Coccia Emanuele, Η ζωή των φυτών. Μια μεταφυσική της κράσης, εκδόσεις Periplaneta, σελ. 160
«Δωσ’ μου το χέρι σου:
Θα σου πω τώρα πώς μπήκα στο ανέκφραστο που ήταν πάντα η τυφλή και μυστική μου αναζήτηση. Πώς μπήκα σε εκείνο που υπάρχει ανάμεσα στον αριθμό ένα και στον αριθμό δύο, πώς είδα τη γραμμή του μυστηρίου και της φωτιάς, που είναι η απόκρυφη γραμμή. Ανάμεσα σε δύο νότες μουσικής υπάρχει μία νότα, ανάμεσα σε δύο γεγονότα υπάρχει ένα γεγονός, ανάμεσα σε δύο κόκκους άμμου, όσο ενωμένοι και να είναι, υπάρχει ένας ενδιάμεσος χώρος, υπάρχει μία αίσθηση που είναι ανάμεσα στις αισθήσεις, στα διάκενα της πρωταρχικής ύλης βρίσκεται η γραμμή του μυστηρίου και της φωτιάς που είναι η ανάσα του κόσμου, και η συνεχής ανάσα του κόσμου είναι αυτό που ακούμε και ονομάζουμε σιωπή».
Clarice Lispector_Κατά τα Α.Γ. Πάθη
Πιστεύω πως αν κάποιος θέλει να μιλήσει για το βιβλίο του Coccia, είναι σε πρώτο επίπεδο σημαντικό να αναφερθεί στους λόγους συγγραφής αυτού του βιβλίου. Δεν είναι μόνο πως το συγκεκριμένο βιβλίο εντάσσεται σε ένα σύγχρονο, θεωρητικό ρεύμα που επιχειρεί να αμφισβητήσει και να άρει τον επιβεβλημένο διαχωρισμό μεταξύ της Φύσης και της Κουλτούρας, ο οποίος παγιώθηκε στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης του Δυτικού πολιτισμού· ένα ρεύμα που, γεννήθηκε εντός της αλλαγής πλεύσης που σηματοδότησε η λεγόμενη οντολογική στροφή στο πεδίο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών και εκδηλώνεται κατά βάση στην επιστημολογική πειθαρχία της –πολιτικής– ανθρωπολογίας, με σημαίνουσες μορφές τον Philippe Descola, τον Eduardo Kohn, την Barbara Glowczewski κ.ά.
Οι λόγοι είναι πολύ περισσότεροι και σίγουρα δεν προεξοφλούνται και δεν καθορίζονται αποκλειστικά από τις απαιτήσεις ενός επιστημονικού κλάδου, ούτε, βέβαια, συμπίπτουν με την αναζήτηση ενός εκκεντρικού θέματος, της μελέτης της ζωής των φυτών.
Ας προσπαθήσουμε, από πλευράς μας, να δώσουμε μια απάντηση ανατρέχοντας σε πρώτη φάση στο εισαγωγικό μέρος του βιβλίου. Είναι προφανές πως ο Coccia θέτει στο επίκεντρο της έρευνάς του τη ζωή των φυτών. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται πως: «Το παρόν βιβλίο επιθυμεί να ξαναθέσει το ερώτημα του κόσμου με αφετηρία τη ζωή των φυτών» (σ. 27). Και αντίστροφα διατείνεται πως: «Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε ένα φυτό χωρίς να έχουμε κατανοήσει τι είναι ο κόσμος» (σ. 14).
Επομένως, το κεντρικό ζητούμενο στο βιβλίο του Coccia, αυτό που τον ωθεί στη συγγραφή του βιβλίου, είναι το να στοχαστούμε τον ίδιο τον κόσμο. Κατ’ επέκταση, και σε συμφωνία με όσα αναφέραμε παραπάνω, προσθέτει πως κάτι τέτοιο απαιτεί να στρέψουμε το βλέμμα μας στα φυτά καθώς: «Το φυτό είναι η πιο έντονη, πιο ριζική και πιο εμβληματική μορφή τού είναι-στον-κόσμο […] Ενσαρκώνει τον πιο στενό και τον πιο στοιχειώδη δεσμό που η ζωή μπορεί να συνάψει με τον κόσμο» (σ. 14).
