Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη
Στις 29.4.1903 (ν.η.) το υποκατάστημα Θεσσαλονίκης της Οθωμανικής Αυτοκρατορικής Τράπεζας (γαλλοβρετανικών κεφαλαίων) ανατινάσσεται και μένει η πρόσοψή του. Το ανακατασκευασμένο μετά την ανατίναξη κτίριο υπάρχει ακόμα και σήμερα στη γωνία των οδών Φράγκων και Λέοντος Σοφού και χρησιμοποιείται από το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Ήταν η θεαματικότερη από τις βομβιστικές ενέργειες μιας μικρής ομάδας νεαρών εξαρχικών αναρχικών.
Η ομάδα αυτή ονομαζόταν «Γκεμιντζί» κι έχει γίνει γνωστή στην ελληνική βιβλιογραφία ως «Βαρκάρηδες» (ο Κ. Μοσκώφ, πάντως, τους αναφέρει ως «Πλήρωμα»). Μια, κάπως ποιητική, εξήγηση του ονόματος τούς θέλει ως αυτούς που «εγκαταλείπουν την καθημερινότητα και τα όρια της έννομης τάξης και σαλπάρουν με μια βάρκα στις ελεύθερες και άγριες θάλασσες της παρανομίας». Βασικά, όμως, επρόκειτο για μια παρέα. Τα μέλη της ομάδας, κατά τον Μοσκώφ, δεν ξεπέρασαν τα 30 στα πέντε χρόνια της ύπαρξής της, ενώ ο Γ. Μέγας καταγράφει δεκατρία άτομα. Απ’ αυτά τα εννιά κατάγονταν από την ίδια πόλη, τα Βελεσά δηλ. το Βέλες στη σημερινή Δημοκρατία της Μακεδονίας, λίγα χιλιόμετρα από τα ελληνικά σύνορα. Το 1903 ο μεγαλύτερος ήταν 43 ετών, ο μικρότερος 17 κι ο μέσος όρος ηλικίας της ομάδας ήταν τα 26 χρόνια.
Η ομάδα υπήρχε στο περιθώριο της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (VMRO) και των αντιπαραθέσεων μεταξύ βερχοφιστών και τσεντραλιστών που τη συντάραζαν. Δεν άφησαν κανένα γραπτό ντοκουμέντο ούτε ποτέ προσπάθησαν να επηρεάσουν κάποιον έξω από τον στενό τους κύκλο. Όλη τους η δραστηριότητα περιορίστηκε στην προετοιμασία των εκρήξεων που σχεδόν μεταφυσικά θεωρούσαν πως θα οδηγούσε σε εξέγερση των μαζών, ίσως μέσα από μαζικά αντίποινα των αρχών αλλά και την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Αλλά ακόμη κι αυτό το σημείο είναι θολό.
Η πρώτη ενέργεια ήταν η ανατίναξη του γαλλικού πλοίου «Γκουαλντακιβίρ» στις 28.4 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Το πλοίο βυθίστηκε, ενώ πέντε μέλη του πληρώματος τραυματίστηκαν ελαφρά. Το βράδυ της ίδιας μέρας τρένο που βρισκόταν στις γραμμές δίπλα στην πόλη πατάει δυναμίτη που είχαν τοποθετήσει οι «Βαρκάρηδες» αλλά η έκρηξη δεν προκαλεί τον εκτροχιασμό του.
Το βράδυ της επομένης ο ρυθμός των εκρήξεων είναι καταγαιστικός. Λίγο πριν τις οκτώ ανατινάσσονται οι αγωγοί φωταερίου και ύδρευσης που περνούσαν κάτω από τη γέφυρα του χειμάρρου Αρόν (περίπου στη σημερινή συμβολή 26ης Οκτωβρίου και Αναγεννήσεως) βυθίζοντας στο σκοτάδι τους δρόμους της πόλης. Αυτό αποτελεί το σύνθημα. Δύο μέλη της ομάδας επιτίθενται στο εργοστάσιο φωταερίου που βρισκόταν δίπλα στο Μπεστσινάρ, αλλά απωθούνται από τις πιστολιές των φυλάκων. Βόμβες εκρηγνύονται στο καφενείο Αλάμπρα στην παραλία, στη μπυραρία του Νιόνιου στην πλατεία Ολύμπου (σημ. πλατεία Ελευθερίας), στην αυλή της Οθωμανικής Τράπεζας, ενώ σε λίγο ο επικεφαλής της ομάδας Ορτζέτο ανάβει το φυτίλι σε μια σήραγγα που οι «Βαρκάρηδες» είχαν σκάψει μέχρι κάτω από την Τράπεζα, η οποία καταρρέει καταπλακώνοντας κάποια από τα λίγα άτομα που βρίσκονταν εκεί. Παράλληλα γίνεται απόπειρα εμπρησμού του Μποσνάκ Χαν (διαγώνια απέναντι από την Τράπεζα), ενώ πετάγονται βόμβες στους δρόμους, όπως μπροστά στο Γκραντ Οτέλ και το θέατρο Έντεν, τη Γερμανική Σχολή αλλά και το φρούριο του Τόπχανε.
