Στο βιβλίο της «Ένας φεμινισμός της από-αποικιοποίησης» η Françoise Vergès ισχυρίζεται ότι η ιστορία των φεμινιστικών αγώνων είναι γεμάτη κενά και ότι το καθήκον των φεμινισμών της απο-αποικιοκρατικής πολιτικής, σήμερα, είναι να ενισχύσουν και να αναπτύξουν τα δικά τους εργαλεία μετάδοσης και γνώσης, που θα διαδώσουν τις αφηγήσεις, τα ιστορικά πρόσωπα και τα κινήματα τα οποία η ιστοριογραφία έχει συστηματικά αποκλείσει.
Αυτή η διαδικασία, υποστηρίζει η Vergès, περνά κυρίως μέσα από τις μεταφράσεις φεμινιστικών κειμένων που προέρχονται από τον παγκόσμιο Νότο. Η διεύρυνση του κανόνα, ή η υπέρβασή του, μπορεί να ανοίξει το δρόμο σε μονοπάτια επανανάγνωσης της Ιστορίας (συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας των φεμινισμών) και στην κατασκευή νέων αφηγήσεων.
Μεταξύ των πολλών, μια ελάχιστα γνωστή προσωπικότητα στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπου μερικά από τα γραπτά της μεταφράστηκαν μόλις πρόσφατα από τα πορτογαλικά της Βραζιλίας, είναι αυτή της Lélia Gonzalez.
Αφρο-απόγονος, ακαδημαϊκός, πολιτικός, ενοχλητική φεμινίστρια, πρωτοπόρος της έννοιας της διατομεακότητας, η Lélia de Almeida Gonzalez είναι μια από τις πιο εκλεκτικές προσωπικότητες της Βραζιλίας του εικοστού αιώνα. Η ιδιαιτερότητά της έγκειται στο ότι στη διάρκεια της ζωής της έχει κατοικήσει χώρους οι οποίοι συνήθως θεωρούνται ξεχωριστοί και οι οποίοι συχνά έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Η επιτακτική ανάγκη της άμεσης ταξινόμησης (φαινόμενο της εποχής μας) δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο για την πολυπλοκότητα και τη σημασία της πορείας της ανασυγκρότησης (της συλλογικής και του εαυτού) που χαρακτήριζε τη ζωή της Lélia Gonzalez.
Η εμπειρία, με την έννοια της παρουσίας του σώματος στο χώρο, υπήρξε θεμελιώδης αξία τόσο για την πνευματική της παραγωγή όσο και για την ακαδημαϊκή της κατάρτιση: πράγματι, και τα δύο για μια γυναίκα, Αφρο-απόγονο που φοιτά στο Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο τη δεκαετία του 1950 είναι αδιαχώριστα.
Γεννημένη το 1935 στο Belo Horizonte, κόρη ενός μαύρου εργάτη και μιας οικιακής βοηθού ιθαγενικής καταγωγής, η Lélia Gonzalez κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο χάρη σε μια σειρά τυχαίων περιστάσεων. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων (που θα πάρει πτυχίο Ιστορίας και Γεωγραφίας και ένα πτυχίο στη Φιλοσοφία) και στα επόμενα που θα γίνει εκπαιδευτικός, θα υποστεί αυτό που η ίδια θα ορίσει ως μια διαδικασία «λεύκανσης», που διαπράττεται από ένα ιεραρχικό και ρατσιστικό σύστημα το οποίο με ύπουλο τρόπο οδηγεί τα φυλετικοποιημένα υποκείμενα να αποστασιοποιηθούν από την καταγωγή τους τόσο πολιτισμικά όσο και πνευματικά.
Μετά από κάποιες κομβικές στιγμές στη ζωή της, όπως ο θάνατος της μητέρας της, με την οποία είχε δημιουργηθεί με την πάροδο του χρόνου μεγάλη πολιτισμική απόσταση, και ο γάμος της – στον οποίο η οικογένειά του συζύγου εναντιώθηκε σθεναρά επειδή δεν αποδέχονταν μια «διαφυλετική» ένωση – με τον Ισπανό καθηγητή Luis Carlos González, η Lélia Gonzalez ξεκίνησε μια πορεία πολιτισμικής και πνευματικής αποδόμησης και ανακατασκευής εκείνου του εαυτού (που αργότερα θα γίνει και συλλογικός) τον οποίο οι κοινωνικές και ακαδημαϊκές δυναμικές είχαν καταπιέσει.