Κόσμος
Επομένως, ο κόσμος και τα φυτά. Τα φυτά και ο κόσμος. Αλλά τι συμβαίνει γιατί είναι σημαντικό να στοχαστούμε τον κόσμο. Χρειάζεται να αναστοχαστούμε την εμπειρία μας στον κόσμο; Για ποιον λόγο; Δεν ζούμε σε αυτόν; Δεν υπάρχουμε εν-τω-κόσμω; Ο Coccia, λοιπόν, εντοπίζει έναν θεμελιώδη διαχωρισμό, μία αποδιάρθρωση μεταξύ της Ύλης και του Λόγου, μεταξύ της βιοτικής εμπειρίας και της επιστήμης, με άλλα λόγια μεταξύ ο,τιδήποτε θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε φυσικό-οργανικό-υλικό και κάθε αντικειμένου που θα ονομάζαμε πνευματικό-γνωστικό-άυλο.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, το βιβλίο του συνιστά τόσο μία διακήρυξη πολεμικής όσο και μία απόπειρα αποκατάστασης – η μία χειρονομία συνυπάρχει μέσα στην άλλη, όπως είναι χαρακτηριστικό με την οντολογία της κράσης. Από τη μία, η πολεμική του στρέφεται εναντίον της αποστειρωμένης εξειδίκευσης των επιστημονικών κλάδων –και ιδίως της ιστορίας της φιλοσοφίας– που έχουν διαχωριστεί από το βιοτικό τους πεδίο και προσεγγίζουν αμιγώς θετικιστικά καθετί φυσικό, όπως και κατεξοχήν ιδεαλιστικά ο,τιδήποτε προσιδιάζει στο πεδίο του Λόγου. Από την άλλη, η απόπειρα της αποκατάστασης, συνεπάγεται την εκδίπλωση της οντολογίας της κράσης, όπου «ταυτίζει κανείς φύση και κόσμο», πράγμα που σημαίνει πως «καθιστά τη φύση όχι μια διαχωρισμένη αρχή αλλά κάτι που εκδηλώνεται σε οτιδήποτε υπάρχει» (σ. 28). Κάτι τέτοιο συνεπάγεται πως ο κόσμος δεν αποτελεί ένα αφηρημένο όλον που είναι ξεκομμένο από τα ετερόκλητα στοιχεία που τον συνθέτουν, αφού δεν μπορεί ποτέ να αναχθεί σε ένα αφηρημένο επιστέγασμα, σε μια παγιωμένη οντότητα, αλλά εντοπίζεται σε κάθε ένα από τα αντικείμενα που τον απαρτίζουν, καθώς και στη μεταξύ τους σύνθεση, στην συμβίωση του ενός μέσα στο άλλο. Με άλλα λόγια, η φύση που κατά τον Coccia ταυτίζεται με τον κόσμο, δεν είναι «ένας κενός και ασυνάρτητος χώρος όλων αυτών που προηγούνται της ανάδυσης του πνεύματος» (σ. 30) –δεν είναι δηλαδή μία προϋποτιθέμενη και δοσμένη φυσικοποιημένη αρχή–, αλλά η «δύναμη που διαπερνά ο,τιδήποτε γεννιέται και μεταμορφώνεται» (σ. 28).
Οι δύο διαχωρισμένες μεταφυσικές κατηγορίες που κληροδοτήσαμε, η Φύση και το Πνεύμα, η Ύλη και ο Λόγος, η ουσία και το φαινόμενο, στην πορεία της εξέλιξής τους διαχωρίστηκαν ανεπιστρεπτί, τη στιγμή που πάντα η μία εμπεριείχε και προϋπέθετε την άλλη, τη στιγμή που η μία διαπερνά την άλλη εις το διηνεκές. Η οντολογία της κράσης, λοιπόν, δεν είναι μια επινόηση του συγγραφέα, ένα νέο εννοιολογικό branding αλλά μία χειρονομία επιστροφής στον κόσμο, και ως τέτοια, μία απόπειρα αποκατάστασής του από τη ρηγμάτωση που εδώ και αιώνες υφίσταται. Υπό αυτήν την προοπτική: «Δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός μεταξύ ύλης και άυλου, ιστορίας και φυσικής» (σελ. 28) & «Εκεί που υπάρχει κάποια μορφή, υπάρχει κι ένα πνεύμα που δομεί την ύλη, μ’ άλλα λόγια η ύλη υπάρχει και ζει ως πνεύμα. Η φυτική ζωή δεν είναι ποτέ ένα αμιγώς βιολογικό γεγονός: είναι ο τόπος αδιακρισίας μεταξύ βιολογικού και πολιτισμικού, υλικού και πολιτισμικού, λόγου και έκτασης» (σσ. 115-116).
Σκεφτόμαστε ενώπιον του κόσμου, μέσα στον κόσμο, από τον κόσμο και βρισκόμαστε είτε το θέλουμε είτε όχι σε αυτή τη σχέση μαζί του, και αντίστροφα.
