το μεγαλύτερο πρόβλημα βρίσκεται φυσικά στην περιφέρεια, όπου η υποστελέχωση πολλές φορές υπερβαίνει ακόμη και το 50% των θέσεων σε γιατρούς και νοσηλευτές, με τους υγειονομικούς των μεγάλων πόλεων να μετακινούνται από νοσοκομείο σε νοσοκομείο προκειμένου να καλυφθούν οι εφημερίες. Σύμφωνα με τον ίδιο, η αποδιοργάνωση είναι τόσο μεγάλη, που κλινικές αδυνατούν να λειτουργήσουν ενώ κλίνες ΜΕΘ που άνοιξαν μέσα στην πανδημία κλείνουν λόγω της έλλειψης προσωπικού. Πέρα από το γεγονός των ελάχιστων προσλήψεων που δε μπορούν να αναπληρώσουν ούτε τις συνταξιοδοτήσεις, ένα μαζικό κύμα παραιτήσεων μόνιμων γιατρών επιφέρει πραγματική διάλυση και απώλεια επιστημονικού κεφαλαίου από το ΕΣΥ. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο καθηγητής του ΕΚΠΑ, παράλληλα με την πρωτοφανή μετακίνηση υγειονομικών προς τον ιδιωτικό τομέα πρωτοφανής είναι και η απροθυμία νέων υγειονομικών να υπηρετήσουν στο ΕΣΥ. «Το ΕΣΥ είναι κακόφημο και πλήρως απονομιμοποιημένο στα μάτια των νέων συναδέλφων, ώστε ακόμη και στις λίγες προκηρύξεις που γίνονται να μην ανταποκρίνεται κανείς» τόνισε. Τραγικότερο παράδειγμα ίσως είναι αυτό του νοσοκομείου Δράμας που, παρά τα κίνητρα που δόθηκαν εκ μέρους του Δήμου, δεν εμφανίστηκε κανείς να στελεχώσει την παθολογική κλινική.
Οι λόγοι του brain drain δεν πρέπει να αποδοθούν μόνο στις χαμηλές αποδοχές και τις κακές συνθήκες εργασίας αλλά και στην ελλειμματική εκπαίδευση που φέρνει η υποστελέχωση και οδηγεί σε αδυναμία επιστημονικής εξέλιξης. Η νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση των νοσοκομείων καταργεί την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση σε χειρούργους και άλλες ειδικότητες, κάτι που έχει εμφανείς επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού. Όπως είπε ο Γ. Καλομενίδης, η ιδιωτικοποίηση γίνεται πλέον εσωτερικά στο ΕΣΥ: ιδιώτες πλέον μπορούν να ασκούν το επάγγελμά τους στα νοσοκομεία, εξετάσεις και δευτερογενείς διακομιδές δίνονται σε ιδιωτικές εταιρείες, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας απομακρύνεται από τη λογική της δημόσιας παροχής ενώ ήδη δημιουργείται σύστημα ανταγωνισμού των δημόσιων μονάδων για προσέλκυση ασθενών με στόχο την καλύτερη χρηματοδότηση. Επιπλέον, η μετατροπή νοσοκομείων σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου με ιδιωτικό management εμπεδώνει στα δημόσια νοσοκομεία τη λογική της αγοράς, παράγοντας ανισότητες.
Ένα δημόσια δωρεάν ποιοτικό και καθολικό σύστημα υγείας θα έπρεπε, σύμφωνα με τον ίδιο, να αντιτάσσεται σε κάθε λογική κατακερματισμού και να εντάσσει σε ενιαία δομή την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας με τη νοσοκομειακή και μετανοσοκομειακή. «Χρειαζόμαστε ένα ΕΣΥ με δημοκρατική δομή και κοινωνική λογοδοσία που να εμπνέει. Αυτό προϋποθέτει μια ευρεία κοινωνική απαίτηση και συντονισμό των πολιτών με όρους κινήματος» κατέληξε.
