Αφιέρωμα 2012: Θα κτίσω στους τάφους σας! Αντιπαράθεση για την τύχη των μουσουλμανικών νεκροταφείων (1921)

Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη

 

Στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης της 13ης Οκτωβρίου 1921, το βασικό θέμα ήταν σε ποιον φορέα ανήκουν τα μουσουλμανικά κοιμητήρια, που βρίσκονταν περίπου στον χώρο της σημερινής ΔΕΘ. Το ζήτημα, φαντάζει ίσως «εξωτικό» ενώ μάλλον ακόμα πιο «εξωτικό» μοιάζει το γεγονός ότι δήμαρχος Θεσσαλονίκης ήταν τότε ένας μουσουλμάνος, ο Οσμάν Σαΐτ Ιμπν Χακί μπέης. Ο συγκεκριμένος είχε πρωτοδιοριστεί δήμαρχος την περίοδο 1908-1909, έπειτα ξανά το 1912, οπότε σ’ αυτή τη θέση τον βρήκε η ελληνική διοίκηση που αποφάσισε να τον διατηρήσει, η κυβέρνηση του κινήματος της Εθνικής Αμύνης τον αντικατέστησε στα 1916 με τον Κωνσταντίνο Αγγελάκη, για να ξαναγίνει δήμαρχος από την κυβέρνηση Γούναρη το 1920.[1]

Περί τίνος ακριβώς επρόκειτο; «Είναι γνωστόν ότι συμφώνως με το νέον σχέδιον της πόλεως τα μεταξύ των οδών Βασ. Γεωργίου και πρίγκηπος Νικολάου ευρισκόμενα μουσουλμανικά νεκροταφεία ως και τα μέχρι Χορτατζήδων τοιαύτα μεταβάλλονται εις άλσος καταδεφιζομένων όλων των μέχρι σήμερον υπαρχόντων παραπηγμάτων», γράφει σχετικά η «Νέα Αλήθεια».[2] Διευκρινιστικά η οδός Πρίγκηπος Νικολάου είναι η σημερινή Αλεξάνδρου Σβώλου, ενώ Χορτάτζηδες είναι η περιοχή της Ροτόντας, επειδή στη διάρκεια των οθωμανικών χρόνων είχε μετατραπεί στο τζαμί του Hortaç Efendi και εκεί κοντά δίπλα στα τείχη (μέσα όμως απ’ αυτά) υπήρχε ένα ακόμη μικρό μουσουλμανικό νεκροταφείο.[3] «Τα οικόπεδα ταύτα», συνεχίζει το δημοσίευμα, «μετά την απελευθέρωσιν της Θεσ/νίκης από του τουρκικού ζυγού περιήλθον εις το ελληνικόν Δημόσιον, εν τούτοις όμως τα διεκδική και ο Δήμος, όστις από ετών προέβη και εις ενοικίασιν οικοπέδων τινών, επί των οποίων ανηγέρθησαν προσωρινά παραπήγματα».[4] Υπήρχε όμως και τρίτος διεκδικητής, η Μουφτεία Θεσσαλονίκης.

Πιο αναλυτικό, και γλαφυρό, είναι το ρεπορτάζ της, επίσης, αντιπολιτευόμενης «Μακεδονίας». «Ως γνωστόν τα νεκροταφεία ταύτα από πολλού περιελθόντα εις αχρηστίαν και αποτελούντα ασχημίαν εις τα κεντρικώτερα μέρη της πόλεως κατελήφθησαν τον Σεπτέμβριον του 1916 [δηλ. αμέσως μετά το κίνημα της Εθνικής Αμύνης] υπό του Δημοσίου και παρεχωρήθησαν εις τον Δήμον ίνα τα χρησιμοποιήση προς καλλωπισμόν και δι’ άλλας ανάγκας της πόλεως. Μετά παρέλευσιν δύο ετών η Μουφτεία, χωρίς να έχη κανένα τίτλον κυριότητος επί των νεκροταφείων τούτων, τα οποία μη χρησιμοποιούμενα και επί των τελευταίων ετών της Τουρκοκρατίας ακόμη δια τον αρχικόν των προορισμόν, είχον περιέλθει σιωπηρώς εις την κυριότητα του Τουρκικού Δημοσίου κατά Τουρκικόν νόμον, και κατά συνέπειαν ανήκον εις το διαδεχθέν αυτό Ελληνικόν Δημόσιον – ηγέρθη διεκδικούσα δικαιώματα και ανέμιξε μάλιστα και το εν τη πόλει μας Αμερικανικόν Προξενείον το οποίον είχε τότε αναλάβει την υπεράσπισιν των Τουρκικών συμφερόντων [η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία]. Το Αμερικανικόν προξενείον επεκαλέσθη τότε την συνθήκην των Αθηνών εν σχέσει προς τα δικαιώματα των Μουσουλμανικών κοινοτήτων επί των Βακουφίων».[5] Η Συνθήκη των Αθηνών ήταν η προκάτοχος της Συνθήκης της Λωζάννης κι είχε υπογραφεί το 1913, αμέσως μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων.