Φυτά
Μιλήσαμε για τον κόσμο. Γιατί, όμως, χρειάζονται τα φυτά; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι προφανής. Συλλέγοντας οργανικές ύλες και μετατρέποντας τες σε οξυγόνο διαμορφώνουν την ατμόσφαιρα, η οποία με τη σειρά της παρέχει ζωή στα ίδια αλλά και σε όλα τα έμβια όντα. Με αυτόν τον τρόπο, αποτυπώνουν εμφατικά την κοσμολογική διαδικασία της σύμμειξης ή κράσης. Περιέχονται στον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα λόγω ακριβώς της συγκρότησης της ατμοσφαιρικής συνθήκης από πλευράς τους, περιέχουν τμήματά του και επομένως τον περιέχουν με τη σειρά τους.
Κατά τον Coccia, «τα φυτά είναι οι πραγματικοί διαμεσολαβητές: είναι τα πρώτα μάτια που εμφανίστηκαν και ανοίχτηκαν στον κόσμο, είναι το βλέμμα που μπορεί να τον συλλάβει σε όλες τις μορφές του» (σ. 31).
Θα προσθέταμε, σε αυτό το σημείο, πως ο λόγος της επιλογής των φυτών δεν είναι τόσο απλοϊκός. Αν επιλέγονταν απλώς και μόνο λόγω της έντονης και συνεχούς διάδρασής του με τα αντικείμενα που τα περιβάλλουν καθώς και τα υπόλοιπα φυσικά φαινόμενα, θα αναπαραγόταν ο επιβεβλημένος διαχωρισμός που ο Coccia επιχειρεί να διαρρήξει. Θα εστιάζαμε δηλαδή αποκλειστικά σε μία φυσιολογική-υλική τους προσέγγιση, στην προσέγγιση τους ως διακριτές, υλικές οντότητες. Τα φυτά επιλέγονται γιατί εκτός της οργανικής τους διάστασης, ενέχουν και επιτελούν μία μεταφυσική, δηλαδή οντολογική, λειτουργία. Και παραδόξως είναι με αυτόν τον τρόπο που μπορούμε να προχωρήσουμε σε μία ίσως περισσότερο πολιτική ανάγνωση των επιχειρημάτων του βιβλίου, σε μία πολιτική ανάγνωση της οντολογίας της κράσης.
Ο Coccia γράφει:
«Για τον αριστοτελισμό της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, η φυτική ζωή (ψυχή τροφική) δεν ήταν απλώς μια διακριτή τάξη συγκεκριμένων μορφών ζωής ή μια ταξινομική μονάδα χωριστή από τις άλλες, αλλά ένας τόπος τον οποίο μοιράζονται όλα τα έμβια όντα ανεξαρτήτως της διάκρισης μεταξύ φυτών, ζώων και ανθρώπων. Είναι μια αρχή διαμέσου της οποίας ‘η ζωή γίνεται κτήμα όλων’» (σ. 17).
Επιχειρώντας να σχολιάσουμε το παραπάνω απόσπασμα, οφείλουμε να επισημάνουμε πως σύμφωνα με τον Αριστοτέλη αυτό που μοιράζονταν τα φυτά, τα ζώα και ο άνθρωπος –το σύνολο δηλαδή των έμβιων όντων– είναι η εμπειρία του ζην, της βιολογικής υπόστασης, αυτό που ο ίδιος ο Αριστοτέλης ονομάζει θρεπτική ή φυτική ζωή. Όπως σχολιάζει ο Giorgio Agamben, για τον Αριστοτέλη είναι απαραίτητη μία ποιοτική διάκριση της φύσης του ανθρώπου από τα άλλα έμβια όντα, ώστε στη συνέχεια να οριστεί επακριβώς το έργο του και το ιδιαίτερο πεδίο στο οποίο θα το πραγματώσει. Το ειδοποιό στοιχείο μεταξύ του ανθρώπου και των άλλων όντων, λοιπόν, είναι ο Λόγος, ή αυτό που, κατά τον Αριστοτέλη, ονομάζεται πρακτικο-λογική ζωή(Το έργο του ανθρώπου_σσ. 5-7).(Αξίζει να σημειωθεί, όπως επισημαίνει και ο Agamben, πως τα φυτά κατά τον Αριστοτέλη διέθεταν λόγο).
Σε αυτήν την κατεύθυνση, το πεδίο της πόλεως και άρα της πολιτικής, που αποτελεί το χώρο της πραγμάτωσης του έργου του ανθρώπου και άρα και της φύσης του, ορίζεται διαμέσου του αποκλεισμού αυτού που είναι κοινό σε όλα τα έμβια, της απλής εμπειρίας της ύπαρξης, της φυτικής ζωής. Συνεπώς, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως το πεδίο της πολιτικής συγκροτείται μέσω ενός αποκλεισμού, του αποκλεισμού της φυτικής ζωής, της απλής βιολογικής υπόστασης του ανθρώπου, η οποία κρίνεται ως μη πολιτική και η οποία στη συνέχεια, ως διαχωρισμένη, επανεγγράφεται στο πολιτικό πεδίο.
