Η απεργιακή διαδήλωση της Πέμπτης 6ης Μάη, υπό ασφυκτική αστυνομική παρουσία φέτος, είχε μόλις τελειώσει. Μικροί και μεγάλοι με κόκκινα γαρύφαλλα στα χέρια σταμάτησαν στο άγαλμα του Εργάτη που βρίσκεται στο πάρκο έξω από το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης και αρκετοί τραγούδησαν με υψωμένες γροθιές το «Επέσατε Θύματα» και τη «Διεθνή». Ο κόσμος είχε αρχίσει σιγά-σιγά να διαλύεται, αλλά κάποιος ήταν έτοιμος να συνεχίσει την πεζοπορία μέσα στους δρόμους μίας άλλης Θεσσαλονίκης.
Ο πρόεδρος του Σωματείου Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου, συγγραφέας και μελετητής της ιστορίας της πόλης, Γιάννης Γκλαρνέτατζης, με τις σημειώσεις του στα χέρια, μας πηγαίνει σε 11 σημεία του κέντρου της πόλης, τα οποία προσπερνάμε αμέτρητες φορές μέσα στις καθημερινές και βιαστικές διαδρομές μας.
Για να μας μιλήσει για την ιστορία τους, για να μας υπενθυμίσει την Θεσσαλονίκη πριν από οκτώ και κάτι δεκαετίες, την Θεσσαλονίκη των νεκρών εργατών από τις σφαίρες φασιστών και αστυνομίας, την Θεσσαλονίκη που για κάποιες ώρες βρέθηκε χωρίς κρατική εξουσία και πέρασε στα χέρια των σωματείων της.
Σήμερα Κυριακή 9 Μάη, ημέρα συμπλήρωσης των 85 χρόνων από τις δολοφονίες των απεργών το μακρινό 1936, ευελπιστούμε πως η δημοσίευση αυτή θα αποτελέσει ένα πολύ πολύ μικρό λιθαράκι, μία πολύ πολύ μικρή συμβολή στον αγώνα της μνήμης ενάντια στη λήθη.
Τουλάχιστον, μέχρις ότου, ξαναβρεθούμε δια ζώσης στις περιηγήσεις του Γιάννη, οι οποίες, όπως ο ίδιος σημειώνει, «μπορούν να γίνουν αντιληπτές είτε ως ορεκτικό, είτε ως επιδόρπιο» για όσους έχουν όρεξη να μάθουν την ιστορία της πόλης μας.
Της εργατούπολης, της πόλης των αγώνων, της αρμονικής και ταυτόχρονα πολυτάραχης συμβίωσης θρησκειών και εθνοτήτων. Αλλά και της πόλης των φασιστικών συμμοριών, της παρακρατικής τρομοκρατίας, των διωγμών των Εβραίων και των μειονοτήτων.
11 σημεία λοιπόν. 11 σημεία-μαχαιριά στη λήθη. 11 σημεία που όταν περνάμε, ίσως να αξίζει να κοντοστεκόμαστε για λίγα δευτερόλεπτα για να προβληματιστούμε ή και για να πάρουμε κουράγιο.
