Λουκής Χασιώτης, «Πώς χάσαμε τον πόλεμο», εκδόσεις των ξένων, σελ. 272
Το Πώς χάσαμε τον πόλεμο, του Λουκή Χασιώτη, είναι ένα βιβλίο που βασίζεται κυρίως στις αφηγήσεις δέκα αναρχικών, οι περισσότεροι στελέχη της CNT/FAI (CNT: η αναρχοσυνδικαλιστική Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας &FAI: η Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία), εννέα ανδρών και μιας γυναίκας.Ο συγγραφέας, αν και καθηγητής ιστορίας, φαίνεται εδώ να γράφει και ως αναρχικός, με την πολιτική του ιδιότητα δηλαδή και όχι μόνο ως ειδικός, για μια ιστορία που τον ενδιαφέρει. Προβαίνει σε μια κριτική αποτίμηση της περιόδου του εμφυλίου από τη σκοπιά των αναρχικών. Σκοπός του βιβλίου είναι να φωτίσει τις στρατηγικές, τις απόψεις, τις αποφάσεις, τους χειρισμούς των αναρχοσυνδικαλιστών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Το Πώς χάσαμε τον πόλεμο, λοιπόν, συμπυκνώνει ένα μεγάλο κομμάτι της αναρχικής βιβλιογραφίας για τα γεγονότα του εμφυλίου, καθώς και για τα αίτια της ήττας του, στηριζόμενο σε αναρχικές αφηγήσεις.
Εισαγωγή
Στην εισαγωγή του βιβλίου ο συγγραφέας μάς προτρέπει να σκεφτούμε τα γεγονότα του εμφυλίου όχι σαν ένα μεμονωμένο γεγονός της ιστορίας, αλλά ως μια διαδικασία που ξεκινάει πολύ πριν το ξέσπασμα του εμφυλίου. Όπως τονίζει, «ο εμφύλιος υπήρξε πρώτα απ’ όλα μια ανηλεής κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική αναμέτρηση, μια έκρηξη των ταξικών και περιφερειακών ανταγωνισμών που συσσωρεύονταν στην κοινωνία από τον 19ο αιώνα». Το βιβλίο, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί μια εξαιρετική εισαγωγή για κάποι@ που θα ήθελε να ξεκινήσει να διαβάζει για τον ισπανικό εμφύλιο, δίνοντας μια επαρκή εικόνα των γεγονότων. Την ίδια στιγμή έχει να προσφέρει πολλά και στ@ πιο εξειδικευμέν@ αναγνώστ@.
Τέσσερις είναι οι ενότητες με βάση τις οποίες εξετάζει τον εμφύλιο: Πρώτον, το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο θα παρουσιάσω αναλυτικά παρακάτω. Δεύτερο, ο διεθνής παράγοντας. Εδώ παρουσιάζεται και αναλύεται ο ρόλος που έπαιξαν οι διεθνείς δυνάμεις, κυρίως ο ρόλος της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ένωσης από τη μια πλευρά, και των φασιστικών δυνάμεων της Γερμανίας και της Ιταλίας από την άλλη. Τρίτο, ο στρατιωτικός και στρατηγικός παράγοντας. Εδώ αναλύεται ο ρόλος των πολιτοφυλακών, η οργάνωσή τους και η δράση τους. Παρουσιάζονται τα επιτεύγματά τους αλλά και οι σημαντικές αδυναμίες τους. Η διαμάχη που ξέσπασε στην πλευρά των Δημοκρατικών για τη στρατιωτικοποίησή τους, ουσιαστικά δηλαδή η διάλυσή τους και η ένταξή τους στον τακτικό Λαϊκό Στρατό. Επίσης, παρακολουθούμε τον ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος στον τακτικό Λαϊκό Στρατό, καθώς και τη συζήτηση που προέκυψε σχετικά με τον τρόπο των πολεμικών επιχειρήσεων, δηλαδή για το αν ήταν προσφορότερος ο πόλεμος χαρακωμάτων (για παράδειγμα, η μορφή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου) ή ο συνδυασμός ενός κινητικού, γρήγορου πολέμου και ανταρτοπόλεμου στα μετόπισθεν των φασιστών. Τέταρτο, η εμπειρία της κολεκτιβοποίησης και η συμβολή της στην πολεμική προσπάθεια. Με ποιον τρόπο έγινε η κολεκτιβοποίηση της υπαίθρου και των πόλεων; Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που συμμετείχαν; Ποια ήταν η συμμετοχή τους στον πόλεμο και ποιες οι αδυναμίες τους; Πώς λειτουργούσε η οικονομία στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών;
Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου αφορά τον τρόπο που διαχειρίστηκαν οι Δημοκρατικοί την πολιτική εξουσία και η θέση που πήραν τα κόμματα, οι οργανώσεις, τα συνδικάτα, των δημοκρατικών, των σοσιαλιστών και των αναρχικών. Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή.