Απαραίτητη προϋπόθεση για το δικαίωμα στην υγεία ένα παγκόσμια κίνημα
Το πώς φτάσαμε στη συνεχή αποδιάρθρωση και ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ εξήγησε ο Αλέξης Μπένος, ομότιμος καθηγητής Δημόσιας Υγείας και διευθυντής του ΚΕΠΥ (Κέντρο Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία) στο ΑΠΘ. Υπενθύμισε ότι το ΕΣΥ ιδρύθηκε στη χώρα μας όταν σε άλλες χώρες, όπως η Αγγλία, ο νεοφιλελευθερισμός είχε ξεκινήσει να αποσυνθέτει το κοινωνικό κράτος. Ωστόσο, από την ίδρυσή του είχαν γίνει τα πρώτα βήματα της άρνησης του δημόσιου χαρακτήρα του. Η φοροαπαλλαγή ιδιωτικής ασφάλισης υγείας και στη συνέχεια η ανάθεση σε εργολαβικές εταιρείες υπηρεσιών όπως η φύλαξη, η καθαριότητα και η εστίαση είναι ενδεικτικά παραδείγματα ιδιωτικοποίησης για να καταλάβει κανείς πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Και παρά το γεγονός ότι η οικονομική κρίση του 2011 στην Ελλάδα, αλλά κυρίως η πανδημία, ανέδειξαν σε παγκόσμιο επίπεδο τη σημασία των δημόσιων συστημάτων υγείας, τελικά οι όποιες ελπίδες για αντιστροφή της νεοφιλελεύθερης διάλυσής τους διαψεύστηκαν. «Η πανδημία χρησιμοποιήθηκε ως ευκαιρία νέας κερδοσκοπίας για τον ιδιωτικό τομέα που προστατεύθηκε από το κράτος για να μην “μολυνθεί” αλλά και των εταιρειών που υφαρπάζουν τα αποτελέσματα της δημόσιας έρευνας για την ανάπτυξη εμβολίων» είπε χαρακτηριστικά.
Στην Ελλάδα την περίοδο της πανδημίας, σύμφωνα με τον Αλ. Μπένο και την έρευνα του ΚΕΠΥ, έγιναν διαδοχικές ανατιμήσεις των νοσηλείων για την περίθαλψη Covid και non Covid ασθενών στις ιδιωτικές κλινικές και υπήρξε πλημμελής ρύθμιση των ανώτατων τιμών για τους διαγνωστικούς ελέγχους στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Συνολικά, την περίοδο 2020-2021 δόθηκαν πάνω από 180 εκατ. ευρώ για την κάλυψη δαπανών σχετιζόμενων με την πανδημία σε ιδιωτικές κλινικές, κέντρα αποκατάστασης, τουριστικά καταλύματα, ιδιώτες ιατρούς και διαγνωστικά κέντρα.
Για τον Αλ. Μπένο βρισκόμαστε σε μια ακραία περίοδο επιθετικότητας του καπιταλισμού και αξίζει να βλέπουμε τι συμβαίνει σε διεθνές επίπεδο. Αναφερόμενος στις ΗΠΑ τόνισε ότι είναι χαρακτηριστικό πως ενώ έχουν από τα πιο ιδιωτικοποιημένα συστήματα υγείας, είχαν καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες για την υγεία και δημόσια κέντρα ερευνών (FDA, CDS).Με την άνοδο του Τραμπ αυτές οι υπηρεσίες διαλύονται, επιστημονικό προσωπικό απολύεται, οδηγώντας σε μια παγκόσμια καταστροφή οποιασδήποτε δημόσιας υγείας.
Για τον ομότιμο καθηγητή του ΑΠΘ, αν θέλουμε να μιλήσουμε για εναλλακτική στρατηγική θα πρέπει να μιλήσουμε για μια αντικαπιταλιστική προσέγγιση στο δικαίωμα στην υγεία. Αναγκαία είναι, για τον ίδιο, η δημιουργία ενός λαϊκού παγκόσμιου κινήματος που θα διεκδικήσει την ανάπτυξη ενός δημόσιου συστήματος δομημένου με βάση τις ανάγκες ολιστικής φροντίδας του λαού χωρίς καμία έκπτωση ως προς την κάλυψή τους.