Υπό αυτήν την προοπτική, τα φυτά δεν αποτελούν μία διακριτή οντότητα, ένα υποκείμενο πάνω στο οποίο ή μέσω του οποίου θα εγκαθιδρυθεί μία νέα οντολογία, η οντολογία της κράσης. Αντιθέτως προϋποθέτουν μία μεταφυσική-οντολογική λειτουργία που εξοβελίστηκε ώστε να συγκροτηθεί το πεδίο της πόλεως· και συνακόλουθα ως τέτοια απομειώθηκαν στην απογυμνωμένη εμπειρία του ζην, μετατράπηκαν σε απομονωμένα υποκείμενα, σε ξεχωριστές οντότητες – στην περίπτωση των ίδιων των φυτών σε ένα οργανικό αντικείμενο και στην περίπτωση των ανθρώπων σε ένα αποστερημένο από τις ιδιάζουσες τροπικότητές του σώμα, αυτό που ονομάζεται γυμνή ζωή.
Η εμβύθιση στη μελέτη της ζωής των φυτών αποσκοπεί στην αποκατάσταση του continuum της ζωής εντός των εμβίων. Ταυτόχρονα έχει ως στόχο να αποκαταστήσει τη χαμένη ενότητα του κόσμου, να καταδείξει πως υπάρχει ένα εγγενές νόημα στον κόσμο, πως τα πάντα είναι κατοικήσιμα, ζωντανά και πως ως τέτοια έχουν συνείδηση του εαυτού τους.
Συνεπώς, ο στοχασμός της ζωής των φυτών, προϋποθέτει τόσο την υλική όσο και την μεταφυσική τους διάσταση, γιατί τη στιγμή ακριβώς που τα μελετάμε οδηγούμαστε απευθείας σε μία θεμελιώδη αποκέντρωση, στην διαπίστωση πως κατοικούμε στον κόσμο και πως με τη σειρά του αυτός κατοικεί εντός μας.
Πολιτική
Τι σημαίνουν άραγε όλα αυτά; Ότι θα πρέπει να επιχειρήσουμε να αναδεχτούμε την οντολογία της κράσης, ώστε να κατορθώσουμε να αποσβέσουμε την ιστορική εξέλιξη αιώνων; Τα πράγματα για άλλη μία φορά δεν είναι τόσο απλά.
Σε πρώτο βαθμό, υπό την σκοπιά της κλασικής πολιτικής, αυτός ο διαχωρισμός, ο οποίος δεν είναι ένας απλώς αποκλεισμός, αλλά ένας αποκλεισμός που διαχωρίζει το συνεχές της ζωής του εμβίου σε δύο τμήματα, με το ένα, τη φυτική ζωή, να επανεισάγεται ως διαχωρισμένο εντός αυτού που θα ονομαστεί πολιτικό ζώον, οφείλει να χαρτογραφηθεί.
Σε δεύτερο βαθμό και σε αυτήν την κατεύθυνση, το ζητούμενο δεν είναι πως μόνο το πολιτικό πεδίο βασίζεται σε αυτόν τον συμπεριληπτικό αποκλεισμό. Αφού κάθε επιστημονικός και γνωστικός κλάδος ασκείται στο όνομα του ευ ζην –το κατεξοχήν έργο-του-ανθρώπου και το θεμέλιο ιδρύσεως της πόλεως– διέπεται από την ίδια ρηγμάτωση. Από κοινού με τον Coccia, μάλιστα, μπορούμε να ισχυριστούμε πως το σύνολο των πνευματικών και γνωστικών κλάδων τον καθιστά επιστημολογικό του θεμέλιο. Με άλλα λόγια, η ίδια η έννοια της αρχής ή του θεμελίου, δεν συνιστά παρά μία τομή στο πεδίο της ζωής, η οποία –η αρχή, το θεμέλιο– αποκόπτεται από το βιοτικό πεδίο και στην οποία επανεισάγεται ένα διαχωρισμένο υπόλοιπο, η εμπειρία του ζην, αυτό που καταλήγει να αποτελεί ένα απλό εμπειρικό δεδομένο. Γράφει ο Coccia:
«Εξακολουθούμε να νοούμε τον εαυτό μας υπό το πρίσμα ενός στρεβλού ριζικού μοντέλου, εξακολουθούμε να σκεφτόμαστε το έμβιο και τον πολιτισμό του μέσω μιας στρεβλής εικόνας των ριζών (καθώς απομονώνονται από όλα τα υπόλοιπα). Λες και αντί να σκεφτούμε τη ρίζα ως Λόγο, έχουμε μετατρέψει την ίδια τη σκέψη σε μια τυφλή δύναμη ρίζωσης, στην οικοδόμηση ενός κοσμικού δεσμού με τη γη» (σ. 100).