Ο μουφτής, από την πλευρά του είχε μεν καταθέσει αγωγή εναντίον του Δήμου για την κυριότητα των νεκροταφείων, νοίκιαζε δε –κι αυτός– τμήματά τους για την ανέγερση παραπηγμάτων. Οι ενοικιαστές όμως για να στήσουν τις πρόχειρες κατασκευές τους ζητούσαν σχετική άδεια από τον Δήμο, προσκομίζοντας το σχετικό ενοικιαστήριο συμβόλαιο, και τέτοιου είδους άδειες ενέκρινε ο Οσμάν Σαΐτ. Αυτό ήταν και η αιτία να τον ψέξουν οι δυο αντικυβερνητικές εφημερίδες. Γράφει η «Μακεδονία»: «Ο Δήμαρχος κ. Οσμάν Σαΐτ ενθυμούμενος ότι είναι Μουσουλμάνος και λησμονών ότι είναι προ παντός Δήμαρχος της Ελληνικής Θεσσαλονίκης διωρισμένη (sic) υπό του Ελληνικού Δημοσίου διευκολύνει από μηνών τώρα τον Μουφτήν εις την δημιουργίαν και επαύξησιν δικαιωμάτων»·[6] για να συμπληρώσει η «Νέα Αλήθεια»: «Η ενέργεια αύτη του Δημάρχου Οσμάν Σαΐτ βέη είνε λίαν περίεργος αν μη σκανδαλώδης, διότι εφόσον ούτος γνωρίζει ότι μεταξύ Δήμου και Μουσουλμανικής Κοινότητος υφίσταται διαφορά θα έπρεπε ν’ αναμείνη την επίλυσιν αυτής υπό των Δικαστηρίων και να μη προσπαθή δια της ενεργείας του ταύτης να δημιουργή δικαιώματα εις την Μουσουλμανικήν Κοινότητα εκεί όπου αύτη δεν έχει».[7]

Το ζήτημα στο δημοτικό συμβούλιο έθεσε ο σύμβουλος Α. Μπράχαλης, ζητώντας εξηγήσεις. Ο δήμαρχος «είπεν ότι τα νεκροταφεία ταύτα ανήκουν εις την Μουσουλμανικήν Κοινότητα, ότι και η συνθήκη των Αθηνών αναγνωρίζει τούτο», ενώ στη δευτερολογία του τόνισε πως «αν σκάψη τις σήμερα εκεί θα εύρη οστά τουρκικά και ότι τα γήπεδα εβεβηλώθησαν  διότι εκτίσθησαν εις αυτά και ουρητήρια». Ο Μπραχάλης αντέτεινε «ότι ασχέτως προς την νομικήν άποψιν του ζητήματος ο κ. Δήμαρχος ως τεταγμένος προς περιφρούρησιν των συμφερόντων του Δήμου δεν πρέπει να αναγνωρίζει και να δημιουργή δικαίωμα εις τους αντιδίκους της Δημαρχίας». Στο πλευρό του τάχθηκε ο δημοτικός σύμβουλος Αργύριος Ζάχος «που λέγει ότι και εκείνοι εις τους οποίους η ιδία μουφτεία ενοικιάζει ανοικοδομούντες επί του πρώην νεκροταφείου βεβαίως κτίζουν και ουρητήρια», ενώ την άποψη του δημάρχου υποστηρίζει άλλος σύμβουλος, ο Γεώργιος Τουρπάλης, δηλώνοντας «ότι τα πρώην νεκροταφεία ανήκουν εις την Μουσουλμανικήν κοινότητα» και κατακρίνοντας «τον τρόπο καθ’ ον καταλήφθησαν ταύτα δια κρημνίσματος των περιβόλων αυτών εν καιρώ νυκτός». Στη συζήτηση παρεμβαίνει ο νομικός σύμβουλος του Δήμου δικηγόρος Δημητριάδης (πατήρ) κατά τη γνώμη του οποίου «τα πρώην νεκροταφεία αν δεν ανήκουν εις την μουσουλμανικήν κοινότητα δεν ανήκουν όμως και εις τον Δήμον, πρέπει δε να ανήκουν εις το Δημόσιον». Εντέλει, «το Συμβούλιον έκρινε περιττόν να εξακολουθήση ασχολούμενον δια γήπεδα τα οποία δεν ανήκουν εις αυτό» και αποφάσισε «όπως ο Δήμαρχος εις το εξής ουδεμίαν άδειαν επικυροί και εκδίδη δι’ ανέγερσιν οικιών ή παραπηγμάτων εντός των παλαιών τουρκικών νεκροταφείων».[8]

