Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη
Στις 2.8.1924 διεξήχθη στο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης μια, κάπως, ασυνήθιστη δίκη. Κατηγορούμενοι ήταν αξιωματικοί και άνδρες του Τάγματος Δημοκρατικής Φρουράς Θεσσαλονίκης, που στις 17.7 είχαν επιτεθεί και καταστρέψει τα γραφεία και τα τυπογραφεία των εφημερίδων «Ταχυδρόμος» και «Ημερησία».[1] Η επίθεση και τα όσα σχετίζονται μ’ αυτή είναι ένα ακόμη δείγμα του θνησιγενούς χαρακτήρα της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Τα τάγματα αυτά (αναφέρονται κι ως Δημοκρατικά Τάγματα ή Τάγματα Φρουράς) ήταν ιδιότυποι (παρα)στρατιωτικοί σχηματισμοί, δημιουργήματα της στρατιωτικής επανάστασης του 1922.[2] Διοικούνταν, μεν, από αξιωματικούς του στρατού που υπάγονταν στους κατά τόπους στρατιωτικούς διοικητές, οι άνδρες τους όμως δεν ήταν κληρωτοί αλλά εθελοντές (ένα είδος μισθοφόρων).[3] Είχαν κύρια αποστολή την εσωτερική ασφάλεια, δηλ. αστυνομικά καθήκοντα, και στη διάρκεια της δικτατορίας του Θ. Πάγκαλου (1925-1926) αποτέλεσαν τους πραιτωριανούς του καθεστώτος, αν και στο τέλος συνέβαλαν στην ανατροπή του καθώς οι επικεφαλής τους συνεργάστηκαν με τον Γ. Κονδύλη.[4]
Στη Θεσσαλονίκη, τώρα, στις 17.7.2012 δυο αντιπολιτευόμενες (φιλομοναρχικές) εφημερίδες ο «Ταχυδρόμος της Βορείου Ελλάδος» και η «Ημερησία» δημοσίευσαν ένα παρόμοιο κομμάτι, που έλεγε ότι ο Θ. Πάγκαλος «μετεκάλεσεν τον αντισυνταγματάρχην Καρακούφην διοικητήν του τάγματος φρουράς Θεσ)νίκης και ευνοούμενόν του εις τον οποίον προτίθεται να αναθέση την διοίκησιν του τάγματος Λέσβου. Οι αξιωματικοί όμως αρνούνται να τον δεχθούν διότι η ηθική του ως στρατιώτου είνε εις άκρον επιλήψιμος».[5] Τα σχόλια αυτά, που είχαν ως κύριο στόχο τον Πάγκαλο, θεωρήθηκαν προσβλητικά από αξιωματικούς και άνδρες του τάγματος κι έτσι μετά τα μεσάνυχτα επιτέθηκαν εναντίον του «Ταχυδρόμου» (στην οδό Δεσπεραί) και της «Ημερησίας» (στην οδό Τσιμισκή). Από τις επιθέσεις τραυματίστηκαν ελαφρά δυο τυπογράφοι (Στεφ. Κουσίδης και Στυλ. Αναγνώστου) κι ένας διορθωτής (Θεόδ. Οικονόμου) στον «Ταχυδρόμο», σοβαρότερα άλλοι τρεις τυπογράφοι (Ευκλ. Προκοπίδης, Χαρίλ. Σωτηριάδης και Σ. Παπαγεωργίου) στην «Ημερησία» όπου ξυλοκοπήθηκαν επίσης ένας συντάκης (Δ. Σουλτάνης) κι ένας διορθωτής (Αλ. Κωνσταντινίδης). Οι τραμπούκοι προκάλεσαν και υλικές ζημιές σπάζοντας τζάμια, τραπέζια κι «εν μάρμαρον της σελιδοποιήσεως», καθώς και τυπογραφικά στοιχεία αλλά και στοιχειοθετημένες σελίδες των δύο εφημερίδων και της γαλλόφωνης «Εντεπαντάν» που τυπωνόταν στο τυπογραφείο της «Ημερησίας».[6]