Για να μετέλθουμε τώρα στο τρίτο σημείο. Έχουμε αναφέρει πιο πάνω πως η φυτική ζωή επιτελεί μία μεταφυσική λειτουργία. Όμως και στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε πως ακόμη και στο πεδίο της γλώσσας και της σύνταξης, λανθάνει ο παραπάνω συμπεριληπτικός αποκλεισμός. Η φυτική ζωή δεν είναι ένα υποκείμενο που πραγματώνει μία οντολογική ενέργεια, αλλά συμπυκνώνει εντός της αυτή τη μεταφυσική διάσταση. Όταν η φυτική ζωή διαχωρίστηκε και επανεγγράφηκε ως διαχωρισμένη, ο κόσμος κατακερματίστηκε σε επιμέρους διαχωρισμένες οντότητες, σε υποκείμενα και σε αντικείμενα, καθώς και σε διακριτά είδη, σε φυτά, ζώα και ανθρώπους και σε κάθε ένα από αυτά αποδόθηκαν παγιωμένες ιδιότητες και καθορισμένα έργα προς επιτέλεση τα οποία και όρισαν τη φύση τους. Ο εν λόγω διαχωρισμός με τη συνακόλουθη διανομή των σκοπών, των ρόλων και των ιδιοτήτων βρήκε το αποκορύφωμα του στο πεδίο της πόλεως.
Αυτό που η κλασική πολιτική πάντα εξοβέλιζε και που προσπαθούσε να εξορκίσει, είναι τη μεταφυσική διάσταση του κοινού. Το γεγονός πως ζούμε σε έναν κοινό κόσμο όπου αυτό που ο Coocia αποκαλεί κοσμική δύναμη διαπερνά τα πάντα, τα οποία εξαιτίας και μέσω αυτής της δύναμης αναμειγνύονται διαρκώς μεταξύ τους και που ακριβώς μέσω αυτής της ίδιας κοσμικής δύναμης διαφοροποιούνται και αποκτούν την ενικότητάς τους, τη μοναδικότητα τους. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται πως εντός του εμβίου δεν υφίσταται καμία διάκριση μεταξύ αυτού που είναι και αυτού που πράττει. Συνεπώς, η ουσία όχι μόνο δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη μορφή της, αλλά τα δύο αυτά στοιχεία συμπίπτουν και καμία εξωτερικότητα ή συμπληρωματικότητα δεν υφίσταται ανάμεσά τους. Δεν υφίσταται διαφοροποίηση μεταξύ του υποκειμένου και της πράξης του και συνεπώς δεν υφίσταται καμία εξωτερική σχέση μεταξύ του υποκειμένου και του αντικειμένου. Με τα λόγια του Coccia:
«Δεν μπορούμε να είμαστε σ’ έναν ρευστό χώρο χωρίς να τροποποιούμε, εξ’ αυτού του γεγονότος και μόνο, την πραγματικότητα και τη μορφή του περιβάλλοντος που μας περιστοιχίζει» (σ. 48).
«Γι’ αυτό και οι οργανισμοί δεν χρειάζεται να εξέλθουν του εαυτού τους για να αναμορφώσουν την όψη του κόσμου· δεν χρειάζεται να δράσουν, να προσχωρήσουν στο «περιβάλλον» τους ή να το προσλάβουν αντιληπτικά: μόνο και μόνο μέσω της πράξης τού είναι, μορφοποιούν ήδη τον κόσμο» (σ. 49).