Γερμανία: Μετακίνηση κεφαλαίων από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα
Η εμπορευματοποίηση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης οδηγεί στην αδυναμία άσκησης του ανθρώπινου δικαιώματος στην υγεία. Ήδη και στην Γερμανία, σύμφωνα με την Kathrin Vogel, μέλος του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου της Γερμανίας με την Die Linke, σημαντικά κεφάλαια από τα δημόσια ταμεία διοχετεύονται στον ιδιωτικό τομέα. Έτσι, σταδιακά οι πιο ευάλωτοι, άτομα με αναπηρίες, φτωχοποιημένοι άνθρωποι και άλλοι-ες με μεγάλες ανάγκες φροντίδας έχουν μεγάλη δυσκολία να λάβουν την κατάλληλη περίθαλψη στο σπίτι τους. Όπως είπε, οι επιπτώσεις αποτυπώνονται και στο προσδόκιμο ζωής, π.χ. το 10% των φτωχότερων ανδρών ζουν 10 χρόνια λιγότερο από το 10% των πλουσιότερων.
Οι πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών έχουν οδηγήσει τμήματα του συστήματος υγείας να λειτουργούν με τις αρχές του κέρδους και της αγοράς. Νοσοκομεία ιδιωτικοποιούνται και οι ασφαλιστικές έχουν τα μέγιστα δυνατά κέρδη. Μεγάλοι επενδυτές διεισδύουν στον εξωνοσοκομειακό τομέα φροντίδας και απορροφούν υγειονομικούς αποσκοπώντας στο κέρδος. Και ενώ στην κρίσιμη περίοδο της πανδημίας δόθηκε κάποια κρατική στήριξη στη δημόσια περίθαλψη, ο Ρωσοουκρανικός πόλεμος με την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε οδήγησε τα νοσοκομεία σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Ο αριθμός των κλινών στις δημόσιες δομές μειώνεται ενώ στις ιδιωτικές κλινικές αυξάνεται.
«Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης βρίσκεται σε τόση πίεση σε μια από τις πλουσιότερες χώρες στον κόσμο, αλλά υπάρχουν λόγοι» επεσήμανε. Σύμφωνα με την ίδια, η ενίσχυση των εξωτερικών ιατρείων που λειτουργούν με εμπορικούς όρους ευνοεί τους πλούσιους και «καίει» τους φτωχούς. «Εμείς οραματιζόμαστε ένα μοντέρνο και συνεργατικό δημόσιο σύστημα υγείας με χρηματοδότηση στη βάση των αναγκών και δημοκρατικό έλεγχο» τόνισε η Kathrin Vogel επισημαίνοντας ότι είναι αναγκαία μια μεταρρύθμιση που δεν θα οδηγεί στο κλείσιμο νοσοκομείων και πολέμους, αλλά αντίθετα θα αναπτύσσει τα νοσοκομεία ως μέρος ενός ολοκληρωμένου συστήματος υγείας.
Η κατάσταση στο ΕΣΥ-Μαρτυρίες και συλλογικές αντιστάσεις
Το τρομερό βίωμα του να εργάζεσαι σε συνθήκες πραγματικής εξουθένωσης περιέγραψαν γιατροί των νοσοκομείων της Κρήτης εξηγώντας τις επιπτώσεις της κυριολεκτικής κατάρρευσης του δημόσιου συστήματος υγείας στους ασθενείς. Παράλληλα, εκπρόσωπος των ασθενών μίλησε για την αναγκαιότητα οι σύλλογοι των ασθενών να οργανωθούν ακόμη περισσότερο διεκδικώντας το δικαίωμα στην υγεία για όλους-ες και ειδικά για τους πιο ευάλωτους.
Για τον Γιώργο Μανουσάκη, πρόεδρο του συλλόγου εργαζομένων στο νοσοκομείο του Αγ. Νικολάου, η ραγδαία επιδείνωση αφορά όλα τα νοσοκομεία της Κρήτης. Ειδικά στο νομό Λασιθίου το έλλειμμα σε κρίσιμες ειδικότητες είναι πλέον τεράστιο. «Ένα μεγάλο ποσοστό του προσωπικού έχει φύγει στο εξωτερικό εξαιτίας της εντατικοποίησης των συνθηκών εργασίας και των χαμηλών αμοιβών» ανέφερε. Σύμφωνα με τον ίδιο, στον Αγ. Νικόλαο δεν υπάρχει καμία δομή Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, με αποτέλεσμα όλες οι ανάγκες να καλύπτονται από το νοσοκομείο. Τα τελευταία τρία χρόνια δημιουργήθηκαν τεράστια ελλείμματα σε προσωπικό. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2019 υπηρετούσαν στο νοσοκομείο 66 γιατροί και τώρα 56. Από 4 αναισθησιολόγους το νοσοκομείο έμεινε με 2, από 5 εντατικολόγους με 3, στο ΤΕΠ έχουν μείνει δύο μόνιμοι γιατροί, ενώ η έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού ανέρχεται στο 25% των θέσεων.