Οι επιθέσεις προκάλεσαν ισχυρές αντιδράσεις. Καταδικαστικές ανακοινώσεις εξέδωσαν ο Σύνδεσμος Επαγγελματικών Οργανώσεων Θεσσαλονίκης, η Δημοκρατική Ένωσις Θεσσαλονίκη, η Φιλελευθέρα Μακεδονική Νεότης,[7] ενώ σε ημερήσια διαταγή του (18.7) ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, υπό τις διαταγές του οποίου τελούσε τυπικά το τάγμα, στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος (πρόεδρος του στρατοδικείου στη «Δίκη των Έξι» πριν δυο χρόνια), τόνιζε: «Δεν ευρίσκω λέξεις να στιγματίσω και καυτηριάσω την πράξιν ταύτην δι’ ην γνωρίζω ότι άτεγκτος θέλει επιπέση ο της δικαιοσύνης πέλεκυς επί των δραστών ανηκόντων εις το στράτευμα ούτινος κυρία αποστολή είναι η περιφρούσησις δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών».[8]
Αντιδράσεις, βέβαια, είχαμε κι από τους άμεσα πληττόμενους. «Σήμερον 18 Ιουλίου ημέραν Παρασκευήν και ώραν 11 π.μ. συνελθόντες εις έκτακτον συνέλευσιν οι Διευθυνταί των Εφημερίδων Θεσσαλονίκης, τα μέλη της Ενώσεως Συντακτών, οι αντιπρόσωποι της Ενώσεως Τυπογράφων και του Εργατικού Κέντρου […]
1ον) Εκφράζουν ομοθύμως τον πόνον και την αγανάκτησίν των εναντίον του αποτροπαίου κακουργήματος.
2ον) Διαμαρτύρονται εντονώτατα προς την Κυβέρνησιν, την Εθνοσυνέλευσιν και όλας τα συναδελφικάς τάξεις απάσης της Ελλάδος κατά των ανηκούστων τούτων βανδαλισμών, των οποίων θύμα πίπτει συχνάκις ο τύπος και η αθώα τάξις των βιοπαλαιστών.
3ον) Αξιούν την άμεσον σύλληψιν και παραδειγματικώς αυστηράν τιμωρίαν των αμέσων και εμμέσων αυτουργών της στυγεράς επιθέσεως, την ταχείαν αποζημίωσιν των παθόντων εργατών και τυπογραφείων και την λήψιν μέτρων διά την περιφρούρησιν της ζωής και της περιουσίας όλων των εργατών του τύπου.
4ον) Κηρύσσουν 24ωρον αργίαν των εφημερίδων εις ένδειξιν διαμαρτυρίας και πένθους και
5ον) Αναθέτουν εις Επιτροπήν όπως διαβιβάση το παρόν ψήφισμα προς την Γεν. Διοίκησιν, τον Πρόεδρον της Εθνοσυνελεύσεως, τους βουλευτάς Μακεδονίας, τους υπουργούς Εσωτερικών, Στρατιωτικών και Εννόμου Τάξεως, τον Αθηναϊκόν Τύπον, την Ένωσιν Συντακτών Αθηνών και την Ομοσπονδίαν Τύπου Αθηνών.