Όπως είναι φυσικό, μία τέτοια διαπίστωση δεν αφήνει αλώβητο το πεδίο του χρόνου και της Ιστορίας. Υπό την προοπτική της οντολογίας της μείξης, από τη σκοπιά δηλαδή ενός κοινού κόσμου, όχι μόνο η διάσταση του χώρου αλλά και η διάσταση του χρόνου μετέρχονται σε ένα κατώφλι και συγκεράζονται ριζικά. Δεν υπάρχει πλέον η μονολιθική διάσταση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, οι οποίες προσλαμβάνονται ως διακριτές μεταξύ τους. «Καθετί που ζει, ζει μια φορά για πάντα» γράφει ο Gustav Landauer (Μέσω της αποχώρησης στην κοινότητα_σ.41), για αυτό και το παρελθόν διεισδύει διαρκώς στο παρόν το οποίο με σειρά του διεισδύει διαρκώς στο μέλλον, με τη συγκεκριμένη δυναμική να διαπερνά αντίστροφα, άτακτα και μη γραμμικά κάθε χρονική μονάδα. Συνεπώς, σε κάθε χρονική διάσταση ενυπάρχει ένα διαφορικό στοιχείο, μία συγκερασμένη χρονική διάσταση που υπό την προοπτική του διατεταγμένου ιστορικού χρόνου είναι αδύνατο να εντοπιστεί. «Το κλίμα», κατά τον Coccia, «[ε]ίναι η βαθύτερη όψη του κόσμου μας, αυτή που τον εμφανίζει ως την ατέρμονη κράση όλων των πραγμάτων, παροντικών, παρελθοντικών και μελλοντικών» (σ. 35).
Αυτό που παραγνώρισε η κλασική πολιτική συνθήκη –και ακόμη παραγνωρίζει με έναν ιδιάζων και παράδοξο τρόπο– είναι η ηθική (éthique), η τροπική διάσταση της ύπαρξης των όντων και του κόσμου, η σύμπτωση τρόπου και ουσίας. Αυτό, βέβαια, έγινε εφικτό με τον αποκλεισμό της φυτικής ζωής, που υπό τη σκοπιά της κλασικής πολιτικής ονομάστηκε οικονομία, από την πρακτικο-λογική ζωή η οποία και αποτέλεσε τον τόπο της θεμελίωσης της πολιτικής, την πολιτική σφαίρα.
Σε ένα κείμενο με το τίτλο Κάλεσμα που κυκλοφόρησε χέρι-με-χέρι το 2003, γράφεται:
«Πολιτική, γι’ αυτούς, είναι εκείνο που παίζεται, που λέγεται, που συμβαίνει και που αποφασίζεται μεταξύ των ανθρώπων. Η συνέλευση που τους συναθροίζει, που συναθροίζει τους ανθρώπους μη λαμβάνοντας υπόψη τον κόσμο του καθενός,
είναι η ιδανική πολιτική συνθήκη. Η οικονομία, η σφαίρα της
οικονομίας, ακολουθεί λογικά: ως αναγκαία και ακατόρθωτη
διαχείριση όσων έμειναν στο κατώφλι της συνέλευσης, όσων
άρα ορίστηκαν ως μη–πολιτικά και που στη συνέχεια έγιναν:
οικογένεια, επιχείρηση, ιδιωτική ζωή, ψυχαγωγία, έρωτες, πολιτισμός, κτλ.»
(Κάλεσμα_σσ. 20-21).
Η επιστροφή στον κόσμο και κατ’ επέκταση, η έξοδος από την κλασική πολιτική, έχει να κάνει με την εκδίπλωση μίας ηθικής χειρονομίας, με την άρθρωση μίας ζωής που δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη μορφή της, μίας ζωής που είναι οι ηθικοί της τρόποι· και με την εκδίπλωση τρόπων που είναι ταυτόσημοι με την ίδια την εμπειρία του ζην στην οποία περιέχονται.
Πώς αλλιώς να αντιληφθούμε την έκκληση που απηύθυνε o Gustav Landauer όταν έλεγε:
«Πρέπει επιτέλους και εμείς να αντιληφθούμε ότι εμείς δεν παρατηρούμε τα κομμάτια του κόσμου, αλλά ότι είμαστε και οι ίδιοι ένα κομμάτι του. Όποιος θα μπορούσε να κατανοήσει εντελώς το λουλούδι, θα κατανοούσε τον κόσμο. Μόνο όταν επιστρέψουμε πλήρως στον εαυτό μας θα βρούμε το σύμπαν αυτούσιο». (Μέσω της αποχώρησης στην κοινότητα_σ.25).
Η έκκληση αυτή που γράφτηκε το 1900 καλούσε στην αποσκίρτηση από την κοινότητα του Κράτους και του Κεφαλαίου, με σκοπό την ανακάλυψη μίας αισθητής κοσμικής κοινότητας που βρίσκεται πάντα-και-ήδη, εδώ, της κοινότητας της κοσμικής σύμμειξης.
«Το κάλεσμα αυτό απευθύνεται σε όλους όσους το καταλαβαίνουν» (Μέσω της αποχώρησης στην κοινότητα_σ. 41), έλεγε στο τέλος της ομιλίας του ο Landauer.
Σύντομες κριτικές σκέψεις
«Ως συνήθως κινήθηκαν πολύ γρήγορα. Γνωρίζουν πλέον πως αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι ένας κοινωνικός πόλεμος, αλλά ένας πόλεμος μεταξύ των κόσμων.