Το πραξικόπημα και οι πρώτες αντιδράσεις
Στις 16 Φεβρουαρίου 1936 σημειώνεται η νίκη του Λαϊκού Μετώπου, ενός συνασπισμού δημοκρατικών, σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών δυνάμεων και σχηματίζεται κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση ξεκινάει εκ νέου το πρόγραμμα των φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων που είχαν ακυρωθεί από τη κυβέρνηση της δεξιάς, την περίοδο του 1933-1936. Συγχρόνως, όμως, εμφανίζεται έντονη κινητικότητα στις τάξεις του στρατού. Το πραξικόπημα που όλοι, με κάποιον τρόπο, περίμεναν εκδηλώνεται στο Ισπανικό Μαρόκο στις 18 Ιουλίου 1936. Ο πρωθυπουργός Κασάρες Κιρόγια (Δημοκρατικοί-Σοσιαλιστές) αρνείται να δώσει όπλα στον λαό και τα συνδικάτα, επειδή θεωρεί ότι ο ισπανικός στρατός και οι δυνάμεις ασφαλείας θα παραμείνουν πιστοί στη νομιμότητα και στην κυβέρνηση. Αυτό δεν συμβαίνει και παραιτείται. Συγχρόνως, ο λαός διαδηλώνει στους δρόμους ζητώντας από την κυβέρνηση να του δώσει όπλα για να υπερασπισπεί τη δημοκρατική κυβέρνηση. Ο Μπάριο, που αναλαμβάνει την πρωθυπουργία, προσπαθεί να κατευνάσει τον λαό και να διαπραγματευθεί με τους στασιαστές, αλλά αποτυγχάνει και παραιτείται την ίδια μέρα. Τελικά, ο διάδοχός του Χιράλ εξοπλίζει τους εργάτες, αφού πλέον έχει μόνο μια επιλογή, δηλαδή να συγκρουστεί με τους πραξικοπηματίες. Στη Βαρκελώνη, ο πρόεδρος της τοπικής κυβέρνησης (Ζενεραλιτάτ), αρνείται να διανείμει όπλα ακόμα και την ύστατη στιγμή, φοβούμενος περισσότερο τους οπλισμένους αναρχοσυνδικαλιστές παρά τους φασίστες. Εκεί οι αποθήκες όπλων καταλαμβάνονται από τη CNT.
Όπως αφηγείται ο συγγραφέας, στις περιοχές που το πραξικόπημα αποτράπηκε, προέκυψε αμέσως ζήτημα πολιτικής εξουσίας. Ούτε η κεντρική κυβέρνηση ούτε οι επαρχιακές διοικήσεις μπορούσαν να επιβάλουν την εξουσία, λόγω της διάλυσης του στρατού και της αστυνομίας. Στις περισσότερες από αυτές τις περιοχές, η διοίκηση μοιραζόταν μεταξύ των τοπικών αρχών, που παρέμειναν στην επιρροή της Δημοκρατίας, και στις αντιφασιστικές επιτροπές, στις οποίες συμμετείχαν τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου και τα εργατικά συνδικάτα με τις πολιτοφυλακές που είχαν οργανώσει. Την ίδια περίοδο δημιουργούνται και οι πρώτες κολεκτίβες.
Οι πολιτοφυλακές, η κολεκτιβοποίηση του αγρού και των επιχειρήσεων, η αμφισβήτηση της κρατικής εξουσίας, δημιούργησαν επαναστατικές συνθήκες σε πολλές περιοχές που ελέγχονταν από τη Δημοκρατία. Όμως, το παράδοξο ήταν ότι οι επαναστάτες δεν στράφηκαν ενάντια στην κυβέρνηση διευρύνοντας την επανάσταση, αλλά ενάντια στους πραξικοπηματίες που προσπάθησαν να την ανατρέψουν, καθώς και ότι τελικά οι ίδιοι δεν ανέτρεψαν την πολιτική εξουσία, αλλά την υποκατέστησαν ή συγκυβέρνησαν μαζί της. Το κράτος, λοιπόν, δεν εξαφανίζεται μεν στη πλευρά των Δημοκρατικών, αλλά κλονίζεται ισχυρά. Συνεπώς, το δίλημμα της πολιτικής εξουσίας για τους ισπανούς αναρχικούς τίθεται από την πρώτη στιγμή που ξεσπάει η κρίση.