Μάης ’36 και λίγα χρόνια πριν:
1. Αντιγονιδών & Πτολεμαίων
Τον Αύγουστο του 1932, ένα χρόνο μετά το πογκρόμ στον εβραϊκό συνοικισμό Κάμπελ και πέντε μήνες από την απαλλαγή όλων των κατηγορούμενων γι’ αυτή την πράξη, οι τριεψιλίτες έχουν αποθρασυνθεί και επιτίθενται συνέχεια εναντίον αυτών που θεωρούν εχθρούς του έθνους, τους Εβραίους και τους κομμουνιστές. Οι επιθέσεις κλιμακώνονται στις 11.8 όταν «Περί ώραν 10ην νυκτερινήν, ενώ εις τα εν τη διασταυρώσει των οδών Αντιγονιδών και Πτολεμαίων γραφεία του Συνδικάτου Καπνεργατών, συνεδρίαζον τριάκοντα περίπου κομμουνισταί, αίφνης ηκούσθησαν φωναί και επικλήσεις προς βοήθειαν ενώ ομοβροντίαι πυροβολισμών ερίπτοντο έξωθεν […] Εκ των ληφθεισών πρώτων καταθέσεων προέκυψεν, ότι ο τραυματισθείς εις την κεφαλήν είναι ο γνωστός κομμουνιστής Δημ. Παπαδόπουλος, η κατάστασις του οποίου θεωρείται σοβαρά. Όσον αφορά τους δράστας της επιθέσεως ούτοι ανέρχονται εις εξ τον αριθμόν και οι οποίοι παραμένουν εισέτι άγνωστοι […] Η γνώμη των αρχών είνε, ότι οι δράσται πράγματι είνε εθνικισταί εργάται». (Το Φως, 12.8.1932). Οι αρχές, παρά την παραπάνω «γνώμη των» ερευνούν για όπλα τα θύματα της επίθεσης. «Εξ αφορμής των διαδοθέντων περί εξοπλισμού των κομμουνιστών και γενικώς των καπνεργατών, κατόπιν των εναντίον των επιθέσεων των εθνικιστών εργατών, η Αστυνομική Διεύθυνσις διέταξε την σωματικήν έρευναν τούτων, η οποία και εγένετο υπό ισχυρών δυνάμεων του 5ου και 6ου αστυνομικών τμημάτων […] Αμφότεραι αι έρευναι δεν απέδειξαν κανένα οπλοφορούντα» (Το Φως, 17.8.1932).
2. Παπαμάρκου 35, πλατεία Άθωνος
Στις 17.8.1932 οι φασίστες επιτέθηκαν στα γραφεία του συνδικάτου οικοδόμων. «Την 10ην νυκτερινήν εις τα παρά την οδόν Παπαμάρκου 35 [περιοχή πλατείας Άθωνος] γραφεία των εργατών οικοδόμων συνεδρίαζον περί τους 15 οικοδόμους […] Η συνεδρίασις έληξε μετά ημίωρον οπότε και ανεχώρησαν οι δέκα εκ αυτών και απέμειναν μόνον 5 μέλη του διοικητικού συμβουλίου […] Δεν παρήλθον περί τα 10 λεπτά από της αποχωρήσεως των πρώτων οπόταν, ως ισχυρίζονται οι εργάται, εν αυτοκίνητον εσταμάτησε προ της Λέσχης. Τα μέλη του διοικ. συμβουλίου, ήκουσαν τότε από τους αγνώστους που απεβιβάσθησαν του σταθμεύσαντος αυτοκινήτου και οίτινες εν τω μεταξύ ανήρχοντο θορυβωδώς την ξυλίνην μικράν κλίμακα να λέγη ο είς εις τον άλλον: – Μη αφήστε κανένα. Χτυπάτε στο σταυρό. Δεν επρόλαβον όμως να λάβουν τα κατάλληλα προφυλακτικά μέτρα και εφορμούν τρεις κρατούντες οι δύο μεν εξ αυτών πιστόλια, ο δε τρίτος γκλομπ […] Εν τω μεταξύ ανήλθον εις την Λέσχην έτεροι πέντε άγνωστοι και ήρχισεν η επίθεσις. Το γκλομπ κατέπιπτε επί των κεφαλών των εργατών. Ως να μην ήρκει όμως τούτο, οι άγνωστοι ήρχισαν να πυροβολούν κατ’ αυτών ρίψαντες 5 πυροβολισμούς. Μόλις έπεσαν οιμώζοντες [σπαράζοντας] δύο εκ των εργατών, οι άγνωστοι ετράπησαν εις φυγήν […] Ευθύς μετεφέρθησαν αμφότεροι εις κακήν κατάστασιν εις το Δημοτικόν Νοσοκομείον [σημερινό νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος»]. Ο βαρέως τραυματισθείς ονομάζεται Χαρίτων Σταμπουλής [Σταμπουλίδης για την ακρίβεια, όπως διαβάζουμε σε επόμενα δημοσιεύματα και άλλες πηγές] και φέρει τραύμα διαμπερές εις την κεφαλήν διά πυροβόλου όπλου. Η σφαίρα έχει διατρύσει το κρανίον και ελάχισται ελπίδες διασώσεώς του υπάρχουν. Ο δεύτερος ονομάζεται Χρ. Παπαδόπουλος και φέρει ελαφρόν τραύμα εις την κεφαλήν διά κλομπ. Αμφότεροι τυγχάνουν οικοδόμοι».1