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ: Ι. Κούσκουρας (Ν. Αλήθεια), Π. Λούβαρης (Μακεδονικά Νέα), Δ. Ηλιάδης (Ημερησία), Α. Περίδης (Μακεδονία), Φ. Τριανταφυλλίδης (Ταχυδρόμος), Α. Θεοδωρίδης (Εφ. Βαλκανίων και Ένωσις Συντακτών), Η. Βεϋσή (Ελ Πουέβλο), Μ. Μπεσαντζής (Εντεπαντάν), Γ. Παπανικολάου (Εργατικού Κέντρου), Κ. Ασπρόπουλος (Ένωσις Τυπογράφων)».[9]
Πέρα, όμως, από το κοινό κείμενο υπήρχαν και ξεχωριστά, με κάποιες διαφοροποιήσεις. Έτσι η Ένωσις Συντακτών Θεσσαλονίκης, σε ψήφισμα που υπογράφουν ο διευθύνων σύμβουλος Ν. Σήφακας και ο γραμματεύς Θ. Ρηγίνος, μεταξύ των άλλων «3) Εξαιτείται την ενέργειαν των σχετικών ανακρίσεων υπό των πολιτικών δικαστηρίων […] 5) Ζητεί την ταχείαν αποζημίωσιν των παθόντων συντακτών και εργατών και την παροχήν συντάξεως εις τας οικογενείας των ενδεχομένως να υποκύψουν εις τα σοβαρά τραύματά των, ή να καταστούν ανίκανοι προς εργασίαν […] 7) Κηρύττει εν διωγμώ τον δημοσιογραφικόν κόσμον και εις ένδειξιν διαμαρτυρίας απέχει πάσης εργασίας μέχρι πλήρους ικανοποιήσεως των ως άνω αιτημάτων». Στο δικό τους κοινό ψήφισμα η Ένωσις Τυπογράφων (υπογράφει ο γραμματέας Δημητριάδης) και το Διεθνές Σωματείον (Χαΐμ Σολτιέλ), ζητούν επιπλέον «διάλυσιν τάγματος Ασφαλείας» και κηρύσσουν «απεργίαν εργατών τύπου Θεσσαλονίκης μέχρις ολοκληρωτικής αποδοχής ανωτέρων».[10]
Τελικά, οι εφημερίδες δεν θα εκδοθούν για τρεις ημέρες (αν και την τελευταία μέρα έσπασε την απεργία «Το Φως» του Δημ. Ρίζου), γι’ αυτό και τα σχετικά δημοσιεύματα αρχίζουν στις 22.7. Κι ενώ οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες (παρά την καταδίκη των επιθέσεων) προσπαθούν να διαψεύσουν την ύπαρξη πολιτικών κινήτρων μιλώντας για «ανεγκέφαλους» κλπ., ο στρατηγός Οθωναίος απορρίπτει την διάλυση των ειδικών αυτών ταγμάτων, συνεπικουρούμενος κι από τον αστυνομικό διευθυντή χωροφυλακής Καράμπελα «όστις προσέθεσεν ότι η εμπέδωσις της ασφαλείας οφείλεται κατά μέγιστον μέρος εις το Τάγμα εθελοντών». Παράλληλα, υπάρχουν και μηνύσεις εναντίον εφημερίδων και πιο συγκεκριμένα της γαλλόφωνης «Ενφορμασιόν» γιατί «περιέχει δεινόν υβρεολόγιον κατά του Τάγματος Φρουράς» και της, συνηθισμένης στις διώξεις, «Φωνής του Εργάτου» επειδή έγραψε «περί φυγαδεύσεως των δολοφόνων», όπως δηλώνει ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού.[11] Άσχετη, μεν, με την υπόθεση ενδεικτική, δε, του κλίματος ήταν και η μήνυση που υποβλήθηκε λίγες μέρες αργότερα «κατά της Ισραηλιτικής εφημερίδος “Αβάντι” επί κλοπή και αναδημοσιεύσει εμπιστευτικής περί κομμουνιστών διαταγής του Α΄ Σώματος Στρατού».[12]
