in

Αλληλεγγύη μέχρι τέλους. Του Δημοσθένη Παπαδάτου – Αναγνωστόπουλου

Αλληλεγγύη μέχρι τέλους. Του Δημοσθένη Παπαδάτου – Αναγνωστόπουλου
  1. Εθνικές και ευρωπαϊκές «λύσεις» στο προσφυγικό

Είναι απολύτως δικαιολογημένη η οργή και η ανησυχία για την ακροδεξιά πολιτική που εφαρμόζουν το τελευταίο διάστημα οι χώρες του Βίσενγκραντ (Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία), από κοινού με την Αυστρία, την Αλβανία και τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Νομίζω όμως ότι είναι εκτός πραγματικότητας το δίλημμα εκείνο που αντιπαραθέτει τις συγκεκριμένες «εθνικές» (δηλαδή ακροδεξιές) λύσεις, σε μια υποτιθέμενη φιλοπροσφυγική «κοινή ευρωπαϊκή» απάντηση.

Χωρίς φυσικά να υποτιμώ τη διαφοροποίηση της Γερμανίας ή της Σουηδίας, και πολύ περισσότερο, χωρίς να πιστεύω ότι το προσφυγικό μπορεί να το διαχειριστεί οποιαδήποτε χώρα μόνη της, θεωρώ προβληματικό να ξεχνιέται ότι το σημείο ισορροπίας των εθνοκρατικών ανταγωνισμών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εδώ και χρόνια ακραία αντιπροσφυγικό.

Να το πω με μια μεταφορά: ενώ εκατομμύρια «τραυματίες» αναζητούν «περίθαλψη» στην Ευρώπη, κι ενώ σε μια τέτοια συνθήκη είναι επειγόντως αναγκαίο ένα μεγάλο «νοσοκομείο» στο κέντρο της ηπείρου για να την αναλάβει, ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, αυτό είναι ακριβώς ό,τι αρνείται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η άρνηση, η περιφρόνηση δηλαδή της Συνθήκης της Γενεύης και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, είναι το πραγματικά κοινό σημείο της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής.

Πώς υλοποιείται αυτή η άρνηση;

Διαχρονικά, ένας τρόπος είναι η «εξωτερίκευση των συνόρων»: η ανάθεση της διαχείρισης των ροών σε χώρες που δεν έχουν τα μέσα ή και τη βούληση να την αναλάβουν. Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, αυτό επεδίωκε η προσέγγιση της ΕΕ με τη Λιβύη και το Μαρόκο. Στο ρόλο αυτό βρίσκεται σήμερα η Τουρκία: εξού και το πρωτόκολλο επανεισδοχής του 2013, οι σημερινές διαπραγματεύσεις για την οικονομική στήριξή της με 3 δισ. ευρώ, η αναγνώριση της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας ενώ δεν είναι και oι υποσχέσεις για στενότερη σύνδεσή της με την ΕΕ. Στον ίδιο ρόλο βρίσκονται επίσης ο Λίβανος, η Ιορδανία και το Ιράκ, που αθροιστικά φιλοξενούν σήμερα πάνω από 2 εκ. σύρους πρόσφυγες στο έδαφός τους.

Ένας δεύτερος τρόπος να αποφεύγει η Ε.Ε το αναγκαίο είναι η ανάθεση της διαχείρισης στις χώρες-πύλες εισόδου, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία: ενώ δηλαδή χρειαζόμαστε «νοσοκομείο», το βάρος ανατίθεται σε «σταθμούς πρώτων βοηθειών». Αυτό επεδίωκε ο Κανονισμός του Δουβλίνου, που υποχρέωνε τις χώρες της πρώτης εισόδου στην Ευρώπη να εξετάζουν αυτές τα αιτήματα ασύλου. Με τις άθλιες συνθήκες υποδοχής που δημιούργησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις, από το 2011 η Ελλάδα κρίθηκε μη ασφαλής χώρα, κι έτσι το «Δουβλίνο» απενεργοποιήθηκε για την Ελλάδα – μέχρι το περασμένο φθινόπωρο, οπότε η επαναφορά του τέθηκε στο τραπέζι ως μέσο πίεσης της ελληνικής κυβέρνησης.