«Δεν υπάρχει κανένα κίνητρο να μείνουν οι γιατροί στο σύστημα. Ζητούμε να υπάρξει αλλαγή της πολιτικής, των εργασιακών συνθηκών και βελτίωση των αμοιβών ώστε να έρθουν γιατροί να στελεχώσουν το σύστημα» κατέληξε.
Στα Χανιά, το δεύτερο νοσοκομείο σε προσέλευση σε όλο το νησί, τα προβλήματα δεν διαφέρουν από τα άλλα νοσοκομεία. Οι υγειονομικοί δίνουν και εκεί έναν αγώνα έτσι ώστε το νοσοκομείο να μην καταρρεύσει εντελώς. Σύμφωνα με τη Χριστούλα Πετράκη, πνευμονολόγο και πρόεδρο της Ένωσης Γιατρών ΕΣΥ Ν. Χανίων, έχουν κλείσει πολλές κλινικές, όπως η πνευμονολογική και η παιδοχειρουργική, ενώ τα επείγοντα λειτουργούν με δύο μόνο επιμελητές. Στο νοσοκομείο δεν υπάρχει ψυχιατρική κλινική, ούτε παιδοψυχιατρική και τα περιστατικά μεταφέρονται στο Ηράκλειο. Ειδικά τα καλοκαίρια με την αύξηση του τουρισμού αλλά και των τροχαίων ατυχημάτων η κατάσταση που διαμορφώνεται είναι αδιανόητα δύσκολη. Και στο νοσοκομείο αυτό υπάρχουν γιατροί που θέλουν να φύγουν εξαιτίας της υπερεφημέρευσης καθώς, όπως είπε και η ίδια, «πλέον γινόμαστε επικίνδυνοι από την κούραση».
Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν από υγειονομικούς τόσο το νοσοκομείο Ρεθύμνου όσο και το Βενιζέλειο και το ΠΑΓΝΗ στο Ηράκλειο βρίσκονται αποδεκατισμένα. Με τον τουρισμό τουλάχιστον έξι μήνες τον χρόνο να πολλαπλασιάζει τις ανάγκες και σε συνδυασμό με άλλα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, όπως η στεγαστική κρίση, μεγεθύνεται η αδυναμία αντιμετώπισης των περιστατικών. (Στο alterthess μιλούν αναλυτικά για την κατάσταση των νοσοκομείων Ρεθύμνου και Ηρακλείου η Ελένη Ιωαννίδου και ο Αλέξανδρος Καφετζάκης)
Την κατάρρευση των νοσοκομείων τη βιώνουν πρώτα απ’ όλα οι ίδιοι οι ασθενείς που εδώ και χρόνια οργανώνονται ζητώντας τη συμμετοχή τους στη διαμόρφωση των πολιτικών γύρω από τη δημόσια υγεία.
«Δημιουργήσαμε τους συλλόγους εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε κάθε μέρα αλλά και μέσα από την επιθυμία μας να βελτιώσουμε την ποιότητα της ζωής μας» είπε η Κατερίνα Κουτσογιάννη, α’ αντιπρόεδρος της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας. Στην Ένωση Ασθενών Ελλάδας που δημιουργήθηκε το 2019 συμμετέχουν 85 οργανώσεις ασθενών από όλη τη χώρα και από πολλές θεραπευτικές κατηγορίες. «Οι ασθενείς μέσα από τη μοναδική εμπειρία τους και τη διαδρομή τους στο σύστημα υγείας μπορούν να καταθέτουν προτάσεις, να επηρεάζουν και να ενδυναμώνουν τους συνασθενείς τους και να διαμορφώνουν πολιτικές υγείας. Ωστόσο, οι ασθενείς πολλές φορές δεν καταγγέλλουν δυσλειτουργίες του συστήματος φοβούμενοι ότι αυτό θα βλάψει τη θεραπεία τους. Εμείς προσπαθούμε να τους ενδυναμώσουμε για να γίνουν συνομιλητές σε ένα ζήτημα υγείας». Στόχος, είναι, επίσης η δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου Ανισοτήτων της Υγείας όπου θα καταγράφονται συστηματικά τα προβλήματα και οι εμπειρίες.
