«Μπαμπά;!»
αναφωνεί με οδύνη, ο μικρός Ευρυσάκης αντικρίζοντας το νεκρό σώμα του αυτόχειρα Αίαντα, καρφωμένο πάνω στο σπαθί. Σκοτάδι. Με πιο προσωπικό τρόπο δεν θα μπορούσε να κλείσει την παράσταση του, ο Αργύρης Ξάφης.
Δεν είναι όμως μόνο η σπαρακτική κραυγή που βάζει στο στόμα του μικρού παιδιού, ο σκηνοθέτης, αλλά ορμώμενος από το δικό του τραυματικό βίωμα, προτάσσει τη λογομαχία για την ταφή του Αίαντα και τοποθετεί τον Πρόλογο, την Πάροδο και τα πρώτα Επεισόδια στο δεύτερο μέρος της παράστασης. « Αντιστρέφοντας τα δύο μέρη του έργου, αποκαλύφθηκε μια επιπλέον ανάγνωση του χρόνου που ήρθε και έδεσε ακριβώς με την προσωπική μου ιστορία απώλειας. Η αναμονή της ταφής του ήρωα έγινε κεντρικό και αρχικό συμβάν αυτής της καθήλωσης, έγινε συνθήκη παράστασης, και για αυτόν τον λόγο αποφάσισα να ξεκινήσω με την αέναη αναμονή αυτής της ταφής. Και αφού πάρουμε όλοι θέση για αυτήν, να γνωρίσουμε και τον άνθρωπο, τον ήρωα μάλλον, του οποίου το πτώμα κυριαρχούσε τόση ώρα στη σκηνή.» γράφει στο πρόγραμμα της παράστασης ο Αργύρης Ξάφης. «Όταν ο μύθος γίνεται προσωπικός» τιτλοφορεί το κείμενο και αναφέρεται στο θάνατο του δικού του πατέρα μέσα στην καραντίνα, στη δυσκολία να παραλάβει τη σορό και να τη συνοδεύσει στην ταφή της. Ο Ξάφης έλαβε τη σκηνοθετική σκυτάλη από το Εθνικό Θέατρο, την εποχή δύο μεγάλων κρίσεων που τάραξαν τον κόσμο μας: τον covit 19 και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το προσωπικό βίωμα σε συνδυασμό με τα μεγάλα ζητήματα που θέτει η τραγωδία του «Αίαντα», τον απασχολούν στην πρώτη του σκηνοθεσία στην Επίδαυρο. Η συνάντηση όλων αυτών επί σκηνής ήταν το στοίχημα. Πέτυχε; Η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη όπως δεν ήταν και η παράσταση. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Τί βλέπουμε μπαίνοντας στο Θέατρο Δάσους; Το βλέμμα σκαλώνει στο υπόλευκο αφρώδες υλικό με το οποίο είναι καλυμμένη η ορχήστρα που αργότερα, με τους επιτυχημένους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, θα μετατραπεί σε χιονισμένο, παγωμένο τοπίο.
Μπροστά τυλιγμένη σε χοντρό διάφανο πλαστικό, χωρίς να φαίνεται, η σορός του Αίαντα, παραπέμπει στους ασφυκτικά κλεισμένους, σε πλαστικές θήκες, νεκρούς από covid ή θυμάτων σε εμπόλεμη ζώνη. Μια μεγάλη μακριά αιμάτινη λωρίδα ξεκινά από τη σορό και διασχίζει το σκηνικό. Στο δεύτερο μέρος ο Χορός θα τη διαλύσει για να τη μετατρέψει σε σφαχτάρια. Λίθοι μεγάλοι διασκορπισμένοι και στο βάθος δεσπόζει ο γυμνός μεταλλικός σκελετός που θυμίζει θερμοκήπιο και ο οποίος στη συνέχεια θα σκεπαστεί με διάφανο πλαστικό για να μετατραπεί στη στρατιωτική σκηνή του Αίαντα. Εκεί, πίσω από το πλαστικό παραπέτασμα, η παράσταση θα μας δώσει μερικές από τις πιο δυνατές εικόνες της. Σαν θέατρο σκιών τα σώματα του Χορού, κρατώντας κομμάτια από την αιμάτινη λωρίδα, θα αναπαραστήσουν τη σφαγή του ιερού κοπαδιού, για να κρεμαστούν μετά κι οι ίδιοι σαν σφαχτά από τσιγκέλια. Δυνατή και η στιγμή της αυτοκτονίας όταν ο Αίας θα βουτήξει προς τον θάνατο πάνω στο τεράστιο σπαθί που φωτίζεται, μόνο αυτό μέσα στη σκοτεινή σκηνή.