Ο τρίτος τρόπος να αποφεύγεται το αναγκαίο είναι η μετατροπή του μεταναστευτικού και του προσφυγικού σε ζητήματα ασφάλειας συνόρων («πόλεμος στους διακινητές»), και επομένως, η «στρατιωτικοποίηση των συνόρων». Αυτό επιδιώκουν η Frontex και οι φράχτες. Και αυτό υποστηρίζει ένας ευρωπαϊκός προϋπολογισμός που ως το 2020 προβλέπει 4.6 δις για την περαιτέρω ανάπτυξη  του ευρωπαϊκού συστήματος διαχείρισης των συνόρων. Προτού ξεσπάσει η προσφυγική κρίση, οι διαμορφωτές του δόγματος της ασφάλειας των συνόρων (πολυεθνικές, Κομισιόν, EEAS) συζητούσαν ήδη την ανάπτυξη στόλου μη επανδρωμένων αεροσκαφών για το διάστημα 2020-2025, με πόρους του μεθεπόμενου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Για ορισμένα τμήματα του κεφαλαίου, δηλαδή, το προσφυγικό είναι ο ορισμός του «κάνουμε την κρίση ευκαιρία». Φυσικά, η έμφαση στην παράνομη διακίνηση είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να τεθεί εκτός συζήτησης η νόμιμη μετακίνηση των προσφύγων, που όφειλε να εγγυηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Με την προσφυγική κρίση εκτός ελέγχου, το περασμένο φθινόπωρο δημιουργήθηκε η ελπίδα ότι το πρόγραμμα μετεγκατάστασης 160.000 προσφύγων από την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ουγγαρία, κάτι θα άλλαζε. Τα ίδια τα στοιχεία της Κομισιόν μέσα στο Φεβρουάριο δείχνουν ότι το πρόγραμμα, ούτως ή άλλως πολύ κατώτερο των αναγκών, κατέληξε σε τεράστιο φιάσκο, για το οποίο κανείς δεν ζητά από κανέναν να λογοδοτήσει στην Ε.Ε. Όπως κανείς δεν λογοδοτεί για τις ακροδεξιές αποκλίσεις στο κανόνα της κοινής αντιπροσφυγικής πολιτικής: η Ελλάδα απειλείται με αποπομπή από τη Σένγκεν γιατί δεν φυλάει καλά τα σύνορά της – η Αυστρία και οι χώρες του Βίσενγκραντ αντιμετωπίζονται με οργισμένες δηλώσεις, που ωστόσο αποδεικνύονται άσφαιρες.

Δεν λέω τα παραπάνω απλά για να πω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα απεχθές οικοδόμημα – για να το πει αυτό κανείς υπάρχουν πάντα αφορμές. Το λέω για να πω ότι αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι δυσκολότερο από αυτό που ισχυρίζεται μια ορισμένη πλευρά του δημόσιου λόγου στην Ελλάδα. Για να πω ότι η πολιτική των κλειστών συνόρων που υιοθετούν οι χώρες του Βίσενγκραντ και των δυτικών Βαλκανίων, μαζί με την Αυστρία, είναι πολιτική που «ριζοσπαστικοποιεί» τον αντιπροσφυγικό κοινό τόπο, εμβαθύνει το ίδιο παράδειγμα.

Αν κάτι λοιπόν απειλεί να διαλύσει την Ε.Ε., αυτό δεν είναι πρωτίστως οι έξαλλοι ακροδεξιοί στα δυτικά Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη: είναι η αποτυχία της «κοινής ευρωπαϊκής» πολιτικής. Καλώς δηλαδή καταγγέλλουμε την Αυστρία: όμως η Βρετανία έχει πει από το 2014 ότι δεν θα εφαρμόζει διάσωση στη θάλασσα, η Ολλανδία έχει προτείνει από μήνες μία «μίνι Σένγκεν» χωρίς την Ελλάδα, οι σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία κινούνται δεξιότερα από τη Μέρκελ, το Βέλγιο ζητά από την Ελλάδα στρατόπεδο για 400.00 μετανάστες, η δε Γαλλία το Σεπτέμβριο δεσμευόταν να υποδεχτεί 24.000 πρόσφυγες σε δύο χρόνια, ενώ μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι, οι συνοριακοί έλεγχοι ήταν από τα πρώτα μέτρα στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επέβαλε η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση Ολάντ.