Το ευρωπαϊκό πλαίσιο-Παραδείγματα συνδικαλιστικής διεκδίκησης στον χώρο της υγείας
Εξαιτίας των κακών συνθηκών εργασίας, των χαμηλών αμοιβών και της ανεργίας, οι εργαζόμενοι στον χώρο της υγείας αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης για να δουλέψουν σε ένα νοσοκομείο, μια δομή φροντίδας. Ο δεύτερος κύκλος των συζητήσεων της διημερίδας αφορούσε ακριβώς τα προβλήματα αυτά αλλά και τους τρόπους συλλογικής διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών εργασίας και ζωής. Τη συζήτηση άνοιξε η Nadja Rakowitz, ιατρική κοινωνιολόγος, διευθύνουσα σύμβουλος της Ένωσης Δημοκρατικών Ιατρών και μέλος της Επιστημονικής Συμβουλευτικής Επιτροπής της RLS Γερμανίας. Τόνισε ότι οι δυσκολότερες συνθήκες εργασίας αφορούν τους φροντιστές-στριες ατόμων με προβλήματα υγείας, που πολλές φορές εργάζονται 24 ώρες την ημέρα σε ένα σπίτι και με άτυπες εργασιακές σχέσεις. Οι μεγάλες ανισότητες και η φτώχεια είναι το έδαφος πάνω στο οποίο εξελίσσεται το brain drain. Οι εργαζόμενοι στον τομέα αυτό αντιμετωπίζουν, εκτός από προβλήματα επικοινωνίας, ρατσιστικές συμπεριφορές χωρίς πολλές φορές να έχουν τη στήριξη κάποιας μορφής συνδικαλιστικής οργάνωσης. Ο χώρος των φροντιστών αφορά κυρίως γυναίκες που εργάζονται σε ιδιωτικούς χώρους, κάτι που δυσκολεύει και την επαφή μαζί τους.
Όπως εξήγησε η Ana Vracar, πολιτιστική ανθρωπολόγος από την Κροατία, μέλος της BRID (Βάση για την Πρωτοβουλία των Εργαζομένων και τον Εκδημοκρατισμό), μέλος του UNI Global Union και περιφερειακή συντονίστρια του Peoples’ Health Movement, η ιδιωτικοποίηση των συστημάτων υγείας μετά την πτώση του σοσιαλισμού σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και η κατάρρευση του βιομηχανικού κλάδου αποτέλεσαν αιτίες που οδήγησαν εργαζόμενους στην υγεία και σε άλλους τομείς να μεταναστεύουν στη Δυτική και Νότια Ευρώπη. Εκεί άρχισαν να εργάζονται ως άτυποι υπάλληλοι φροντίδας σε σπίτια οικογενειών. «Πολλοί από αυτούς δεν ήταν καν εκπαιδευμένοι στον τομέα της υγείας» εξήγησε η Vracar, αναφέροντας ότι η προσπάθεια του Peoples’ Health Movement στοχεύει ακριβώς σε αυτό: τον διαμοιρασμό των εμπειριών έτσι ώστε να συνδεθούν μεταξύ τους οι άνθρωποι που πρόκειται να μεταναστεύσουν σε μια χώρα με άλλους-ες εργαζόμενους-ες εκεί.
Τα συμπεράσματα της Ana Vracar όσον αφορά τη διαδικασία αυτή είναι ότι, όπως συνέβη και αλλού, το brain drain δημιούργησε μια κρίση στελέχωσης του δημόσιου συστήματος υγείας της Κροατίας σε όλους τους κλάδους και τις ειδικότητες. Από πλευράς της κυβέρνησης δεν έγινε καμία προσπάθεια για βελτίωση των συνθηκών εργασίας, τόσο για το ύψος του μισθού όσο και για το φόρτο εργασίας. Ωστόσο, όπως πρόσθεσε, το τελευταίο διάστημα έχει ξεκινήσει κάτι ασυνήθιστο. Η Κροατία γίνεται χώρα προορισμού άλλων εργαζομένων από φτωχότερες χώρες και αυτός είναι ένας δείκτης του πώς χειροτερεύουν οι συνθήκες εργασίας παντού.