Το δίλημμα των αναρχικών
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι δύο οργανώσεις, «οι οποίες είχαν καλλιεργήσει συστηματικά το όραμα της επανάστασης επί δεκαετίες, αποδείχτηκαν τελικά σχεδόν το ίδιο απροετοίμαστες με τις κυβερνητικές αρχές όταν ξέσπασε η κρίση κι όταν βρέθηκαν να ελέγχουν –αλλού πλήρως και αλλού μερικώς- τη διοίκηση και τις ένοπλες πολιτοφυλακές». Το ερώτημα που τίθεται και πρέπει άμεσα να απαντηθεί από τους αναρχικούς είναι αν θα συνεχίσουν και θα βαθύνουν την επαναστατική διαδικασία, κάτι που θα τους φέρει αναγκαστικά αντιμέτωπους με τις υπόλοιπες δυνάμεις που αποτελούν την πλευρά των Δημοκρατικών, ή θα βοηθήσουν τους Δημοκρατικούς ενάντια στους φασίστες ώστε να εδραιωθούν στην κυβέρνηση, αφήνοντας τις μελλοντικές κινήσεις προς διερεύνηση όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Ο συγγραφέας επισημαίνει τρία δεδομένα που ίσχυαν εκείνη την περίοδο, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κλήθηκαν οι οργανώσεις των CNT και FAI να απαντήσουν στα ερωτήματα της συγκυρίας. Πρώτον, ήδη συνεργάζονταν με συνδικάτα που πρόσκεινταν στους σοσιαλιστές (UGT) και στήριζαν το Λαϊκό Μέτωπο. Δεύτερον, δεν τους ενδιέφερε τόσο ή κυρίως η λογική της εξέγερσης, αλλά πρωτίστως η προετοιμασία για την αντιμετώπιση του πραξικοπήματος. Τρίτον, οι αναρχοσυνδικαλιστές βρίσκονταν ήδη σε κοινές επιτροπές με σοσιαλιστές, συνδικαλιστές και μέλη των κομμάτων του Λαϊκού Μετώπου. Η ιδεολογικά συνεπής στάση για τους αναρχικούς, λοιπόν, θα ήταν να απαντήσουν στο πραξικόπημα με την κοινωνική επανάσταση, δεδομένου ότι η επανάσταση είχε ήδη ξεσπάσει, με τη συγκρότηση πολιτοφυλακών και την ύπαρξη κολεκτίβων στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Η στάση αυτή όμως θα τους έφερνε σε ρήξη με την κυβέρνηση και τα κόμματα των Δημοκρατικών που την συγκροτούσαν, όπως επίσης και με την UGT (το σοσιαλιστικό συνδικάτο), με το οποίο είχαν στρατηγική συνεργασία. Οι εξελίξεις στο πολιτικό και το στρατιωτικό πεδίο ήταν δραματικές. ΟιCNT/FAIαδυνατούσαν να επιβάλουν τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας μέσω των συνδικάτων. Επιπλέον, ο εξοπλισμός των πολιτοφυλακών και η λειτουργία των κολεκτίβων ήταν άμεσα εξαρτημένος από τις κρατικές πιστώσεις, που έλεγχε η κυβέρνηση. Οι παραπάνω λόγοι ανάγκασαν τελικά τους αναρχικούς να συνεργαστούν με τους Δημοκρατικούς και να συμμετάσχουν ακόμα και στους κρατικούς θεσμούς.
Σύμφωνα με την Μοντσένι (η γυναίκα από τη δεκάδα), οι τάσεις στη CNT/FAI ήταν τρεις. Η πρώτη ήθελε «να πάμε για τα πάντα», η δεύτερη θεωρούσε αναπόφευκτη την ανασυγκρότηση των οργάνων της εξουσίας και άρα ζητούσε να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τη Δημοκρατία για να μην τους παραγκωνίσουνε οι κομμουνιστές, όπως στη Ρωσία. Και η τρίτη, αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στις δύο. Ανάλογα με την περιοχή και τις δυνάμεις των CNT/FAI, η κουβέντα γινότανε με διαφορετικούς όρους. Παραδείγματος χάριν, όπου οι σοσιαλιστές ήταν εξίσου ισχυροί με τις CNT/FAI, οι τοπικές οργανώσεις θεωρούσαν δεδομένη τη συνεργασία. Ο βρετανός, αριστερός δημοσιογράφος Τζωρτζ Όργουελ, ο οποίος κατατάχθηκε σε πολιτοφυλακή του POUM, έγραφε το 1938 ότι «αν οι αναρχικοί, το POUM και η αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλιστών ήταν αρκετά λογικοί, ώστε να συνεργαστούν από την αρχή και να προωθήσουν μια ρεαλιστική πολιτική, η ιστορία του πολέμου ίσως ήταν διαφορετική». Όμως τα πράγματα δεν έγιναν έτσι και οι CNT/FAI κατέληξαν όχι μόνο να υποστηρίζουν τη συνεργασία με τους Δημοκρατικούς, αλλά στις 4 Νοεμβρίου να συμμετέχουν στην κυβέρνηση Καμπαγιέρο με 4 υπουργούς. Ο Καμπαγιέρο υποστήριζε με πάθος τη συμμετοχή των αναρχικών στην κυβέρνηση, πρώτον για να μπορεί να τους ελέγχει και δεύτερον για να αντισταθμίζει την αυξανόμενη επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, τα επιχειρήματα των ηγετικών στελεχών τωνCNT/FAI για τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση συνοψίζονται στην εξής φράση: «Η οργάνωση δεν έπρεπε να απομονωθεί από τη Δημοκρατία, αντίθετα, συνεργαζόμενη με αυτήν, θα μπορούσε να προστατεύσει τις επαναστατικές αλλαγές που είχαν σημειωθεί μετά τις 19 Ιουλίου, να ελέγξει τον κρατικό συγκεντρωτισμό και αυταρχισμό, και να συμβάλει αποφασιστικά στη νίκη στον πόλεμο, αφήνοντας την ολοκλήρωση της επανάστασης για αργότερα. Επρόκειτο για μια απόφαση που απείχε πολύ από τα αναρχικά ιδεώδη, ωστόσο εξέφραζε την πολιτική θέση που κυριαρχούσε στη CNT/FAI στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία».
