Τι τρελός αέρας σε καλό μας θεέ μου, αχ Παναγιά μου συγχώρεσε με πώς το’ κανα εγώ αυτό, πώς τους ψήφισα αυτούς τους δολοφόνους παπά μου, ακούς εκεί παπάς να μου πει σσς μη μιλάς έτσι για τους ανθρώπους ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω, τι λες παπά μου εγώ δεν έχω πειράξει άνθρωπο, που δεν ήξερα, στο καφενείο λέγανε ότι αυτοί θα μας σώσουν, και μετά σου λέει γέροι άνθρωποι να τους ακούς, αχ το παιδί μου το ‘χασα αυτή είναι η τιμωρία το ‘χασα το παιδί μου αυτός ο τραγόπαπας συγχώρα με παναγιά μου αυτός μου τά ‘στρεψε τα μυαλά του παιδιού τι να κάνω χήρα γυναίκα τι αέρας είναι τούτος δε θα μας βγει σε καλό τι πράματα συμβαίνουν στον κόσμο, κοίτα την καλέ με τη νυχτικιά βγήκε στο μπαλκόνι θα πουντιάσει…
Δέντρα λυγίζουν πουλιά οχλαγωγία κοπάδια πετούσαν, έτσι δεν κάνουν κι οι άνθρωποι όταν είναι να πιάσει μπουρίνι; Το νοσοκομείο ένα Π και στη μέση ότι απέμεινε δάσος που έλεγες μαζί με τα πουλιά του θα πετάξει ψηλά θα βγάλει τη γλώσσα στο μεγαθήριο ψηλά πιο ψηλά τόσο που νομίζεις πως τα δέντρα δεν είχαν ρίζες είχαν ρίξει απλώς άγκυρα και να σε λίγο θα φύγουν τουρίστες μακριά από την κόλαση, αφέθηκε στο δέρμα της να γουργουρίζει στο ανατρίχιασμα του ανέμου, πόσο της άρεσε ο αέρας, έλα μαζί, θυμήθηκε εκείνες τις ιστορίες με μικρά κοριτσάκια που καβαλώντας τη σκούπα σαν μάγισσες πέφτουν απ’ το μπαλκόνι πολύ αργά για να μάθουν πως ο άνθρωπος δεν πετά πως η σκούπα δεν είναι μαγική… Μια νυχτερίδα… το τρελό μου μυαλό βλέπει τώρα μια νυχτερίδα μέρα μεσημέρι σ’ αυτό το μπαλκόνι; Κοίταξε ψηλά να δει από πού μπορεί να έπεσε το πουλί, και τα μάτια της στέγνωσαν από σοβάδες και σκόνη και το μυαλό στέγνωσε, μέσα μπόχα κι αναστεναγμοί, αυτοσχέδια αίθουσα προθάλαμος ανάμεσα σε δυό διαδρόμους, νοσοκομείο υπερπλήρες, επισκεπτήριο, κανείς δεν ήρθε γι’ αυτήν.
Ο νεαρός που ήρθε να δει τον παππού, δυό αιώνων γκραβούρα χαρούμενου επαναστάτη, έδωσε την συνταγή… και αφού ξεραθεί μετά σαράντα μέρες κρεμασμένο μπροστά στο καντήλι, θα πάρεις το κοκαλάκι να στο διαβάσει ο παπάς, άντε σού ‘φεξε σιδερένια θα βγεις από δω μέσα …
Κλείστε το παράθυρο θα πουντιάσουμε εδώ μέσα, αδελφήηη…
Μα επιτέλους μη φωνάζετε δεν ακούω τι μου λένε, μιλάω… με συγχωρείς, μιλάμε για αγέλη, μεσαίωνας, η κατάσταση είναι απερίγραπτη σου λέω, είναι γεμάτα όλα από την εφημερία, αν αδειάσει κρεβάτι θα με παν σε δωμάτιο, δεν γίνεται, δεν μπορώ, μου είπαν αν θέλω σουίτα να την αναλάβω εγώ, την βγάζω δύσκολα τελευταία, τι είπες ανέλαβε τη δουλειά ο καινούριος; ποιος του την έδωσε; Ο επάνω;… κάνει δουλειά για δυό; Γιατί εμείς τόσα χρόνια τι κάνουμε; Κοίτα, κλείνω θα πεθάνω από τη δυσωδία, ανοίξτε το παράθυρο επιτέλους, φώναξε με λύσσα, με λύσσα για το ύπουλο τσογλάνι που γνώριζε απ’ την αρχή πως εποφθαλμιά τη θέση του και τώρα βρήκε την ευκαιρία, ευτυχώς ο επάνω ήταν του αιώνα των backwards, ήξερε πώς θα έκανε report μόλις γυρνούσε για αυτή την κρυφή κουνίστρα, πουσταριά σαν κι αυτόν στην εταιρεία δεν θέλανε.