Τελικά ο Σταμπουλίδης «απεβίωσε την 10ην πρωινήν» της επομένης μέρας και η κηδεία του έγινε αμέσως στο διπλανό νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας «εν μέσω γενικής στρατοκρατίας» και «υπό τας διαμαρτυρίας επιτροπής οικοδόμων διότι δεν εδόθη καιρός ούτε εις την μητέρα και την αδελφήν του θύματος να προσέλθουν». Παράλληλα, «εκ των κυριωτέρων μελημάτων της Αστυνομικής Διευθύνσεως ήτο το κλείσιμον των γραφείων του Συνδικάτου Οικοδόμων και η αυστηρά φρούρησις τούτων όπως ακριβώς γίνεται και διά τα γραφεία τους Συνδικάτου Καπνεργατών αφ’ ης εγένετο η πρώτη νυκτερινή επίθεσις. Επίσης, εκ παραλλήλου προς την φρούρησιν των ως άνω γραφείων, διετάχθη η φρούρησις των γραφείων της Εθνικής Ενώσεως Ελλάς διά τον φόβον αντεπιθέσεως των κομμουνιστών κατ’ αυτών». Η φασιστική οργάνωση έβγαλε, μάλιστα, ανακοίνωση που έλεγε πως «παρά τας προκλήσεις των ηγουμένων του κομμουνισμού εις ουδεμίαν ποτέ επίθεσιν προέβη […] Δυστυχώς όμως από μακρού ήδη ευρίσκεται προς θρασείας και προκλητικώτατης αρθρογραφίας και προκηρύξεων εναντίον αυτής, εσχάτως ενταθείσης κατά τρόπον οξύτατον όστις ενώ είναι δυνατόν να επηρεάση πάντα εθνικόφρονα μεμονωμένον, ουδαμώς δικαιολογεί ανάμιξιν της Ε.Ε.Ε., ήτις αντιμετωπίζει τον κομμουνισμόν εις άλλα επίπεδα και όχι εις την εργατικήν τάξιν». Από την πλευρά του, το Πανεργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων (ΠΚΘ/ΑΕΣ), δηλαδή το εργατικό κέντρο της πόλης που πρόσκεινταν στους Φιλελεύθερους, σε ψήφισμά του «Στιγματίζει τους οργανωτάς των επιθέσεων τούτων αποσκοπούντας εις την πρόκλησιν εμφυλίου σπαραγμού. Επιρρίπτει την ευθύνην των συμβάντων και συμβησομένων ακεραίαν εις τας αστυνομικάς αρχάς, αίτινες διά της αδιαφορίας των ενισχύουν και ενθαρρύνουν τας τρομοκρατικάς ταύτας μεθόδους».2
Σε ανακοίνωσή της, η Ενωτική ΓΣΕΕ τόνισε: «Η εργατιά της Θεσσαλονίκης από μέρες τώρα αντιμετωπίζει αλλεπάλληλες ένοπλες επιδρομές, σκοτωμούς και τραυματισμούς από τις εξοπλισμένες φασιστικές ορδές που εμπνέονται και καθοδηγούνται από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας και την κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο εργάτης οικοδόμος σ. Σταμπουλίδης έπεσε νεκρός. Μια δεκάδα εργάτες είναι τραυματισμένοι. Για την κυρίαρχη τάξη δεν είναι αρκετές οι συλλήψεις, οι δαρμοί, οι εξορίες, οι διαλύσεις των ταξικών οργανώσεων, η απαγόρευση του Ενωτικού συνεδρίου Θεσσαλονίκης, η αφαίρεση και των τελευταίων υπολειμμάτων των συνδικαλιστικών και πολιτικών ελευθεριών της εργατικής τάξης. Περνάει στις χωρίς προσχήματα δολοφονίες, στην εξόντωση του επαναστατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ενώ τα σοσιαλφασιστικά συνδικάτα απολαμβάνουν την αμέριστη υποστήριξή της. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη Θεσσαλονίκη, έχουν μεγάλη πολιτική σημασία για το επαναστατικό συνδικαλιστικό κίνημα, βρίσκονται σε αδιάσπαστη συνοχή με την επίθεση του κεφαλαίου και την αντίσταση των εργατών».