Η στάση των Δημοκρατικών και των κομμουνιστών
Από την πλευρά των Δημοκρατικών, η «κυβέρνηση της νίκης» που συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του1936, επεδίωξε την ανατροπή της αρνητικής εξέλιξης του πολέμου και την ανάκτηση –από το κράτος– της εξουσίας, η οποία είχε διαχυθεί σε αμέτρητες τοπικές, περιφερειακές και εθνικές επιτροπές της χώρας. Για να γίνει αυτό, χρειαζόταν η συνεργασία των δύο μεγάλων συνδικάτων, της UGT και της CNT. Πρώτος στόχος της ήταν η ενοποίηση της στρατιωτικής διοίκησης και η μετατροπή των πολιτοφυλακών σε τακτικό στρατό. Η κυβέρνηση έλεγχε το τραπεζικό σύστημα της χώρας με αποτέλεσμα να μπορεί να επιβάλλει την πολιτική της τόσο στα συνδικάτα όσο και στις περιφερειακές διοικήσεις. Το σχέδιο που καταστρώθηκε από μερίδα αναρχικών με συμμετοχή των Ντουρούτι και Σαντιγιάν για την απαλλοτρίωση μέρους του χρυσού, απορρίφθηκε από την εθνική επιτροπή της CNT. Τελικά, ο χρυσός που υπήρχε στην Μαδρίτη κατέληξε στη Μόσχα τόσο για προστασία, όσο και για να καλύψει το κόστος της σοβιετικής βοήθειας προς τη Δημοκρατία.
Η άφιξη της σοβιετικής βοήθειας επέτρεψε προσωρινά στη Δημοκρατία να αποφύγει την ήττα, αλλά ταυτόχρονα όξυνε τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της, καθώς συνδέθηκε με την ενίσχυση της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας PCE. Το κομμουνιστικό κόμμα, εκμεταλλευόμενο τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης, ενίσχυσε τη θέση του στη διοίκηση και στο στρατό, ενώ ταυτόχρονα συσπείρωσε γύρω του ένα σημαντικό τμήμα της μεσαίας αστικής και αγροτικής τάξης, οι οποίες έβλεπαν με δυσαρέσκεια την ηγεμονία των συνδικάτων και την κολεκτιβοποίηση γης και επιχειρήσεων. Το PCE συνεργάστηκε με τους δημοκρατικούς πολιτικούς και τη μετριοπαθή πτέρυγα των σοσιαλιστών ενάντια στη μεγάλη επιρροή των δυνάμεων της UGT και CNT. Επίσης, εμπόδισε τις απαλλοτριώσεις, υπονόμευσε τις κολεκτίβες και βοήθησε στην αποκατάσταση της κρατικής εξουσίας.
Το συμβολικό τέλος της κοινωνικής επανάστασης
Κομβικό γεγονός στην εξέλιξη του πολέμου υπήρξε η περίοδος του Μαΐου του 1937. Από τα τέλη του 1936, η Ζενεραλιτάτ προσπαθούσε να αντικαταστήσει, ως όργανο ελέγχου της τάξης, τις εργατικές πολιτοφυλακές με την αστυνομία. Ταυτόχρονα, το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλωνίας (PSUC) επιδιώκει να απομακρύνει τη CNT και το POUM από την τοπική και την κεντρική κυβέρνηση. Παντού στη Βαρκελώνη υπήρχε μια ένταση μεταξύ των παρατάξεων, η οποία κορυφώθηκε στις 2 Μαΐου, όταν οι αστυνομικές δυνάμεις επιχείρησαν να καταλάβουν το τηλεφωνικό κέντρο της πόλης, το οποίο βρισκόταν υπό τον έλεγχο της CNT. Η κίνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ένοπλη σύγκρουση μεταξύ τωνCNT/FAI και POUM από τη μία πλευρά, και της αστυνομίας και PSUC από την άλλη. Με την παρέμβαση της ηγεσίας των αναρχοσυνδικαλιστών μετά από έκκληση του πρωθυπουργού Καμπαγιέρο, οι συγκρούσεις σταμάτησαν. Όμως η αστυνομία που ελεγχόταν από το PSUC άρχισε να συλλαμβάνει και να φυλακίζει εκατοντάδες μέλη των πολιτοφυλάκων τωνCNT/FAI και POUM, προχωρώντας ακόμα και σε εκτελέσεις.
Η άρνηση του πρωθυπουργού Καμπαγιέρο να διαλύσει το POUM και να απομονώσει τους αναρχικούς οδήγησε στη συμμαχία των κομμουνιστών με τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές, για την απομάκρυνση του πρωθυπουργού. Η νέα κυβέρνηση, στην οποία δεν συμμετέχουν αναρχοσυνδικαλιστές και το POUM, ελέγχεται από κεντροαριστερούς και κομμουνιστές. Αυτή ήταν μια σημαντική στιγμή στο εσωτερικό του Δημοκρατικού μετώπου, μιας και ισχυροποίησε τη δεξιά τάση και προκάλεσε εσωτερικές συγκρούσεις στους αναρχικούς για τη στάση της ηγεσίας τωνCNT/FAI.Το τελευταίο επεισόδιο του εμφυλίου και των εσωτερικών ανταγωνισμών υπήρξε η ανατροπή της τελευταίας κυβέρνησης Νεγκρίν. Μια συμμαχία στρατιωτικών, δημοκρατικών σοσιαλιστών, συνδικαλιστών της UGT και της CNT ανέλαβε την εξουσία μετά από μια ολιγοήμερη μάχη με τους κομμουνιστές. Ο σκοπός της κυβέρνησης ήταν η άμεση διαπραγμάτευση με τον Φράνκο, κάτι που ο ίδιος απέρριψε, περιμένοντας την πλήρη συνθηκολόγηση της Δημοκρατίας. Η συμμετοχή των αναρχικών στην τελευταία αυτή κυβέρνηση υπήρξε εξαιρετικά αμφιλεγόμενη και δίχασε τιςCNT/FAI τόσο τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όσο και μεταγενέστερα.