Ανάκατα ήταν ο άλλος, ο άλλος και η άλλη και ο άλλος, περνούσαν μέσα της σαν φωτογραφίες, μέσα της όλες αυτές οι φωνές. Μα αυτός εκεί δίπλα στο κρεβάτι ήταν κανίβαλος, τον άκουγε να μιλάει στο τηλέφωνο να τους αποκαλεί κοπάδι. Κακόψυχε… Τι τον γέννησε μπαταρία; φοβόταν μήπως αυτή η σφραγίδα αηδίας φωλιάσει μέσα της. Να ψάξω μέσα του θα βρω ένα δαίδαλο με αρτηρίες και αγγεία; Κιθάρα που εγκατάλειψε κι έφυγε, τεντωμένες χορδές μετέωρες στιγμή πριν ξεψυχήσουν, μα τα σπίτια δεν φεύγουν, διώχνουν τον κόσμο να πεθάνει έξω από αυτά. Θα σε δαγκώσω, και δεν είμαι τόσο πεινασμένη. Κι έλεγε ψέματα γιατί ήταν. Δεν μπορούσε πια να ονειρεύεται. Κι όλοι μοιάζανε τέρατα, τι τυχερή η κυρά Μαρία απέναντι που πίστευε ακόμη στο θεό.
Ηρέμησε, τι σου φταίει η γυναίκα, ακούστηκε απ’ το ράντζο στη γωνία η αδερφή της άρρωστης που είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι και τα βαλε με την κυρία Μαρία δεξιά, μας τα ‘χει πρήξει η ηλίθια, όλη την ώρα προσεύχεται, δεν ήταν κνίτισσα πώς το λέγανε εκείνο το κίνημα που θύμιζε σιδηρόδρομο; Σφυριά τα λόγια. Σφυριά το βλέμμα σ’ επανάληψη Μαρξ κίνημα μάζες μάζες μάζες μέχρι που η πανοραμική σταμάτησε επάνω της… καναπέδες… Κατάλαβε, η νυχτικιά της, που της είχε δώσει μια γειτόνισσα. Φύγε, έκανε η σφυριά στο μυαλό της, φύγε από πάνω μου, φύγε προπαίδεια, φύγε σύνθημα σε βηματισμό παρέλασης, φύγε γεννήτρια του μίσους, κτήμα σου η δυστυχία, κτήμα σου η επανάσταση. Τόσοι μετανάστες στο δρόμο θα έπρεπε να μας είχανε σφάξει. Ε, τώρα θα με κατατάξεις κι εμένα στους ρεφορμιστές; ακούστηκε η αδερφή της, ναι δεν ψήφισα τον μαλάκα που έκανε καριέρα το κίνημα, εσύ να κρατάς το κονέ να ξαναψηφίσεις την σταθερή του αξία. Κάτι νέα παιδιά με παράξενα μαλλιά γέλασαν δυνατά, η φίλη τους μια αφρικάνα είχε συνέρθει απ’ τη μέθη, το βλέμμα σταμάτησε πάνω τους τα παιδιά ξαναγέλασαν, τα κοίταξε μήπως σωθεί, μα οι νέοι κοιτούσανε αλλού πέρα από αυτήν μακριά, δεν θέλουμε απεργία φώναξε ο παππούς επανάσταση θέλουμε, λαϊκές μάζες έλεγε η άλλη, κοπάδι αγέλη ο άλλος, τα παιδιά γελούσαν συνέχεια σε μια γλώσσα που πια δεν καταλάβαινε. Σφυριές, της ξανάρθε να καταπιεί όλα τα χάπια του κόσμου. Στο διάολο της ήρθε να ουρλιάξει και οι δυό σας στο διάολο. Γαμώ τα επισκεπτήριά του, γαμώ το σόι σας, το σόι μας, τους αιώνες και τους μεσαίωνες όλα ανάκατα. ΑΝΑΚΑΤΑ. Αν δεν ηρεμήσω θα το ουρλιάξω πραγματικά.