Η κατάσταση είναι το ίδιο ασταθής και στην Πολωνία. Σύμφωνα με την Anna Bacia, νοσηλεύτρια και πρόεδρο του συνδικάτου νοσηλευτών (OPZZ KP), μέλος του UNI Global Union, το φαινόμενο μετανάστευσης υγειονομικών στη Δυτική Ευρώπη και κυρίως στην Γερμανία είναι πολύ συχνό και αφορά κυρίως τον τομέα των φροντιστών/ριών υγείας. Η μετανάστευση δημιούργησε ελλείμματα σε προσωπικό στο δημόσιο σύστημα υγείας τα οποία επιχειρούνται να καλυφθούν από Ουκρανούς-ες που φεύγουν λόγω του πολέμου. Η νομοθεσία είναι ιδιαίτερα ελαστική και πολλοί εργαζόμενοι, ειδικά σε ιδιωτικές εταιρείες, εργάζονται χωρίς σταθερές συμβάσεις. Η Anna Bacia τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι οι εταιρείες χρησιμοποιούν τους Ουκρανούς ως φτηνό εργατικό δυναμικό, κάτι που αποδυνάμωσε και τα συνδικάτα που υπήρχαν στον χώρο αυτό.
«Οι Πολωνοί εργαζόμενοι, αντιλαμβανόμενοι την διαδικασία υποτίμησης της εργασίας και των δικαιωμάτων στον ιδιωτικό τομέα, άρχισαν να επιστρέφουν στο δημόσιο νοσοκομείο» είπε χαρακτηριστικά. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι, σύμφωνα με την ίδια, ισχυρότερη συνδικαλιστική οργάνωση, εκπαίδευση των μεταναστών εργαζομένων και κοινά σωματεία που θα τους/τις περιλαμβάνουν.
Το UNI Care/Global Union είναι μια παγκόσμια ομοσπονδία σωματείων των υπηρεσιών υγείας. Ο Alan Sable, επικεφαλής του τμήματος στην Ελβετία ανέφερε ότι όταν συζητάμε για μετανάστες εργαζόμενους στον τομέα της φροντίδας και για το brain drain, πρέπει να κατανοήσουμε ότι πρόκειται για μια παγκόσμια κρίση στελέχωσης στον τομέα της περίθαλψης. Η κρίση στελέχωσης συνεπάγεται μια κρίση φροντίδας.
Όλο αυτό αποτυπώνεται στα λόγια μιας γυναίκας που εργάζεται σε μια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στο Βέλγιο τα οποία μετέφερε ο Alan Sable: «Έχω εννέα λεπτά για να φροντίσω έναν άνθρωπο. Αυτό σημαίνει μπάνιο, ντύσιμο, περιποίηση, βούρτσισμα και μετά έχω 30 λεπτά για να δώσω το πρωινό σε 10 άτομα». Έρευνα του UNI Care έδειξε ότι σχεδόν το 70% των εργαζομένων στον τομέα της υγείας και της φροντίδας σε 63 χώρες δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα στελέχωσης, με το 36% να λέει ότι εργάζεται σε υποστελεχωμένες δομές. Οι περισσότεροι-ες βλέπουν την εργασία αυτή ως μη βιώσιμη μέχρι την ηλικία συνταξιοδότησης. Στη πραγματικότητα, όμως, όπως ξεκαθάρισε ο Alan «δεν υπάρχει έλλειψη εργαζομένων στον τομέα της φροντίδας. Υπάρχει έλλειψη εργαζομένων στον τομέα της φροντίδας που είναι πρόθυμοι να εργαστούν υπό τις τρέχουσες συνθήκες. Και είναι οι συνθήκες που διώχνουν τους ανθρώπους».
«Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η κρίση στελέχωσης είναι μέσω περισσότερων επενδύσεων με καλύτερες αμοιβές, δυνατότητα συλλογικών διαπραγματεύσεων και πρόληψη της βίας και της παρενόχλησης» τόνισε, ακόμη, αναφέροντας ότι η στρατηγική της ομοσπονδίας έχει πολλαπλούς στόχους: την οργάνωση ενεργών συνδικάτων στις χώρες μετανάστευσης, τη διασφάλιση ότι οι διμερείς συμφωνίες μετανάστευσης δεν κάνουν διακρίσεις στα δικαιώματα μεταξύ μεταναστών και ντόπιων εργαζομένων αλλά και ότι οι εργαζόμενοι θα γίνονται μέρος ενός κινήματος για τη βελτίωση των συνθηκών φροντίδας για όλους.