Πολλές όμως από τις επιλογές των αναρχικών βρέθηκαν στη δίνη της κριτικής, είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά το τέλος του εμφυλίου. Τα κεντρικά σημεία της κριτικής, αφορούσαν την απουσία στρατηγικής, την αδυναμία αντιμετώπισης των πολιτικών ανταγωνισμών και μηχανορραφιών, την αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση της οργάνωσης και την απειρία ή την ανεπάρκεια των στελεχών. Πάντως, το κεντρικότερο ερώτημα που συζητήθηκε, συζητιέται και πιθανώς θα συνεχίσει να συζητιέται είναι η συνεργασία των αναρχικών τωνCNT/FAI με τα δημοκρατικά κόμματα. Ποιος ήταν ο σκοπός αυτής της συνεργασίας; Έπρεπε ο πόλεμος να έχει επαναστατικό χαρακτήρα και όχι μόνο αντιφασιστικό; Ήταν σωστές οι παραχωρήσεις προς το κράτος;
Ο ρόλος των διεθνών δυνάμεων
Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι η ουδετερότητα των δυτικών δημοκρατιών, σε συνδυασμό με την αμέριστη υποστήριξη του Φράνκο από τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, υπήρξε ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για την έκβαση της σύγκρουσης. Από τη μία πλευρά λοιπόν, έχουμε τη στήριξη του Φράνκο, με άφθονο πολεμικό υλικό, στρατιωτικούς συμβούλους και χιλιάδες στρατιώτες από τα φασιστικά καθεστώτα της Γερμανίας, Ιταλίας και Πορτογαλίας. Από την άλλη πλευρά, η Βρετανία και η Γαλλία κράτησαν ουδέτερη στάση, την οποία επιχείρησαν να επιβάλουν και στα άλλα κράτη-μέλη της Κοινωνίας των Εθνών, με το Σύμφωνο Μη Επέμβασης στον ισπανικό εμφύλιο, από όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Σοβιετικής Ενωσης. Συγχρόνως, απαγόρευσαν τις πωλήσεις πολεμικού υλικού, πρώτων υλών και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης στην Ισπανία, στερώντας έτσι από τη Δημοκρατία τη δυνατότητα να βρει τα απαραίτητα για την άμυνα της προϊόντα στη διεθνή αγορά. Στην πράξη, όμως, βρετανικές και αμερικανικές εταιρίες συνεργάζονταν με τους Εθνικιστές, προμηθεύοντάς τους ξένο συνάλλαγμα, πρώτες ύλες, τρόφιμα, πετρέλαιο και πολεμικό υλικό.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η στάση των δημοκρατικών δυτικών δυνάμεων οφειλόταν στην πολιτική κατευνασμού που ακολουθούσαν τα κράτη τη δεκαετία του ’30, απέναντι στην επιθετική εξωτερική πολιτική της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας. Προκειμένου να αποφύγουν έναν νέο πόλεμο, αποδέχτηκαν ή έμειναν αδρανή απέναντι στα σχέδια των φασιστικών δυνάμεων. Σημαντικό ρόλο, επίσης, έπαιξαν και οι ιδεολογικές προκαταλήψεις των βρετανικών και γαλλικών δυνάμεων. Ο αντικομμουνισμός αποτέλεσε βασικό συστατικό της πολιτικής κατευνασμού: βρετανοί διπλωμάτες και στρατιωτικοί αντιμετώπιζαν τη Σοβιετική Ένωση σαν σημαντικότερη απειλή από τη Γερμανία. Και, φυσικά, οι ευρωπαϊκές ελίτ δεν θα ήθελαν με τίποτα να δουν να πετυχαίνει μια κοινωνική επανάσταση. Την ίδια στιγμή, η Σοβιετική Ένωση έπαιξε τον γνωστό της ρόλο. Έστειλε βοήθεια σε στρατιωτικό υλικό, αλλά και στρατιωτικούς συμβούλους, κομισάριους δηλαδή, με στόχο τον έλεγχο της Δημοκρατίας. Έτσι, «η αποκλειστική εξάρτηση της Δημοκρατίας από τον σοβιετικό ανεφοδιασμό την έκανε επιρρεπή στις παρεμβάσεις της Μόσχας». Η συγκρότηση του Λαϊκού Στρατού ήταν άλλο ένα ζήτημα έντασης στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Η αντικατάσταση των πολιτοφυλακών από έναν οργανωμένο στρατό είχε ως αποτέλεσμα την υπονόμευση της επαναστατικής διαδικασίας και την περιθωριοποίηση των αναρχοσυνδικαλιστών.Το σύνθημα της σοβιετικής πολιτικής στην Ισπανία, ήταν «πρώτα ο πόλεμος» και όχι η επανάσταση, κάτι που δικαιολογούσε τη δημιουργία τακτικού στρατού.