Στη συνθήκη αυτή, το να θυμίσει κανείς τις υποχρεώσεις των ευρωπαϊκών κρατών ως συμαβαλλόμενων στη Συνθήκη της Γενεύης μοιάζει τελείως αναχρονιστική ευαισθησία. Αν έχει κάποιο νόημα, είναι για να τονιστεί τι αρνούνται τα ευρωπαϊκά κράτη – δηλαδή δύο πράγματα:

Το πρώτο, είναι η αναδιανομή που προϋποθέτει η δέσμευση της Γενεύης για στέγαση, σίτιση, περίθαλψη και εργασία για τους πρόσφυγες: το προσφυγικό είναι μια κρίση μέσα στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, και αυτή τη στιγμή, η πιο προοδευτική απάντηση είναι της Γερμανίας, που σχεδιάζει να μειώσει στο μισό τον κατώτατο μισθό για τους πρόσφυγες.

Το δεύτερο είναι το πολιτικό και ιδεολογικό κεκτημένο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το «ποτέ ξανά»: αν ίσχυε η Σύμβαση της Γενεύης στο Μεσοπόλεμο, θα είχαν σωθεί εκατομμύρια εβραίοι. Το γεγονός ότι σήμερα εξευτελίζεται στην πράξη, το γεγονός ότι ο αστισμός σε όλη την Ευρώπη μπορεί να συμμαχήσει με τα πληβειακά κοινωνικά στρώματα μόνο ισχυριζόμενος ότι θα τα «προστατεύσει» απέναντι στους «μουσουλμάνους εισβολείς», σημαίνει άρνηση αυτού του «ποτέ ξανά». Σημαίνει «ξανά ίσως».

  1. Η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης

Με τη συνδρομή και της ακροδεξιάς προπαγάνδας εναντίον της Τασίας Χριστοδουλοπούλου, που συχνά υιοθετείται και αριστερότερα του ΠΑΣΟΚ, δίνεται συχνά η εντύπωση ότι η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της κοινής αντιπροσφυγικής πολιτικής. Είναι κρίσιμο να ιεραρχεί κανείς τις ευθύνες σε μείζονες και ελάσσονες – και θα ήταν άδικο αν δεν βλέπαμε ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν κάνει κανόνα τα στρατόπεδα, την επ’ αόριστον κράτηση και τις επαναπροωθήσεις, ενώ η συγκεκριμένη κυβέρνηση έδειξε, αν μη τι άλλο, δείγματα διαφοροποίησης. Θα ήταν όμως και λάθος, υπό την πίεση των ευρωπαϊκών εκβιασμών και της ακροδεξιάς προπαγάνδας, να χάσουμε τη γενική εικόνα. Και δυστυχώς, η εικόνα αυτή δείχνει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει τόσο την επιχειρηματολογία όσο και τα μέσα της κοινής αντιπροσφυγικής πολιτικής:

συμβάλλοντας στην εξωτερίκευση των συνόρων, αναγνωρίζοντας δηλαδή την Τουρκία ως ασφαλή τρίτη χώρα, και ενοχοποιώντας την ότι μπορεί, αλλά δεν μειώνει τις προσφυγικές ροές

αντιμετωπίζοντας το προσφυγικό με όρους ασφάλειας, θεωρώντας δηλαδή μονόδρομο, για την επίλυσή του, την αντιμετώπιση των διακινητών στις τουρκικές ακτές

συμπράττοντας στη στρατιωτικοποίηση των συνόρων, διατηρώντας δηλαδή το φράχτη στον Έβρο, αφήνοντας ασύδοτη τη Frontex στα νησιά, και τελευταία, προσφεύγοντας στο ΝΑΤΟ – επιλογή που αντιβαίνει στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

αποδεχόμενη, όχι μόνο ως υποχρέωση αλλά και ως επιθυμητή λύση, το διαχωρισμό προσφύγων και μεταναστών στα hot-spot, αποδεχόμενη τη λογική του μικρότερου κακού: να σώσουμε τον πρόσφυγα που δεν μπορεί να επιβιώσει στη χώρα του – αλλά να απελάσουμε το μετανάστη που επιδιώκει να βελτιώσει τη ζωή του, και στο μεταξύ, να τον κλείσουμε στα στρατόπεδα, που υποτίθεται ότι θα καταργούνταν. Στη λογική αυτού του διαχωρισμού, το να θέλει κανείς να βελτιώσει τη ζωή σου συνιστά μη επιλογή.