Πήρε βαθειά ανάσα και κοίταξε την νυχτερίδα στην παλάμη της, φαινόταν μωρό, ένα γλυκό χαριτωμένο ποντικάκι με την μουσούδα της κόκκινη από αίμα, δάγκωνε το αριστερό της φτερό στη ρίζα του. Διψούσε ή πονούσε; Φοβόταν; Το ήξερε πως θα πέθαινε; Άπλωσε το χέρι με την ματωμένη παλάμη ανοιχτή κοντά στο σαγόνι του, και το θαύμα έγινε, ο σιδερωμένος μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο. Τινάχτηκε μακριά της και στην άκρη του κρεβατιού προσπαθώντας να μην πέσει, το πανάκριβο κινητό έφυγε από το χέρι του, έσκασε δίπλα στο προσκέφαλο του παππού και σκόρπισε στο πάτωμα. Ακίνητη με το χέρι απλωμένο άκουσε τη φωνή της να του λέει: Πρόσεχε θα τον σκοτώσεις τον άνθρωπο… Σήκω και μάζεψε τη βιτρίνα σου τώρα, κι η λύσσα του έγινε βρισιά… Είσαι τρελή ρε μαλάκω; πόσο καιρό έχει να σε γαμήσει άντρας;… Κλισέ! Το έχω ξανακούσει αυτό, βούλωστο γιατί θα σ’ εκδικηθώ θα σπάσω στη φάτσα σου όσα έχω καιρό μαζεμένα… μα δε μίλησε… φοβόταν τις νυχτερίδες; ή γενικώς τα πουλιά; τον άφησε να νομίζει πως κέρδισε, κι αυτός έμεινε άφωνος, μείνανε άφωνοι όλοι …
Τι είναι αυτό που βγάζει στο φως το βλέμμα ενός ανθρώπου; Ποια λεπτομερής έρευνα εγκεφάλου και επιμελής ταξινόμηση ασθενειών θα μπορέσει ποτέ να το συλλάβει, να το ερμηνεύσει, να το στοιχειοθετήσει, να το εγκλωβίσει; Το βλέμμα, το ανθρώπινο βλέμμα είναι πιο ελεύθερο κι απ’ τον άνεμο πιο ελεύθερο κι απ’ τα πουλιά.
Μπαμ ακούστηκε απ’ έξω άσφαιρος πυροβολισμός να διώχνει τα πετεινά του ουρανού μακριά, να μην ενοχλούν τους ασθενείς, έτσι με πυροβολισμούς διώχνανε ότι ενοχλούσε με την ελευθερία του, σε λίγο σε αυτή τη χώρα δεν θα ζούσανε παρά γέροντες και ασθενείς , μπαμ έκανε η καρδιά από το φόβο, πολλά μπαμ στη σειρά. Κουδούνι, οι επισκέπτες να φεύγουν, μια ζωή αιχμαλωσία μια ζωή που ζεις μονάχα τη μνήμη της είναι πολύ εύκολο να τη σταματήσεις μονάχος.