Μπορούμε να συνοψίσουμε τα αίτια της ήττας σε τρία σημεία: την αδυναμία του κράτους να κατανοήσει τη λαϊκή βούληση, την πολιτική μη επέμβασης που ακολούθησαν οι δυτικές δημοκρατίες και τέλος την παρέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης που στο τέλος έπληξε το ηθικό του λαού. Τέλος, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και ότι η ευρωπαϊκή εργατική τάξη δεν πρόσφερε την βοήθεια που χρειαζόταν. Πέρα από κάποιες αποστολές χρημάτων, υλικών και εθελοντών, δεν κατάφερε να επηρεάσει την πολιτική των κατά τόπους κυβερνήσεων σε σχέση με την Ισπανία.
Η εμπειρία της ήττας
Η εμπειρία της ήττας ήταν οδυνηρή για την παράταξη των Δημοκρατικών. Οι φασιστικές δυνάμεις αντιμετώπισαν ιδιαίτερα σκληρά τους ηττημένους του εμφυλίου με βασανισμούς, φυλακίσεις, εκτελέσεις, και ειδικά τις γυναίκες που, πέρα από τις εκτελέσεις και τις φυλακίσεις, αρκετές έχασαν τα παιδιά τους, που δόθηκαν για υιοθεσία σε οικογένειες στρατιωτικών και φαλαγγιτών, άλλες έγιναν στόχος ψυχιατρικών πειραμάτων, αντικείμενα δημόσιου εξευτελισμού ή θύματα βιασμών. Όπως σε όλες τις ηττημένες επαναστάσεις, η αστική τάξη επανέρχεται με φοβερά βίαια αντίποινα – αρκεί να θυμηθούμε την Παρισινή κομμούνα ή τη Χιλή του Αλιέντε. Και αυτό επειδή: «συνολικά η φρανκική καταστολή εξέφραζε, από τη μία πλευρά, την εκδίκηση των παραδοσιακών ελίτ της χώρας για την αμφισβήτηση της εξουσίας και των προνομίων τους και, από την άλλη, τον φόβο των ίδιων των ελίτ για μια ενδεχόμενη επανάληψη αυτής της αμφισβήτησης, για την επιστροφή των ‘κόκκινων’».
Μερικές σκέψεις με αφορμή τον ισπανικό εμφύλιο
Τελειώνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ σε μερικές σκέψεις με αφορμή τα γεγονότα της Ισπανίας. Από την πρώτη στιγμή της ανάγνωσης του βιβλίου, η σκέψη μου γυρνούσε επίμονα σε δύο, περίπου αντίστοιχες, στιγμές της ιστορίας: τη Ρώσικη Επανάσταση του 1917 και το πραξικόπημα της Χιλής το 1973. Προσπαθούσα να συγκρίνω καταστάσεις και γεγονότα, να βρω συμπτώσεις και αποκλίσεις και να δω αν τελικά θα μπορούσαν να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα. Παραθέτω μερικούς από αυτούς τους προβληματισμούς.
Η πρώτη παρατήρηση έχει να κάνει με την προετοιμασία ενός κόμματος, μιας οργάνωσης, ενός συνδικάτου ή ενός μέρους του λαού. «Τι έπρεπε να κάνουν η CNT και η FAI, οι οποίες είχαν καλλιεργήσει συστηματικά το όραμα της επανάστασης επί δεκαετίες, αλλά τελικά αποδείχτηκαν σχεδόν το ίδιο απροετοίμαστες με τις κυβερνητικές αρχές όταν ξέσπασε η κρίση κι όταν βρέθηκαν να ελέγχουν τη διοίκηση και τις ένοπλες πολιτοφυλακές;» αναρωτιέται ο συγγραφέας. Επίσης, παραθέτει τη μαρτυρία ενός εργάτη, του Μπαρτόλο Χιμένεθ: «Μας έλειπε η προετοιμασία σε πολλά πράγματα. Πρώτα πρώτα να είμαστε προετοιμασμένοι για μια επανάσταση, για την ενοποίηση των εργατών και την κολεκτιβοποίηση της βιομηχανίας. Όλα τούτα στην πραγματικότητα τα αγνοούσαμε. Αφού όποιος δεν ήταν αναλφάβητος ήταν ημιαναλφάβητος».Υποψιάζομαι ότι κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και στη Ρώσικη Επανάσταση με τον «πολεμικό κομμουνισμό» και τα 5ετή πλάνα. Υποθέτω, λοιπόν, πως όσο προετοιμασμένος και αν νομίζεις ότι είσαι, είναι σχεδόν αδύνατον να διαθέτεις απαντήσεις για όλα τα ζητήματα, που μάλιστα θα προκύψουν σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες – όπως στις δύο περιπτώσεις των εμφυλίων πολέμων ή, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Χιλής, τα λοκ άουτ των μικρών και μεγάλων επιχειρηματιών. Οι επιλογές που γίνονται σε τέτοιες περιόδους μπορεί να είναι εκτός της λογικής και των αξιών σου, λόγω του ότι καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες των περιστάσεων. Η είσοδος των Ισπανών αναρχικών στην κεντρική κυβέρνηση αλλά και στις κατά τόπους περιφέρειες είναι μια τέτοια περίπτωση. Νομίζω ότι και ο Τρότσκι, αντίστοιχα, δεν θα ένιωθε και τόσο περήφανος για τις σφαγές του Κόκκινου Στρατού.