Αν και η απόφαση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα είδος ισοπαλίας ο θόρυβος δεν κόπασε. Στις 14.10 ο νομάρχης Παρασκευόπουλος καλεί τον νομικό σύμβουλο του Δήμου και του ζητεί εξηγήσεις ενώ «εζήτησε επίσης και τα πρακτικά της προχθεσινής ανηκούστου συνεδρίας του Δημοτικού Συμβουλίου ίνα μορφώση και ιδίαν γνώμην επί της ληφθείσης καταπληκτικής αποφάσεως».[9] Στο θέμα ενεπλάκη και η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας που, στις 15.10, «δι’ εγγράφου της εδέσμευσε την περαιτέρω ενέργειαν του κ. Δημάρχου εις το ζήτημα των αδειών».[10] Αντιδρώντας ο δήμαρχος συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, δυο μόλις μέρες μετά την προηγούμενη που συζήτησε τα σχετικά με τα νεκροταφεία, θέτοντας θέμα εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Το συμβούλιο ομοφώνως υποστήριξε τον δήμαρχο με πρώτο και καλύτερο τον Μπραχάλη που «εδήλωσεν ότι επιβάλλεται εις το Συμβούλιον να ικανοποιήση τον κ. Δήμαρχον και να εκδηλώση την εμπιστοσύνην του δια τα πεπραγμένα».[11] Ας μην ξεχνάμε ότι όχι μόνο ο δήμαρχος αλλά κι όλοι οι δημοτικοί σύμβουλοι ήταν διορισμένοι από την κυβέρνηση, καθώς οι πρώτες δημοτικές εκλογές στις Νέες Χώρες έγιναν τέσσερα χρόνια αργότερα.

Μπορεί το δημοτικό συμβούλιο να στήριξε τον δήμαρχο η εναντίον του όμως πολεμική δεν έπαυσε. Αμέσως μετά η «Νέα Αλήθεια» επιτίθεται και πάλι εναντίον του δημάρχου με αφορμή το γεγονός πως το «Δημοτικόν Συμβούλιον εψήφισε το ποσόν των 100.000 δραχμών προς αποζημίωσιν του Οσμάν Σαΐτ βέη δια τα έτη της απομακρύνσεώς του εκ του αξιώματος». Η απόφαση αυτή ελήφθη με βάση νόμο «περί παυθέντων και παθόντων Δημάρχων» που πέρασε η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος για να αποζημιώσει δημάρχους τους οποίους είχε απομακρύνει η προηγούμενη κυβέρνηση Βενιζέλου. «Το ζήτημα της αποζημιώσεως του κ. Οσμάν Σαΐτ βέη δια ζημίας τας οποίας ουδέποτε υπέστη και δι’ έξοδα παραστάσεως, εις τα οποία ουδέποτε υπεβλήθη σκανδαλίζει από πολλού ήδη την δημοσίαν γνώμην», γράφει η εφημερίδα.[12]

Το όλο θέμα δεν ήταν βέβαια απλά νομικό και διαδικαστικό. Ήταν πολιτικό και αφορούσε το ζήτημα των μειονοτήτων με τις οποίες είχε εμπλουτισθεί το ελληνικό κράτος μετά την επέκτασή του. Όπως σημειώνει ο Χεκίμογλου, «ο Σαΐτ είχε δίκιο, υπό την έννοια ότι, βάσει της Συνθήκης των Αθηνών, το Δημόσιο δεν είχε δικαίωμα να τροποποιήσει μονομερώς τον κοιμητηριακό χαρακτήρα των χώρων, ο οποίος δεν αίρεται από την παύση των ταφών… Ενώ φαίνεται ότι αρχικώς ο Σαΐτ προτιμήθηκε για να διευκολύνει τη χειραγώγηση του μη χριστιανικού πληθυσμού, η παραμονή του όσο ο ελληνικός στρατός πολεμούσε με τον τουρκικό στη Μικρά Ασία είχε αρχίσει να προσλαμβάνει χαρακτήρα αντινομίας».[13] Σε δημοσίευμα, άλλωστε, της εποχής αναφερόταν πως «οι ισχυριζόμενοι ότι τα μουσουλμανικά ενταύθα νεκροταφεία τα προστατεύει η συνθήκη των Αθηνών ας μη λησμονούν ότι η Ελλάς ευρίσκεται σήμερον εις εμπόλεμον μετά της Τουρκίας κατάστασιν και κατά συνέπειαν ουδεμίαν ισχύν έχει η εν λόγω συνθήκη».[14] Από τεχνικής απόψεως, βέβαια, η Ελλάς δεν βρισκόταν σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την οποία είχε υπογράψει τη σχετική συνθήκη, αλλά με τα στρατεύματα του Κεμάλ, που είχε επαναστατήσει εναντίον του σουλτάνου (το σκιώδες καθεστώς του οποίου είχε ακόμη την τυπική διεθνή αναγνώριση). Αλλά όλα αυτά ήταν μάλλον «ψιλά γράμματα».