Την υπόθεση θα αναλάβει, παρά τις ενστάσεις, η στρατιωτική δικαιοσύνη κι έτσι, δυο βδομάδες μετά τις επιδρομές επτά άτομα θα οδηγηθούν ενώπιον του Γ΄ Διαρκούς Στρατοδικείου (αν λάβουμε υπόψη ότι ο ένας παραπέμφθηκε για ηθική αυτουργία, μάλλον κάποιοι φυσικοί αυτουργοί, ή έστω συναυτουργοί, τη… σκαπούλαραν). Κατηγορούμενοι ήταν οι «ταγματάρχης πεζικού Κ. Περιστέρης, υποδιοικητής του Τάγμ. Φρουράς [ο διοικητής, για τα δημοσιεύματα εναντίον του οποίου έγινε όλη η φασαρία, έλειπε στην Αθήνα την ημέρα των βανδαλισμών] και οι λοχίαι Σάββας Μαυρομάτης, Εμ. Καπνιάς οι δεκανείς Γεώργ. Κοτσάνος, Φ. Φωτακίδης, Καμπέρης Ιωάν. και ο στρατιώτης Ιωάννου Ηλίας άπαντες του τάγμ. Φρουράς». Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο Αλ. Ωρολογάς, συντάκτης του «Ταχυδρόμου» (και στα χρόνια της Κατοχής διευθυντής της ναζιστικής «Απογευματινής»),[13] «όστις αφού διηγείται τα συμβάντα αποδίδει την επίθεσιν εις… πολιτικά ελατήρια!», κάτι το οποίο δεν υποστηρίζουν κάποιοι άλλοι μάρτυρες, «οι πλείστοι» κατά τα «Μακεδονικά Νέα» (που αυτός είναι ο καημός τους).[14]
Στην απολογία του ο Περιστέρης παραδέχτηκε ότι «εκάλεσεν τον λοχίαν Μαυρομάτην και του είπε να πάρη μερικούς ακόμη και να πάη “να δώση κανά δύο χαστούκια” εις τους διευθυντάς των δύο εφημερίδων». Ο Μαυρομάτης αφού επιβεβαιώνει πως ο ταγματάρχης «τον διέταξε να κτυπήση τους διευθυντάς των εφημερίδων», κατόπιν λέει πως «εγίναμε λοιπόν δύο ομάδες και κατηυθύνθημεν εις τα γραφεία των» (αυτός ήταν ο επικεφαλής της επίθεσης στον «Ταχυδρόμο»). Στην ερώτηση, δε, του προέδρου του στρατοδικείου «και αν σου έλεγεν ο διοικητής σου να τους κόψης τα κεφάλια θα τάκοβες;», απαντά μονολεκτικά: «Μάλιστα!». Ο Καπνιάς, ο άλλος λοχίας που ηγήθηκε της επίθεσης στην «Ημερησία», σε σχετική ερώτηση τι θα έκαναν αν έβρισκαν τον διευθυντή της εφημερίδας δηλώνει: «Θα τον χτυπούσαμε λίγο μόνο». Τέλος, οι υπόλοιποι «κατηγορούμενοι απολογούνται λέγοντες, ότι διετάχθησαν να ενεργήσουν, ως ενήργησαν». Ο επίτροπος του στρατοδικείου αφού δηλώνει «ότι η ενοχή διεπιστώθη και εκ της απ’ ακροατηρίου διαδικασίας και εκ της ομολογίας των ίδιων κατηγορούμενων», τα ελατήριά τους «όμως δεν τα θεωρεί ούτε ιδιοτελή ούτε ποταπά, αλλά μάλλον αλληλεγγύης προς τον υβριζόμενον διοικητήν των», προτείνει «να γίνη δεκτή μετρία σύγχυσις». [15]
Στη «σύγχυση», φαίνεται, ότι δίνεται το βάρος της υπόθεσης (καθώς για τα γεγονότα δεν υπάρχουν αμφιβολίες). Η υπεράσπιση ζητεί «να αθωωθούν οι κατώτεροι ως εκτελέσαντες διαταγάς ανωτέρων των, διά δε τον Περιστέρην […] ζητεί την αποδοχήν πλήρους συγχύσεως και την πλήρην απαλλαγήν». Δημοσίευμα των «Μακεδονικών Νέων» την ημέρα της δίκης ανέφερε: «Η γενομένη επίθεσις, ήτις διελαλήθη ανά το Πανελλήνιον και της οποίας τόσο οργιαστική πολιτική εκμετάλλευσις εγένετο, ένεκα της οποίας δε κατά μέγα μέρος προεκλήθη η πτώσις της Κυβερνήσεως Παπαναστασίου, εξηκριβώθη ότι δεν είχε ταπεινά πολιτικά τα ελατήρια. Άλλα ήσαν τα ελατήρια αυτής, ολιγώτερον αγενή και περισσότερον ανθρωπινά. […] Δεινή ύβρις εξετοξεύθη κατά του Διοικητού του, τον οποίον και ανεπλήρου απόντος. Και ο ήρεμος και χριστιανικός άνθρωπος, ο ξένος προς πάσαν στρατιωτικήν παραφοράν, ο δόκιμος συγγραφεύς ιστορίας και διακεκριμένος επιτελικός αξιωματικός εξέστη σχεδόν τας φρένας. Και εν τη πλήρει συγχύσει του ηθέλησε να αποκαταστήση την δικαιοσύνην και έδωκε την μοιραίαν διαταγήν προς τους αξέστους οπλίτας. Και αυτοί όργανα τυφλά της στρατιωτικής πειθαρχίας, ίσως δε και κινούμενα εκ της αγάπης και του σεβασμού προς τον δεινώς υβρισθέντα διοικητήν των διέπραξαν τους βανδαλισμούς, τους οποίους διέπραξαν».[16]