Ένα άλλο κρίσιμο σημείο είναι η αποφασιστικότητα που πρέπει να υπάρχει σε τέτοιες συνθήκες. Στον Ισπανικό εμφύλιο, με την έναρξη του πραξικοπήματος, ο λαός, σε αντίθεση με την ηγεσία των Δημοκρατικών που έλπιζε σε κάποιον συμβιβασμό, ήταν αποφασισμένος να πάρει τα όπλα και να υπερασπιστεί τη δημοκρατική κυβέρνηση. Η πίεση που άσκησε, σε συνδυασμό με την ετοιμότητα των αναρχικών, έσωσε αρχικά την δημοκρατική κυβέρνηση. Αντίστοιχα, στην Οκτωβριανή επανάσταση, οι εργάτες και οι στρατιώτες, μέσα από τις επιτροπές των σοβιέτ, ήταν αυτοί που αντιστεκόντουσαν στις πελαγοδρομήσεις των πολιτικών ηγεσιών, φυσικά και των μπολσεβίκων. Για καλή τους τύχη, αυτοί δεν χρειάστηκε να πάρουν τα όπλα, γιατί, πολύ απλά, τα είχαν. Στο βιβλίο του Οκτώβρης, ο ChinaMievilleακολουθεί τα γεγονότα της Ρώσικης Επανάστασης, μήνα με το μήνα, έναν χρόνο πριν την εξέγερση του Οκτώβρη. Παραθέτω δύο αποσπάσματα ώστε να κατανοήσουμε το κλίμα στις τάξεις των μπολσεβίκων πριν τα γεγονότα:
«τις πρώτες ώρες της ημέρας, η Κεντρική Επιτροπή των μπολσεβίκων έστειλε τον Μ.Α.Σαβέλιεφ στην ντάτσα του Μποντς-Μπρούεβιτς για να ειδοποιήσει τον Λένιν να επιστρέψει. Στις 4 το πρωί, διένειμαν εσπευσμένα ένα τυπωμένο φυλλάδιο που συνέταξε ο Στάλιν, το οποίο, αν μη τι άλλο, επεδίωκε να τονίσει τη σχέση τους με τα γεγονότα. Με φρασεολογία μεσοβέζικης ασάφειας –‘‘Καλούμε το κίνημα…να γίνει μια ειρηνική, οργανωμένη έκφραση της θέλησης των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών του Πέτρογκαρντ’’- εμφάνιζε ενότητα όσον αφορά τον στόχο και την ανάλυση, μια δύναμη επιρροής, που όμως το κόμμα δεν την είχε. Παίζοντας το παιχνίδι της συμπόρευσης με τα γεγονότα, οι μπολσεβίκοι, οι οποίοι ένιωθαν πως δεν είχαν άλλη επιλογή, έδωσαν στη Στρατιωτική Οργάνωση αυτό που ήθελε, το ελεύθερο δηλαδή να γίνει μέρος των γεγονότων, όποια κι αν ήταν αυτά. Φυσικά, τώρα που είχε αλλάξει η γραμμή του κόμματος, η εντολή των Ζινόβιεφ και Κάμενεφ στην Πράβντα να μην ταχθεί υπέρ της κινητοποίησης ήταν κάτι χειρότερο από αναποτελεσματική: ήταν ντροπιαστική. Δεν υπήρχε όμως ούτε χρόνος ούτε διαύγεια για να την αντικαταστήσουν. Και ποιος θα μπορούσε να είναι σίγουρος για το τι ακριβώς θα έπρεπε να βάλουν στη θέσης της; Ποια ήταν η κατεύθυνση του κόμματος; Καθώς δεν υπήρχαν οι απαντήσεις, οι επίμαχες λέξεις απλώς κόπηκαν. Στις 4 του μηνός, τη δεύτερη και πιο βίαιη από τις Μέρες του Ιούλη, κυκλοφόρησε η Πράβντα, και το κέντρο της πρώτης σελίδας της ήταν κενό. Μια άσπρη, δίχως κείμενο, τρύπα».