Σφυριά στο κεφάλι της χτυπούσαν σφυριά, το κρανίο να σπάσει το μυαλό να δραπετεύσει. Το στομάχι της γύριζε ο κόσμος γύριζε, θέλω να κοιμηθώ, να κοιμηθώ… Και καθώς η νοσοκόμα έπαιρνε μουρμουρίζοντας τη νυχτερίδα από το χέρι της για να κάνει την ένεση, ένοιωσε πως δεν ένοιωθε τίποτε, όχι θλίψη όχι οργή όχι όχι όχι μίσος άκουσε τον εαυτό της τρομαγμένη να λέει… όχι μίσος θεούλη μου… στο φάρμακο που ανέβαινε τρυπώντας τη φλέβα της χάθηκε. Πότε γεννήθηκα πότε έζησα πότε; Κάποια πουλιά δεν εξημερώνονται ποτέ, ή είναι κι αυτό ένας μύθος; κι αυτή που ήξερε να εξημερώνει τα πουλιά στις ταράτσες κατάλοιπο μιας αστικής εφηβείας που κάποτε είχε ακόμη τη μνήμη της φύσης, ένοιωσε να βαραίνουν τα βλέφαρα βαραίνουν … μάσκες πρόσωπα ζωόμορφα λιώνανε σε αλλόκοτα σχήματα, έπρεπε να επιβιώσει μα οι μάσκες άπιαστες φεύγανε γλιστρούσαν, έπρεπε να φορέσει τη μάσκα σε αυτή τη χώρα που εξατομίκευση και ατομισμός είχαν γίνει ταυτόσημες βρισιές κι ο συμβιβασμός συνώνυμο της ωριμότητας. Με κόπο είχε μεγαλώσει και τώρα είχε γεράσει. Τώρα σταθερά σύζευξη στο παρελθόν και στο μέλλον, με τι ασχολείσαι ; με τίποτε επαναλαμβάνω τις φράσεις μου επαναλαμβάνω τις κινήσεις μου επαναλαμβάνω τις σκέψεις μου. Δεν μπορούσε πια να ονειρευτεί, εκεί πέρα μακριά στα όνειρα που είχε τώρα ξεχάσει υπήρχε μια φιγούρα ανθρώπινη χωρίς χαρακτηριστικά όχι γυναίκα όχι άντρας φυλακισμένη ή ελεύθερη, ακίνητη περίμενε λες να χαθεί στον ορίζοντα, και καθώς το κτίριο σώπασε μες το σκοτάδι, στον ίδιο ορίζοντα χωρίς πάνω κάτω αριστερά δεξιά καλό κακό φως σκοτάδι μαζεύτηκαν όλα τα όνειρα ενώθηκαν σε μια απέραντη ψυχή, χωρίς ρούχα γλώσσα και σύνορα, κεντημένη πανάρχαια περγαμηνή με πόθους δρόμους και μνήμες. Τι θα γινόταν αν αυτή η περγαμηνή μετουσιωνόταν σε δέρμα; Στο δέρμα μας γραμμένα όλα αυτά που η ψυχή μας έκρυβε, όλα αυτά που ήθελε να πει και δεν έλεγε; Θα γίνονταν όλα κατανοητά ή θα ήταν τρομαχτικό, πιο τρομαχτικό από αυτή την κόλαση που ανασαίνεις με μόχθο; η μοναξιά τρελαίνει κι η δυστυχία σε κάνει θηρίο… κι η πείνα κι η φρίκη… βιάζει το μέσα σου… στον ύπνο της ονειρεύτηκε πως…
Ναι, ναι τώρα, έκλαιγε….
Πώς έγινα έτσι θεέ μου… δεν ήμουν… δεν είμαι… ο ορίζοντας τεράστιο στόμα την κατάπιε μέσα στα δάκρυα, μα αυτό δεν ήταν όνειρο ήταν εφιάλτης…
(συνεχίζεται)