Η νόσος είναι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση
Τη συζήτηση έκλεισε ο Ανδρέας Ξανθός, πρώην υπουργός Υγείας, γιατρός στο Ρέθυμνο και μέλος της Νέας Αριστεράς, εκφράζοντας την ανάγκη μιας πολιτικής διεξόδου για τη δημιουργία εναλλακτικής στρατηγικής στην αποδιοργάνωση των δημόσιων συστημάτων υγείας.
«Η μετανάστευση εργατικού δυναμικού και επιστημονικού δυναμικού είναι το σύμπτωμα, η νόσος είναι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Το σύμπτωμα επηρεάζει ιδιαίτερα τις χώρες της Ευρώπης που, σε περιόδους δημοσιονομικής προσαρμογής και μέτρων λιτότητας συρρίκνωσαν τα συστήματα υγείας και δημιούργησαν τη κρίση στελέχωσης που πλέον έχει πάρει δραματικές διαστάσεις στη χώρα μας» δήλωσε. Για τον Ανδρέα Ξανθό, απαιτείται οργάνωση μέσω διεθνών δικτυώσεων των υγειονομικών έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν οι νέες προκλήσεις. «Δεν πρέπει συμβιβαστούμε με την κατάσταση διάλυσης που εξαντλεί τις ψυχοσωματικές αντοχές των ανθρώπων, επιβαρύνει τους ασθενείς, ρίχνει τα στάνταρ ασφαλείας και απαξιώνει τη δημόσια περίθαλψη» πρόσθεσε. Το μεγάλο πρόβλημα, όπως είπε, δεν είναι η διαμόρφωση των αξόνων μιας εναλλακτικής στρατηγικής στην ιδιωτικοποίηση της υγείας αλλά η δημιουργία μιας πολιτικής εναλλακτικής διεξόδου.
Πλέον, όπως είπε, στην Ελλάδα έχουμε λειτουργικά ανασφάλιστους πολίτες. Δηλαδή, ενώ δεν υπάρχουν θεσμικά εμπόδια για την πρόσβαση ασφαλισμένων και ανασφάλιστων στο δημόσιο σύστημα υγείας, κανένας δε μπορεί να εξυπηρετηθεί ουσιαστικά αν δεν πληρώσει. «Έχουμε επιστρέψει στην εποχή πριν την ιδρυτική πράξη του ΕΣΥ, όταν οι άνθρωποι στη χώρα μας έπρεπε ή να έχουν μέσο ή να έχουν λεφτά. Έχει ανατραπεί ο αξιακός πυρήνας του ΕΣΥ» είπε, εξηγώντας ότι η αποκλειστική απασχόληση των υγειονομικών στο σύστημα υγείας δεν αποτελεί συνδικαλιστική εμμονή.
«Η κυβέρνηση λέει στους συναδέλφους πάρτε τα από την τσέπη των ασθενών, κάντε ιδιωτικό έργο μέσα στο νοσοκομείο, ιδιωτικό ιατρείο εκτός, δουλέψτε στις ιδιωτικές κλινικές και ταυτόχρονα φροντίστε τη λειτουργία του νοσοκομείου. Σκεφτείτε ποιο θα πάει πρώτα πίσω».
Ο πρώην υπουργός Υγείας επεσήμανε ότι το αν η υγεία θα αποτελεί δικαίωμα και όχι εμπόρευμα το κατοχυρώνουν ή το αναιρούν οι πολιτικές που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις. Το ζήτημα είναι τώρα με ποιες δημοσιονομικές και οργανωτικές προϋποθέσεις το ΕΣΥ θα ξαναστηθεί στα πόδια του και θα δώσει προοπτική στους νέους επιστήμονες και γιατρούς να δουλέψουν σε καλύτερες συνθήκες. Προϋπόθεση σε όλα αυτά είναι η άμεση σύγκλιση της χώρας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο δαπανών για την υγεία αλλά κυρίως η ανάσχεση της ευρωπαϊκής πολεμικής οικονομίας και της κούρσας των εξοπλισμών. «Και σε αυτό η αριστερά πρέπει να πρωτοστατήσει με προτάσεις και δράσεις για τη συγκυρία» κατέληξε.