Επικρατεί πανικός, καθώς τα μέλη της ομάδας (στις περισσότερες περιπτώσεις με σχεδόν αυτοκτονική διάθεση) πετάνε βόμβες μέχρι να χτυπηθούν από τις σφαίρες των στρατιωτών. Στη διάρκεια των γεγονότων θα σκοτωθούν έξι, ενώ άλλοι τέσσερις θα συλληφθούν. Στα θύματα των βομβών έρχονται τώρα να προστεθούν κι αυτά των μέτρων, ουσιαστικά αντιποίνων, των οθωμανικών αρχών που στρέφονται κυρίως εναντίον των εξαρχικών χωρίς να αποφεύγονται κι οι απώλειες μεταξύ των πατριαρχικών. Εκτεταμένες, βέβαια, είναι και οι συλλήψεις αλλά και τα βασανιστήρια. Παράλληλα μοίρες του αυστροουγγρικού και του ιταλικού στόλου, καθώς κι ένα γερμανικό θωρηκτό καταφθάνουν στο λιμάνι θυμίζοντας κάπως την κατάσταση μετά τη σφαγή των Προξένων (1876).
Πράγματι, οι «Βαρκάρηδες» κατόρθωσαν να αναστατώσουν την πόλη, να προκαλέσουν αντίποινα και το διεθνές ενδιαφέρον και κάπου εκεί να τελειώσει η ιστορία τους. Οι τέσσερις που συνελήφθησαν καταδικάστηκαν σε θάνατο κι αργότερα στάλθηκαν στις φυλακές του Φεζάν στην λιβυκή Σαχάρα. Δύο πέθαναν εκεί ενώ άλλοι δύο επέζησαν μέχρι τη γενική αμνηστία που δόθηκε στους πολιτικούς κρατούμενος με την επανάσταση των Νεότουρκων (1908). Πιο ενδιαφέρουσα είναι η πορεία του Πάβελ Σάτεβ, ο οποίος έγραψε κι απομνημονεύματα (που αποτελούν βασική πηγή για τα γεγονότα). Μετά την αμνηστία επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, κατόπιν πήγε στις Βρυξέλλες όπου σπούδασε νομικά, ξαναγύρισε στην πόλη ως καθηγητής του βουλγαρικού Γυμνασίου, για να φύγει οριστικά μετά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Στη Βουλγαρία συνδέθηκε με την ΕΜΕΟ (ενιαία), τη διάσπαση της οργάνωσης που σχετίζονταν με την Κομιντέρν και στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου φυλακίστηκε με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης. Απελευθερώθηκε από την κυβέρνηση του Πατριωτικού Μετώπου, πήγε στα Σκόπια, όπου και έγινε πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Λίγα χρόνια αργότερα όμως έπεσε θύμα των εκκαθαρίσεων που προκάλεσε η διαμάχη Τίτο – Στάλιν.
Βιβλιογραφία:
Γιάννης Μέγας, Οι «Βαρκάρηδες» της Θεσσαλονίκης: Η αναρχική βουλγαρική ομάδας & οι βομβιστικές ενέργειες του 1903, 2η έκδ. Π. Κυριακίδης, Αθήνα 2010.
Συλλογικό, Οι Βαρκάρηδες: Η μηδενιστική ομάδα της Θεσσαλονίκης, Δαίμων του Τυπογραφείου.
Μερόπη Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912: Μια μητρόπολη την εποχή των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, μτφρ. Β. Πατσογιάννης, Εστία, Αθήνα 2008, σ. 539.
Mark Mazower, Salonica City of Ghosts: Christians, Muslims and Jews 1430-1950, Harper, Λονδίνο 2004, σ. 266-268.
Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης: Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, 3η έκδ., Καστανιώτης, Αθήνα 1988, σ. 310-312.
Κώστας Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης 1875-1920, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 124.