Χάρη στη μελέτη της ανθρωπολογίας και της ψυχανάλυσης, που την οδήγησαν σε μια πνευματική προσέγγιση στο candomblé (την αφρο-βραζιλιάνικη θρησκεία που αυτή η ίδια ορίζει ως έναν πραγματικό πολιτισμικό κώδικα, μια έκφραση της μαύρης διασπορικής σκέψης που η δυτική της εκπαίδευση την είχε οδηγήσει να κρίνει ως πρωτόγονη), η Gonzalez επανεκτιμά τη σημασία των ριζών της, και επικεντρώνεται στη μελέτη των λαϊκών πολιτισμικών εκδηλώσεων της Βραζιλίας, αναλαμβάνοντας το πρώτο μάθημα για τη Μαύρη κουλτούρα στη Βραζιλία στη Σχολή Εικαστικών Τεχνών στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Σε αυτή τη δεύτερη φάση της ζωής της, η Lélia Gonzalez θα στοχαστεί κριτικά τις αλλαγές της εικόνας της μόλις συνειδητοποίησε την καταπίεση που υπέστη ως μαύρη γυναίκα στον ακαδημαϊκό χώρο: τα μαλλιά της, που στο παρελθόν ήταν κρυμμένα κάτω από περούκες με ίσια μαλλιά, θα αποκαλυφθούν ξανά με περηφάνια ως σύμβολο μεγάλης πολιτισμικής αξίας, το ίδιο ισχύει και για τα ρούχα που θα φορέσει. Το σώμα στη ζωή της Gonzalez δεν θα διαχωριστεί ποτέ από την πνευματική της δραστηριότητα. Ακριβώς μέσα από την εμπειρία του σώματός της, που έγινε εργαλείο ανάλυσης όσο και η γνώση που απέκτησε στη διάρκεια των σπουδών της, η Lélia θα παραγάγει τις αντι-ηγεμονικές πολιτισμικές και φεμινιστικές θεωρίες που σήμερα δεν θα διστάζαμε να ορίσουμε ως διαθεματικές και από-αποικιοκρατικές.
Στη δεκαετία του 1970, η Gonzalez άρχισε να συχνάζει σε ακτιβιστικά πολιτικά περιβάλλοντα, συμμετέχοντας στην ίδρυση του Movimento Negro Unificado (MNU). Καταλαμβάνοντας αυτόν τον χώρο μαζί με άλλες γυναίκες και συνειδητοποιώντας τον αποκλεισμό των γυναικείων ζητημάτων από τις προτεραιότητες του κινήματος, σύντομα θα οργανωθεί μαζί τους σε γυναικείες συλλογικότητες που πάσχιζαν να αυτοπροσδιοριστούν ως φεμινιστικές, καθώς απαρτίζονταν από υποκείμενα, τα οποία για εθνοτικούς λόγους ήταν κατηγορηματικά αποκλεισμένα από τα δηλωμένα ως φεμινιστικά κινήματα της Βραζιλίας.
Στρατευμένη σε έναν λαϊκό πολιτικό χώρο, η Gonzalez επανασυνδέθηκε με τις κοινωνικές τάξεις από τις οποίες είχε αποστασιοποιηθεί στη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών της, αποκαθιστώντας με τις μαύρες γυναίκες της εργατικής τάξης έναν δεσμό. Χάρη σε αυτόν τον δεσμό ηγήθηκε χρόνια συλλογικής πάλης και συνειδητοποίησε την διαθεματικότητα των καταπιέσεων του φύλου, της φυλής και της τάξης, που πολλά χρόνια αργότερα θεωρητικοποιήθηκε από την Kimberlé Crenshaw.
Παράλληλα με τον πολιτικό της ακτιβισμό στις συλλογικότητες, η Lélia Gonzalez συνέβαλε επίσης στη γέννηση του Partido dos Trabalhadores και ήταν μέλος του Conselho Nacional dos Direitos da Mulher (CNDM) από το 1984 έως το 1989, αποδεχόμενη έναν συμβιβασμό – που πάντα τον κατήγγειλε- και εισερχόμενη σε έναν χώρο επίσημα φεμινιστικό ο οποίος εξακολουθούσε να είναι ως επί το πλείστον λευκός και σε μεγάλο βαθμό διαποτισμένος από ρατσιστικές ιδεολογίες.
Αγωνιζόμενη εκ των έσω, η Γκονζάλες ασχολείται με τα ζητήματα που αφορούν ειδικά τις μαύρες γυναίκες και ζώντας με το ίδιο της το σώμα, και εξαιτίας του σώματός της, την εμπειρία της περιθωριοποίησης σε διαφορετικά περιβάλλοντα (τόσο στο MNU, ως γυναίκα, όσο και στο CNDM, ως μαύρη γυναίκα) θεωρητικοποίησε τις προϋποθέσεις για έναν αφρο-λατινο-αμερικανικό φεμινισμό, τον οποίο σήμερα θα ορίζαμε ως διατομεακό.