Τι σχέση έχουν, τώρα, όλα αυτά με τον μετέπειτα ταγματασφαλίτη; «Αι ανακρίσεις διά την ανακάλυψιν και σύλληψιν των φονέων συνεχίσθησαν χθες δι’ όλης της ημέρας υπό του υπομοιράρχου κ. Τσοτάκου διατάξαντος την σύλληψιν και κράτησιν των τριών αδελφών Μενεμενλή κατά των οποίων πολλαί ηγέρθησαν υπόνοιαι».3 «Ο ανακριτής κ. Καραγιαννόπουλος εξήτασε και χθες περί τους 15 μάρτυρας. Τελευταίος εξητάσθη ο μάρτυς Βαφειάδης όστις εξέφρασε την υπόνοιαν ότι μεταξύ των δραστών των επεισοδίων της Λέσχης των οικοδόμων, συγκαταλέγονται και οι αδελφοί Μενεμενλή […] ούτοι ισχυρίζονται ότι κατά την ώραν του φόνου ευρίσκοντο μεθ’ ενός ενωματάρχου και δύο χωροφυλάκων εις το 8ον αστυνομικόν τμήμα. Επίσης οι αδελφοί Μενεμενλή εδήλωσαν ότι θα αποδείξουν διά μαρτύρων ότι ο Βαφειάδης όστις ισχυρίζεται ότι τους ανεγνώρισε δεν ήτο παρών κατά την ώραν των σκηνών, αλλά έκαμε ψευδή κατάθεσιν διά λόγους εκδικήσεως, διότι κάποτε ούτοι τον είχον καταγγείλει ότι διένειμε κομμουνιστικάς προκηρύξεις».4 Τώρα, τι δουλειά είχαν τρεις τριεψιλίτες βραδιάτικα σε ένα αστυνομικό τμήμα και πώς ήξεραν ότι ο Μάρκος Βαφειάδης (ναι, πρόκειται περί του γνωστού μετέπειτα καπετάνιου της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ και κατόπιν επικεφαλής του ΔΣΕ) δεν ήταν στον χώρο του εγκλήματος, αφού αυτοί ισχυρίζονταν ότι δεν βρίσκονταν εκεί (εκτός αν γνώριζαν κάποιους άλλους που ήταν εκεί και όχι από την πλευρά των θυμάτων, βέβαια), ήταν ερωτήματα που μάλλον δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανακριτική διαδικασία. Έτσι, με άλλοθι κάποιους αστυνομικούς, οι αδελφοί Μελεμενλή (το «Μενεμενλή» είναι ένα ακόμη λαθάκι της εφημερίδας) αφέθηκαν ελεύθεροι να συνεχίσουν το «θεάρεστο» έργο τους.5
3. Ιουστινιανού & Βενιζέλου
Γωνία Ιουστινιανού και Βενιζέλου, απέναντι από το Καραβάν Σεράι βρισκόταν τα γραφεία του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου. Εδώ στις 15.2.1933 γίνεται επίθεση της αστυνομίας εναντίον εργατών. Βρισκόμαστε στην προεκλογική περίοδο για τις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 1933 και είναι το τελευταίο δίμηνο που ο Ελ. Βενιζέλος είναι πρωθυπουργός. Στο κτίριο γινόταν προεκλογική συγκέντρωση του ΕΜΕΑ (Ενιαίο Μέτωπο Εργατών Αγροτών, εκλογικός σχηματισμός του ΚΚΕ). Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των εφημερίδων στο κτίριο εισήλθαν ένας ασφαλίτης κι ένας χωροφύλακας με στολή τους οποίους οι συγκεντρωμένοι υποδέχτηκαν με κραυγές «Έξω οι χαφιέδες» και με καρέκλες κι άλλα αντικείμενα. Το Εργατικό Κέντρο περικυκλώθηκε και στη συνέχεια η έφιππη χωροφυλακή διέλυσε εργάτες που διαδήλωναν στην οδό Βενιζέλου. Οι έγκλειστοι ζητούσαν την παρέμβαση εισαγγελέα για να εγκαταλείψουν το κτίριο, αλλά χωροφύλακες και στρατιώτες εισέβαλαν πυροβολώντας. Αποτέλεσμα οκτώ καταγεγραμμένοι νεκροί: Παναγιώτης Γούναρης, πρόεδρος σωματείου οικοδόμων∙ Μορδώχ Εσκενάζη, καπνεργάτης, 16 ετών∙ Ιωακείμ Ιωακειμίδης, οικοδόμος∙ Θεόδωρος Καραμανλής, σιδηρουργός∙ Θεόδωρος Μπούρδας, ανθρακοπώλης∙ Χρήστος Παζολίδης∙ Αχιλλέας Παζολίδης, υποδηματεργάτης∙ Τραζίδης ή Τράτσης, εργάτης, 19 ετών. Υπήρξαν επίσης τραυματίες, ενώ έγιναν και 80 συλλήψεις.