Το στρατοδικείο, όμως, δεν δέχτηκε ούτε τη μέτρια σύγχυση που πρότεινε ο επίτροπος κι έτσι καταδίκασε τον ταγματάρχη Περιστέρη σε «εξαετή ειρκτήν» (έναντι τεσσάρων ετών της εισαγγελικής πρότασης), τον λοχία Μαυρομάτη σε τρισήμισι χρόνια (τρία ήταν η πρόταση του επιτρόπου) και τους υπόλοιπους σε δυόμισι χρόνια φυλάκιση (όσα είχε προτείνει κι ο επίτροπος). [17] Εντούτοις, οι καταδικασμένοι δεν εξέτισαν τις ποινές τους καθώς σε λίγο αμνηστεύθηκαν.[18]
Στην όλη ιστορία της δίκης υπάρχει και μια σημαντική λεπτομέρεια. Μεταξύ των έξι αξιωματικών που κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης, βασικά του υποδιοικητή του τάγματος, περιλαμβάνονται και τέσσερις ταγματάρχες που όλοι θα αποταχθούν μετά το κίνημα του ’35 στο οποίο συμμετείχαν κι επίσης θα έχουν σημαντική, αλλά διαφορετική, δραστηριότητα στα χρόνια της Κατοχής: ο Αλκιβιάδης Μπουρδάρας (διοικητής της ΙΙ ταξιαρχίας στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής),[19] ο Δημήτριος Ψαρρός (στρατιωτικός ηγέτης της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΚΚΑ που αιχμαλωτίσθηκε και δολοφονήθηκε από δυνάμεις του ΕΛΑΣ το 1943), ο Χριστόδουλος Τσιγάντες (διοικητής του Ιερού Λόχου) κι ο Γεώργιος Πούλος (διαβόητος δωσίλογος και εγκληματίας πολέμου, ιδρυτής τάγματος που ουσιαστικά εντάχθηκε στη Βέρμαχτ και την ακολούθησε στην υποχώρησή της, ένας από τους ελάχιστους που εκτελέστηκαν μετά τη σχετική καταδίκη από Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων).
Παραπομπές:
[1] Μακεδονία, 3.8.1924.
[2] Μακεδονία, 22.7.1924.
[3] Κώστας Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1921-1944), Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 53.
[4] Στέφανος Σαράφης, Άπαντα, τόμ. Β΄: Ιστορικές αναμνήσεις (από τα παιδικά χρόνια ως την κατοχή), Σύγχρονο Βιβλίο, Αθήνα 1964, σ. 300.
[5] Μακεδονικά Νέα, 22.7.1924.
[6] Μακεδονία, Μακεδονικά Νέα & Νέα Αλήθεια, 22.7.1924.
[7] Μακεδονία & Μακεδονικά Νέα, 22.7.1924.
[8] Νέα Αλήθεια, 22.7.1924.
[9] Μακεδονία & Μακεδονικά Νέα, 22.7.1924.
[10] Μακεδονία, 22.7.1924.
[11] Μακεδονία & Μακεδονικά Νέα, 22.7.1924.
[12] Μακεδονικά Νέα, 30.7.1924.
[13] Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1921-1944), ό.π., σ. 218.
[14] Μακεδονικά Νέα, 3.8.1924.
[15] Μακεδονικά Νέα, 3.8.1924.
[16] Μακεδονικά Νέα, 2.8.1924.
[17] Μακεδονία, Μακεδονικά Νέα & Νέα Αλήθεια, 3.8.1924.
[18] Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1921-1944), ό.π., σ. 53.