Στη διάρκεια της στράτευσής της δεν διέκοψε την πνευματική της κατάρτιση, ούτε τα ταξίδια της που την οδήγησαν να συμμετάσχει σε διεθνείς συζητήσεις σε όλη τη Λατινική Αμερική, την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου, μεταξύ άλλων, συνάντησε την Angela Davis.
Χάρη στην εμβριθή μελέτη των θεωριών του Frantz Fanon και του Albert Memmi, η Lélia Gonzalez δόμησε μια αντι-αφήγηση των ιδρυτικών μύθων της Βραζιλίας, καταγγέλλοντας την αποικιοκρατία της ιστοριογραφίας μέσω της πολιτικο-πολιτισμικής κατηγορίας της amefricanidade (αμεφρικανικότητας).
Πρόκειται για μια από-αποικιοκρατική έννοια, μια εναλλακτική επιστημολογία στον ευρωκεντρικό λόγο που επιμένει να επιβάλλει τη «λατινικότητα» σε όλα τα εθνοτικά στοιχεία που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της Βραζιλίας και της Αμερικής γενικότερα, ενώ μεταξύ αυτών κυριαρχεί η αφρικανική καταγωγή.
Χρησιμοποιώντας την κατηγορία της amefricanidade (αμεφρικανικότητα), η Gonzalez επέβαλε μια επανανάγνωση των θεμελιωδών πολιτισμικών πτυχών της Βραζιλίας ξεκινώντας από το γλωσσικό ζήτημα. Δημιούργησε τον όρο pretoguês (από τη λέξη preto που σημαίνει μαύρος και português, πορτογαλικά) με τον οποίο υπογραμμίζει την επιστημονική αξία της γλώσσας. Ανέλυσε τα πολυάριθμα στοιχεία του αφρικανισμού, παρόντα στα πορτογαλικά της Βραζιλίας – τα οποία έχουν επηρεαστεί για αιώνες κυρίως από τις mãe pretas (μαύρες μητέρες), τις γυναίκες σκλάβες που ντάντευαν τα παιδιά των αφεντικών τους, και τους μετέδιδαν τις δικές τους αφρικανικές γλωσσικές επιρροές.
Μέσα από το πρίσμα της αμεφρικανικότητας, η Gonzalez αναλύει κριτικά τους εθνικούς ιδρυτικούς μύθους που βασίζονται στις θεωρίες του miscigenação (μια ήδη προβληματική έννοια από γλωσσική άποψη: το ρήμα miscigenar αναφέρεται στη διασταύρωση των υποκειμένων από διαφορετικές φυλές, και συνήθως χρησιμοποιείται για αναφορά στα ζώα). Αυτούς τους μύθους αποδομεί και τους αντικαθιστά με μια καταγγελία ενάντια στους συστηματικούς βιασμούς που υπέστησαν οι σκλαβωμένες γυναίκες.
Ο ακτιβισμός της Lélia Gonzalez έλαβε χώρα κυρίως έξω από το ακαδημαϊκό περιβάλλον, σε περιβάλλοντα όπου κυριαρχούσε η προφορικότητα, γι’ αυτό και η γραπτή παραγωγή της για αυστηρά πολιτικά θέματα είναι μικρή, Ουσιαστικά είναι απομαγνητοφωνήσεις ομιλιών που έδωσε κατά τη διάρκεια συγκεντρώσεων ή συνεδρίων.
Πρόσφατα, ορισμένες από τις ομιλίες της μεταφράστηκαν στα ιταλικά σε μια ειδική ενότητα στον τόμο Voci amefricane (Capovolte, 2024) και μια εμβριθής μελέτη για την αμεφρικανικότητα εμφανίζεται επίσης στο Pensare con Abya Yala (EditPress, 2024).
Ο Alex Ratts και η Flavia Rios, μελετητές που επιμελήθηκαν τη μοναδική βιογραφία της Lélia Gonzalez που δημοσιεύτηκε στη Βραζιλία (με τίτλο Lélia Gonzalez, εκδ. Selo Negro, 2014), την χαρακτήρισαν mulher fora do lugar (γυναίκα εκτός τόπου).
Μια γυναίκα «εκτός τόπου», που η πορεία της ζωής της σηματοδότησε την τροχιά μιας διασπορικής γεωγραφίας. Μια γυναίκα που κατάφερε να περνά από τα λαϊκά στα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, από τις μαχητικές συλλογικότητες στα εθνικά κόμματα, δημιουργώντας έτσι από ένα ασυνήθιστο περιθώριο και μαζί με το σώμα της – πάντα πολιτικό και πάντα εκτός τόπου – χώρους που ανήκαν δικαιωματικά σε όλες: εκείνους τους ριζοσπαστικούς χώρους των δυνατοτήτων για τους οποίους μιλάει η bell hooks.