Στον ίδιο κανόνα εμπίπτει η εμπλοκή του στρατού (που θεωρούνταν ανεπίτρεπτο να στεγάζει και να σιτίζει μουσουλμάνους, μέχρι που ανέλαβε εξολοκλήρου το προσφυγικό). Στην ίδια λογική ανήκουν οι πρόσφατες δηλώσεις του Μουζάλα, ότι δεν θα επιτρέψουμε τη λιβανοποίηση (sic) της Ελλάδας. Και στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η προαναγγελθείσα για σήμερα επανπροώθηση 300 και πλέον μεταναστών στους Κήπους. Κάπως έτσι, η ελληνική κυβέρνηση έχει βάλει στο τραπέζι και τη λύση του βέτο: αποκεί δηλαδή που κατηγορούμε την Αυστρία για την ακροδεξιά πολιτική των κλειστών συνόρων, το μέσο άμυνας απέναντι στους πρόσφυγες-εισβολείς συζητιέται να είναι αυτή ακριβώς η πολιτική.

  1. Τι χρειάζεται να γίνει

Στη δύσκολη αυτή συγκυρία, τα ελάχιστα που μας αναλογούν είναι τα προφανή:

  • Η εγγύηση ασφαλούς διόδου για τους πρόσφυγες, που σημαίνει να πέσουν οι φράχτες και να φύγει το ΝΑΤΟ.

  • Η διασφάλιση του ανοιχτού χαρακτήρα στα κέντρα πρώτης υποδοχής και φιλοξενίας, για να κινούνται οι πρόσφυγες και να ελέγχουν οι οργανώσεις, ώστε οι φιλοξενούμενοι να μην είναι κρατούμενοι στο έλεος της Αστυνομίας.

  • Ο συντονισμός των αντιρατσιστικών κινημάτων στην Ευρώπη, για να στηριχτεί η λογική της φιλοξενίας και η πολιτική της μετεγκατάστασης, με σεβασμό στη Σύμβαση της Γενεύης.

  • Η αλληλεγγύη όχι μόνο σ’ αυτούς που διέρχονται από τη χώρα μας, αλλά και σε εκείνους που θα μείνουν, η «δύσκολη» δηλαδή αλληλεγγύη.

Είναι απίστευτο το γεγονός ότι 5 εκατομμύρια άνθρωποι κινητοποιήθηκαν από το 2015 ίσαμε σήμερα για να στηρίξουν τους πρόσφυγες με κάθε τρόπο. Αυτή είναι μια χρυσή παρακαταθήκη, και μαζί η μόνη εγγύηση ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε καλύτερα: προσωπικά δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση γι’ αυτό. Χάρη σ’ αυτή την παρακαταθήκη, μπορεί κανείς να αισιοδοξεί ότι το όπλο της αλληλεγγύης είναι ενεργό – κι ότι θα αξιοποιηθεί μέχρι τέλους.

Στο ερώτημα «πόσους ανθρώπους μπορεί να καλύψει αυτή η αλληλεγγύη σε μια χώρα με κρίση;», ας σκεφτούμε ότι στο Μεσοπόλεμο το ερώτημα αυτό θα ήταν εκτός συζήτησης αν αφορούσε τους διωκόμενους εβραίους. Το ίδιο ακριβώς, όμως, ισχύει και σήμερα.

Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη με τίτλο «Καθείς/μια με τα όπλα του/της: αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, ενάντια στους φράχτες και το ΝΑΤΟ», στις 29.2.2015

Photo Credit: Konstantinos Tsakalidis/ SOOC

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΚΟΕ: Tο επίκεντρο Ελλάδα, πιο κοντά σε μια εθνική και κοινωνική καταστροφή

Η πρώτη μέρα της άνοιξης στην Ειδομένη- Εγκλωβισμένοι παραμένουν χιλιάδες πρόσφυγες (βίντεο)