4. Οδός Πτολεμαίων
Ο τόπος του δράματος ήταν το καπνεργοστάσιο της Commercial Co., που βρισκόταν στην οδό Πτολεμαίων 20 (κοντά στην οδό Αντιγονιδών, πίσω από τη στάση Κολόμβου). Εκεί, λοιπόν, στις 13.12.1934 «κατά το βραδυνόν σχόλασμα των καπνεργατών, 146 εργάται και 224 καπνεργάτριαι εκλείσθησαν εις τα τέσσαρα σαλόνια του εργοστασίου της Κομμέρσιαλ και ηρνήθησαν να εξέλθουν εις ένδειξιν διαμαρτυρίας διότι η διεύθυνσις της επιχειρήσεως ηθέτησε τα συμφωνηθέντα προς τριμήνου περί αναδρομικής αυξήσεως των ημερομισθίων κατακρατούσα 800 χιλ. δραχμάς. Ευθύς μετά το κλείσιμον των εργατών εις την αποθήκην, ισχυρά δύναμις χωροφυλακής, με επί κεφαλής τον υποδιευθυντήν της Αστυνομίας κ. Ντάκον, έσπευσεν επί τόπου και εκύκλωσε το εργοστάσιον. Ο κ. Ντάκος ειδοποίησε τους αποκλεισμένους εργάτας ότι η έξοδος όσων θέλουν να φύγουν θα επιτραπή, απαγορεύεται όμως η παροχή φωτός και οιασδήποτε τροφής έξωθεν. Παρά ταύτα ουδείς εκ των εργατών ή εργατριών εξήλθε, διότι όλοι ήσαν αποφασισμένοι να διανυκτερεύσουν έστω και νηστικοί εντός της σκοτεινής αποθήκης, ίνα αναγκάσουν την διεύθυνσιν του καπνεργοστασίου να σεβασθή την γνωστήν συμφωνίαν. Η διεύθυνσις του καπνεργοστασίου όμως ισχυρίζεται ότι το διεκδικούμενον υπό των εργατών ποσόν υπερβαίνει τα 2 εκατομμύρια δραχμών και δεν είναι δυνατόν αν δεχθή οιανδήποτε συζήτησιν με τους εργάτας».[…]
Στις 23.12 «την 10.30 νυχτερινήν […] εκήρυξαν απεργίαν πείνης οι αυτοεγκάθειρκτοι καπνεργάται της Κομέρσιαλ. Την απόφασίν των αυτήν οι έγκλειστοι ανήγγειλαν με θορυβώδεις εκδηλώσεις υπέρ αυτής και με το κρέμασμα από τα παράθυρα του εργοστασίου μαύρων σημαιών με τας επιγραφάς “ζήτω η απεργία πείνης, ζήτω ο δίκαιος αγών μας, ζήτω η εργατική τάξη”». Την παραμονή των Χριστουγέννων «ανήρτησαν δε την μεσημβρίαν από τα παράθυρα και ετέρας μαύρας πινακίδας με τα επιγραφάς “Χριστός γεννάται και ημείς πεθαίνουμε”, “Εργάτες, υπάλληλοι διανοούμενοι σώστε μας”, “Καπνεργάτες σώστε τ’ αδέλφιά σας”, “Λεπτά ή θάνατος” […] Τα πέριξ του εργοστασίου πεζοδρόμια των οδών Αντιγονιδών και Εγνατίας ήσαν κατειλημμένα καθ’ όλην την ημέραν από τους οικείους και συγγενείς των εγκλείστων, οι οποίοι κλαίοντες ανέμενον να ίδουν τους δικούς των. Εις μάτην όμως, καθόσον τα ρολά των παραθύρων δεν ανυψώθησαν ουδ’ επί στιγμήν και ουδείς των εγκλείστων προέβαλεν από αυτά».