[…]
Ο πόλεμος των τάξεων δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένας πόλεμος μεταξύ των ενδιαιτημάτων (milieux)».
Josep Rafanell i Orra_Fragmenter le monde
Έχοντας στο νου μας αυτήν την έκκληση για έναν κοσμολογικό αναχωρητισμό κατά τον Landauer, θα θέλαμε κλείνοντας να προβούμε σε μία σύντομη κριτική αποτίμηση της οντολογίας της κράσης, όπως την συλλαμβάνει ο Coccia.
Σε πρώτο επίπεδο, σε μία υποσημείωση σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου συναντάμε την ακόλουθη φράση: «Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα φυτά αποτελούν σημαντική πηγή έμπνευσης για το design» (σ. 134). Το ότι η έννοια του design ενέχει μία κυβερνητική συνδήλωση που συνεπάγεται μία διατεταγμένη και διευθετημένη οργάνωση του χώρου και του χρόνου η οποία και είναι ασύμβατη με την ακανόνιστη πρακτική της αλληλοδιείσδυσης θα αποτελέσει μία δική μας υπόθεση.
Συνεπώς, μπορούμε να αναρωτηθούμε: είναι δυνατόν η οντολογία της σύμμειξης, η κοσμική πνοή να καταστεί οικειοποιήσιμη από τις δυνάμεις του Κράτους και του Κεφαλαίου και να μετατραπεί αφενός σε μία τεχνική διακυβέρνησης και αφετέρου σε μία πλήρως υπαγμένη οργανική, ανόργανη και μοριακή οντότητα; Υπάρχει ένα ιδιότυπο air-conditioning σε ρυθμισμένες συνθήκες που υπακούει σε στατιστικά μοντέλα και θερμικές μετρήσεις; Υφίσταται μήπως ένα ρυθμισμένο οικοσύστημα που καθορίζει τον μεταβολισμό και την οργανική και ανόργανη σύσταση των όντων;
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πολιτική κρίση της Δύσης επιχειρήθηκε να επιλυθεί καταλύοντας αυτόν τον θεμελιώδη συμπεριληπτικό αποκλεισμό, ακριβώς μέσω της επανένωσης των δύο προαναφερθέντων πόλων, της πολιτικής και της οικονομίας, ως διαχωρισμένων. Με άλλα λόγια, η οικονομία πολιτικοποιήθηκε.
Υπό αυτή την έννοια, η φυτική ζωή ενέχει το δικό της Λόγο, αλλά η σχέση της είναι πάντοτε παραπληρωματική με κάθε της ενέργημα. Η πρακτική του ζην και ο βιοτικός της τρόπος είναι φαινομενικά ενοποιημένες, ενώ στην πραγματικότητα η μεταξύ τους σχέση δεν είναι παρά εξωτερική. Πολύ περισσότερο, η εν λόγω σχέση ρυθμίζεται από ένα σύστημα μηχανισμών που δεν συνίσταται στο να υποδεικνύει τι είναι ορθό και τι όχι, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, αλλά στο να προτάσσει έναν συγκεκριμένο τρόπο ύπαρξης, μία συγκεκριμένη ηθική.
Με τα λόγια του Michel Foucault:
«Ζητούμενο ήταν να γνωρίσει κανείς πώς μπορεί να κυβερνήσει το βίο του για να του προσφέρει την ωραιότερη δυνατή μορφή (στα μάτια των υπολοίπων, του εαυτού του, των μελλοντικών γενεών στις οποίες θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα). […] Τυχαίνει αυτές οι πρακτικές εαυτού να είναι συνυφασμένες με πολυάριθμές δομές κωδίκων, συστηματικές και εξαναγκαστικές. Τυχαίνει ακόμη και να θολώνουν ενίοτε προς όφελος αυτού του συνόλου κανόνων που εμφανίζονται τότε ως το ουσιώδες μέρος της ηθικής […] Οι πρακτικές εαυτού παίρνουν έτσι τη μορφή μιας τέχνης εαυτού, η οποία είναι σχετικά ανεξάρτητη από μια ηθική νομοθεσία (Η μέριμνα για την αλήθεια_σ. 216).
Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε προτάγματα, πολιτικές και εννοιολογικές καινοτομίες, όπως πλουραλισμός, βιωσιμότητα, συμμετοχικότητα, που είναι κάποια από τα πολλά ονόματά που λαμβάνουν οι διαφορών ειδών κυβερνολογικές τεχνικές οι οποίες και παράγουν έναν ορισμένο τύπο ύπαρξης; Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε την απόπειρα κατασκευής περιβαλλόντων, ρυθμιζόμενων ζωνών, οικοσυστημάτων, που το καθένα οφείλει «να αναμειγνύεται», να συνυπάρχει δίπλα στο άλλο και που το καθένα οφείλει να είναι ετερογενές, κατοικήσιμό, χωρίς να εκφεύγει ενός επίπεδου έντασης που ορίζει μία κανονιστική ατμοσφαιρική συνθήκη;
Συμπληρωματικά με όσα αναφέραμε, ο Coccia γράφει: «Η ‘διαπερατότητα’ είναι η λέξη-κλειδί» (σ. 41). Η διαπερατότητα συνιστά αυτήν την ιδιότητα που επιτρέπει σε κάθε έμβιο να αναμειγνύεται με τον κόσμο. Με άλλα λόγια, αποτελεί εκείνο το χαρακτηριστικό στοιχείο της κράσης που προϋποτίθεται ώστε η κοσμική πνοή να διαπερνά τα όντα και να τα συνδέει μεταξύ τους.
Επομένως, σύμφωνα με όσα είπαμε προηγουμένως στο βαθμό που συγκροτούνται πρακτικές της ύπαρξης, δηλαδή, ηθικοί τρόποι, δηλαδή μορφές ζωής, οι οποίες καθίστανται αντικείμενο διακυβέρνησης, αυτές θα πρέπει να επικοινωνούν και να συνδιαλέγονται μεταξύ τους. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να συγκροτηθεί ένα πεδίο γενικής ισοδυναμίας ανάμεσά τους, το οποίο και θα συνεπάγεται τη συμβατότητά τους. Σήμερα, το ρόλο αυτό αναλαμβάνει εκείνη η «κοσμική δύναμη» που δεν είναι άλλη από την πραγματική αφαίρεση του Κεφαλαίου. Έχοντας αποικιοποιήσει τον κόσμο μέσω της μηχανιστικής και βιομηχανικής διάστασης της παραγωγής σε πρώτο επίπεδο, πλέον στο στάδιο της πραγματικής του κυριαρχίας αντικαθιστά το σύνολο των προϋπάρχουσων κοινωνικών και φυσικών του προϋποθέσεων με τις δικές του μορφές οργάνωσης και διευθέτησης ώστε να εξυπηρετήσει τους δικού του σκοπούς και ανάγκες αξιοποίησης (Jacques Camatte_Transitions).
Με άλλα λόγια, το μοριακό, το ανόργανο και το οργανικό πεδίο της βιοτικής ύπαρξης μπορεί να συγκεράζονται αλλά πάντοτε ως διαχωρισμένα, ως συναλλάξιμα και ως διευθετημένα αντικείμενα.
Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε τον ηλιοκεντρισμό του Coccia, «όταν παρά τις διαβεβαιώσεις του μας λέει πως συγκεραζόμαστε με τον κόσμο, αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εγκατασταθούμε σ’ αυτόν;» (σ. 105). Όταν, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, μας πληροφορεί πως θεμελιώδη πηγή της ύπαρξής μας είναι ο ουρανός» σ. 104). Μία τέτοια προσέγγιση μακράν από το εγκαταλείπει μία ορισμένη γεωμετρική διάταξη των εδαφών, θα μπορούσε να συμπυκνώσεις τις απεριόριστες δυνατότητές της στο Starlink.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να εκφράσουν την απεδαφικοποιητική δύναμη εκείνης της πραγματικής αφαίρεσης που επεκτείνεται διαρκώς, ακόμη και στο διάστημα καθώς έχει πλήρως υπαγάγει το έμβιο το οποίο και υπακούει στη δική του λογική, στους δικούς του κανόνες και στα δικά του πρωτόκολλα. Μάλιστα, εφόσον το έχει ήδη υπαγάγει η εξάπλωσή του είναι πιθανή και εφικτή.
Με λίγα λόγια, η οντολογία της κράσης από μόνη της δεν είναι αρκετή, καθώς η οντολογία της οικονομίας, η οντολογία της διακυβέρνησης και της παραγωγής ενός καθορισμένου τρόπου ύπαρξης και μίας καθορισμένης υφής των κόσμων την έχει οικειοποιηθεί πλήρως.
Συνεπώς, θα συμπεράναμε πως στο εσωτερικό της οντολογίας της κράσης ενυπάρχουν δύο ασυμβίβαστες, αντίρροπες και ασύμμετρες προσεγγίσεις και προοπτικές για τον έμβιο κόσμο:
Η οντολογία του κοινού vs της οντολογίας της οικονομίας.
*Η βιβλιοκριτική βασίζεται στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στο βιβλιοπωλείο Ακυβέρνητες Πολιτείες στις 29 Μαΐου.