Και το δεύτερο απόσπασμα:
«Ο Κάμενεφ και οι απογοητευμένοι σύντροφοί του θέλησαν να εκφράσουν τη διαφωνία τους στη Ραμπότσι πουτ. Η εφημερίδα όμως αρνήθηκε να δημοσιεύσει το κείμενό τους, παρότι παρακάλεσαν. Δίχως κομματική διέξοδο, αλλά με την υποστήριξη του Ζινόβιεφ, ο Κάμενεφ απευθύνθηκε αλλού. Η εφημερίδα του Γκόρκι, η Νόβαγια ζιζν, κυμαινόταν πολιτικά κάπου ανάμεσα στην αριστερά των εσέρων και στους ίδιους τους μπολσεβίκους. Λίγο πιο απαισιόδοξη από αυτούς, είχε υιοθετήσει μια σταθερή γραμμή κατά της ‘‘πρόωρης’’ εξέγερσης. Και εκεί, στη Νόβαγια ζιζν, ο Κάμενεφ δημοσίευσε ένα τρομερά επιθετικό κείμενο. ‘‘Το να πάρουμε πάνω μας την πρωτοβουλία της ένοπλης εξέγερσης την τωρινή στιγμή’’ έγραψε, ‘‘μ’ αυτόν τον συσχετισμό δυνάμεων, ανεξάρτητα και μερικές μέρες πριν το Συνέδριο των Σοβιέτ, θα ήταν διάβημα απαράδεκτο, επικίνδυνο για το προλεταριάτο και την επανάσταση’’».
Αυτά διαδραματίζονται μέρες και ώρες πριν την ανάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Αντίθετα, η διστακτικότητα του Αλλιέντε, μέχρι την τελευταία στιγμή και παρά τις εκκλήσεις των στενών του συντρόφων να εξοπλίσει τα συνδικάτα, είχε κακή κατάληξη, επειδή δεν βρέθηκε εκείνες τις κρίσιμες στιγμές του πραξικοπήματος μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων να παρακούσει τις εντολές και να υπερασπιστεί τη δημοκρατία. Το παράδοξο της ιστορίας είναι πως ο Αλλιέντε, που μέχρι τελευταία στιγμή αρνιόταν να δώσει όπλα στους εργάτες για να υπερασπιστούν την κυβέρνηση, σε μία από τις πιο γνωστές φωτογραφίες του, απεικονίζεται με το κράνος και το πιστόλι στο χέρι έξω από το προεδρικό μέγαρο. Λέγοντας αυτά, προφανώς δεν σας προτρέπω να έχετε ένα πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι. Το κύριο είναι η αποφασιστικότητα που πρέπει να καλλιεργείται στον κόσμο, έτσι ώστε την κρίσιμη στιγμή να μην αμφιταλαντεύεται στους συμβιβασμούς που κάνουν συνήθως οι ηγεσίες του.
Τέλος, νομίζω ότι πολύ κρίσιμος παράγοντας είναι ο διεθνής χαρακτήρας μιας επανάστασης. Ενώ τέτοιες συγκρούσεις διεξάγονται σε περιορισμένο έδαφος, όπως μία χώρα, στην ουσία επεκτείνονται εκτός των συνόρων. Όπως και στον Ισπανικό εμφύλιο, ενώ τα στρατόπεδα σε πρώτο επίπεδο ήταν δύο, οι φασίστες και οι δημοκράτες, σε δεύτερο επίπεδο υπήρχε μια μη ορατή, αλλά ίδιας ή σημαντικότερης σημασίας σύγκρουση, με έντονο το ταξικό στοιχείο, που καθόρισε και τον τρόπο παρέμβασης των μεγάλων δυνάμεων. Καμία από αυτές δεν θα ήθελε να δει να κερδίζει μια κοινωνική επανάσταση. Αντίθετα, αν και θα ήταν προτιμότερο μια κυβέρνηση αποτελούμενη αποκλειστικά από κεντροαριστερές δυνάμεις, είναι σίγουρο ότι προτιμούσαν τον Φράνκο από τους αναρχικούς. Το ίδιο φυσικά ίσχυσε τόσο στην Οκτωβριανή επανάσταση όσο και στην κυβέρνηση της Χιλής.
Θα μπορούσαμε, τελικά, να αναρωτηθούμε: αν οι συνθήκες για μια κοινωνική επανάσταση είναι τόσο δύσκολες και ο αντίπαλος τόσο ισχυρός και εκδικητικός κάθε φορά που κερδίζει, έχει σημασία να προσπαθούμε για μεγάλης κλίμακας αλλαγές; Ή είναι προτιμότερες κάποιες μικρές κατακτήσεις που δεν αμφισβητούν το κυρίαρχο, αλλά βελτιώνουν λίγο τις συνθήκες για την εργατική τάξη; Τι μπορεί να κερδίσει κάποι@ πέρα από δυσκολίες, απογοητεύσεις και, πολλές φορές, θανάτους;
Θα κλείσω με τη συνομιλία δύο αγωνιστών του Ισπανικού εμφυλίου, έτσι όπως την αφηγείται ο Γκιγιαμόν στην τελευταία του συνάντηση με τον Αμπέλ Πας.
«Μιλήσαμε ξανά, όπως κάναμε πάντα, για τον πόλεμο και την επανάσταση. Και γιατί και πώς όλα χάθηκαν. Μετά από μια μακρόσυρτη σιωπή ψιθύρισε: “Δεν έχει σημασία. Επειδή η χαρά και η ελευθερία που ζήσαμε σε ένα δεκαπενθήμερο της επανάστασης αποτελούν επαρκή δικαίωση για μια ολόκληρη ζωή εξαθλίωσης και απογοητεύσεων”».