Η τελική επίθεση εναντίον του εργοστασίου έγινε τη νύκτα των Χριστουγέννων. Στην επιχείρηση πήραν μέρος 300 χωροφύλακες πεζοί, όλη η «έφιππος χωροφυλακή καθώς και τμήμα ιππικού που περιεκύκλωσαν ολίγον μετά το μεσονύκτιον την περιοχήν από Κολόμβου μέχρι Βαρδαρίου» και πυροσβέστες. «Επί κεφαλής της… στρατιάς ήτο ο διευθυντής της αστυνομίας κ. Γκισερλής, με επιτελάρχας τον κ. Ντάκον και άλλους αξιωματικούς και βοηθούς τον αντεισαγγελέα κ. Παπαγιάννην και τον ανακριτήν του 5ου γραφείου κ. Μπιζίμην». Αρχικά οι πυροσβέστες με σκάλες προσπάθησαν να μπουν από τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες του πρώτου ορόφου αλλά όλα «ήσαν καλά κλεισμένα με δέματα καπνού». Μετά αναρριχήθηκαν στη στέγη όπου κι εκεί δεν βρήκαν τρόπο να μπουν στο κτίριο σπάζοντας τα κεραμίδια. Κατόπιν με σκοινιά κατέβηκαν στην πίσω πλευρά του κτιρίου όπου «εν τέλει ευρήκαν το ασθενές μέρος που ήτο μία παλαία θύρα μισοκτισμένη με τούβλα ως άχρηστος. Έρριψαν τα τούβλα και έσπασαν την θύραν, ανοίξαντες ούτω την απαιτουμένην οπήν, δια την είσοδον των πολιορκητών». Καθώς οι χωροφύλακες μπαίνουν στο κτίριο ο υποδιευθυντής Ντάκος καλεί τους εργάτες να παραδοθούν σε άπταιστη «στρατιωτική» γλώσσα: «Εξέλθετε. Διότι αν δεν εξέλθετε οικειοθελώς, θα σας… εξέλθωμεν δια της βίας». Έτσι τελείωσε η κατάληψη του εργοστασίου καθώς οι καπνεργάτες και καπνεργάτριες αναγκάσθηκαν πλέον να βγουν, ενώ συνελήφθησαν τα μέλη της Επιτροπής Αγώνα που ήταν οι εξής: «Σαπουντζάκης, Αλ. Δημητριάδης, Χρ. Νικολόπουλος, Φ. Κανταρτζής, Αγγ. Μπεβόρη, Αντ. Μωλωπίδης, Κλ. Γιαβάσογλου, Μωσέ Κοέν, Σαβ. Βαφειάδης, Μιχ. Πανταζίδης, Δημ. Σοκλαμάς, Ρετζίνα Μωσέ, Ρετζίνα Ρόζα, Βασ. Γκαμάνη και Φλώρα Κοέν». Τη Ρετζίνα Ρόζα, την ξαναβρίσκουμε να τοποθετείται στο πανελλαδικό καπνεργατικό συνέδριο του Απριλίου 1936 που οδήγησε στην ενοποίηση των δύο καπνεργατικών ομοσπονδιών και ουσιαστικά προετοίμασε το έδαφος για τη μεγάλη απεργία του Μάη του ’36, όταν κι ο Ντάκος θα έχει πλέον προαχθεί σε αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης.