Χαρακτηριστική είναι και η στάση του φιλοκυβερνητικού «Ταχυδρόμου», όπου υπάρχει ένα σύντομο και ήπιο περιγραφικό ρεπορτάζ για τη σχετική συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, ενώ σαφώς εκτενέστερο είναι ένα πρωτοσέλιδο ευθυμογράφημα τρεις μέρες αργότερα. Πρόκειται για ένα διάλογο «μεταξύ δύο νεκρών εν τω Τουρκικώ νεκροταφείω» που ξεκινάει με τον Αλή να αναστενάζει: «Βάι, βάι… Τι είναι αυτό Μεμέτ; Εκατόν χρόνια ήσυχον ύπνον ήλθαν να μας ταράξουν τώρα;» και τον Μεμέτ να απαντά: «Και το χειρότερον είναι ότι οι τάφοι μας θα γίνουν σωλήνες να διέρχωνται κάθε είδους ακαθαρσίες». Τελικά οι δυο ανήσυχες ψυχές αποφασίζουν να καλέσουν και τους άλλους νεκρούς και ως φαντάσματα να τρομάξουν όσους δεν θέλουν να τους αφήσουν ήσυχους.[15]

Τα αμέσως επόμενα χρόνια το ζήτημα εξέλιπε καθώς με την ανταλλαγή των πληθυσμών που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάννης όλοι οι (ζωντανοί) μουσουλμάνοι, του πρώην δημάρχου (παύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1922)[16] Οσμάν Σαΐτ  συμπεριλαμβανομένου, έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη. Έτσι, τα κόκκαλα του Αλή και του Μεμέτ αφέθηκαν στην τύχη τους και πάνω στα μνήματά τους δεν φύτρωσε καν το προβλεπόμενο άλσος. Απλώς τα παραπήγματα εξελίχθηκαν στα μονιμότερα περίπτερα της Διεθνούς Έκθεσης και δεν υπάρχει ίχνος πλέον του μουσουλμανικού νεκροταφείου. Δεν ήταν βέβαια το μοναδικό που είχε τέτοια τύχη στη νεότερη Θεσσαλονίκη. Μερικά χρόνια αργότερα θα εξαφανιστεί το εβραϊκό κοιμητήριο, όπου θα κτισθούν τα κτίρια του Πανεπιστημίου, ενώ νωρίτερα είχε χαθεί και το σαφώς μικρότερο εξαρχικό νεκροταφείο που βρισκόταν πίσω από το ελληνορθόδοξο της Ευαγγελίστριας.

Παραπομπές:
[1] Ευάγγελος Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος και ο Μεσοπόλεμος στη Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 93· http://el.wikipedia.org/wiki/Δήμος_Θεσσαλονίκης.
[2] Νέα Αλήθεια, 14.10.1921.
[3] Βασίλης Δημητριάδης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας 1430-1912, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 60, 126-127.
[4] Νέα Αλήθεια, 14.10.1921.
[5] Μακεδονία, 14.10.1921.
[6] Μακεδονία, 14.10.1921.
[7] Νέα Αλήθεια, 14.10.1921.
[8] Μακεδονία, 14.10.1921· Νέα Αλήθεια, 14.10.1921· Ταχυδρόμος της Βορείου Ελλάδος, 14.10.1921· Ευ. Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος…, σ. 161.
[9] Μακεδονία, 16.10.1921.
[10] Νέα Αλήθεια, 18.10.1921.
[11] Μακεδονία, 16.10.1921.
[12] Νέα Αλήθεια, 19.10.1921.
[13] Ευ. Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος…, σ. 161.
[14] Νέα Αλήθεια, 16.10.1921.
[15] Ταχυδρόμος της Βορείου Ελλάδος, 17.10.1921.
[16] Ευ. Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος…, σ. 167.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σήμερα η συνάντηση Βρούτση-τρόικας

“Πάλεψε” ο Άρης απέναντι στον Παναθηναϊκό αλλά δεν τα κατάφερε