Το σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά όταν το βλέπεις αρχικά μοιάζει με σύγχρονη εικαστική εγκατάσταση, με φανερή την «υλικότητα» όσων στοιχείων χρησιμοποιεί. Αντίστοιχα και η Ιωάννα Τσάμη χρησιμοποιεί κι αυτή το πλαστικό και το συνθετικό ως βασικά υλικά στα κοστούμιά της που υπηρετούν δύο εποχές, το βαρύ χειμώνα στο πρώτο μέρος και το θέρος στο δεύτερο. Σαν από παλιά αλεξίπτωτα φτιαγμένα, μεγάλα αδιάβροχα που σέρνονται στο χιόνι, ζεσταίνουν τους άρχοντες στρατηγούς ενώ αντίστοιχα η Τέκμησσα φορά μακρύ κίτρινο καπιτονέ παλτό με πλούσιο γιακά και ο Χορός από γυναίκες και άνδρες, άσπρα αδιάβροχα, σκούφους και μπότες. Πανωφόρια και σκούφοι θα βγουν στο δεύτερο μέρος, μόνο ο Αίας θα κρατήσει το αντιανεμικό του, ίσως γιατί «θολερός χειμώνας χτύπησε τον νου του» όπως δηλώνει η Τέκμησσα και φέρνει το χειμώνα μέσα στο καλοκαίρι. Την ενδυματολογική διαφορά θα κάνει η θεά Αθηνά, που με πολλή φινέτσα ερμηνεύει η Δέσποινα Κούρτη. Ντυμένη με λαμέ σακάκι που όταν αργότερα το βγάλει, για να μείνει με μαύρο κλασικό αντρικό παντελόνι, λευκό κασκορσέ και τιράντες, μας φέρνει κατ’ ευθείαν στο νου, με τα κοντοκουρεμένα της μαλλιά, τη Σαρλότ Ράμπλιγκ στο «Θυρωρό της νύχτας» της Λιλιάνας Καβάνι. Ολόκληρη η παράσταση είχε κατά τη γνώμη μου κινηματογραφικά στοιχεία και λύσεις, ενώ συχνά νόμιζα ότι έβλεπα τραγωδία σαιξπηρική. Διόλου τυχαία μιας και η ανάλαφρη Αθηνά, σαν Άριελ ή Πουκ ανέβαινε στην πλάτη του Μενέλαου ή γύριζε γύρω από τους ήρωες – αόρατη γι αυτούς- και τους καθοδηγούσε. Παρά τα ενδιαφέροντα στοιχεία, τόσο στο σκηνικό όσο και στα κοστούμια, τους έλλειπε κάτι ώστε να αποτελέσουν ολοκληρωμένη πρόταση. Αν ένα στοιχείο, -μέσα σε αυτή την πολυσυλλεκτική αισθητική-, με γύριζε πίσω στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα ήταν η, σε πολλά σημεία, παλαιότροπη στομφώδης εκφορά του τραγικού λόγου, στην ποιητική- όχι πάντα θεατρική- μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Αδύναμο σημείο της παράστασης η καθοδήγηση των σημαντικών ηθοποιών που ερμήνευσαν τους ήρωες αντλώντας υλικό από το δικό τους οπλοστάσιο, με αποτέλεσμα να έχουμε διαφορετικής υποκριτικής προσέγγισης ερμηνείες εις βάρος της ροής και της συνοχής.
«Πάω, χάθηκα, σαρώθηκα, αφανίστηκα, αγαπημένοι» θρηνεί η Τέκμησσα πάνω από τον νεκρό Αίαντα. Άθλος για μια ηθοποιό να ξεκινά με θρήνο την παράσταση. Η Εύη Σαουλίδου, θα το πετύχει, αλλά θα είναι πολύ πιο στέρεη και σπαρακτική στο πρώτο Επεισόδιο, που όμως λόγω της αντιστροφής των μερών, θα ακολουθήσει αργότερα. Ο Στάθης Σταμουλακάτος, θα είναι ένας πολύ γήινος Αίαντας, με εσωτερικότητα, που όμως ήθελε ακόμα περισσότερη καθοδήγηση για να μην καταφύγει σε παλαιού τύπου υπόκριση και στην προσωπική του κινηματογραφική μανιέρα. Περιγραφική και σκηνοθετικά φλύαρη η στιγμή που βγαίνει ο Αίας από τη σκηνή με κεφάλι βουβαλιού όταν ακούμε για τη σφαγή του κοπαδιού. Ο Τεύκρος του Χρήστου Στυλιανού, που θα ξεκινήσει καλά, στο τέλος θα καταφύγει σε αμήχανες εντάσεις χωρίς εναλλαγές. Ο Νίκος Χατζόπουλος θα ξεχωρίσει με τον καθαρό λόγο και το κύρος που θα δώσει στον αυταρχικό Αγαμέμνονα, ο Γιάννης Νταλιάνης θα χειριστεί έξυπνα τον πολιτικάντη Μενέλαο κι ο Οδυσσέας θα παρασταθεί με χιούμορ και υποκριτική δεινότητα από τον Δημήτρη Ήμελλο. Έντονος και πολύ δουλεμένος ο νεανικός Χορός από τη Χαρά Κότσαλη, χωρίς όμως να δίνει ένα καθαρό στίγμα. Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, δυστυχώς δεν λειτούργησε υποστηρικτικά παρά τις εντυπωσιακές στιγμές όπως εκείνη με την πένθιμη μπάντα.
Ο Αργύρης Ξάφης, με την πρώτη του σκηνοθεσία στην τραγωδία θέλησε να τα πει όλα σε ένα είδος που του ταιριάζει το «λίγο και καλό». Τα συχνά ευρήματα μας αποπροσανατόλιζαν. Ως προς το πείραμα πάνω στη δομή της τραγωδίας, δεν αντιληφθήκαμε τελικά ούτε το λόγο για την αντιστροφή των μερών, ούτε για την εναλλαγή των εποχών. Περιμένουμε λοιπόν το επόμενο, πιο ξεκάθαρο σκηνοθετικό του βήμα.
*Η Γιάννα Τσόκου είναι θεατρολόγος- κριτικός θεάτρου