5. Πάνθεον Βαρδάρι
Στο σινεμά Πάνθεον στο Βαρδάρι έγινε η πρώτη συγκέντρωση 6.000 καπνεργατών στις 29 Απριλίου 1936. Απ’ έξω υπήρχε μεγάλη αστυνομική δύναμη αλλά και στρατός. Στη συγκέντρωση εκλέχτηκε επιτροπή που στις 1.20 το μεσημέρι μετέφερε τα αιτήματα των απεργών στον γενικό διοικητή Μακεδονίας Κ. Πάλλη. Την επομένη 30.4 γίνεται πάλι συγκέντρωση στο Πάνθεον στις 10 το πρωί, μεγαλύτερη της προηγούμενης και η οποία αποφάσισε να τοποθετηθούν δεκαμελείς εργατικές ομάδες περιφρούρησης στις καπναποθήκες για να εμποδίζουν την είσοδο απεργοσπαστών, αλλά και γιατί οι καπνέμποροι σε συνεργασία με τους παρακρατικούς της ΕΕΕ βάζουν φωτιά σε αποθήκες για να εισπράξουν ασφάλιστρα και να δυσφημήσουν την απεργία. Είναι η ίδια μέρα που στην Αθήνα η Βουλή διαλύεται για θερινές διακοπές και δίνει στην κυβέρνηση Μεταξά το δικαίωμα να εκδίδει διατάγματα.
6. Αγορά Βλάλη, Καπάνι
Λίγο πριν το μεσημέρι της Τετάρτης 6ης Μαΐου απεργοσπάστες μέλη της ΕΕΕ πυροβόλησαν από παράθυρο της πλατείας Βλάλη εναντίον ομάδας απεργών τσαγκαράδων με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ο Κώστας Σαμιώτης, 20 ετών. Επεμβαίνει η έφιππη χωροφυλακή, διαλύει τους απεργούς και προστατεύει τους δράστες. Οι τριεψιλίτες είναι οι αδελφοί Γιάννης, Θόδωρος και Παναγιώτης Μελεμενλής (Μακεμεντζής, τους αναφέρει ο Κουζινόπουλος). Ο Θόδωρος, μάλιστα, είχε διατελέσει πρόεδρος του σωματείου αρβυλοποιών «Η Μακεδονία». Τους ξανασυναντάμε στην αντιπροσωπεία της ΕΕΕ στο κάψιμο των κομμουνιστικών βιβλίων μπροστά στον Λευκό Πύργο λίγους μήνες αργότερα (16.8.1936), ενώ κατόπιν διετέλεσαν υψηλόβαθμοι φαλαγγίτες της ΕΟΝ και στην Κατοχή έγιναν αξιωματικοί του τάγματος του Πούλου, ενώ απέκτησαν και εβραϊκά καταστήματα. Ο Θόδωρος πέθανε στις 10 Ιουνίου 1944 στο Γερμανικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης (δηλ. στο κτίριο της Παλιάς Φιλοσοφικής) χτυπημένος από την ΟΠΛΑ. Οι επιζώντες αδελφοί καταδικάστηκαν από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων το 1947, σε θάνατο (ο Παναγιώτης), τρις ισόβια (ο Γιάννης), αλλά δεν ανευρέθηκαν καθώς συνεργάζονταν με την αστυνομία στην πάταξη των κομμουνιστοσυμμοριτών. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου παρουσιάστηκαν αυτοβούλως στις δικαστικές αρχές, άσκησαν ανακοπή, και καταδικάστηκαν τον Ιούνιο του 1952 σε δωδεκαετή κάθειρξη για να αποφυλακιστούν τον Αύγουστο του ’53 (Γιάννης) και τον Φεβρουάριο του ’54 (ο Παναγιώτης).
7. Ελ. Σβορώνου
Στην οδό Ελένης Σβορώνου βρισκόταν τα γραφεία του καπνεργατικού σωματείου κι απ’ εκεί ξεκίνησε στις 8.5 μεγάλη πορεία (7.000) απεργών για το Διοικητήριο που συγκρούστηκε με την αστυνομία στην Εγνατία.
8. Συγγρού & Πτολεμαίων
Τέρμα λεωφορείων Ασβεστοχωρίου και σανατορίου (νυν νοσοκομείο Παπανικολάου). Εδώ δολοφονείται (μπροστά στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις») από αστυνομικό ο Τάσος Τούσης, 25 ετών αυτοκινητιστής από το Ασβεστοχώρι. Η πορεία παίρνει το πτώμα του πρώτου νεκρού κι ανεβαίνει στο Διοικητήριο, κατόπιν κατεβαίνει τη Διοικητηρίου κι από την Εγνατία καταλήγει στη διασταύρωση με Βενιζέλου όπου γίνεται το μεγάλο μακελειό.
9. Πλ. Κολόμβου
Το Σάββατο 9.5 καθώς η πορεία γυρνάει από το Διοικητήριο στην πλατεία Κολόμβου δολοφονείται η εργάτρια Αναστασία Καρανικόλα, 23 ετών, μητέρα ενός παιδιού. Με το αίμα της γράφτηκαν σε μια πρόχειρη ταμπέλα τα εξής λόγια: «εδώ εδολοφονήθη μία εργάτρια: Αναστασία Καρανικόλα».
10. Συγγρού & Βαλαωρίτου
Εδώ δολοφονείται ο Ίντο Γιάκο Σενόρ 22 ετών, επινικελωτής.
11. Βενιζέλου & Εγνατία
Εδώ οι χωροφύλακες αρχίζουν να πυροβολούν με μανία κατά τους πλήθους μετά από διαταγή του αστυνομικού διευθυντή Ντάκου. Παρατηρούνται μέχρι και αντιπαραθέσεις μεταξύ χωροφυλάκων και στρατιωτών καθώς σε κάποιες περιπτώσεις οι πρώτοι παίρνουν τα όπλα των δεύτερων όταν αυτοί αρνούνταν να πυροβολήσουν, ενώ άλλοτε οι φαντάροι παρεμβαίνουν κι αφοπλίζουν αυτοί τους αστυνομικούς. Εδώ σκοτώνονται οι: Γιάννης Πανόπουλος, 23 ετών, εργάτης βιοτεχνίας∙ Δημήτρης Λαϊλάνης ή Λάινας, 17 ετών, υποδηματεργάτης∙ Ευθύμιος Αδαμαντίου, 18 ετών, υποδηματεργάτης∙ Ευάγγελος Χάλης, καπνεργάτης∙ Σαλβατόρ Ματαράσσο, ιδιωτικός υπάλληλος∙ Δημήτριος Αγλαμίδης, 25 ετών, σιδεράς. Επίσης κάπου μεταξύ πλ. Ελευθερίας και Παναγίας Χαλκέων δολοφονούνται οι Σταύρος και Ευθ. Διαμαντόπουλος, 23 ετών και Μανόλης Ζαχαρίου, 26 ετών.
Μαρτυρίες και περιγραφή του ιστορικού Αντώνη Λιάκου για τα αιματηρά γεγονότα κατά την πρωτομαγιάτικη απεργία στην Θεσσαλονίκη του 1936:
1 Το Φως, 18.8.1932.
2 Το Φως, 19-20.8.1932.
3 Το Φως, 19.8.1932.
4 Το Φως, 20.8.1932.
5 Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1921-1944), ό.π., σ. 146.
Κάποιες φωτογραφίες είναι από το βιβλίο: Θέμος Κορνάρος, Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού), Χρόνος, Αθήνα 1981 και από το άρθρο: Ιός, «Ο Μάιος που δεν έφτασε. Ντοκουμέντα από το αρχείο Ζιούτου», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 30 Απριλίου 1995.